Αγορά Βλάλη – Καπάνι: Μια ξενάγηση που βιώνεται ως μεταφορά στον τόπο και στο χρόνο-ΕΙΚΟΝΕΣ
Η Χριστίνα Μαβίνη μας παρουσιάζει την παραδοσιακή ή λαϊκή αγορά στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης
Λέξεις: Χριστίνα Μαβίνη
Ένα στοιχείο που κάνει εντύπωση σε επισκέπτες, περαστικούς και ανθρώπους που πρωτογνωρίζουν τη Θεσσαλονίκη, είναι η ευκολία και η ταχύτητα με την οποία μπορεί κανείς να περπατά σε έναν μεγάλο δρόμο, έναν κεντρικό άξονα της πόλης όπως η Εγνατία ή Αριστοτέλους και από τη μία στιγμή στην άλλη, στρίβοντας σε έναν παράδρομο, να βρίσκεται σε μία συνθήκη όπου γύρω του αλλάζουν όλα: Η αρχιτεκτονική, τα ύψη των κτισμάτων, οι λειτουργίες του χώρου, η διάταξη των πραγμάτων, η κυκλοφορία, η αισθητική, ακόμα και το ηχοτοπίο ή οι μυρωδιές.
Όλα τα παραπάνω συχνά συνθέτουν μια συνολική ατμόσφαιρα που βιώνεται ως μεταφορά στον τόπο και στον χρόνο. Ως πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της εμπειρίας αποτελεί η είσοδος στο Καπάνι από τις τέσσερις οδούς που την περιβάλλουν, αλλά πρωτίστως από την Αριστοτέλους ή την Εγνατία.
Το φαινόμενο της ύπαρξης μιας παραδοσιακής ή λαϊκής αγοράς στο ιστορικό κέντρο μιας πόλης δεν είναι άγνωστο, αντίθετα απαντάται σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και μικρές ή μεγάλες πόλεις που διασώζουν τον ιστορικό, συχνά μεσαιωνικό, πυρήνα τους.
Ωστόσο βιώνεται ως μεταφορά στον τόπο και στον χρόνο.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό και πώς προέκυψε ο φαρδύς άξονας της Αριστοτέλους να «διασταυρώνεται καθέτως με τον άξονα των μικροαγορών δημιουργώντας πίσω από τις «ευγενείς» όψεις της λεωφόρου, μια πολύβουη ατμόσφαιρα παραδοσιακού πανηγυριού», όπως είχε επισημάνει εύγλωττα η καθηγήτρια πολεοδομίας Αλέκα Καραδήμου – Γερόλυμπου;
Οι απαντήσεις πρέπει να αναζητηθούν χρονικά πίσω, στο έργο της Διεθνούς Επιτροπής Σχεδιασμού που ανάλαβε να εκπονήσει το νέο ρυθμιστικό σχέδιο ανάπλασης της πόλης μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917, η οποία άφησε την επόμενη μέρα χιλιάδες αστέγους και μια εκτεταμένη πυρίκαυστο ζώνη στο κέντρο της πόλης.
Η παραπάνω επταμελής επιτροπή με επικεφαλής τον Γάλλο αρχαιολόγο και αρχιτέκτονα Ernest Michel Hébrard (στο εξής: Εμπράρ) ο οποίος είχε και την καινούρια – για την τότε εποχή – ειδικότητα του πολεοδόμου, μελέτησε πολύ προσεκτικά τη χωροθέτηση των λειτουργιών του εμπορίου και εκτίμησε ότι ο πυρήνας των αγορών που διατηρούσαν τα παραδοσιακά στοιχεία του «ανατολίτικου παζαριού» και των οποίων η «ζωή» είχε μια συνέχεια μεγαλύτερη των 200 ετών, οφείλαν να διατηρηθούν στην ίδια θέση.
