Τα εμβληματικά κτίρια εμπορίου της Θεσσαλονίκης
Το κέντρο της Θεσσαλονίκης έχει να επιδείξει ιστορικά εμπορικά κτίρια, κάποια από τα οποία διατηρούν τα χαρακτηριστικά τους εδώ και αιώνες.
Το κέντρο της Θεσσαλονίκης έχει να επιδείξει ιστορικά εμπορικά κτίρια, κάποια από τα οποία διατηρούν τα χαρακτηριστικά τους εδώ και αιώνες. Μπορεί τον τελευταίο αιώνα, μετά την μεγάλη πυρκαγιά του 1917, να σημειώθηκαν μεταμορφώσεις, όμως παρά τις αλλαγές, πολλά εμβληματικά για την πόλη εμπορικά κτήρια παραμένουν ως σήμερα, κάποια διατηρώντας τον αρχικό τους χαρακτήρα και κάποια με άλλες χρήσεις, παρόλα αυτά παραμένοντας ζωντανά μνημεία της εμπορικής ιστορίας της πόλης.
Αγορά Μοδιάνο
Η γνωστή σε όλους ιστορική Αγορά Μοδιάνο, την οποία συναντάμε στις οδούς Ερμού 24 & Βασ. Ηρακλείου & Κομνηνών, είναι η μεγαλύτερη σκεπαστή αγορά της Θεσσαλονίκης. Η ιστορία της αγγίζει σήμερα σχεδόν τον έναν αιώνα. Ο θεμέλιος λίθος της αγοράς Μοδιάνο μπήκε το 1922 και η κατασκευή της κράτησε τρία χρόνια. Όταν ολοκληρώθηκε, το 1925, το όνομα που ήταν γραμμένο στο μέτωπο του συγκροτήματος της Αγοράς ήταν «Κεντρική Στοά Τροφίμων». Στην πορεία όμως, το όνομα του οίκου των πανίσχυρων Μοδιάνο παραγκώνισε εκείνη την επίσημη ονομασία, παρότι η μεγάλη αυτή εβραϊκή οικογένεια ήταν τότε σε κρίση.
Το κτίριο της αγοράς κατασκευάστηκε με βάση τα σχέδια που συνέταξαν ο J. Oliphant ως αρχιτέκτων και ο Ελί Μοδιάνο ως μηχανικός και κύριος του έργου. Ο τίτλος στα σχέδια, στη γαλλική γλώσσα, ήταν “Bazar Cetral Salonique”. Η Στοά χτίστηκε με τον τύπο της βασιλικής, προκειμένου να στεγάσει μια διάταξη καταστημάτων κατά το πρότυπο των bazaars. Τότε, οι εσωτερικοί δρόμοι της αγοράς εξειδικεύονταν. Στον κεντρικό αναπτύσσονταν τα κρεοπωλεία και παντοπωλεία, στους πλευρικούς τα ιχθυοπωλεία και τα παντοπωλεία. Στα δε καταστήματα της όψης που κοιτάει προς τη Βασιλέως Ηρακλείου, βρίσκονταν τα οπωροπωλεία της αγοράς. Η αγορά ήταν χτισμένη στην πυρίκαυστο ζώνη, στην περιοχή εκείνη όπου το σχέδιο του αρχιτέκτονα και πολεοδόμου Ερνέστ Εμπράρ για την αναγέννηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917, προέβλεπε να δημιουργηθούν τα bazaars της πόλης. Βέβαια, η χρήση της βασιλικής αυτής στοάς ήταν αρχικά απαγορευμένη, αφού δεν επιτρεπόταν η στέγαση, στην περιοχή, “εξασκήσεως επαγγελμάτων προκαλούντων θόρυβον ή δυσοσμίαν, ώς πχ κρεοπωλείων, ιχθυοπωλείων, λαχανοπωλείων, σιδηρουργείων, μικρομαγειρείων, χαλκουργείων κτλ”. Το εμβαδόν του κτιρίου της αγοράς είναι 2681 τετραγωνικά και το μέγιστο ύψος 12,4 μέτρα. Η Αγορά Μοδιάνο είναι διπλά χαρακτηρισμένη ως διατηρητέο. Αρχικά, χαρακτηρίστηκε από το ΥΠΕΧΩΔΕ ως διατηρητέο κτίριο (1983) και εν συνεχεία από το Υπουργείο Πολιτισμού (1995) ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο, γιατί αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα κτιρίων Αγοράς με στοά.
