Συνέντευξη

Όλγα Κοσμοπούλου: «Όταν θυμώνω, δε φοβάμαι» – Η ανθρωπίστρια γιατρός που στάθηκε πλάι στον Πάνο Ρούτσι μιλά στην Parallaxi

Η γιατρός μιλά για τον συνδικαλισμό, την κατάσταση και τα κενά του ΕΣΥ, τις απεργίες πείνας, τον Πάνο Ρούτσι και τις επιθέσεις προς το πρόσωπό της.

Χρυσάνθη Αρχοντίδου
όλγα-κοσμοπούλου-όταν-θυμώνω-δε-φοβά-1386911
Χρυσάνθη Αρχοντίδου

Η Όλγα Κοσμοπούλου αντιμετωπίζει όλους τους ασθενείς της το ίδιο – άσχετα από τις πολιτικές πεποιθήσεις, την οικονομική κατάσταση, τη φυλή, τη θρησκεία και χρώμα του δέρματός τους.

Η πορεία της στην Ιατρική ξεκίνησε το 1988, όταν αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αφού επέστρεψε από την Αγγλία όπου έζησε, σπούδασε και άσκησε το επάγγελμα, το 1999, διορίστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας, όπου υπηρετεί μέχρι και σήμερα, ως μία από τις διευθύντριες της Α΄ Παθολογικής Κλινικής.

Η γιατρός Όλγα Κοσμοπούλου στάθηκε δίπλα στο πλευρό του Πάνου Ρούτσι, του πατέρα που έχασε τον γιο του στο έγκλημα των Τεμπών, από την πρώτη μέχρι την 23η ημέρα της απεργίας πείνας του, κατά τη διάρκεια της οποίας διεκδικούσε τα αυτονόητα – την εκταφή και τοξικολογικές εξετάσεις στη σορό του παιδιού του.

Για τη στήριξη και το έργο της, στοχοποιήθηκε και δέχθηκε επίθεση από τον υπουργό Υγείας, Άδωνι Γεωργιάδη, ο οποίος δήλωσε ότι «δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στον γιατρό του» και έκανε λόγο για ανθρώπους που «καθοδηγούν» τον Πάνο Ρούτσι και θα λογοδοτήσουν νομικά αν του συμβεί κάτι, αναφέροντας μάλιστα και πολιτικά κίνητρα.

Η Όλγα Κοσμοπούλου μιλά σήμερα στην Parallaxi για τον συνδικαλισμό, την κατάσταση και τα κενά του ΕΣΥ σήμερα, τις απεργίες πείνας, τον Πάνο Ρούτσι και τις επιθέσεις προς το πρόσωπό της.

Ο συνδικαλισμός υπάρχει στη ζωή της κ. Κοσμοπούλου τα τελευταία 25 χρόνια. Οι δύσκολες και πολλές φορές άθλιες συνθήκες που υπάρχουν στο ΕΣΥ, αλλά και η ανυπαρξία οποιουδήποτε σχεδιασμού για τη βελτίωση αυτών των συνθηκών ήταν οι λόγοι που την έστρεψαν στον συνδικαλισμό, όπως ομολογεί η ίδια: 

«Είναι κάτι που μοιραία σε αναγκάζει -ακόμα και να μην θέλεις και να μην έχεις μεγάλη όρεξη- να κινητοποιηθείς για να αλλάξεις κάπως τα πράγματα. Δυστυχώς κάθε χρόνος που περνάει χάνουμε και δικαιώματα ασθενών». 

Η ίδια αναλύει την κατάσταση που επικρατεί στο ΕΣΥ και συγκεκριμένα τις συνθήκες στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας, στο οποίο έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος του έργου της: 

«Όταν είχα ξεκινήσει τη θητεία μου, οι παλιοί χώροι του νοσοκομείου με είχαν “εντυπωσιάσει”  αρνητικά με την παλαιότητα και την ακαταλληλότητά τους. Δυστυχώς, τόσα χρόνια αργότερα, οι χώροι νοσηλείας συνεχίζουν να παραμένουν στην ίδια, κακή, κατάσταση.

Για παράδειγμα, προκειμένου να ανακαινιστεί κομμάτι του δεύτερου και τρίτου ορόφου, είχαμε πραγματοποιήσει κινητοποίησες για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Τότε, είχα απειληθεί από τον πρόεδρο του νοσοκομείου, ότι δεν θα ξαναβρώ θέση στο ΕΣΥ. Παρόλα αυτά ανανεώθηκε η θητεία μου, καθώς ο πρόεδρος έφυγε γιατί άλλαξε η τότε κυβέρνηση. 