Υιοθετώντας τις επικρατούσες αρχές και τάσεις της Ευρωπαϊκής πολεοδομίας της εποχής και προσαρμόζοντας τις κυρίαρχες σχεδιαστικές επιταγές της στις τοπικές ιδιομορφίες της Θεσσαλονίκης, το νέο ρυθμιστικό σχέδιο ανάπλασης χωροθέτησε προσεκτικά τις ζώνες του χονδρεμπορίου και λιανεμπορίου, αλλά τα σημεία του μικροεμπορίου, καθώς δεν αγνόησε και δεν υποτίμησε καθόλου τη σημασία των μικροεπαγγελματιών για την οικονομική ζωή της πόλης.
Θυμίζουμε ότι η εμπορική ζώνη της Θεσσαλονίκης μέσα στους αιώνες έχει αναπτυχθεί νότια και δυτικά από το πρότερο ελληνορωμαϊκό της κέντρο, δηλαδή τη ρωμαϊκή αγορά και έφτανε περίπου από τη θέση που βρίσκεται η Παναγία Χαλκέων μέχρι το λιμάνι. Στους Οθωμανικούς χρόνους η ευρύτερη αυτή περιοχή των αγορών ήταν και η μόνη που λειτουργούσε ως «κέντρο» της πόλης.
Με το νέο ρυθμιστικό σχέδιο ο «χώρος» ταυτίστηκε με τη «χρήση» και τη «λειτουργία» του και το κέντρο της πόλης σχεδιάστηκε ως διοικητική και επιχειρηματική περιοχή.
Η ζώνη κατοικίας, ακόμα και για τους πρώην κατοίκους της πυρίκαυστης ζώνης, προβλεπόταν να μεταφερθεί προς τις παρυφές και προς τα νέα προάστια, ανατολικά του κέντρου. Μολονότι όμως το σχέδιο αναδιαμόρφωσε ριζικά τον χαρακτήρα της ιστορικής καρδιάς της πόλης, κυρίως με τη διαπλάτυνση και την ευθυγράμμιση των δρόμων, τη δημιουργία κεντρικών αρτηριών και την επικράτηση του ορθογώνιου οικοπέδου που αυτόματα διαμόρφωσε ένα ιεραρχημένο οδικό δίκτυο, ο πυρήνας των αγορών παρέμεινε.
Κι αυτό γιατί, όπως αναφέρει η καθηγήτρια Αλέκα Καραδήμου – Γερόλυμπου, το σχέδιο Εμπράρ, μεταξύ όλων των άλλων καινοτόμων παρεμβάσεών του, εισήγαγε την έννοια της διατήρησης ολόκληρων παραδοσιακών τμημάτων της πόλης. Η διατήρηση μπορεί για κάποιες περιοχές, όπως η Άνω Πόλη, να υιοθετήθηκε για λόγους ιστορικού και περιηγητικού ενδιαφέροντος, σε άλλες, ωστόσο, επεκτάθηκε και στο επίπεδο των παραδοσιακών χρήσεων, δημιουργώντας μάλιστα και νέες αρχιτεκτονικές όψεις και κελύφη (τα σημερινά χαμηλά διώροφα κτίσματα) κυρίως στις περιοχές των παλιών μπαζάρ και λαϊκών αγορών.
Οι περιοχές αυτές, όπως το Καπάνι (επισήμως «αγορά Βλάλη») και η Άθωνος (επισήμως «αγορά Βατικιώτη») προορίζονταν αρχικά να είναι δημοτικής ιδιοκτησίας.
Τελικά όμως και αυτές (μαζί και με την περιοχή γύρω από το Μπεζεστένι) χωρίστηκαν σε συνολικά 516 οικόπεδα και, με αρχικό σκοπό την «απόδοση των νέων οικοπέδων στους παλιούς ιδιοκτήτες», εκποιήθηκαν από το 1921 ως το 1924 σε τέσσερις διαφορετικές δημοπρασίες με αρκετά όμως διαφοροποιημένους όρους σε σύγκριση με τα υπόλοιπα οικόπεδα της πυρίκαυστης ζώνης.
Οι συναγωγές που βρίσκονταν εντός ή στις παρυφές των αγορών και είχαν καταστραφεί από την πυρκαγιά, για πρώτη φορά δε μπορούσαν να αποκατασταθούν στο ίδιο σημείο και στις περισσότερες περιπτώσεις μεταφέρθηκαν σε άλλες θέσεις.