Η αγορά διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη ζωή και τη λειτουργία του εμπορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης από την απαρχή της. Κάποτε, φιλοξενούσε τα εκλεκτότερα εμπορεύματα. Γι’ αυτό άλλωστε και οι τιμές ήταν υψηλότερες από τις γειτονικές αγορές. Μέχρι περίπου δύο δεκαετίες πριν, η αγορά εξακολουθούσε να αποτελεί σημείο μεγάλης εμπορικής κίνησης της πόλης. Τα τελευταία 17 περίπου χρόνια, τα περισσότερα από τα 144 καταστήματά της σταδιακά έκλεισαν, ενώ το ίδιο το κτίριο βυθίστηκε στη φθορά λόγω έλλειψης συντήρησης. Η αγορά Μοδιάνο πέρασε επίσημα στα χέρια της One Outlet Α.Ε. τον Ιούλιο του 2017, όταν υπεγράφη η σύμβαση με την οποία το ΤΑΙΠΕΔ μεταβίβασε προς τον επενδυτή το ποσοστό 43,63% εξ αδιαιρέτου κυριότητας επί του ακινήτου. Έκτοτε, ετοιμάστηκε το σχέδιο ώστε να ξεκινήσει η ανακαίνιση της στοάς Μοδιάνο εκ των έσω, με βλέψεις να λειτουργήσει κατόπιν των εργασιών σαν μια σύγχρονη και αναβαθμισμένη σκεπαστή αγορά, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Προς το παρόν, το έργο δεν έχει προχωρήσει.
Μέγαρο Ερμείον
Στην οδό Βενιζέλου, στον αριθμό 23, ανάμεσα στην Ερμού και την Εγνατία, βρίσκεται το Μέγαρο Ερμείον. Χτισμένο το 1925, σε εκλεκτικιστικό ρυθμό, από τους αρχιτέκτονες Σ. Μυλωνά και Α. Γεωργακόπουλο, δεσπόζει με την μεγαλόπρεπη είσοδο που προσφέρει στην ομώνυμη στοά. Υπήρξε το πρώτο εμπορικό κέντρο της πόλης και χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα για εμπορικές και επαγγελματικές δραστηριότητες.
Παρουσιάζει έντονη συμμετρία στις δύο μπροστινές όψεις. Οργανώνεται σε εννιά κάθετα στοιχεία και τρία οριζόντια. Η πρωτοποριακή -για την εποχή- χρήση ενισχυμένου σκυροδέματος επέτρεψε στους αρχιτέκτονες να καλύψουν μεγάλες επιφάνειες με υαλοπίνακες και να δημιουργήσουν έτσι μια μοναδική όψη. Ως χαρακτηριστικό δείγμα art deco, χρησιμοποιεί πολυτελή υλικά όπως μέταλλο και γυαλί, έντονη γεωμετρικότητα στους όγκους και μνημειακό σχεδιασμό των όψεων. Στο εσωτερικό συναντάμε αίθριο με εξώστες περιμετρικά, και γύρω του αναπτύσσονται οι επαγγελματικοί χώροι. Χαρακτηριστικό του κτιρίου είναι οι εξαιρετικές οροφές, τα κάγκελα διακοσμημένα με αετό και το άπλετο φως που εισβάλλει στο εσωτερικό. Η χρήση του γυαλιού είναι πολύ έντονη και στο εσωτερικό, καθώς συναντάμε τοίχους μόνο στο ενδιάμεσο των χώρων και όχι γύρω γύρω.
Μπεζεστένι
Ελάχιστα οικοδομήματα στον κόσμο, με εξαίρεση τους ιερούς ναούς, διατηρούν την χρήση για την οποία είναι κατασκευασμένα. Στη Θεσσαλονίκη, ένα από αυτά είναι το Μπεζεστένι (υφασματαγορά – Τουρκικά: bezesten – η λέξη προέρχεται από την αραβική λέξη μπεζ (bez) η οποία σημαίνει ρούχο – ύφασμα), μια από τις παλιότερες εμπορικές στοές της πόλης, που διατηρεί τον παλιό της χαρακτήρα έστω και σε μικρότερη κλίμακα. Το Μπεζεστένι σήμερα στεγάζει ακόμα μικρά μαγαζιά, κυρίως υφασματεμπόρων.