Σε αυτό που θέλω να καταλήξω είναι ότι εμείς, οι γιατροί, μένουμε. Αυτοί έρχονται και φεύγουν, χωρίς να προσπαθούν να βελτιώσουν τίποτα». 

Είκοσι χρόνια αργότερα, το ένα τρίτο του πρώτου ορόφου ακόμα δεν έχει παραδοθεί ανακαινισμένο, με κακές συνθήκες στο νοσοκομείο, όχι μόνο για τους γιατρούς αλλά και για τους ασθενείς, όπως λέει η ίδια: 

«Γιατροί και ασθενείς είμαστε στριμωγμένοι. Άνθρωποι νοσηλεύονται στους διαδρόμους χωρίς κοινή τουαλέτα, σε πάρα πολύ άσχημες συνθήκες. Όλα αυτά τα χρόνια δεν έχω δει να υπάρχει αφθονία μαξιλαριών και σεντονιών σε κανέναν χώρο του νοσοκομείου, δεν έχω δει να υπάρχει επάρκεια νοσηλευτών και πλέον έχουμε φτάσει σε ένα σημείο, που εδώ και καμιά δεκαετία δεν υπάρχει επάρκεια γιατρών.

Όσοι εφημερεύουμε είμαστε στις ηλικίες των 55 με 65 ετών. Εφημερεύουμε μέρα και νύχτα, καλύπτουμε επείγοντα με πολύ λίγους ειδικευόμενους, γιατί οι νέοι γιατροί δεν μένουν στη χώρα για να κάνουν ειδικότητες, ειδικά όπως η παθολογία που είναι σκληρή. Προσωπικά, βλέπω 350 περίπου οροθετικούς που είναι ολομόναχοι.

Δεν νιώθω χαρά πλέον που βλέπω τους ασθενείς μου γιατί δεν νομίζω ότι μπορώ να τους παρέχω όλα όσα χρειάζονται και όλα όσα δικαιούνται. Θα έλεγα πως αυτό είναι ο κανόνας στο ΕΣΥ». 

Σε μία χώρα που το Εθνικό Σύστημα Υγείας της μοιάζει να καταρρέει, τη στιγμή που οι υπουργοί το εξυμνούν, η κα. Κοσμοπούλου απαντά ότι η πραγματικότητα είναι μία: 

«Υπάρχει η πραγματικότητα και υπάρχει η εικονική πραγματικότητα. Στην εικονική πραγματικότητα η κυβέρνηση όντως τα έχει πάει περίφημα σε όλα τα επίπεδα.

Στην πραγματικότητα όμως, το μεγαλύτερο κομμάτι της νεολαίας δεν έχει λεφτά να ψωνίσει στο σούπερ μάρκετ ή να μετακινηθεί άνετα. Δεν έχει δουλειά ή αν έχει δουλειά είναι πολύ λίγες ώρες και αυτή η δουλειά θα είναι κακοπληρωμένη. Το μεγαλύτερο κομμάτι της πραγματικά εργαζόμενης πλειοψηφίας δουλεύει σε δύο και τρεις εργασίες για να τα βγάλει στοιχειωδώς πέρα. Αυτή είναι η πραγματικότητα που ζει η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων. Αν οι υπουργοί περνάνε καλά, δόξα τω Θεώ, περνάει καλά και κάποιος σε αυτή τη χώρα. 

Δεν πρόκειται όμως για πρόοδο. Άλλωστε, ο σχεδιασμός της κυβέρνησης για τον τομέα της υγείας είναι να ενισχύσει τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες και όχι το προσωπικό ή τις κτιριακές υποδομές». 

Αναφορικά με το κομμάτι της ιδιωτικοποίησης του ΕΣΥ, η ίδια σχολιάζει πως της είναι «αδιανόητο ο ασθενής να πληρώνει από την τσέπη του»: 

«Η ιδιωτικοποίηση έχει αρχίσει από την εποχή του εξαιρετικά πετυχημένου υπουργού Αλέκου Παπαδόπουλου, το 2000 – 2002. Τότε, για πρώτη φορά νομοθετήθηκαν κλειστοί σφαιρικοί προϋπολογισμοί νοσοκομείων. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι ένα νοσοκομείο πρέπει να βγάζει και τα έξοδα του και δεν αρκεί να χρηματοδοτείται από το κράτος. Τότε καθιερώθηκαν τα ιδιωτικά απογευματινά ιατρεία στο ΕΣΥ. Η ψευδώνυμη ολοήμερη λειτουργία – χώροι όπου ο πολίτης μπορεί να κλείνει το ραντεβού του και να πληρώνει από την τσέπη του.