Είναι όμως το Καπάνι σήμερα μια πραγματικά παραδοσιακή αγορά;
Ίσως όχι ακριβώς με τους όρους ενός παζαριού της οθωμανικής περιόδου. Οι παραδοσιακές αγορές εκείνης της εποχής περιλάμβαναν πλήθος ανοιχτών ή πρόχειρα στεγασμένων (συνήθως με λιόπανα και ξύλα) πεζόδρομων, καμάρες, στοές, πολύ στενά περάσματα, αρκετά πιο ακανόνιστα σταυροδρόμια, καφενεία και χάνια με εσωτερική αυλή.
Η ρυμοτομική τους οργάνωση βασιζόταν στα στριφογυριστά, στενοσόκκακα της πρότερης παραδοσιακής διάρθρωσης που προσέδιδαν τη χαρακτηριστική ανατολίτικη όψη στην πόλη. Σε σημαντικό βαθμό αυτά εξαλείφθηκαν και οι αγορές μερικώς «τετραγωνίστηκαν» και αυτές όπως το υπόλοιπο κέντρο.
Σήμερα, λοιπόν, αυτό που συναντά κανείς εκεί είναι μάλλον μια υπόμνηση των παλαιών αγορών, σε μια πολύ πιο εξορθολογισμένη εκδοχή, μια επανασύσταση, δηλαδή, του παλιού, παραδοσιακού παζαριού. Η όψη των διώροφων κτηρίων με τα χαρακτηριστικά διπλά τοξωτά (δίλοβα) παράθυρα στον όροφο, ένα είδος «νεοβυζαντινής» αναφοράς, ήταν επιβεβλημένη από το ρυθμιστικό σχέδιο και αποτελεί μια έκφανση του αρχιτεκτονικού ύφους που ο ίδιος ο Εμπράρ συνέλαβε και πρότεινε για την πόλη.
Την πρόταση αυτή βλέπει κανείς πιο εύγλωττα «διατυπωμένη» οπτικά στον άξονα της Αριστοτέλους. Όπως έχει υποστηρίξει και ο καθηγητής αρχιτεκτονικής Βασίλης Κολώνας, ο Εμπράρ οραματίστηκε μια πόλη όχι τόσο νεοκλασική όσο η Αθήνα, όχι όμως και τόσο διακοσμημένη με στοιχεία οθωμανικού μπαρόκ όσο η Κωνσταντινούπολη.
Στη σκέψη του η Θεσσαλονίκη βρίσκει την ταυτότητά της κάπου στο πρώιμο βυζαντινό παρελθόν της, όπως υπαγορεύουν οι σωζόμενες πρώιμες βασιλικές της (Αχειροποίητος και Άγιος Δημήτριος) με τις τοξωτές κιονοστοιχίες τους που ενέπνευσαν το ιδίωμα της Αριστοτέλους.
Μια σημαντική επίσης διαφοροποίηση της σημερινής αγοράς Καπάνι με ό,τι συνέβαινε εκεί μερικούς αιώνες πριν, είναι ότι, ειδικά στα οθωμανικά χρόνια, υπήρχε μια μεγαλύτερη αυστηρότητα στην οργάνωση των επαγγελμάτων, οπότε τα εργαστήρια και οι μικροπωλητές ήταν συγκεντρωμένοι χωρικά κατά συντεχνίες.
Ήξερε λοιπόν κανείς πού θα βρει τους αρωματοπώλες, τους ξυλουργούς, τους κατασκευαστές ψάθινων ειδών ή πασουμιών, τα δερμάτινα, ή βρώσιμα είδη. Η δημοφιλής ονομασία «Καπάνι» λοιπόν, από το τουρκικό «unkapanι» (ή Kapan-ι Galle, όπως αναφέρεται στα παλαιότερα τουρκικά τεφτέρια), δηλαδή «αλευραγορά» ή «αλευροπάζαρο», χαρακτήριζε και τα είδη που κυρίως πωλούνταν εδώ (άλευρα).