Τα μπεζεστένια είναι κτίρια με συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία, θολοσκέπαστα με 4, 6, 8 μέχρι και 20 τρούλους. Χτίστηκαν κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα τον 15ο και 16ο αιώνα. Η χρήση τους ήταν είτε αυτή της υφασματαγοράς είτε της αγοραπωλησίας πολύτιμων ειδών. Το πιο χαρακτηριστικό Μπεζεστένι του πρώτου αιώνα της τουρκοκρατίας, όπου είναι φανερή και η τεχνική των βυζαντινών είναι αυτό που βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Εγνατία και Βενιζέλου, εκεί που χτυπούσε η εμπορική καρδιά της πόλης. Από πολύ παλιά. Εκεί που τα έργα στο μετρό έφεραν στο φως το βυζαντινό εμπορικό σταυροδρόμι.
Το Μπεζεστένι της Θεσσαλονίκης, είναι ένα Οθωμανικό μνημείο για το οποίο υπάρχουν δύο εκδοχές για τη χρονολογία κατασκευής του: Ο Μ. Cezar αποδίδει την ανέγερσή του στο σουλτάνο Μεχμέτ Β’ (1455-1459). Δίνει επίσης την πληροφορία ότι αποτελούσε ιδιοκτησία του κράτους και ότι αμέσως μετά την ανέγερσή του πέρασε στα βακουφικά κτίρια. Αντίθετα οι καθηγητές Α. Βακαλόπουλος και Β. Δημητριάδης τοποθετούν την ανέγερσή του στο τέλος του 15ου αιώνα, στα χρόνια του Βαγιαζίτ Β’(1481-1512). Είναι ένα από τα τρία μπεζεστένια που σώζονται σήμερα στην Ελλάδα (στις Σέρρες στεγάζει το Αρχαιολογικό, στη Λάρισα είναι μισογκρεμισμένο και αποτελεί ένα από μνημεία της πόλης).
Το Μπεζεστένι, για το οποίο μιλούν με θαυμασμό οι περιηγητές του 16ου αιώνα, θεωρώντας το ως την ομορφότερη αγορά των Βαλκανίων, στέγαζε διάφορα επαγγέλματα, κύρια όμως υφασματέμπορους και χρυσοχόους. Ευρήματα στο Μνημείο δείχνουν ότι η αγορά λειτουργούσε οργανωμένα και με συντεχνιακούς κανονισμούς. Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι παλιές οθωμανικού τύπου αγορές παρήκμαζαν, η συγκεκριμένη στοά πουλήθηκε στην εβραϊκή κοινότητα έναντι 100 χρυσών λιρών.
Πριν από την πυρκαγιά του 1917, το Μπεζεστένι αριθμούσε 113 καταστήματα. Μετά την πυρκαγιά περιμετρικά του κεντρικού χώρου προστέθηκαν εξωτερικά 34 καταστήματα. Στο εσωτερικό του κεντρικού χώρου λειτουργούσαν 32 καταστήματα. Τις δεκαετίες του 1980-1990 έγιναν εργασίες στερέωσης του κτιρίου καθώς είχε υποστεί καθίζηση και απόκλιση από την κατακόρυφο.
Διαβάστε περισσότερα: Μπεζεστένι: Εμπορική στοά, ετών 600
Στοά Μαλακοπή
Ένα πρωτότυπο και πανέμορφο κτίριο δεσπόζει στην πλατεία Χρηματιστηρίου, στην οδό Συγγρού 7. Χαρακτηριστικό του είναι το μεγάλο ρολόι που κοσμεί την όψη του. Πρόκειται για τη Στοά Μαλακοπή. Το κτίριο, κέντρο του Φραγκομαχαλά της οθωμανικής Θεσσαλονίκης χτίστηκε το 1906 σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι και στέγασε την Τράπεζα Θεσσαλονίκης που είχε ιδρυθεί το 1888 από την οικογένεια Αλλατίνι. Το κτίριο ήταν ιδιοκτησία του Εδουάρδου Αλλατίνι (μέλος της γνωστής για την οικονομική της δραστηριότητα εβραϊκής οικογένειας) ο οποίος το αγόρασε την περίοδο μεταξύ 1904-1906. Το 1904 στο βόρειο τμήμα του οικοδομήματος υπήρχε ένα μοναδικό κτίριο με έναν κήπο που εκτεινόταν προς το νότο. Το 1906 χτίστηκε η στοά στο σημείο όπου βρισκόταν ο κήπος, προκειμένου να στεγαστούν διάφορα καταστήματα αλλά και η Τράπεζα της Θεσσαλονίκης. Η τελευταία, την οποία είχαν ιδρύσει οι αδερφοί Αλλατίνι το 1888, άνοιξε τις πόρτες της στη στοά Μαλακοπή το 1907, όταν ο διευθυντής της τράπεζας Αλφρέντο Μισραχί αγόρασε το κτίριο για λογαριασμό της τράπεζας.
