Εξουθενώνουν τους γιατρούς στα νοσοκομεία – Ένας παθολόγος για 60 ασθενείς
Οι υποχρεωτικές μετακινήσεις τους σε άλλες πόλεις και οι ατέλειωτες εφημερίες - Τι λέει στην Parallaxi παθολόγος του ΑΧΕΠΑ
Το σοβαρό πρόβλημα της υποστέλεχωσης στα δημόσια νοσοκομεία συνεχίζεται και πάγια λύση αποτελούν πλέον οι τακτικές «μπαλώματος», με τις μετακινήσεις ιατρών από πόλη σε πόλη, για να καλύψουν τα κενά που ολοένα μεγαλώνουν.
Οι γιατροί τριτοβάθμιων νοσοκομείων γίνονται «μπαλάκια», διασχίζοντας καθημερινά χιλιόμετρα για να μετακινηθούν σε δευτεροβάθμια νοσοκομεία άλλων πόλεων. Υποχρεώνονται να βγάλουν ατελείωτες εφημερίες, με την εξάντληση του ταξιδιού και ταυτόχρονα τον παράγοντα του αγνώστου, με ασθενείς που δεν γνωρίζουν το ιστορικό τους, ενώ παράλληλα η προσωπική τους ζωή και η οικογένεια, μπαίνουν στην άκρη.
Η Ισιδώρα Μπακαΐμη είναι Παθολόγος και Λοιμωξιολόγος, Επιμελήτρια Α’ στο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης και αναγκάζεται να μετακινείται στη Δράμα, για να καλύψει τα κενά της παθολογικής κλινικής του τοπικού νοσοκομείο.
Η ίδια μιλά στην Parallaxi για το τεράστιο πρόβλημα της υποστελέχωσης των νοσοκομείων και τις αναγκαστικές μετακινήσεις των γιατρών.
Σύμφωνα με την κ. Μπακαΐμη, στο νοσοκομείο Γιαννιτσών υπηρετεί ένας παθολόγος και σε Πτολεμαΐδα, Δράμα και Ξάνθη, από 2 παθολόγοι στο κάθε νοσοκομείο. Στο νοσοκομείο Σερρών έχουν υποβάλλει παραίτηση, ενόψει συνταξιοδότησης δύο διευθυντές και από τους εναπομείναντες έξι παθολόγους των δύο κλινικών, έχουν υποβάλλει παραίτηση οι 3. Εφόσον αυτές οι παραιτήσεις πραγματοποιηθούν, θα μείνουν 3 παθολόγοι.
«Προσπαθούν με “μπαλώματα” να καλύψουν τα τεράστια κενά και οι μετακινήσεις παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας και όχι μόνο στη Βόρεια Ελλάδα», εξηγεί η κ. Μπακαΐμη:
«Το πρόβλημα της υποστελέχωσης είναι πάρα πολύ έντονο και συνεχώς επιδεινώνεται στα νοσοκομεία της Βορείου Ελλάδος, το οποίο οι υγειονομικές υπηρεσίες και το Υπουργείο, προσπαθούν να καλύψουν με μετακινήσει ιατρών. Οι μετακινήσεις ιατρών δεν είναι μια καινούργια τακτική, η οποία βέβαια έγινε πολύ πιο έντονη στο διάστημα της πανδημίας. Σε εκείνη την περίπτωση, έγινε από όλους μας αντιληπτό ότι ήταν μια αναγκαία συνθήκη για να αντιμετωπιστούν οι έκτακτες ανάγκες που προέκυψαν. Ωστόσο, μετά το πέρας της πανδημίας, αυτή η τακτική συνεχίζεται. Προσπαθούν με “μπαλώματα” να καλύψουν τα τεράστια κενά και οι μετακινήσεις παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας και όχι μόνο στη Βόρεια Ελλάδα. Οι μετακινήσεις αφορούν κυρίως τις ειδικότητες των παθολόγων, των αναισθησιολόγων και των ακτινολόγων. Βγαίνουν αποφάσεις αναγκαστικής μετακίνησης, στην οποία δεν έχει κανέναν λόγο ο μετακινούμενος ιατρός και οι συνθήκες που αντιμετωπίζουμε έχουν ανυπέρβλητες δυσκολίες».