Σήμερα διατηρείται μεν μια ανάμνηση του πρότερου καταμερισμού του μικρεμπορίου, δεδομένου ότι υφάσματα και είδη ραπτικής θα τα βρει κανείς στο Μπεζεστένι, τα λευκά είδη και είδη προικός θα τα βρει στη Σπανδωνή, τα τρόφιμα στο Καπάνι και τα ψάθινα στην Άθωνος.
Ωστόσο, εντός μιας αγοράς το ένα αγαθό διαδέχεται το άλλο με μεγαλύτερη ευκολία και ποικιλία. Ήδη από μόνο του το Καπάνι περιλαμβάνει καταστήματα που εμπορεύονται τόσο βρώσιμα αγαθά (ψάρια, κρέας, λαχανικά, φρούτα, ελιές, μπαχαρικά, γλυκά και λουκούμια) όσο και είδη ένδυσης ή υπόδυσης, αναμνηστικά, τουριστικά και εκκλησιαστικά είδη, ενώ δε λείπουν και οι μικροί χώροι ψυχαγωγίας (παραδοσιακοί καφενέδες και μεζεδοπωλεία) στο ποσοστό που επιτρέπεται από συγκεκριμένους μεταγενέστερους κανονισμούς του 2001.
Σε κάθε περίπτωση αυτό που καταλαμβάνει τις αισθήσεις σήμερα είναι η διαχρονικά γοητευτική εμπειρία της επαφής των αγοραστών με τα εμπορεύματα προς πώληση, τα οποία, συνεχίζοντας την παράδοση των παλιών αγορών, παρατάσσονται και εκτίθενται ανοιχτά στη χαρακτηριστική ζώνη μεταξύ του εσωτερικού του καταστήματος (όπου παλιότερα στο βάθος ήταν το εργαστήριο) και του δρόμου. Αυτή η ενδιάμεση ζώνη όπου είναι απλωμένη η πραμάτεια, αποτελεί το κομβικό σημείο επαφής, επικοινωνίας και συνδιαλλαγής των αγοραστών με τον πωλητή.
Η επίσημη ονομασία της αγοράς Καπάνι, ήδη από τον μεσοπόλεμο, είναι «Αγορά Βλάλη» καθώς τιμά τη μνήμη του Γεωργίου Βλάλη, εμπόρου της Θεσσαλονίκης με καταγωγή από τα Άγραφα που σφαγιάστηκε στο Καπάνι μαζί με άλλους Έλληνες Χριστιανούς κατά την ταραγμένη περίοδο της ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Η ελληνική εξέγερση στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες και στην Πελοπόννησο, βόρεια και νότια της Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, εκτός του ότι ανέκοψε απότομα κάθε πρόοδο της ελληνικής κοινότητας στον τομέα του εμπορίου και των εξαγωγών καπνού, μαλλιού και βαμβακιού, είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά από σκληρά μέτρα καταστολής και αντίποινα από την πλευρά της οθωμανικής διοίκησης απέναντι στην ελληνορθόδοξη κοινότητα της πόλης: εξορίες, εκτοπισμοί, λεηλασίες, αιματηρά επεισόδια και σφαγές έλαβαν χώρα μέσα και γύρω από τη Θεσσαλονίκη ενώ εύπορες χριστιανικές οικογένειες ξεκληρίστηκαν ολόκληρες, ενώ σπίτια και ιδιοκτησίες παρέμεναν άδεια για χρόνια.