Αρχιτέκτονας της Τράπεζας Θεσσαλονίκης ήταν ο Βιταλιάνο Ποζέλι, στον οποίο η Θεσσαλονίκη οφείλει μερικά από τα πιο εντυπωσιακά κτίρια της ύστερης οθωμανικής περιόδου. Η πυρκαγιά του 1917 που κατέστρεφε επί 3 μέρες το μεγαλύτερο μέρος του κέντρου της πόλης, έκαψε και σχεδόν ολόκληρο το φραγκομαχαλά, όμως το οικοδόμημα του Ποζέλι παρέμεινε άθικτο. Ωστόσο δεν γλίτωσε το οριστικό κλείσιμο το 1940, όταν επιτάχτηκε από τους Ναζί. Την δεκαετία του 1950 η στοά ξανάνοιξε και φιλοξένησε μέχρι το 1954 την Τράπεζα Χίου. Αργότερα προστέθηκε σε αυτή το εσωτερικό, ορθογώνιο κτίριο που βρίσκεται ακριβώς στην μέση του κτιρίου. Το 1954 αγοράστηκε από την οικογένεια Βορεοπούλου στην οποία ανήκει μέχρι σήμερα και μετονομάστηκε σε Στοά Μαλακοπή, λόγω της καταγωγής της οικογένειας από το μέρος. Το 1978 το ρολόι στο κέντρο του εμπρόσθιου αετώματος σταμάτησε να λειτουργεί την ώρα του μεγάλου σεισμού της Θεσσαλονίκης, δείχνοντας 11:05. Σήμερα, στους ισόγειους χώρους λειτουργούν καταστήματα εστίασης και αναψυχής, ενώ στον όροφο υπάρχουν ακόμα ορισμένα γραφεία.
Διαβάστε επίσης: Κατεβήκαμε στο παλιό θησαυροφυλάκιο της πόλης
Στοά Λεβή-Μενεξέ
Σηκώνοντας το κεφάλι σου στην Βενιζέλου 3 πέφτεις πάνω σε ένα κτίριο νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, που στην πραγματικότητα ενώνει δύο οικογένειες ή -διαφορετικά- δύο μέγαρα. Η Στοά Λεβή-Μενεξέ εξωτερικά κοσμείται από κίονες σε κορινθιακό ρυθμό, οι οποίοι και χωρίζουν το κτίριο σε 6 κάθετες ζώνες. Η στοά αποτελείται από 5 ορόφους και ο 5ος, στον οποίο βρίσκεται ο εξώστης, χωρίζεται από τον τέταρτο με μία οριζόντια διακοσμητική ταινία.
Η ιστορία του είναι μεγάλη αφού ανήκει στην πυρίκαυστη ζώνη της Θεσσαλονίκης, δηλαδή είναι ένα από τα 1.384 κτίρια τα οποία ανεγέρθηκαν μετά την πυρκαγιά του 1917. Το 1925 σχεδιάστηκε από τους Ζαχαριάδη-Κοκορόπουλο και κατασκευάστηκε από την ελληνική εταιρεία ΕΡΕΚΑ ΑΕ τις χρονιές 1926 & 1927. Το 1928 το κτίριο παραδίνεται προς χρήση ως κτίριο γραφείων και αρχικά ονομάζεται «Μέγαρο Μπουρλά» προς τιμήν του ιδιοκτήτη Μπουρλά, ο οποίος στέγαζε στη στοά ένα κοσμηματοπωλείο και τοποθέτησε το ρολόι που υπάρχει ακόμα στην είσοδο. Αργότερα, ο Μπουρλάς, για οικονομικούς κυρίως λόγους, το παραχώρησε σε δυο νέες οικογένειες, Αριστοτέλη Λεβή και Μενεξέ κι έτσι εξηγείται η σημερινή ονομασία «Στοά Λεβή – Μενεξέ».