Με τις μετακινήσεις ιατρών δημιουργούνται τρεις βασικοί άξονες προβλημάτων:
«Καταρχάς αποδυναμώνονται τα τριτοβάθμια νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης εν προκειμένω, τα οποία υποδέχονται μεγάλο αριθμό εισαγωγών και δέχονται διακομιδές των δύσκολων περιστατικών από τα επαρχιακά νοσοκομεία. Ταυτόχρονα, αποδυναμώνονται και τα επαρχιακά νοσοκομεία, τα οποία είχαν πληρότητα, όπως για παράδειγμα τα νοσοκομεία Σερρών και Καβάλας. Σε αυτές τις περιπτώσεις πάντα συμμετέχουν και οι στρατιωτικοί, με φύλλο πορείας. Το 424 είχε σοβαρά θέματα γιατί μονίμως οι εργαζόμενοι συμμετέχουν σε μετακινήσεις, τόσο προς τη Δράμα και τη Ξάνθη, όσο και προς την Πτολεμαΐδα κατά καιρούς.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα που δημιουργείται, αφορά τους ίδιους τους γιατρούς. Ανατρέπεται κάθε οικογενειακός προγραμματισμός τους και αναβάλλονται οι οικογενειακές υποχρεώσεις τους. Τα έξοδα μετακίνησης και οι επιπλέον ώρες που απαιτούνται για να πραγματοποιηθούν αυτές οι μετακινήσεις επιβαρύνουν τους γιατρούς που μετακινούνται, τόσο προσωπικά όσο και οικογενειακά.
Τρίτο και κυριότερο, είναι οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι γιατροί στα νοσοκομεία υποδοχής, με την τραγική υποστελέχωση που έχουν. Κάποια από αυτά, έχουν μεγάλο αριθμό νοσηλευομένων ασθενών, που υπερβαίνει κατά πολύ τη δύναμή τους. Όταν κάθε ημέρα, ο γιατρός είναι διαφορετικός και δεν γνωρίζει τους ασθενείς του, την κλινική τους εικόνα και την εξέλιξή τους, είναι επόμενο να μην μπορεί να διεκπεραιώσει ανάλογο αριθμό εξιτηρίων. Άρα είναι ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός νοσηλευομένων ασθενών. Παράλληλα, στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις, εκτός από το τμήμα το οποίο καλούνται να καλύψουν, είναι υπεύθυνοι και για το τμήμα επειγόντων.
Άρα μιλάμε για έναν αριθμό ασθενών, υπό την ευθύνη του μετακινούμενου ιατρού, που υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της ασφαλείας. Κάνουμε λόγο για επικίνδυνες συνθήκες λειτουργίας των περιφερειακών νοσοκομείων. Είναι τραγελαφικό, ότι στις αναγκαστικές αποφάσεις μετακίνησης, αναφέρει ότι προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία του νοσοκομείου Δράμας ή Ξάνθης για παράδειγμα, μετακινούνται οι κάτωθι ιατροί. Καμία εύρυθμη λειτουργία δεν εξασφαλίζεται σε ένα νοσοκομείο με τη μετακίνηση ενός ιατρού, σε μία παθολογική κλινική που προβλέπεται να έχει για παράδειγμα πέντε παθολόγους και υπηρετούν δύο».
Η καθημερινότητα ενός γιατρού που θα μετακινηθεί από το νοσοκομείο μίας πόλης σε τοπικό νοσοκομείο μιας άλλης, κυλά με χιλιόμετρα στον δρόμο, κούραση και την αντιμετώπιση του “αγνώστου”:
«Η μέρα μας ξεκινά το αργότερο στις 5:15 το πρωί, για να διεκπεραιώσουμε καθημερινές πρωινές ανάγκες που αφορούν την οικογένεια. Αναχωρούμε από το σπίτι στις 6:15 για ένα ταξίδι 200 χιλιομέτρων. Πρόκειται για ένα ταξίδι στο άγνωστο. Γιατί πραγματικά, δεν γνωρίζουμε τι θα αντιμετωπίσουμε εκεί που πηγαίνουμε και τι συνθήκες θα επικρατούν. Φτάνουμε στο νοσοκομείο, ήδη κουρασμένοι από τη διαδρομή που έχουμε κάνει και παραλαμβάνουμε ένα τμήμα με 60 νοσηλευόμενους, ένας πραγματικά μεγάλος αριθμός νοσηλευομένων για περιφερειακό νοσοκομείο.
Ξεκινάει η επίσκεψη με ένα καρότσι γεμάτο φακέλους στον κάθε άρρωστο, ξεφυλλίζοντας γρήγορα τον φάκελο του καθενός και προσπαθώντας να τους εξετάσουμε και να δώσουμε οδηγίες, ακόμη και να γράψουμε παραπεμπτικά. Αποτελεί μία χρονοβόρα διαδικασία για τον κάθε ασθενή και όλο αυτό, ο γιατρός υποχρεούται να το κάνει επί 60. Η επίσκεψη αυτή, κρατάει μέχρι το απόγευμα. Παράλληλα όμως, θα μας καλέσουν και από το τμήμα επειγόντων, γιατί στην καλύτερη των περιπτώσεων, υπάρχει ένας ειδικευόμενος ιατρός ο οποίος χρειάζεται βοήθεια και καθοδήγηση στη διεκπεραίωση των περιστατικών. Ο μετακινούμενος ιατρός, πρέπει να ψάξει πού βρίσκεται το τμήμα επειγόντων, ρωτάει, ανεβαίνει, κατεβαίνει, κάποτε το βρίσκει… Αρχίζουμε να εξετάζουμε και εκεί, που μπορεί να βρούμε μία ουρά ασθενών να περιμένει. Παράλληλα, θα μας καλέσουν για επείγοντα θέματα από την κλινική, οπότε πρέπει να ξανά γυρίσουμε πίσω.
Εκεί θα βρούμε συνοδούς, που θέλουν να ενημερωθούν για την πορεία των δικών τους ανθρώπων. Κάτι το οποίο, ένας γιατρός ο οποίος έχει δει για πρώτη φορά τους ασθενείς το ίδιο πρωί, δεν είναι σε θέση να κάνει. Για να ενημερώσουμε έναν συνοδό για την πορεία του ανθρώπου που νοσηλεύεται, πρέπει έχουμε λεπτομερή εικόνα. Παράλληλα, μπορεί να μας ξανακαλέσουν από το τμήμα επειγόντων για να ξαναπάμε εκεί. Και κάπως έτσι, κυλούν 24 ώρες. Ίσως κάποια στιγμή, να προλάβουμε να φάμε και να ξεκουραστούμε μια ώρα.
Το επόμενο πρωί, προσπαθούμε να παραδώσουμε όλα όσα έγιναν στη εφημερία στον επόμενο εφημερεύοντα και ξεκινάμε το ταξίδι της επιστροφής. Στο ταξίδι αυτό, είμαστε εξουθενωμένοι και νυστάζουμε, μπορεί να σταματήσουμε σε κάποιο πάρκινγκ για να κοιμηθούμε για λίγο και μετά συνεχίζουμε το ταξίδι με την ελπίδα να φτάσουμε σώοι στο σπίτι».
«Όλοι οι γιατροί βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση απόγνωσης. Υπάρχει αγανάκτηση και εξουθένωση»
«Το χειρότερο είναι ότι όλο αυτό αποτελεί πλέον μία πάγια τακτική. Αν ήταν κάτι το οποίο γινόταν για μερικούς μήνες, όπως και έγινε την περίοδο της πανδημίας, δεν θα φτάναμε σε σημείο να το καταγγείλουμε», ομολογεί η κ. Μπακαΐμη:
«Είναι όμως μία μόνιμη κατάσταση, είναι χρόνια τα προβλήματα υποστελέχωσης και τα κενά στα νοσοκομεία και δεν αποτελούν οι συνεχείς μετακινήσεις λύση στο πρόβλημα. Τόσο οι στρατιωτικοί γιατροί, όσο και οι παθολόγοι των νοσοκομείων της Θεσσαλονίκης που μετακινούνται, όσο και οι γιατροί των νοσοκομείων της Ξάνθης και της Καβάλας, που επίσης μετακινούνται, είναι πλέον αγανακτισμένοι και εξουθενωμένοι. Όταν ο γιατρός εργάζεται με τέτοιες συνθήκες, ο κίνδυνος του ιατρικού λάθος γιγαντώνεται. Επίσης όλο αυτό έχει σοβαρές σωματικές και ψυχικές επιπτώσεις και σε εμάς τους ίδιους, όπως συνέβη με την αναισθησιολόγο στο νοσοκομείο Παπανικολάου. Η συγκεκριμένη μπορεί να μην ήταν μετακινούμενη, αλλά ο αριθμός εφημεριών και οι ώρες εργασίας οδήγησαν στην υπερκόπωσή της και στο πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε».
«Στην πανδημία όλοι μας χειροκροτούσαν και τώρα μας οδηγούν στην εξουθένωση και την παραίτηση»
«Όσο οι συνθήκες εργασίας γίνονται χειρότερες, τόσο μεγαλύτερος αριθμός γιατρών οδηγείται στην παραίτηση», εξηγεί η κ. Μπακαΐμη:
«Στις Σέρρες, οι γιατροί υπέβαλαν παραίτηση, όχι για να εκβιάσουν καταστάσεις, αλλά γιατί απλά δεν αντέχουν άλλο. Το 2020 υπηρετούσαν στο ΕΣΥ, 24.000 ιατροί και το 2022 μειώθηκαν περίπου κατά 4.000. Ούτε από το Υπουργείο δεν υπάρχει καμία διάθεση να αλλάξουν οι συνθήκες αυτές για να καλυφθούν οι θέσεις και να σταματήσει να υπάρχει το πρόβλημα. Με αυτά τα “μπαλώματα” θα αυξηθούν τόσο οι παραιτήσεις, όσο και τα κενά.
Κάτι εξίσου σημαντικό, είναι το θέμα των ειδικευόμενων ιατρών, οι οποίοι δεν θα πάνε σε ένα περιφερειακό νοσοκομείο για να ξεκινήσουν ειδικότητα όταν ξέρουν ότι δεν υπάρχουν γιατροί για να μπορέσουν να εκπαιδευτούν. Με αυτόν τον τρόπο εντείνεται η έλλειψη και των ειδικευομένων ιατρών, ενώ παράλληλα η ειδικότητα της παθολογίας γίνεται καθ’ όλα μη ελκυστική για τους ειδικευομένους».
Η κ. Μπακαΐμη μιλά για την καταγγελία που έγινε από 65 παθολόγους των νοσοκομείων Θεσσαλονίκης, Σερρών και Καβάλας στην Parallaxi:
«Μπορεί ο αριθμός να ακούγεται μεγάλος, αλλά σε αυτούς τους γιατρούς συμπεριλαμβάνονται εντατικολόγοι που υπηρετούν σε ΜΕΘ και γιατροί όλων των νοσοκομείων. Στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στο ΑΧΕΠΑ, ο αριθμός των παθολόγων είναι 9, εκ των οποίων οι 2 είναι επικουρικοί. Είναι ένας οριακός αριθμός για να ανταπεξέρχεται το νοσοκομείο στη λειτουργία, δεν περισσεύουν αυτοί οι γιατροί για να μετακινούνται και φυσικά το πρόβλημα δεν λύνεται εκεί όπου πηγαίνουν.
Ηλικιακά, μιλάμε για ειδικούς ιατρούς, που έχουν βαθμό από επιμελητή Β’ μέχρι διευθυντή, ηλικίες από 40 έως 65 ετών, που ο καθένας έχει τα θέματά του. Άλλος μπορεί να έχει θέματα υγείας, άλλος να είναι πολύτεκνος, άλλος να είναι σε μονογονεϊκή οικογένεια και η πλειοψηφία τους έχουν ανήλικα παιδιά. Δια νόμου, εξαιρούνται των μετακινήσεων, μόνο οι μητέρες που έχουν ανήλικα τέκνα κάτω των 6 ετών. Προφανώς, ο νομοθέτης θεωρεί ότι μετά τα 7, που τα παιδιά πάνε σχολείο, έχουν διευθετηθεί όλα τα θέματα τους και δεν χρειάζονται τη βοήθεια των γονιών. Ένας γιατρός, ο οποίος μπορεί να έχει 10 με 20 χρόνια υπηρεσίας στο ΕΣΥ, δεν έχει πλέον την ίδια αντοχή να εφημερεύει, να κάνει χιλιόμετρα, να μετακινείται και να δουλεύει τόσες ώρες κάθε μήνα. Πρέπει και η κοινωνία να καταλάβει ότι αυτά τα νοσοκομεία λειτουργούν στο κόκκινο και ότι άμεσα πρέπει να δοθούν κίνητρα για τη στελέχωσή τους και να σταματήσει ο επισφαλής τρόπος λειτουργίας».