Έτσι θα άλλαζε η Άνω Πόλη…
Μια ερευνητική προσπάθεια να τεθεί ένα ζήτημα στρατηγικής βιώσιμης τοπικής ανάπτυξης της Άνω Πόλης
Από τον 18ο ως τις αρχές του 20ού αι. η Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης είχε μια αυτόνομη παρουσία με μεγάλο αριθμό κατοίκων, κυρίως Οθωμανών, με ποικίλες πολεοδομικές χρήσεις, π.χ. εμπορικά καταστήματα, αναψυχή κ.ά., αλλά και με σημαντική παρουσία ιστορικών μνημείων (κυρίως βυζαντινές εκκλησίες), πολλά από τα οποία αποτελούν σήμερα παρακαταθήκη της πολιτιστικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς μας.
Λέξεις: Ευάγγελος Π. Δημητριάδης, Δημήτρης Π. Δρακούλης
Εικόνες: Γιώργος Νιάκας
Τα ιστορικά και χωρολειτουργικά γεγονότα που επακολούθησαν (Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, πυρκαγιά του 1917, Μικρασιατική καταστροφή του 1922, εγκατάσταση προσφύγων, πολεμικά και πολιτικά γεγονότα ως και τη δεκαετία του ΄50 κ.ά.) άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στον γεωγραφικό και δομημένο χώρο της Άνω Πόλης.
Από το 1979, που ο αστικός οικισμός της Άνω Πόλης κηρύχθηκε ως διατηρητέος, με το Π.Δ. 313/Δ/31.05.1979 και με αφορμή τον ισχυρό σεισμό του 1978, γίνονται προσπάθειες, με τη μορφή μελετών από το κράτος και άλλους φορείς (π.χ. ΑΕΙ), για την προστασία και αναβάθμιση του οικιστικού χώρου. Λείπει όμως ένα στρατηγικό προγραμματικό πλαίσιο πολεοδομικής ανάπτυξης. Εντοπίζονται προβλήματα οικονομικά, κοινωνικά, χωρολειτουργικά, κυκλοφοριακά (πεζών, δημόσιων και ιδιωτικών μέσων μεταφοράς), περιβαλλοντικά, πολιτιστικά κ.ά. που τελικά υποβαθμίζουν την αρχιτεκτονική και πολεοδομική φυσιογνωμία της περιοχής. Παράλληλα, δεν έχει αποσαφηνισθεί ακόμη ένα θεσμικό πλαίσιο της αρμοδιότητας των κρατικών υπηρεσιών, όσον αφορά στη διατήρηση των κτιρίων κ.ά. , αλλά και του κοινωνικο-χωρικού περιεχομένου της Άνω Πόλης.
Στο σημείωμα αυτό γίνεται μια ερευνητική προσπάθεια να τεθεί ένα ζήτημα στρατηγικής βιώσιμης τοπικής ανάπτυξης της Άνω Πόλης που αναφέρεται σε δυο δημοσιευμένες εργασίες των συγγραφέων (ΚΙΘ 9 (2017) 247-268 και ΚΙΘ 10 (2021) 451-474). Η ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης προϋποθέτει και το διατηρητέο αυτό τμήμα της (δηλ. τη Άνω Πόλη). Το γεωγραφικό αυτό τμήμα (58ha) της καστρόκλειστης ιστορικής Θεσσαλονίκης διατηρήθηκε ανέπαφο σχεδόν από την μεγάλη πυρκαγιά του 1917, σε αντίθεση με την «κάτω πόλη», η οποία αναπτύχθηκε ταχύτατα στις αρχές του 20ού αιώνα.
Επίσης, πρέπει να αναφερθεί ότι μια επέμβαση στον χώρο συναρτάται άμεσα με το γενικό κοινωνικό πλαίσιο (κράτος) και με το ειδικό (περιοχή), ενώ δεσμεύεται από τις θεμελιώδεις συνιστώσες της οικονομίας, της πολιτικής και της ιδεολογίας, καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις. Προϋπόθεση της στρατηγικής επέμβασης είναι φυσικά η κοινωνική συναίνεση και η υποστήριξη της κοινωνίας.