Κάθε απόπειρα ξεσηκωμού γύρω από τη Θεσσαλονίκη κατεστάλη βίαια και στον πλάτανο του Καπανίου απαγχονίστηκαν και άλλοι Έλληνες πρόκριτοι που κατηγορήθηκαν ως μέλη της Φιλικής Εταιρίας, όπως ο Χρήστος Μενεξές, ο Χριστόφορος Μπαλάνος, ο Αναστάσιος Κυδωνιάτης και ο Αργυρός Ταπουχτσής, αλλά και ένας 18χρονος νέος, ο νεομάρτυρας Αργυρός από την Επανομή, ο οποίος μαζί με τον επίσκοπο Κίτρους (Πιερίας) Μελέτιο που εκτελέστηκε και αυτός στο Καπάνι, έχουν ανακηρυχθεί νεομάρτυρες από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η πόλη σε λίγο διάστημα γνώρισε πρωτοφανή ανατροπή της δημογραφικής της σύνθεσης καθώς ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης συρρικνώθηκε δραματικά (ο Ευάγγελος Χεκίμογλου εκτιμά ότι υπέστη μείωση κατά 40-60%). Δε συνήλθε παρά μόνο αρκετές δεκαετίες μετά, στα τέλη του 19ου αιώνα και αφού το Οθωμανικό κράτος προσπάθησε να αποκαταστήσει μια κανονικότητα στη διεξαγωγή του εμπορίου και των αγροτικών εργασιών που είχαν πληγεί αλλά και να συγκροτήσει εκ νέου μια ικανή φορολογική βάση την οποία παρείχαν οι Έλληνες υπήκοοι.
Από το 1987 το Καπάνι έχει χαρακτηριστεί με υπουργική απόφαση ως «ιστορικός τόπος» και αποτελεί αγαπημένο προορισμό για τους κατοίκους αλλά και τους επισκέπτες της πόλης που την επιλέγουν για τα τρόφιμα, τα προσιτά της είδη, τις χαρακτηριστικές μυρωδιές και τους ήχους της.
Το σημερινό καλντερίμι – πεζοδρόμηση των οδών μέσα στο Καπάνι πραγματοποιήθηκε λίγο νωρίτερα, το 1985, στο πλαίσιο ενός ενιαίου προγράμματος μαζί με την Άθωνος και την περιοχή γύρω από το Μπεζεστένι, ενώ το μεταλλικό στέγαστρο που ανακαλεί τη βιομηχανική αισθητική στην κάλυψη και άλλων υπαίθριων αγορών σε ευρωπαϊκές πόλεις, τοποθετήθηκε στο σημείο το 1997 στα πλαίσια του θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας.
Επιπλέον το 2001 καθορίστηκαν ειδικές χρήσεις γης και κανονισμοί λειτουργίας για τις παραδοσιακές αγορές με σκοπό «τη διαφύλαξη του παραδοσιακού χαρακτήρα τους». Ανάμεσα σε άλλες διατάξεις για τις επιγραφές, τα τραπεζοκαθίσματα τα στέγαστρα και την ηχορύπανση, ως επιτρεπόμενες χρήσεις στην Αγορά Βλάλη καθορίστηκαν «επαγγελματικά εργαστήρια χαμηλής όχλησης».
Η διαπεραστική και επιβλητική ωστόσο φωνή των μικροπωλητών που θα τη ζήλευε οποιοσδήποτε χρησιμοποιεί τη φωνή του για επαγγελματικούς λόγους – και πρωτίστως οι ξεναγοί – μας ταξιδεύει αναμφίβολα στο γνήσιο ηχοτοπίο πρότερων εποχών.
Ολοκληρώνοντας το αφιέρωμα αυτό στο Καπάνι, δεν μπορεί να παραλείψει κανείς μια αναφορά στο Kapani Project, έναν ιδιαίτερα καινοτόμο τύπο πολιτιστικής δράσης που υλοποιήθηκε για πρώτη φορά τoν Οκτώβριο του 2016, ως πολυθεματική παράλληλη εκδήλωση του Φεστιβάλ Δημητρίων με σκοπό την προβολή της αγοράς.