Στο εσωτερικό της, ενοποιητικό στοιχείο ανάμεσα στα δυο μέγαρα των οικογενειών είναι ένα υαλοσκέπαστο αίθριο, το οποίο αρχικά είχε σκέτο γυαλί και στη συνέχεια προστέθηκαν μπλε επιφάνειες. Ακριβώς από πάνω, υπάρχει το γυάλινο δώμα που έχει μια τετράριχτη στέγη πάνω από το αίθριο, το οποίο παλιότερα χάρη στην θυρίδα του επέτρεπε στον θυρωρό να καθαρίζει 1 προς 1 όλα τα κρύσταλλα της στοάς. Τα σκαλιά αποτελούνται από τούβλο και η μαρμάρινη επένδυση πάνω τους είναι η αρχική που υπήρχε. Οι ανελκυστήρες παλιότερα είχαν ξύλινο φρεάτιο, ενώ πλέον έχουν αντικατασταθεί αρκετά στοιχεία τους. Τα ύψη της στοάς αποτελούνται από 3,5 μέτρα στο ισόγειο, ενώ στους υπόλοιπους ορόφους είναι 3,2 μέτρα. Το πάτωμα της στοάς σηματοδοτεί την κοσμοπολίτικη πόλη του τότε, δηλαδή γεωμετρικά vintage πλακίδια. Μέχρι και σήμερα, η στοά στεγάζει γραφεία και χώρους εστίασης, τα οποία έχουν διατηρήσει τα ξύλινα κουφώματα από τότε. Στο πέρασμα των χρόνων στέγασε πληθώρα γραφείων και επαγγελματικών χώρων, ενώ τα τελευταία χρόνια στο ισόγειο λειτουργούν καφέ-μπαρ και εστιατόρια.
Διαβάστε επίσης: Έχουμε Selfridge στη Θεσσαλονίκη;
Στοά Σαούλ
Την γωνία Ερμού με Ίωνος Δραγούμη καταλαμβάνει η Στοά Σαούλ. Αρχικά έργο, σύμφωνα με κάποιες πηγές, του Βιταλιάνο Ποζέλι, καταστράφηκε από την πυρκαγιά του 1917 και ανακατασκευάστηκε από τον Pleyber. Βασικό στοιχείο της στοάς αποτελούν οι δύο εσωτερικοί πεζόδρομοι που σχηματίζουν ένα «Τ» και συνδέουν την οδό Ερμού με την Βασιλέως Ηρακλείου και τη Βενιζέλου με την Ίωνος Δραγούμη. Πρόκειται για συγκρότημα εμπορικής στοάς χτισμένο από τον Σαούλ Μοδιάνο, γνωστό Εβραίο τραπεζίτη. Ο αρχιτέκτονας Ελί Μοδιάνο καθώς και η Κτηματική Τράπεζα του Μοδιάνο διατηρούσαν γραφεία μέσα στην στοά. Χτίστηκε ανάμεσα στα 1867-71, ενώ ένα τμήμα της καταστράφηκε από την πυρκαγιά του 1917. Ανακατασκευάστηκε το 1929, τροποποιώντας τη στοά.
Αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο της ακμής της οικογένειας Μοδιάνο που ξεκίνησε από τον Σαούλ, τον φτωχό υπάλληλο που αναδείχθηκε σ’ έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην πολύχρονη ιστορία της, η στοά στέγασε τράπεζα, αποθήκες εμπορευμάτων, γραφεία, όπως του γνωστού μηχανικού Ελί Μοδιάνο, εγγονού του Σαούλ, αλλά και εμπορικά καταστήματα και καταστήματα εστίασης και ψυχαγωγίας. Σήμερα, έχει σχεδόν ερημώσει, έχοντας χάσει την αίγλη και την δημοτικότητά της, παρόλο που κρίθηκε διατηρητέο έργο τέχνης το 1980 με ΦΕΚ.
