Έτσι θα μπορούσε να αλλάξει το αμαξοστάσιο του τραμ στο Ντεπώ
Μια ομάδα φοιτητών του Τμήματος Αρχιτεκτονικής του ΑΠΘ μας δίνει την δική της πρόταση αξιοποίησης του παλιού αμαξοστασίου του τραμ Θεσσαλονίκης.
Είναι γνωστό σε όλους τους Θεσσαλονικείς ότι η πόλη παλιότερα διέθετε ένα δίκτυο τραμ, το οποίο σταμάτησε να λειτουργεί το 1957. Σήμερα, ενώ το ιστορικό αμαξοστάσιο του παλιού τραμ της Θεσσαλονίκης διασώζεται, δυστυχώς πλέον δε θυμίζει σε τίποτα τις παλιές καλές εποχές, καθώς δεν υπάρχουν πολλά εναπομείναντα σημάδια από αυτό, με όλες τις γραμμές διέλευσης των βαγονιών να έχουν ξηλωθεί.
Το αμαξοστάσιο χτίστηκε από τον αρχιτέκτονα Pierro Arrigoni, που άφησε έντονο το αποτύπωμα του στο σχεδιασμό κτιρίων της Θεσσαλονίκης, ενώ και τα κτίρια του παλαί ποτέ συγκροτήματος έχουν κριθεί σαν Ιστορικό Διατηρητέο Μνημείο. Για πολλούς μάλιστα η συγκεκριμένη περιοχή της Βασιλίσσης Όλγας είναι ακόμα γνωστή με την παλιά της ονομασία Depot (αποθήκη), που αποδίδεται στο ότι στην περιοχή υπήρχε το αμαξοστάσιο της εταιρείας.
Το κτιριακό συγκρότημα σήμερα έχει περάσει στα χέρια του δήμου και δυστυχώς απλά ρημάζει, ενώ μια πρόσφατη προσπάθεια είναι να διασωθούν τα δύο εναπομείναντα βαγόνια του τραμ και να δημιουργηθεί ένα Μουσείο Μεταφορών στον χώρο. Με αφορμή την αναγκαιότητα εκ νέου αξιοποίησης του ιστορικού αυτού χώρου και του εξοπλισμού του, μια ομάδα φοιτητών κάνει την δική της πρόταση.
Πρόκειται για μια ομάδα φοιτητών του Τμήματος Αρχιτεκτονικής του ΑΠΘ, που αποτελείται από τους Ευδοξία Γκολομπία, Παυλίνα Γουμενάκη, Ελευθερία Γραμματοπούλου και Ιωάννη Κιοσέ, οι οποίοι μας δίνουν την δική τους πρόταση αξιοποίησης του ιστορικού χώρου, μέσω μιας αρχιτεκτονικής μελέτης που έκαναν στα πλαίσια του μαθήματός τους στο ΑΠΘ “Σχεδιασμός Τοπίου και Αστικών Υπαίθριων Χώρων”.
Δείτε την πρότασή τους:
Μέσω της ανάλυσης του οικοπέδου μελέτης, του ρέματος με το οποίο γειτνιάζει καθώς και της ευρύτερης συνοικίας του Ντεπώ, έγινε ευκρινής η μεγάλη ιστορική και περιβαλλοντική σημασία του χώρου αυτού, για ολόκληρη την πόλη της Θεσσαλονίκης. Παίρνοντας το όνομά της από τη γαλλική λέξη “Dépôt” που σημαίνει αποθήκη, η περιοχή συνδέθηκε στενά με τη λειτουργία του Τραμ Θεσσαλονίκης που μέχρι το 1957 εξυπηρετούσε τη συγκοινωνία της πόλης. Το παραμελημένο, σήμερα, οικόπεδο, που περιβάλλεται από τις οδούς Βασιλίσσης Όλγας, Δημητρακοπούλου και Νέστορος Τύπα και το 14ο Γυμνάσιο – Λύκειο Θεσσαλονίκης, διέθετε άλλοτε ισχυρή λειτουργική και χωρική σημασία, στεγάζοντας από το 1894 και για περισσότερο από μισό αιώνα, τα γραφεία της Βελγικής Εταιρείας Τροχιοδρομών και το αμαξοστάσιο του Τραμ της Θεσσαλονίκης. Επιπλέον, η γειτνίαση του με έναν σημαντικό, για την περιοχή, άξονα πρασίνου, κατά μήκος του ανοιχτού τμήματος του ρέματος που διασχίζει το συγκεκριμένο σημείο της πόλης, ενισχύει την αξία του, συνδέοντάς το με έναν μοναδικό για τα αστικά δεδομένα της Θεσσαλονίκης βιότοπο, που διαθέτει εντυπωσιακά είδη βλάστησης. Ως σχεδιαστικός στόχος της πρότασης ανασχεδιασμού του οικοπέδου, τέθηκε η ανάδειξη των δύο αυτών καθοριστικών ποιοτήτων που διέθετε διαχρονικά ο χώρος, δηλαδή η σύνδεσή του με το βιομηχανικό παρελθόν της πόλης και με το φυσικό πράσινο του ρέματος.