Η ιδιωτική λειτουργία πλέον εμπεδώθηκε και έχουμε φτάσει σε ακρότητες, όπου τεράστια κομμάτια του συστήματος έχουν παραδοθεί στον ιδιωτικό τομέα.

Η δυνατότητα του ιδιωτικού έργου δίνεται σε ήδη υπερκοπωμένους και εξοντωμένους υγειονομικούς. Πρακτικά πόσες ώρες μπορεί να δουλεύει ένας άνθρωπος όλο το 24ωρο πριν καταρρεύσει; Γιατί να το κάνει άλλωστε; 

Μετά το 1981 προέκυψε μια γενιά γιατρών, που μας ήταν αδιανόητο να πληρώνει ο ασθενής από την τσέπη του. Είμαστε πολλοί και είμαστε ακόμη εδώ. Και συνεχίζει να μας είναι αδιανόητο να πληρώνει ο ασθενής από την τσέπη του».

«Θα καταλήξουμε στο να μην έχει πρόσβαση στην υγεία ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, αν δεν αλλάξει κάτι κεντρικά πολιτικά», τονίζει η ίδια: 

«Ήδη, δεν έχουν πρόσβαση στην υγεία οι μετανάστες χωρίς χαρτιά και αυτό είναι τεράστιο πρόβλημα για τη δημόσια υγεία – το να αφήνεις ένα κομμάτι των κατοίκων της χώρας χωρίς στοιχειώδη περίθαλψη. Αυτό θα εξαπλώνεται ώσπου να καταπιεί το μεγαλύτερο κομμάτι του ελληνικού λαού.

Επίσης δεν αρκεί πλέον το κίνημα των υγειονομικών για να αλλάξουν τα πράγματα. Δεν αρκεί τα αιτήματα να ενσωματώνονται με ξύλινο τρόπο στα λοιπά αιτήματα κάθε σωματείου που μεταξύ άλλων λένε ότι θέλουμε δωρεάν υγεία. Πρέπει όλα τα σωματεία και οι κοινωνικοί φορείς κάθε περιοχής να αγκαλιάσουν τα νοσοκομεία που λειτουργούν εκεί και να αρχίσουν να παρεμβαίνουν με τέτοιο τρόπο ώστε τα προβλήματα να λύνονται, να αναστέλλονται πράξεις ιδιωτικοποίησης και να καταλάβει ο αντίπαλος ότι είμαστε εδώ και απαιτούμε και διεκδικούμε. Αλλιώς δεν θα αλλάξει τίποτα». 

Το ΕΣΥ κατέληξε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα, μέσα από έναν συνδυασμό πολλών παραγόντων, όπως εξηγεί η ίδια: 

«Το ΕΣΥ εξ αρχής ήταν ένα σύστημα ιατροκεντρικό, όπου ο γιατρός ήταν ο “αρχηγός” σε όλα και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι έπαιζαν μικρό ρόλο. Δεύτερον, μεγάλο ρόλο παίζουν οι κομματικοί διορισμοί σε μεγάλο βαθμό. Τρίτον, υπήρχε πάντα το “τυράκι” του να μπορείς να βγάλεις λεφτά και “κάτω από το τραπέζι”, στο οποίο υπέκυπταν πολλοί συνάδελφοι – κάτι το οποίο είναι φυσικά λάθος. Τέταρτον, είχε επικρατήσει ένας γραφειοκρατικός συνδικαλισμός ο οποίος δεν προχωρούσε με τρόπο τέτοιο για να λυθούν τα προβλήματα. Υπάρχει μία τάση να αλλάξουν όλα αυτά, αλλά έχουμε μεγάλο δρόμο ακόμα». 