Πλατεία Άθωνος και Καπάνι
Η εμπορική καρδιά της πόλης, εδώ και αιώνες εξακολουθεί να χτυπάει στην κεντρική αγορά της που απλώνεται γύρω από την οδό Βενιζέλου, από το Λιμάνι μέχρι την σημερινή Άθωνος και κάτω από την Εγνατία. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας (1430-1912) η κατοικία δεν έχει θέση στην περιοχή. Οι δρόμοι της εμπορικής συνοικίας, κάτω από τον άξονα της Εγνατίας και από τις δύο πλευρές της οδού Βενιζέλου, αλλά και η ίδια η Βενιζέλου (παλιά οδός Σεμπρή Πασά) είναι στεγασμένοι και αποτελούν πρόσοψη και συνέχεια των μικρών μαγαζιών, όπου ο έμπορος συναλλάσσεται με τον πελάτη. Στην περίμετρο της αγοράς απλωνόταν η “αγορά αλεύρων” (ή Ούν Καπάν, το γνωστό μας “Καπάνι”, από το kaban- την μεγάλη δημόσια ζυγαριά), σημερινή Πλατεία Άθωνος. Τη χρησιμοποιούσαν και ως αγορά μικρών ζώων, προβάτων και πουλερικών. Στο κέντρο της η χαρακτηριστική κυκλική στέρνα που σήμερα αντικαταστάθηκε με το συντριβάνι χρησίμευε για το πότισμα τον ζώων. Από αυτήν την πλατεία προέρχεται η ονομασία «Καπάνι» που χρησιμοποιείται σήμερα για όλη την παλιά αγορά της πόλης που εκτείνεται μεταξύ Βενιζέλου και Άθωνος και μεταξύ Εγνατίας και Ερμού (γνωστή και ως Αγορά Βλάλη).
Από το τέλος του 19ου αιώνα, ο άνεμος του εκσυγχρονισμού που φυσά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, φέρνει καινούργια δεδομένα. Νέες μορφές εργασίας και επαγγέλματα, κτίρια υπηρεσιών και γραφείων, μοντέρνα ξενοδοχεία έρχονται να αντικαταστήσουν τα χάνια. Η παλιά αγορά προσπαθώντας να εκσυγχρονιστεί κι αυτή αντιγράφει αρχιτεκτονικές μορφές της Eυρώπης. Την προλαβαίνει η μεγάλη πυρκαγιά του 1917 που μετατρέπει σε στάχτη και μπούλμπερη όλη την αγορά, με τις παλιές και νέες κατασκευές, εκτός από τα Λαδάδικα. Ο έφορος καταγράφει 4069 κατεστραμμένους επαγγελματικούς χώρους. Με το νέο σχέδιο για το ιστορικό κέντρο, η όψη της Θεσσαλονίκης αλλάζει ουσιαστικά. H πυρίκαυστη ζώνη αποκτά μια εντελώς καινούργια μορφή, με τις ευθύγραμμες λεωφόρους, γεωμετρικά σχεδιασμένες πλατείες και τα διώροφα ως πενταώροφα ‘μέγαρα’ -κατοικίες, καταστήματα, τράπεζες με συνεχή μέτωπα στους δρόμους.
Οι πολεοδόμοι της νέας Θεσσαλονίκης δεν αγνοούν τη σημασία των μικροεπαγγελμάτων και προέβλεψαν την περιοχή από την αγορά Βλάλη μέχρι την Άθωνος για την εγκατάσταση μικρών επιτηδευματιών που έστησαν εδώ τα μαγαζάκια τους, στη λογική του παραδοσιακού παζαριού. Mικρά ισόγεια και διώροφα κτίρια, ανοικτές αλλά και στεγασμένες στοές σχεδιάζονται παρά την αντίδραση των τότε εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης, που θεωρούσαν ότι ένα «ανατολίτικο παζάρι» δεν είχε θέση στο κέντρο μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής πόλης. Τελικά γύρω από τον κεντρικό -δυτικής έμπνευσης- άξονα της Αριστοτέλους χωροθετείται η ζώνη των λεγόμενων μπαζάρ που παραπέμπουν στις ανατολίτικες καταβολές της πόλης.
Η Άθωνος μια πλατεία με πολλές διεξόδους προς τους κεντρικούς άξονες αποκαλύπτει το παλιό και το νέο πρόσωπο της πόλης. Η Οδός Καρόλου Ντηλ «βαφτίζεται» το 1920, παρουσία του ίδιου του Κάρολου Ντηλ και μια νέα εποχή ξεκινάει για την πλατεία που φτάνει μέχρι το σήμερα. Η χάραξη της οδού Παπαμάρκου με τα μικρομάγαζα που διατηρούνται μέχρι σήμερα γίνεται το 1923. Από τότε κρατά και το όνομά της προς τιμήν του παιδαγωγού Χαρίσιου Παπαμάρκου.