Η μελέτη θέτει ένα θεωρητικό και πρακτικό υποθετικό πρόγραμμα επέμβασης ως πλαίσιο πολεοδομικής στρατηγικής. Συγκεκριμένα προτείνεται ένα γενικό διάγραμμα θεσμικών και μελετητικών δράσεων, με βάση επιλεγμένους πυλώνες ανάπτυξης, που περιλαμβάνει τέσσερεις φάσεις (Α-Δ). Στην Α φάση (Διαδικαστική) εξετάζονται οι δυνατότητες ενεργοποίησης ενός Φορέα Διαχείρισης, δηλαδή ενός «συστημικού εργαλείου» θεμελιώδους σημασίας, που μέλη του μπορεί ενδεικτικά να αποτελούν η τοπική αυτοδιοίκηση, κάποιοι κρατικοί ή ιδιωτικοί φορείς, ομάδες ειδικών και μέλη της κοινωνίας των πολιτών. Ακολουθεί ο μετασχηματισμός των πυλώνων ανάπτυξης σε σχεδιαστικά προγράμματα (Β φάση). Τα νέα σχεδιαστικά προγράμματα εγγράφονται στον πραγματικό χώρο υπό μορφή λειτουργιών – δράσεων προς υλοποίηση στο πλαίσιο της πολεοδομικής επέμβασης (φάσεις Γ-Δ). Η πολεοδομική επέμβαση πραγματοποιείται με βάση τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, με τη χρήση νέων τεχνολογιών και λειτουργιών, με στόχο την αειφόρο γειτονιά.
Στην προγενέστερη «εργασία πεδίου» χρησιμοποιήθηκε ο επιμερισμός της Άνω Πόλης σε έξι γεωγραφικές ενότητες – γειτονιές με βάση αναλυτικά κριτήρια όπως, ιστορικά, τοπογραφικά, κοινωνικο-οικονομικούς δείκτες, πολεοδομικά, μορφολογικά, λειτουργικά, κυκλοφοριακά (βλ. Χάρτης 1).
Ανάλυση δημοσιευμένων εργασιών
Η πρώτη εργασία (ΚΙΘ 9 (2017) 247-268) στόχευε στο στρατηγικό πολεοδομικό σχέδιο του συνόλου της Άνω Πόλης, όπου τεκμηριώθηκε η οριοθέτηση των έξι γεωγραφικών ενοτήτων – γειτονιών. Στις γειτονιές αυτές προτείνονται πέντε δίπολα, που το καθένα αντιστοιχεί σε μια πλατεία και τη γειτονική της εκκλησία (μνημείο) (βλ. Χάρτης 2).
Α. | Πλατεία Μουσχουντή (1) – Ναός Αγίας Αικατερίνης (6) | Γειτονιά Ι |
Β. | Πλατεία Τερψιθέας (2) – Ναός Προφήτη Ηλία (12) | Γειτονιά ΙΙ |
Γ. | Πλατεία Τσιτσάνη (5) – Ναός Οσίου Δαυίδ (7) | Γειτονιά ΙΙΙ |
Πλατεία Τσιτσάνη (5) – Μονή Βλατάδων (8) | Γειτονιά V | |
Δ. | Πλατεία Ρομφέης (3) – Ναός Ταξιαρχών (10) | Γειτονιά IV |
Ε. | Πλατεία Καλλιθέας (4) – Ναός Αγ. Νικολάου Ορφανού (11) | Γειτονιά VI |
Θα πρέπει να σημειώσουμε πως για λόγους γειτνίασης, σε ένα δίπολο έχουμε μια πλατεία (Τσιτσάνη) και δυο εκκλησίες (Όσιος Δαυίδ και Μονή Βλατάδων). Η επιλογή του διπόλου στηρίζεται σε μια γενικότερη παράδοση στην Ελλάδα, της γειτνίασης της τοπικής πλατείας – εκκλησίας με λοιπές κοινωφελείς χρήσεις (π.χ. σχολείο, καφενείο κ.ά.).
Το προτεινόμενο δίπολο πλατείας – εκκλησίας αναμένεται να λειτουργήσει ως νοητικό τοπόσημο για την ανάπτυξη του πυρήνα κάθε γειτονιάς. Σε κάθε δίπολο μπορούν να αναβιώσουν παράλληλα και κάποια καταστήματα, από τα υπάρχοντα γύρωθεν κενά, με επιλεγμένες κατάλληλες χρήσεις και με οικονομική επιδότηση, ενώ μπορούν να χρησιμοποιηθούν ακόμη και χαρακτηρισμένα διατηρητέα κτίρια. Τα πέντε δίπολα εξυπηρετούνται στο χώρο και διασυνδέονται από το τοπικό λεωφορείο αρ. 22 και τις προτεινόμενες πεζοπορικές διαδρομές.
Ως προαπαιτούμενα του εκσυγχρονισμού του χώρου στο πλαίσιο μιας τοπικής ανάπτυξης επιλέχθηκαν έξι πυλώνες – κεντρικά πολεοδομικά προγράμματα που ανταποκρίνονται στην επίλυση των τρεχόντων προβλημάτων της Άνω Πόλης, ενώ μπορούν αυτά να υποδεχθούν στην πορεία και ανάλογες προσαρμογές. Τα προγράμματα αυτά οργανώνονται μεταξύ τους σε υποστηρικτικά συστήματα, ανάλογα με το βαθμό χωρικής συγγένειας.
Έτσι, το 1ο σύστημα θεσμικής και δομικής σημασίας, εφόσον προβλέπει τη δημιουργία του Φορέα Διαχείρισης, αποτελεί αναβίωση της οικονομίας και προτείνει μια μικροτοπική αγορά και την σύγχρονη πολιτιστική προβολή του μνημείου και στοχεύει στην πολεοδομική λειτουργία του χωρικού διπόλου που αναφέρθηκε. Επίσης, το ίδιο πρόγραμμα αφορά συμπληρωματικά και την επανάχρηση κάποιων διατηρητέων ή κενών καταστημάτων.
Το 2ο σύστημα αφορά στον οικιστικό χώρο και περιλαμβάνει τα δίκτυα του οικισμού της Άνω Πόλης. Τα δίκτυα αυτά που δεσμεύονται από την αρχή της βιώσιμης κινητικότητας είναι η συγκοινωνία, η πεζοδρόμηση και η στάθμευση, καθώς και τα λοιπά δίκτυα εξυπηρέτησης (ηλεκτρισμού, ύδρευσης – αποχέτευσης, πυρασφάλειας και εκτάκτων αναγκών, καθώς και επανάχρηση κάποιων διατηρητέων).
Το 3ο σύστημα περιλαμβάνει το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, τους ελεύθερους και δημόσιους χώρους, το δίκτυο πρασίνου κ.ά. Εκτός των τριών κεντρικών συστημάτων προτείνεται και ένα «άυλο» πρόγραμμα οργάνωσης του κοινωνικού δικτύου της περιοχής που μπορεί να βοηθήσει και στην εξεύρεση πόρων χρηματοδότησης (π.χ. ραδιόφωνο, τηλεόραση, σύλλογοι, κοινωνικές εκδηλώσεις κ.ά.). Όλα τα παραπάνω ζητήματα τίθενται κάτω από τον έλεγχο του Φορέα Διαχείρισης, που συνεπικουρείται από το συμβούλιο πολιτών της Άνω Πόλης υπό τη μορφή της επιτροπής γειτονιάς.
Στη συνέχεια, στη δεύτερη εργασία (ΚΙΘ 10 (2021) 451-474), με ανάλογη μεθοδολογία διερευνάται η πιλοτική εφαρμογή της γειτονιάς . στο πλαίσιο του έκτου τομέα. Η γειτονιά αυτή βρίσκεται παράλληλα και δίπλα στα ανατολικά τείχη της Άνω Πόλης και περιλαμβάνει το ιστορικό δίπολο «Πλατεία Καλλιθέας και Εκκλησία Αγίου Νικολάου Ορφανού». Επί όψιμης τουρκοκρατίας (1906), η περιοχή εντάσσεται σε δύο σημαντικές, πυκνοκατοικημένες και σχεδόν αυτόνομες λειτουργικά γειτονιές: α) του Ahmed Subasi, όπου χωροθετείται το δίπολο και β) βορειότερα του Mesud Hassan.
Σήμερα ο έκτος τομέας με επιφάνεια περίπου 12Ha κατανέμεται σε 52 Ο.Τ. με 684 κτίσματα. Από αυτά 294 έχουν περισσότερους από δυο ορόφους, 307 είναι μονοκατοικίες, 52 είναι διατηρητέα, 14 είναι αποθηκευτικοί χώροι και 17 είναι ερειπωμένα. Η σημαντικότερη παρουσία από πλευράς χρήσεων είναι το σχολικό συγκρότημα περίπου 5.000τ.μ. στο ΝΑ άκρο της γειτονιάς. Στο νότιο τμήμα συγκεντρώνονται επίσης χρήσεις λιανικού εμπορίου, περίπου 2.000τ.μ., ενώ πρέπει να τονιστεί η διάσπαρτη πληθώρα κενών καταστημάτων. Άλλες μικρότερης σημασίας χρήσεις που ανευρίσκονται είναι η παροχή υπηρεσιών, η αναψυχή, τα γραφεία επιχειρήσεων και η βιοτεχνία.
Στην 6η γειτονιά, αναφορικά με το 1ο σύστημα (οικονομία / πολιτισμός, βλ. παραπάνω), προτείνεται η πολεοδομική μελέτη της πλατείας Καλλιθέας, ώστε να λειτουργήσει ως μικροτοπική αγορά και με τη χρήση κάποιων διατηρητέων. Από την άλλη, ο περιβάλλων χώρος του Αγίου Νικολάου του Ορφανού, μνημείο επιπέδου UNESCO, με πολλούς επισκέπτες, μπορεί να αξιοποιηθεί ως ανοικτός πράσινος χώρος ή βοτανικός κήπος. Η χωρική μελέτη του διπόλου θα μπορούσε να υλοποιηθεί με έναν αρχιτεκτονικό διαγωνισμό. Το ζήτημα αυτό εξετάζεται υπό μορφή προσχεδίου, ενώ σχετικά με την επιλογή για την επανάχρηση των 52 διατηρητέων κτιρίων, προτείνεται συγκεκριμένη μεθοδολογία πολεοδομικής φύσης.
Ακολουθεί το 2ο σύστημα του οικιστικού χώρου με τα υποσυστήματα της τοπικής συγκοινωνίας, της πεζοδρόμησης και της στάθμευσης, που πρέπει να δεσμεύονται από το υψηλότερο επίπεδο, αυτό του σχεδιασμού της Άνω Πόλης. Επίσης εξετάζονται τα λοιπά δίκτυα εξυπηρέτησης που περιλαμβάνουν την ΔΕΗ, την πυρασφάλεια, την ύδρευση και το σχέδιο εκτάκτων αναγκών.
Το πρόγραμμα επέμβασης ολοκληρώνεται με την παρουσίαση του 3ου συστήματος, δηλαδή του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, που αφορά κυρίως στους χώρους πρασίνου, εντός και σε γειτνίαση με τη γειτονιά (π.χ. νεκροταφεία, Κήποι του Πασά, χλωρίδα κάστρων), καθώς και στους ελεύθερους χώρους, σε σχέση με τις πολιτιστικές λειτουργίες (π.χ. Ισλαχανέ).
Τελευταίο είναι ένα άυλο πρόγραμμα που δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο κοινωνικό σκέλος της επέμβασης και προτείνει την βελτιωμένη επαναφορά της παλαιότερης έννοιας της «Επιτροπής Γειτονιάς» (βλ. Νόμος Α. Τρίτση 1337/1983).
Την ευθύνη και προτεραιότητα της ενεργοποίησης αυτών των προγραμματικών υποσυστημάτων φέρει ο προτεινόμενος Φορέας Διαχείρισης που αποφασίζει με κατάλληλες διαβουλεύσεις την προτεινόμενη πολεοδομική και αρχιτεκτονική επέμβαση.
Το κοινωνικό όραμα είναι αφενός η δημιουργία μίας αειφόρου γειτονιάς με την ενδεχόμενη αναζωογόνηση μίας «τοπικής αγοράς» με έμφαση στην πολιτιστική προσφορά (δίπολο) και αφετέρου ο συντονισμός της Επιτροπής Γειτονιάς με τον Φορέα Διαχείρισης, που θα ασκούν εποπτεία σε τοπικά θέματα πολιτισμού, ελεύθερου χρόνου παιδιών – ηλικιωμένων, ασφάλειας, πρόνοιας, ενημέρωσης κ.ά. Ελπίζουμε ότι θα προκύψει, με μια βιώσιμη αστική πολιτική και με συμμετοχικές διαδικασίες, ένας νέος αστικός κοινωνικός χώρος, που θα αποτελέσει μοντέλο και για τις υπόλοιπες γειτονιές – τομείς της Άνω Πόλης Θεσσαλονίκης.
* Ο Ευάγγελος Π. Δημητριάδης είναι Δρ Αρχιτέκτων – Πολεοδόμος ΑΠΘ Ομότιμος Καθηγητής Πολεοδομίας ΑΠΘ
*Ο Δημήτρης Π. Δρακούλης είναι Δρ Αρχιτέκτων – Πολεοδόμος ΑΠΘ Μεταδιδάκτορας ΑΠΘ – ΕΛΙΔΕΚ