Πηγή: EUROKINISSI

«Δυστυχώς, τίποτα δεν αλλάζει με τον εύκολο τρόπο», τονίζει η κ. Κοσμοπούλου. Η τελευταία φορά που υπήρχαν σημαντικές κατακτήσεις στον χώρο της υγείας με υποχωρήσεις υπουργών στα αιτήματα των ιατρών ήταν κατά την περίοδο 2007 – 2009, όπως θυμάται η ίδια: 

«Τότε, μετά από μία συντονισμένη μάχη σε όλα τα νοσοκομεία της χώρας, ο κ. Αβραμόπουλος είχε υποχωρήσει και είχαμε σημαντικές κατακτήσεις στον χώρο. Αλλά ήταν μια οργανωμένη διαδικασία από τη βάση της, με συνελεύσεις στα νοσοκομεία, οι οποίες συνεχίζονταν για πάνω από δύο χρόνια και με συνεχείς κινητοποιήσεις. 

Οι νέοι γιατροί πρέπει να βγουν μπροστά αν θέλουν να συνεχίσει να υπάρχει και αύριο αυτή η χώρα. Και οι ίδιοι, σε ρόλο κοινωνικά ενεργών ανθρώπων σε αυτή τη χώρα πρέπει να βγουν μπροστά και να ξεκινήσουν πάλι οι διαδικασίες βάσης και τα αιτήματα να τα φτιάξουν οι νέοι γιατροί και οι ασθενείς». 

Η Όλγα Κοσμοπούλου στάθηκε δίπλα στο πλευρό του Πάνου Ρούτσι και τις 23 ημέρες της απεργίας πείνας του. Η ίδια περιγράφει πώς βίωσε την κατάσταση αυτή:

«Τον κύριο Ρούτσι τον παρακολουθούσαμε αρκετοί υγειονομικοί και γιατροί. Φυσικά με βάρδιες, κάτω από δύσκολες συνθήκες, στην πλατεία Συντάγματος, όπου δεν μπορούσες να κάνεις πολλά πράγματα. Για τον λόγο αυτό ακριβώς η αγωνία κορυφωνόταν όσο περνούσαν οι μέρες.

Δεν ξέρω αν θα αντέχαμε και εμείς σαν υγειονομικοί και τρίτο δεκαήμερο. Ανακουφιστήκαμε πάρα πολύ που κέρδισε αυτά τα οποία διεκδικούσε. Δεν θέλω να μπω σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες αλλά ναι, ο κύριος Ρούτσι, έκανε πραγματική απεργία πείνας και υπάρχουν τα τεκμήρια σε όποιον τα αναζητά. Γιατί άκουσα και διάφορες κακοήθειες να λέγονται». 

Πηγή: facebook

Αναφορικά με τις δηλώσεις του υπουργού Υγείας, Άδωνι Γεωργιάδη, προς το πρόσωπό της, η ίδια απαντά: 

«Έχω παρακολουθήσει αρκετούς απεργούς πείνας όπως είπε και ο Υπουργός Υγείας. Οι γιατροί που ασχολούνται με απεργούς πείνας δεν είναι πάρα πολλοί οπότε ήταν μοιραίο να με φωνάζουν. Επίσης, επειδή ανήκω στο μαχόμενο κομμάτι του κινήματος των υγειονομικών, πολλοί άνθρωποι από διάφορους χώρους είχαν το θάρρος να μου απευθυνθούν γιατί ήξεραν ότι θα βρουν ανταπόκριση.

Είμαι περήφανη γι’ αυτό και είναι μεγάλη μου τιμή που όλα αυτά τα χρόνια έχω στηρίξει ανθρώπους που διεκδικούσαν δίκαια αιτήματα. Το αίτημα να πάρεις άδεια ή το αίτημα να σταματήσει μια άδικη προφυλάκιση είναι δίκαιο. Μόνο για δίκαια αιτήματα μπαίνει κανείς στη διαδικασία να υποβάλει το σώμα του σε αυτή την ταλαιπωρία. Μόνο για δίκαια αιτήματα βρίσκει κανείς συμπαραστάτες. Αυτό το δείχνει η ιστορία και η πραγματικότητα. 

Πάντα υπήρχαν άνθρωποι ακόμη και του ίδιου ιδεολογικού χώρου με απεργούς πείνας [εννοώντας πολιτικούς κρατούμενους] που έλεγαν κακοήθειες του τύπου “πόσο τρώει” και “πόσο δεν τρώει”. Τα έλεγαν αυτά χωρίς να είναι μπροστά για ανθρώπους που καταρρέουν», εξηγεί η ίδια και συνεχίζει:

«Υπάρχει όμως ένας άνθρωπος που είναι πατέρας νεκρού των Τεμπών, που δεν έχει κανένα συμφέρον να κάνει απεργία πείνας. Προσωπικά θεωρώ ότι ακόμη και αν είχε πάει εκεί να κάτσει σε μια καρέκλα στη πλατεία Συντάγματος τόσες μέρες, θα ήταν το ίδιο αξιοσέβαστος και η κίνησή του θα είχε την ίδια λαϊκή ανταπόκριση». 