Διαβάστε περισσότερα: Ο ομφαλός της πόλης: Ουν Καπάν, Αγορά Βλάλη, Μοδιάνο
Λαδάδικα
Η περιοχή γύρω από την Πλατεία Μοριχόβου (μέσα 19ου αι.) υπήρξε το βυζαντινό λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας επιχωματώθηκε και με την ονομασία Ιστίρα φιλοξένησε το χονδρεμπόριο της πόλης. Τα Λαδάδικα πήραν την ονομασία τους από το χονδρεμπόριο λαδιού. Η περιοχή διασώθηκε από την καταστροφική πυρκαγιά του 1917 και διατηρεί τον χαρακτήρα και τις μνήμες της αγοράς του τέλους του 19ου αι. Διαφορετικοί τύποι κτιρίων και ρυθμών, συνθέτουν μια εικόνα της αρχιτεκτονικής και ρυμοτομίας της πόλης του παρελθόντος. Σήμερα η περιοχή εξακολουθεί να σφύζει από ζωή καθώς φιλοξενεί πολυάριθμα γραφεία, εστιατόρια και καφέ.
Σφαγεία
Το κτίριο των Σφαγείων χτίζεται το 1897, μετά από απόφαση του Δήμου Θεσσαλονίκης, στην θέση των κατεδαφισθέντων σφαγείων. Δίπλα στην θάλασσα, σε μια περιοχή που έσφυζε από βιομηχανικές δραστηριότητες δημιουργούνται τα σύγχρονα, τότε, σφαγεία με χωρητικότητα 350 ζώων, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Λειτουργούν σαν σφαγεία μέχρι και τον σεισμό του 1978 που τους άφησε μεγάλες ζημιές, με αποτέλεσμα να κριθούν επικίνδυνα και να χρειαστεί αποκατάσταση από την ΥΑΣΒΕ. Μετά την αποκατάσταση συνεχίζουν την λειτουργία τους μέχρι και το 1988, οπότε και κρίνονται ασύμφορα και κλείνουν. Από το 1990 λειτούργησαν ως αθλητικό κέντρο. Το 1994 με την Υπουργική απόφαση ΔΙΛΑΠ/Γ/923/24791/8/4/94, ΦΕΚ 446/τβ/14/6/94 χαρακτηρίζεται «ως έργο τέχνης και ιστορικό διατηρητέο μνημείο το κτίριο των Δημοτικών Σφαγείων Θεσσαλονίκης με τον περιβάλλοντα χώρο τους, διότι αποτελεί αξιολογότατο δείγμα Βιομηχανικής Αρχιτεκτονικής των αρχών του 20ου αιώνα, μοναδική μαρτυρία για την συγκεκριμένη μορφή παραγωγικής δραστηριότητας στην πρόσφατη ιστορία της πόλης της Θεσσαλονίκης». Τελικά, το 2014 ο Δήμος Θεσσαλονίκης ολοκλήρωσε την αποκατάσταση του διατηρητέου κτιρίου και παρέδωσε ένα πολιτιστικό κέντρο, έτοιμο να φιλοξενήσει εκθέσεις, εκδηλώσεις, συναυλίες, ακόμα και αθλητικές εκδηλώσεις.
Ανήκει στον εκλεκτικισμό και αποτελείται από επίμηκες ισόγειο με πανομοιότυπες ανά δύο τις απέναντι όψεις του. Στο κέντρο των επιμήκων όψεων, ο επιβλητικός πυλώνας της εισόδου με ύψος 12,60 μ. αποτελεί τον κατακόρυφο άξονα της σύνθεσης. Η προεξοχή της εισόδου χαρακτηρίζεται από συμμετρία αλλά και παράθεση διαφόρων στοιχείων όπως οι γωνιακές παραστάδες (σε μίμηση λίθων rustico) και το κυρτόκοιλο τριπλής διατομής θύρωμα που καταλήγει σε ημικυκλικό τόξο με χαρακτηριστικό «κλειδί» στο κέντρο. Η στέγη είναι μεταλλική και αποτελείται από πάνελ ειδικής μορφής, για τον σωστό αερισμό του χώρου – στοιχείο απαραίτητο λόγω της χρήσης τους.
*Με πληροφορίες από thessarchitecture.wordpress.com
Διαβάστε επίσης:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