Οι διοργανώσεις των πρώτων ετών, με έμφαση στη μουσική, είχαν διάρκεια περίπου ένα εικοσιτετράωρο, ωστόσο η δράση σταδιακά εδραιώθηκε, απέκτησε δική της ταυτότητα και λογότυπο στο πλαίσιο του προγράμματος «Design for Europe», επέκτεινε τις συνεργασίες της με τον Σύλλογο Επαγγελματιών Ιστορικού Κέντρου και από 2019 (εναρκτήρια χρονιά και για το έργο «ΑΝΟΙΚΤΑ ΚΕΝΤΡΑ ΕΜΠΟΡΙΟΥ – ΚΑΠΑΝΙ» με σκοπό την αναβάθμιση των υποδομών της αγοράς), οι εκδηλώσεις του Kapani Project επεκτάθηκαν σε δύο ημέρες και συνεχίζονται με επιτυχία.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Φανή Αθανασίου, Δημήτρης Ζυγομαλάς, Βασίλης Κονιόρδος, Ευτέρπη Μαρκή. Ιωάννα Στεριώτου, Μακροπούλου Δέσποινα, Όλγα Δεληγιάννη, Γεωργία Ζαχαροπούλου, Περίπατοι Κληρονομιάς στη Θεσσαλονίκη. Κέντρο Ιστορίας Δήμου Θεσσαλονίκης, Ελληνική Εταιρίας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, παράρτημα Θεσσαλονίκης, 2009.
Επίσης στον σύνδεσμο: https://thessaloniki.gr/wp-content/uploads/2017/06/2os-peripatos.pdf
Αλεξάνδρα Καραδήμου-Γερόλυμπου, Ο αστικός χώρος της Θεσσαλονίκης: μακρές διάρκειες και γρήγοροι μετασχηματισμοί με φόντο τη βαλκανική ενδοχώρα, στο: Γ. Καυκαλάς, Λ. Λαμπριανίδης, Ν. Παπαμίχος (επιμ.), Η Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο. Η πόλη ως διαδικασία αλλαγών, Αθήνα 2008
Αλεξάνδρα Καραδήμου-Γερόλυμπου, Η Θεσσαλονίκη πριν και μετά από τον Ερνέστ Εμπράρ, Μάιος 2007.
Διαθέσιμο στους συνδέσμους: https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/ARCH452/yerolympos_gr.pdf και www.lpth.gr/img/e8543a62830212c03c956e8c9afcd9d9κείμενο%20Α.%20Καραδήμου%20-%20Γερόλυμπου.pdf
Αλεξάνδρα Καραδήμου-Γερόλυμπου, Η ανάδυση της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Ιστορίες, Πρόσωπα, Τοπία. University Studio Press, 2013
Βασίλης Κολώνας, Θεσσαλονίκη 1912-2012, Η αρχιτεκτονική μιας εκατονταετίας, University Studio Press, Β’ έκδοση, 2016
Mark Mazower, Θεσσαλονίκη, πόλη των Φαντασμάτων. Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι 1430-1950, μτφ. Κώστας Κουρεμένος, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2006
Ευάγγελος Αχ. Χεκίμογλου, Το «κοινόν της πολιτείας» και οι περιπέτειές του. Ο Χριστιανικός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης, πριν, κατά και μετά την Επανάσταση του 1821, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2008
Μαρία Χρονοπούλου, Μετασχηματισμοί Χώρων Εμπορίου στην πόλη. Οι εμπορικές στοές της Θεσσαλονίκης. Διπλωματική εργασία, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, «Πολεοδομία-Χωροταξία», Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Πολυτεχνική σχολή, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης. Επιβλέπουσα: Άσπα Γοσπονδίνη, Ιούνιος 2015
-
- Η Χριστίνα Μαβίνη είναι αρχαιολόγος – μουσειολόγος και ξεναγός. Έχει συνεργαστεί με πλήθος φορέων πολιτισμού, ενώ από το 2007 εργάζεται σταθερά στο MOMus – Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (πρώην Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης) με κύριο αντικείμενο τον σχεδιασμό, την υλοποίηση και την επιστημονική επιμέλεια εκπαιδευτικών δράσεων, ξεναγήσεων και εικαστικών εργαστηρίων. Ήταν η ξεναγός στην «Επιστροφή στις ιστορικές αγορές της πόλης», το πρότζεκτ της Parallaxi στο πλαίσιο του «Η Θεσσαλονίκη Αλλιώς» στα 6οά Δημήτρια. Θυμηθείτε τι συνέβη στις 28 Σεπτεμβρίου 2025 στο κέντρο της πόλης.