«Το να βγαίνει ο ίδιος ο Υπουργός Υγείας και να εναγκαλίζεται τις απόψεις των τρολ με διάφορους τρόπους δείχνει πράγματα για τη Δημοκρατία στη χώρα», τονίζει η κα. Κοσμοπούλου: 

«Το να υπάρχουν όλοι αυτοί που βγαίνουν στο διαδίκτυο, τα τρόλς της ΝΔ, η Ομάδα Αλήθειας και διάφοροι άλλοι και να λένε αν τρώει ή αν δεν τρώει, δείχνει ότι η χυδαιότητα δεν γίνεται να πάει πιο ψηλά σε αυτήν την κοινωνία. 

Το να ισχυρίζεται ένας υπουργός της κυβέρνησης ότι ένας γιατρός ή ένας δημόσιος υπάλληλος ή ένας άνθρωπος γενικότερα, δεν δικαιούται να έχει πολιτική άποψη ή να συμμετέχει σε νόμιμη πολιτική οργάνωση και να το λέει αυτό σαν να είναι κατηγορία, είναι τρομακτικό. Δείχνει ότι ο υπουργός αυτής της κυβέρνησης δεν σέβεται τη Δημοκρατία». 

«Όταν θυμώνω δεν φοβάμαι», εξηγεί η ίδια: 

«Θύμωσα με μέτρο για τα δεδομένα μου. Φυσικά και δεν φοβήθηκα, γιατί όσοι έχουμε ταχθεί στην αλλαγή αυτή της κοινωνίας δεν φοβόμαστε εύκολα. Ένιωσα την ανάγκη να απαντήσω. Απάντησα με όση ευπρέπεια πιθανόν διέθετα. Αλλά νομίζω ότι ο κόσμος βλέπει. 

Την αγάπη που έχω δεχτεί όλες αυτές τις μέρες από απλούς ανθρώπους που με χαιρετάνε στον δρόμο δεν την είχα δεχτεί ποτέ ξανά στη ζωή μου. Οι ύβρεις του κυρίου Γεωργιάδη είναι τιμή για μένα και για όλη την ομάδα των γιατρών».

Η ίδια εξομολογείται ότι δεν γνωρίζει πώς η αναγνωρισιμότητα μέσα από την υπόθεση του Πάνου Ρούτσι θα την επηρεάσει ακόμα επαγγελματικά. Προσωπικά όμως, το μόνο σίγουρο είναι ότι κάτι τέτοιο δεν είναι το ζητούμενο γι’ αυτήν:

«Είναι πάρα πολύ κουραστικό, είμαι μάλλον μοναχικός άνθρωπος. Έπρεπε να γίνουν έτσι όμως τα πράγματα για να κερδίσει ο Πάνος Ρούτσι». 

Την ίδια περίθαλψη που είχε ο Πάνος Ρούτσι από την Όλγα Κοσμοπούλου, είχε και ο Τομ Γκρίνγουντ, μετά το ατύχημά του με «γουρούνα» στη Μύκονο στις διακοπές του. Τότε, ο Άδωνις Γεωργιάδης, διαφημίζοντας το ΕΣΥ, είχε κάνει λόγο για την αεροδιακομιδή και διασωλήνωση του δισεκατομμυριούχου, λέγοντας πως ότι δεν την έκανε η πανάκριβη ασφαλιστική του το έκανε το ΕΣΥ και μάλιστα, δωρεάν.

«Ο Σύλλογος Εργαζομένων του νοσοκομείου Νίκαιας είχε βγάλει ανακοίνωση για το περιστατικό, την οποία δεν είχα γράψει εγώ. Οι συνάδελφοι έγραψαν ότι παρακαλούμε τους υπουργούς και όλους τους επισήμους να μην μας τηλεφωνούν την ώρα που δουλεύουμε γιατί ενοχλούν. Αυτό κάποτε πρέπει να γίνει κατανοητό. Ότι η παρέμβαση κανενός δεν χρειάζεται», αναφέρει η κ. Κοσμοπούλου.

«Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ανθρώπους ηλικιωμένους, μόνους τους, ανθρώπους που βρίσκονται έξω στον δρόμο, που είναι άστεγοι, που είναι στην ψυχιατρική, που δεν μπορούν να πουν καν το όνομά τους. Έχουμε συνηθίσει όλους αυτούς τους ανθρώπους να τους φροντίζουμε όσο καλύτερα μπορούμε χωρίς να διακρίνουμε το φτωχό από το πλούσιο, αυτόν που έχει συνοδούς από αυτόν που δεν έχει συνοδούς. Και αυτό ισχύει για όλα τα νοσοκομεία της χώρας προφανώς», όπως τονίζει η ίδια.

Αναφορικά με την απεργία πείνας, η ίδια τονίζει ότι οι γιατροί που τους επιβλέπουν είναι πάντα έτοιμοι να παρέμβουν έτσι ώστε να μην φτάσει σε σημείο ο άνθρωπος να καταλήξει: 

«Όταν περνάει το δεκαήμερο και ιδιαίτερα όταν περνάει το εικοσαήμερο, που ξέρεις ότι ο ασθενής κινδυνεύει από αιφνίδιες αρρυθμίες, η αγωνία κάθε εχέφρονος γιατρού είναι τόσο μεγάλη, που πραγματικά θέλουμε να σταματήσει την απεργία πείνας. Γιατί δεν απολογούμεθα στον νόμο, δεν απολογούμεθα στους υπουργούς, απολογούμεθα στη συνείδησή μας και δεν θέλουμε ποτέ να πάθει κάποιος κάτι.

Το λέμε πάντα μεταξύ μας οι γιατροί που βλέπουμε απεργούς πείνας, ότι ακόμη και αν ο απεργός έχει κάνει υπεύθυνη δήλωση ότι δεν θέλει να τον επαναφέρουν από το κώμα, εμείς πάντα είμαστε έτοιμοι εάν συμβεί κάτι να παρέμβουμε. Το λέω ευθαρσώς ότι ποτέ δεν θα αφήσουμε άνθρωπο να πεθάνει από απεργία πείνας. Ποτέ». 

Η κα. Κοσμοπούλου εξηγεί την κατάσταση του ανθρώπινου οργανισμού ενός απεργού πείνας, καθώς και τα σημεία που η απεργία αρχίζει να γίνεται επικίνδυνη για τη ζωή του: 

«Ο οργανισμός του ασθενή αρχικά καίει το γλυκογόνο του ήπατος και των μυών. Μετά καίει λίπος και τέλος αρχίζει να καίει μυϊκό ιστό. Όταν φτάσει να καίει μυϊκό ιστό, που ήταν περίπου στη φάση αυτή ο Πάνος Ρούτσι μετά την 20η ημέρα, τότε καίει και μυοκάρδιο.

Ανάλογα με το αν ενυδατώνεται αρκετά, μπορεί να κάνει νεφρική ανεπάρκεια. Αν δεν ενυδατώνεται αρκετά, μπορεί να κάνει αρρυθμίες από την καρδιά ή μπορεί να κάνει εγκεφαλική βλάβη από την έλλειψη βιταμινών. Για αυτό, στις απεργίες πείνας συνιστούμε να παίρνουν βιταμίνη B. Δεν είναι καμία παραβίαση. Μπορεί ακόμα ο άνθρωπος να πεθάνει πάνω σε μια υπογλυκαιμία. Ωστόσο, οι γιατροί που στηρίζουν τους απεργούς πείνας, είναι εκεί για να αποτρέψουν αυτό το σενάριο». 

«Η απεργία πείνας είναι ο τελευταίος τρόπος που έχει ένας άνθρωπος για να διεκδικήσει κάποιο δικαίωμα του», καταλήγει η Όλγα Κοσμοπούλου:

«Θα πρέπει σαν κοινωνία, να είμαστε ευήκοοι σε αυτή την κραυγή απελπισίας ενός ανθρώπινου σώματος. Σαν υγειονομικοί έχουμε υποχρέωση να στηρίζουμε, γιατί συνήθως τα αιτήματα στο 99,9% δεν είναι παράλογα. Έχουμε υποχρέωση να διεκδικούμε και την υλοποίηση των αιτημάτων.

Φοβόμαστε να στηρίξουμε τους κρατούμενους, φοβόμαστε να στηρίξουμε τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, φοβόμαστε να στηρίξουμε αυτούς που είναι μετανάστες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Πρέπει να το κάνουμε όμως, γιατί το αν τους στηρίζουμε ή όχι είναι το απόλυτο κριτήριο για το αν είμαστε με τον άνθρωπο ή αν είμαστε με την κοινωνία της ζούγκλας».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα