Ο Δρόμος έχει την δική του Ιστορία: Βασιλίσσης Όλγας
Από τους λίγους δρόμους που φέρουν το όνομα βασιλιάδων, η Βασιλίσσης Όλγας είναι μια από τις μεγαλύτερες λεωφόρους της πόλης.
Μια πόλη, μεγάλοι δρόμοι και οι ιστορίες που κρύβουν εντός τους. Καταστήματα, κτίρια, γεγονότα μικρά και μεγάλα που σημάδεψαν τον ρου της ιστορίας. Οι ποιητές και συγγραφείς που τους μνημόνευσαν στα έργα τους, οι άνθρωποι που περπάτησαν και περπατούν πάνω τους, η καθημερινότητα μιας πόλης που συνεχίζει μέσα στα χρόνια, γράφοντας την δική της ιστορία.
Ξεκινάει εκεί που τελειώνει η οδός που φέρει το όνομα του συζύγου της, βασιλιά Γεωργίου, και καταλήγει ως φυσική συνέχεια στην οδό Εθνικής Αντιστάσεως. Από τους λίγους δρόμους που φέρουν το όνομα βασιλιάδων, η Βασιλίσσης Όλγας είναι μια από τις μεγαλύτερες λεωφόρους της πόλης. Χαράχτηκε το 1880 και είχε την ονομασία Γιαλιλάρ Καντεσιτών, δηλαδή δρόμος των θαλάσσιων λουτρών, διότι στην περιοχή έκαναν οι κάτοικοι τα μπάνια τους. Με την απελευθέρωση μετονομάστηκε σε λεωφόρος Δημοκρατίας μέχρι να πάρει την σημερινή ονομασία. Ξεκινούσε από τον Λευκό Πύργο, από όπου περνούσε το τραμ και κατέληγε στο Ντεπό, στο αμαξοστάσιο του τέρματος. Διαθέτει τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίες, εκ των οποίων η μία είναι λεωφορειόδρομος. Μεγάλος φαρδύς δρόμος, που δυστυχώς πολλές φορές τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα κάνουν δύσκολη την διάβασή του.
Πήρε το όνομα του από την Βασίλισσα Όλγα της Ρωσίας και για τον λόγο αυτό, στην αρχή του δρόμου, δίπλα από την προτομή του βασιλιά Γεώργιου, στήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου του 2016 το επιβλητικό της άγαλμα, έργο του Ρώσου γλύπτη Andrey Korobtsov, με αφορμή την συμπλήρωση 165 χρόνων από την γέννησή της, στο πλαίσιο του έτους «Ελλάδα – Ρωσία 2016». Στο σημείο αυτό ήταν που δολοφονήθηκε ο σύζυγος της Όλγας, βασιλιάς Γεώργιος (γι’ αυτό και η συνέχεια της οδού Β. Όλγας προς τα δυτικά ονομάστηκε Β. Γεωργίου), στις 18 Μαρτίου του 1913 από τον Αλέξανδρο Σχινά, ο οποίος τον πλησίασε και τον πυροβόλησε από κοντινή απόσταση. Ο Σχινάς δεν κατάφερε να διαφύγει και συνελήφθη από δυο χωροφύλακες. Στις 6 Μαΐου, αυτοκτόνησε πηδώντας από το παράθυρο του τμήματος όπου και κρατούνταν. Οι φάκελοι της ανάκρισής του κάηκαν όταν προκλήθηκε, από άγνωστα αίτια, πυρκαγιά στο ατμόπλοιο «Ελευθερία» που τους μετέφερε στον Πειραιά.
Η Όλγα Κωνσταντίνοβνα της Ρωσίας ήταν δούκισσα, η οποία έγινε βασίλισσα των Ελλήνων μετά από τον γάμο της με τον βασιλιά Γεώργιο Α’ της Ελλάδος. Γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1851 στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Ήταν μέλος της Δυναστείας των Ρομανόφ. Το κοινωνικό της έργο ήταν μεγάλο, μίας και βοήθησε να χτιστούν νοσοκομεία, εκκλησίες και κοινωνικά ιδρύματα. Έργο της είναι το νοσοκομείο Ευαγγελισμός και το Ρωσικό νοσοκομείο Πειραιά. Απέκτησε οκτώ παιδιά και όταν το 1913 ο σύζυγος της δολοφονήθηκε, επέστρεψε στην Ρωσία. Κατά την Ρωσική επανάσταση του 1917, φυλακίστηκε από τους Μπολσεβίκους στα μπουντρούμια του παλατιού. Με παρέμβαση της Δανίας, κατάφερε να απελευθερωθεί. Εγκαταστάθηκε στην Ελβετία και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1920. Το 1919 και μέχρι το 1922, απέκτησε τον τίτλο της αντιβασίλισσας, μέχρι να αναλάβει τον θρόνο ο Κωνσταντίνος Α’. Η καταστροφική ήττα της χώρας μας από τους Τούρκους οδήγησε την Όλγα εξόριστη, αρχικά στην Αγγλία, έπειτα στην Γαλλία και στο τέλος της ζωής της στην Ιταλία. Μετά την κατάργηση της βασιλευόμενης δημοκρατίας, η περιουσία της βασιλικής οικογένειας δεσμεύτηκε. Παρόλα αυτά, στην Όλγα επεστράφησαν τα κοσμήματα που είχε σε θυρίδα της Εθνικής Τράπεζας και της δόθηκε τιμητικά σύνταξη. Απεβίωσε στις 18 Ιουνίου 1926 στην Ρώμη και η σορός της μεταφέρθηκε στην Φλωρεντία. Στις 17 Νοεμβρίου 1936, έγινε η μεταφορά των οστών της στο βασιλικό κοιμητήριο στο Τατόι, δίπλα στον τάφο του συζύγου της, βασιλιά Γεωργίου Α΄.
Η μεγάλη αυτή λεωφόρος έχει παλιά και ένδοξη ιστορία που ξεκινά με την σταδιακή εγκατάσταση των κατοίκων της Θεσσαλονίκης έξω από τα νοτιοανατολικά τείχη πριν το 1890. Αρχικά, σ’ αυτόν τον μεγάλο δρόμο τα σπίτια ήταν ελάχιστα. Ευκατάστατες οικογένειες με κύρος και υψηλό εισόδημα την επέλεξαν για να κατασκευάσουν μεγάλες μονοκατοικίες και εξοχικά. Εκείνη την περίοδο στην Θεσσαλονίκη κατοικούσαν οικογένειες από διάφορες εθνότητες, που μας έδωσαν μοναδικές και σπάνιες τεχνοτροπίες σπιτιών, κάποιες από τις οποίες διασώθηκαν κατά μήκους του δρόμου μέχρι και σήμερα. Με την κατασκευή αυτών των επιβλητικών σπιτιών δημιουργήθηκε η περιοχή που ήταν γνωστή ως λεωφόρος των Πύργων ή των Εξοχών. Η μια έπαυλη διαδεχόταν την άλλη, οι περισσότερες με στοιχεία του Ευρωπαϊκού εκλεκτισμού. Ο δρόμος άρχισε να αλλάζει με τους πολέμους που δεν έλεγαν να σταματήσουν και επέφεραν αλλαγές στην αρχιτεκτονική και την ανθρωπογεωγραφία της Θεσσαλονίκης.
Μετά την απελευθέρωση του 1912, οι μουσουλμάνοι εγκαταλείπουν τις επαύλεις τους, ενώ κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου τα κτίρια επιτάσσονται και στεγάζουν στρατιωτικές υπηρεσίες. Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πολλά από τα σπίτια επιτάσσονται και πάλι και στεγάζουν υπηρεσίες των Γερμανικών δυνάμεων. Μετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η εικόνα της πόλης θα αλλάξει για πάντα και δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη και την οδό των Εξοχών. Πολλοί Εβραίοι που έφυγαν για το μακρινό ταξίδι του θανάτου στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και δεν ξαναγύρισαν ήταν ιδιοκτήτες των σπιτιών αυτών. Άλλα εγκαταλείφθηκαν για πάντα και άλλα επιτάχθηκαν. Ο εκσυγχρονισμός, η αύξηση του ποσοστού δόμησης και η αντιπαροχή θα είναι το τελειωτικό χτύπημα για το δρόμο και την πρότερη μορφή του.
Το 1892 η γραμμή του τραμ θα συνδέσει το κέντρο της πόλης με το Ντεπό, όπου και θα μεταφερθούν οι εγκαταστάσεις, η αποθήκη των οχημάτων, οι στάβλοι και τα γραφεία της εταιρείας. Το 1957 όμως ξηλώνονται οι γραμμές του τραμ, που συναντάμε πλέον μόνο σε παλιές φωτογραφίες και καρτ ποστάλ. Η λεωφόρος Β. Όλγας ασφαλτοστρώνεται και μετατρέπεται σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, από τους πιο σημαντικούς οδικούς άξονες της πόλης, καθώς εξυπηρετεί τους κατοίκους της Καλαμαριάς, της ανατολικής Θεσσαλονίκης και τους διερχόμενους από το αεροδρόμιο προς το κέντρο, ενώ αποτελεί (μαζί με την λεωφόρο Κωνσταντίνου Καραμανλή) τις δύο ανατολικές εισόδους της πόλης.
Ευτυχώς, πολλά από τα αρχοντικά διασώθηκαν, ενώ άλλα έχουν μέχρι και σήμερα εγκαταλειφθεί στη φθορά του χρόνου, περιμένοντας να ζήσουν και πάλι ένδοξες στιγμές. Κάποια από αυτά λειτουργούν ως καφέ-μπαρ και εστιατόρια, ενώ άλλα ως εκθεσιακοί χώροι και μουσεία.
Τα κυριότερα από αυτά:
Η Βίλα Μπιάνκα, που βρίσκεται στην συμβολή με την Θεμιστοκλή Σοφούλη. Χτίστηκε στο χρονικό διάστημα 1911-1913, χρησιμοποιήθηκε ως Ιταλικό Προξενείο στην Κατοχή, μεταπολεμικά μετατράπηκε σε νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο, ενώ σήμερα φιλοξενεί την Δημοτική Πινακοθήκη της Θεσσαλονίκης.
Η Βίλα Μορντώχ που βρίσκεται στην συμβολή με την οδό 25ης Μαρτίου, κατοικήθηκε από την οικογένεια Μορντώχ από το 1905 μέχρι το 1940. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε από το ΙΚΑ και μέχρι πρόσφατα λειτούργησε ως Δημοτική Πινακοθήκη της Θεσσαλονίκης. Από τις αρχές του 2013 στεγάζει τις υπηρεσίες του Ε’ διαμερίσματος Θεσσαλονίκης και του Οργανισμού Ρυθμιστικού Θεσσαλονίκης.
Η Βίλα Χιρς κατασκευάστηκε το 1900. Επί κατοχής στεγάστηκε εκεί η Γκεστάπο. Χαρακτηρίζεται ως στοιχειωμένη, καθώς υπάρχουν πολλές μαρτυρίες ανθρώπων που τα βράδια ακούνε φωνές από το εσωτερικό του σπιτιού. Στέγαζε στο παρελθόν το Α’ Αστυνομικό Τμήμα της Ανατολικής Θεσσαλονίκης, ενώ σήμερα είναι ακατοίκητη και ετοιμόρροπη.
Από τα σωζόμενα αρχοντικά το πιο παλαιό υπολογίζεται ότι είναι το κτίριο που στεγάζει το Μορφωτικό ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας και η Βίλα Αλλατίνη γνωστή και ως το «Κόκκινο Σπίτι».
Η Βίλα Αλλατίνη χτίστηκε το 1898 από τον αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι, ο οποίος σχεδίασε και τους Μύλους της γνωστής Θεσσαλονικιώτικης οικογένειας. Από κατοικία της οικογένειας, το 1926 στέγασε για ένα έτος τη Φιλοσοφική Σχολή, το πρώτο και μοναδικό τμήμα του τότε νεοσύστατου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, ενώ κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο χρησιμοποιήθηκε σαν νοσοκομείο και αργότερα ως Νομαρχία και ως γραφεία της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.
Η Βίλα Καπαντζή συνδέθηκε με την Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, καθώς σε αυτή φιλοξενήθηκε η Τριανδρία (Βενιζέλος, Κουντουριώτης και Δαγκλής). Προηγουμένως, τη διετία 1912-13, έμεινε στη βίλα ο γιος του βασιλιά Γεωργίου Α΄, Πρίγκιπας Νικόλαος, που υπήρξε ο πρώτος Έλληνας στρατιωτικός διοικητής της Θεσσαλονίκης. Στη Βίλα Καπαντζή υπογράφηκε στις 19 Μαΐου του 1913 η ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας. Το 1928 το κτίριο αγοράστηκε σε πλειστηριασμό από την Εθνική Τράπεζα, η οποία το μίσθωσε για δέκα χρόνια στην αμερικανική εταιρεία Foundation που κατασκεύασε τα αντιπλημμυρικά έργα στον κάμπο της Θεσσαλονίκης. Αργότερα στεγάστηκε εντός του το Ε’ Γυμνάσιο Αρρένων. Το 1982 αποφασίστηκε η επισκευή του, η οποία και ολοκληρώθηκε το 1990. Από το 1997 στεγάζει το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας. Η Βίλα Καπαντζή κατασκευάστηκε σε παραθαλάσσιο τότε οικόπεδο έκτασης τεσσάρων περίπου στρεμμάτων. Την εποχή που χτίστηκε, η δυτική της όψη ήταν ορατή μόνο από τη θάλασσα. Αποτελείται ουσιαστικά από δύο κτίρια συνδεδεμένα μεταξύ τους, το κυρίως κτίσμα και τον πύργο. Περιλαμβάνει τρεις ορόφους (ημιυπόγειο, υπερυψωμένο ισόγειο και πρώτο όροφο), καθώς και σοφίτα. Η κύρια είσοδος βρίσκεται στην πλευρά της σημερινής οδού Βασιλίσσης Όλγας. Χαρακτηρίζεται από την επίδραση της αρχιτεκτονικής των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης. Βασικά στοιχεία της είναι η πολυπλοκότητα του όγκου, η σύνθετη στέγη με τις έντονες κλίσεις και ο υπερυψωμένος ορθογώνιος πύργος. Πλούσιος και ποικίλος είναι ο διάκοσμος στο εσωτερικό του κτιρίου, εξυπηρετώντας τη διαφοροποίηση και τη διαίρεση των χώρων του. Ποικίλα είναι τα υλικά των δαπέδων (μάρμαρο στις εισόδους, παρκέ στους χώρους υποδοχής και σανιδώματα στους υπόλοιπους), των κουφωμάτων και των οροφών. Εκτός από τους κεντρικούς χώρους, οι οροφές του ισογείου και του πρώτου ορόφου ήταν ζωγραφισμένες. Δυστυχώς όμως καταστράφηκαν οι περισσότερες, εκτός από ελάχιστα δείγματα, με βάση τα οποία έγινε προσπάθεια αποκατάστασης των συνθέσεων, όπου βεβαίως υπήρχαν επαρκή στοιχεία.
Η Βίλα Αχμέτ Καπαντζή, στον αριθμό 105 της οδού, ήταν ιδιοκτησία του Αχμέτ Καπαντζή, αδερφού του Μεχμέτ Καπαντζή, με τη δική του έπαυλη, τη Βίλα Καπαντζή, στο 108 της οδού. Η βίλα Αχμέτ Καπαντζή χτίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, σε σχέδια του Πιέτρο Αρριγκόνι. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, τα περισσότερα μέλη της οικογένειας Καπαντζή έφυγαν από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Όμως ο γιος του Αχμέτ, Μεχμέτ, παρέμεινε για περισσότερα από δέκα χρόνια στην πόλη επειδή είχε γιουγκοσλαβική υπηκοότητα και κατοικούσε με την οικογένειά του στον πρώτο όροφο της βίλας. Την τριετία 1924 -1927, στον δεύτερο όροφο της έπαυλης στεγαζόταν το Ισπανικό προξενείο της Θεσσαλονίκης, ενώ στη σοφίτα και στο πίσω τμήμα του κτιρίου έμεναν οικογένειες προσφύγων. Η βίλα Αχμέτ Καπαντζή στη διάρκεια της Κατοχής χρησιμοποιήθηκε από την Γκεστάπο. Προηγουμένως, το 1939, είχε στεγάσει Σχολή Νοσοκόμων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Μετά τον πόλεμο και την κατοχή χρησιμοποιήθηκε εκ νέου από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό για να στεγάσει τις υγειονομικές του υπηρεσίες (1947 -1954). Στη συνέχεια, από το 1954 και για περίπου είκοσι χρόνια, στέγασε υπηρεσίες του ΝΑΤΟ στη Θεσσαλονίκη. Πολλά χρόνια αργότερα, η βίλα ανακαινίστηκε και στέγασε αρχικά τον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια τον Οργανισμό Ρυθμιστικού Θεσσαλονίκης. Πουλήθηκε το 2014 στον Ιβάν Σαββίδη.
Η Έπαυλη Μοδιάνο στεγάζει σήμερα το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης. Κατοικία του τραπεζίτη Γιακό Μοδιάνο, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης αγοράστηκε από το ελληνικό δημόσιο. Το 1947 εγκαθίσταται στο κτήριο η νεοϊδρυθείσα Στρατιωτική Ιατρική Σχολή και στις αρχές του 1960 η Ιερατική Σχολή. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, το κτήριο παραχωρείται ως κατοικία του Υπουργού Βορείου Ελλάδος και το 1970 στεγάζει το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης. Λειτούργησε κάποια χρόνια και ως κυβερνείο.
Το κτήριο ΜΕΛΙΣΣΑ χτίστηκε το 1897 ως έπαυλη του Οσμάν Αλή Βέη, Τούρκου εμπόρου, με στοιχεία νεοκλασικά και αναγεννησιακά, σύμφωνα με το εκλεκτικιστικό ρεύμα της εποχής. Το 1908 αγοράστηκε από τον Αθανάς Σοπώφ, εμπορικό ακόλουθο της Βουλγαρίας και στέγασε από το 1909 την Εμπορική Υπηρεσία της Βουλγαρίας και από το 1914 το Γενικό Προξενείο της, ενώ το 1913 είχε φιλοξενηθεί στο κτήριο ο βασιλιάς της Βουλγαρίας Φερδινάνδος Β΄. Το 1915 καταλήφθηκε από τους Γάλλους και μετατράπηκε σε Στρατηγείο. Το 1916, τη χρονιά του κινήματος της Θεσσαλονίκης, φιλοξενήθηκαν στο κτήριο οι Βενιζέλος, Δαγκλής και Κουντουριώτης. Μετά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922, εγκαθίσταται σε αυτό το ορφανοτροφείο της πόλης, γνωστό με την επωνυμία «Μέλισσα».
Η Οικία Μιχαηλίδη που άνοιξε πρόσφατα ως καφέ-μπαρ-εστιατόριο, χτίστηκε το 1888 και αγοράστηκε από την οικογένεια Μιχαηλίδη το 1926, η οποία διέμενε στο διώροφο οίκημα μέχρι το 1990.
Η Βίλα Χαζίφ Μπέη, σημερινή σχολή τυφλών, σε σχέδια του Παιονίδη, υπήρξε οικία του αυτοεξόριστου πολιτικού Χασάν Πρίστινα (Hassan Pristine). Εντυπωσιακό κτίριο, που συνδυάζει στοιχεία νεοκλασικισμού, ευρωπαϊκό εκλεκτισμό και μπαρόκ με βαριά και εντυπωσιακά αετώματα. Στέγασε το Βρεφοκομείο Άγιος Στυλιανός, την σχολή Κωνσταντινίδη και γραφεία των Γερμανών κατά την κατοχή. Από το 1961 στεγάζει την Σχολή Τυφλών.
Το «Σατό μον Μπονέρ» (Πύργος η Ευτυχία μου) στην Ανάληψη, που χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, υπήρξε κατοικία του μεγαλέμπορου Ιωαννίδη από τη Σιάτιστα. Χτίστηκε το 1890 από τον Αρμένιο Δειράν Αβδουλάχ και δύο χρόνια αργότερα περιήλθε στην ιδιοκτησία του Δημήτρη Ιωαννίδη. Στο κτίριο στεγαζόταν το οικοτροφείο για τις μαθήτριες που φοιτούσαν στα γειτονικά «Εκπαιδευτήρια Αγλαΐας Σχινά». Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στεγάστηκαν προσφυγικές οικογένειες που έμειναν στο παλιό κτίριο ως τους σεισμούς του 1978. Στην αυλή του, προς τη θάλασσα, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στήθηκαν μεταλλικά τολ που φιλοξένησαν προσκόπους και εργαστήρια του γειτονικού Ε’ γυμνασίου.
Στην Β. Όλγας κατά το παρελθόν μπορούσε να συναντήσει κανείς δεκάδες θερινά και χειμερινά σινεμά. Στις μέρες μας διασώθηκαν το Αθήναιον και το Κολοσσαίον που λειτουργούν και ως κινηματογράφοι και ως θέατρα.
Παρόλο που ο δρόμος έχασε την πρότερη μορφή του και η Θεσσαλονίκη την ευκαιρία να διαθέτει έναν δρόμο με αυλές και αρχοντικά, όπως συναντάμε σε πολλές Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, παρόλο που οι πολυκατοικίες ασχημαίνουν την διαδρομή, η Βασ. Όλγας συνεχίζει να είναι το πιο εντυπωσιακό ταξίδι στο παρελθόν της πόλης, έστω με αυτά τα κτήρια που τελευταία στιγμή διασώθηκαν και αποτελούν στολίδι και πολιτιστική μας κληρονομιά. Σε πολλούς από αυτούς τους χώρους, οι κάτοικοι της πόλης απολαμβάνουν εκθέσεις ζωγραφικής και φωτογραφίας, θεατρικές παραστάσεις και παρουσιάσεις βιβλίων.
Δείτε τα υπόλοιπα άρθρα της στήλης:
Ο Δρόμος έχει την δική του Ιστορία
Δείτε επίσης:
Ο «άγνωστος» αρχιτέκτονας των πανέμορφων κτιρίων που συναντάς στην καρδιά της Θεσσαλονίκης
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