Η μελέτη, λοιπόν, επικεντρώνεται στη διαμόρφωση ενός αστικού πάρκου – χώρου πρασίνου, μέσα στα όρια του οικοπέδου, που θα βελτιώσει την ποιότητα ζωής των κατοίκων της περιοχής ενισχύοντας την υπάρχουσα παραρεμάτια βλάστηση και το συνολικό πράσινο της πόλης, μέσα στο οποίο θα εκτίθενται ιστορικά τεκμήρια της βιομηχανικής εποχής κατά την οποία πρωτοδιαμορφώθηκε το οικόπεδο και τα κτίρια του (όπως το ιστορικό βαγόνι του Τραμ που παραμένει στον χώρο του οικοπέδου, έχοντας υποστεί σοβαρές φθορές με το πέρασμα του χρόνου καθώς και άλλα αντικείμενα βιομηχανικού εξοπλισμού που διαθέτει η πόλη μας). Προτείνεται, δηλαδή, η αξιοποίηση και αναδιαμόρφωση του χώρου ως αστικό πάρκο –υπαίθριο μουσείο ανάδειξης της βιομηχανικής ιστορίας της πόλης.
Στη σημερινή του κατάσταση το οικόπεδο μελέτης χαρακτηρίζεται από μια εικόνα εγκατάλειψης. Τα διατηρητέα κτίρια που στο παρελθόν στέγαζαν τις εγκαταστάσεις και τις αποθήκες του Τραμ, αφήνονται ανεκμετάλλευτα να ερειπώνονται. Ως χρήση, τα τελευταία χρόνια είχε επιλεγεί από τον Δήμο η στάθμευση και φύλαξη των οχημάτων της μηχανοκίνητης αστυνομίας. Η υποβαθμισμένη στάθμη του οικοπέδου σε σχέση με τις οδούς Βασιλίσσης Όλγας και Δημητρακοπούλου δημιουργούν περιμετρικά του κατακόρυφα όρια (αναλληματικούς τοίχους ή διαφορές επιπέδων), τα οποία σε συνδυασμό με την αποκοπή του από το ρέμα (λόγω υπάρχοντος διαχωριστικού τοίχου), δυσχεραίνουν την πρόσβαση στο οικόπεδο καθιστώντας ακόμα πιο δύσκολη την αξιοποίησή του.
Στοιχείο έμπνευσης για τον ανασχεδιασμό του οικοπέδου μελέτης αποτέλεσε ο περίκλειστος χαρακτήρας του καθώς και ο τοίχος που σήμερα αποκόπτει τον χώρο του ρέματος από το υπόλοιπο οικόπεδο. Ο τοίχος αυτός, κατασκευασμένος την ίδια εποχή με τα διατηρητέα κτίρια του οικοπέδου (αρχές του 20ου αιώνα), επιλέχθηκε ως σημαντικό στοιχείο, άξιο προς διατήρηση και ανάδειξη, χάρη στην ιδιότητά του να δημιουργεί, σε συνδυασμό με την υψηλή παραρεμάτια βλάστηση, μια ενδιαφέρουσα ατμόσφαιρα κλειστότητας, δρομικότητας και απομόνωσης και να μετριάζει την οπτική και ακουστική όχληση του γύρω αστικού τοπίου. Η σχεδιαστική λύση, ξεκινά με την διάνοιξη οπών στον ιστορικό αυτόν τοίχο με στόχο τη σημειακή ενοποίηση του οικοπέδου με το ρέμα, τόσο οπτικά όσο και χωρικά. Παράλληλα, σε όλη την έκταση του οικοπέδου διαμορφώνονται κατακόρυφα τοιχία (συμπαγή ή διάτρητα, χαμηλά ή ψηλά), εμπνεόμενα από τον ιστορικό τοίχο, τα οποία ενισχύουν την πολυπλοκότητα του πάρκου, εξασφαλίζουν διαφορετικές ποιότητες χώρου και εντείνουν το παιχνίδι της εξερεύνησης για στους χρήστες επιτρέποντας τη σταδιακή ανακάλυψη των ποιοτήτων αυτών. Μέσω του σχεδιασμού αυτών των τοιχίων, δημιουργούνται “μικροτοποθεσίες” που διαφοροποιούνται όσον αφορά την κλίμακα, την στενότητα, την ποσότητα φύτευσης και το είδος εδάφους (μαλακό, σκληρό).
Στα πλαίσια της σχεδιαστικής αυτής αναδιαμόρφωσης του οικοπέδου, ο ιστορικός χαρακτήρας της βιομηχανικής περιόδου επιλέγεται να αναδειχθεί μέσω της υπαίθριας έκθεσης αντικειμένων βιομηχανικού εξοπλισμού (ράγες τραμ, βαγόνι, τροχοί κ.α). Τα υπαίθρια αυτά εκθέματα, προτείνεται να τοποθετηθούν στα κομβικά σημεία του πάρκου και σε συσχετισμό με τα τοιχία, ενισχύοντας τις “μικροτοποθεσίες” που αυτά διαμορφώνουν. Τα εκθέματα φανερώνονται σταδιακά στους επισκέπτες του πάρκου μέσω διαμορφωμένων οπών στα τοιχία που τα περιβάλλουν καθώς και μέσω της σταδιακής μεταβολής της πυκνότητας της γύρω φύτευσης.
Τα διατηρητέα κτίσματα που υπάρχουν ήδη στο οικόπεδο, γίνονται μέρος του πάρκου και μουσεία του “εαυτού τους” και της ιστορικότητας του χώρου. Στεγάζουν και αυτά και βιομηχανικά εκθέματα, όπως και αστικά καθιστικά ενώ μία από τις τέσσερις παλιές αποθήκες, μετατρέπεται σε χώρο αναψυχής – εστιατόριο, λειτουργώντας ως πόλος έλξης και επισκεψιμότητας. Με στόχο την περαιτέρω ανάδειξη των ιστορικών αυτών κτιρίων καθώς και την επίτευξη διαφορετικών οπτικών φυγών προς το πάρκο, σχεδιάζεται ελαφριά μεταλλική γέφυρα που διαπερνά το εσωτερικό των αποθηκών και επιτρέπει τη δημόσια προσπέλαση από την οδό Βασιλίσσης Όλγας προς την οδό Δημητρακοπούλου. Τέλος, προτείνεται η διαπλάτυνση του πεζοδρομίου της οδού Βασιλίσσης Όλγας στο σημείο συμβολής της με την οδό Δημητρακοπούλου, για την οποία, επιπρόσθετα, υπάρχει πρόθεση πεζοδρόμησης με σκοπό τη δημιουργία ενός φιλικότερου, προς τον πεζό, αστικού περιβάλλοντος, λαμβάνοντας υπόψη το σχολείο και την συνοικία Ουζιέλ που συνορεύουν με την περιοχή του οικοπέδου.
Η επιλογή της φύτευσης που προτείνεται για τον χώρο του οικοπέδου αξιοποιεί το υπάρχον οικοσύστημα που έχει διαχρονικά διαμορφωθεί γύρω από το ρέμα. Η θέση των καθιστικών επιλέγεται λαμβάνοντας υπόψιν τις ροές των επισκεπτών και τις ποιότητες χώρου που διαμορφώνουν τα τοιχία. Η σημειακή τοποθέτηση του υγρού στοιχείου στην πλατεία που σχεδιάζεται μπροστά από τις διατηρητέες αποθήκες, έχει στόχο τον έλεγχο του μικροκλίματος και την αντανάκλαση του εκθέματος που βρίσκεται πάνω σε αυτό.