Η ιστορία του μιναρέ της Ροτόντας
Η Κατερίνα Νικολαϊδου εξηγεί τους πολιτικούς λόγους για τους οποίους ο μιναρές της Ροτόντας παρέμεινε στη θέση του.
Λέξεις: Κατερίνα Νικολαϊδου
Την ιστορία του μιναρέ του μνημείου Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, της Ροτόντας αναλύει η αρχαιολόγος – μουσειολόγος, Κατερίνα Νικολαϊδου.
Οι πολιτικοί λόγοι για τους οποίους ο μιναρές της Ροτόντας παρέμεινε στη θέση του:
Το 1917, λίγους μήνες πριν τη Μεγάλη Πυρκαγιά, η Ροτόντα μετατράπηκε σε αρχαιολογικό μουσείο, “Μακεδονικό Μουσείο”, με διάταγμα του Ελ. Βενιζέλου.
Ήδη μετά την απελευθέρωση το 1912, υπήρχαν προτάσεις κατεδάφισης οθωμανικών μνημείων, βασιζόμενες στη λαϊκή επιθυμία να “ξεγραφτεί” από τη συλλογική μνήμη ο,τιδήποτε το οθωμανικό. Ωστόσο, ούτε η Αρχαιολογική Υπηρεσία ούτε η πολιτική ηγεσία ήταν σύμφωνες.
Σε εφημερίδες της εποχής, έχω εντοπίσει φωτογραφίες όπου ο μιναρές “εξαφανίζεται” με φωτομοντάζ.
Πρόκειται για χαρακτηριστικές πράξεις “damnatio memoriae”.
Μετά την πυρκαγιά του 1917, ο Δήμος Θεσσαλονίκης προχώρησε τελικά στην κατεδάφιση των μιναρέδων της πόλης, με πρόσχημα την επικινδυνότητά τους λόγω στατικότητας. Ο τότε Υπουργός Συγκοινωνιών Αλ. Παπαναστασίου δεν ήταν σύμφωνος, υπάρχουν δηλώσεις του στις οποίες αναφέρεται πως θεωρούσε την πράξη “σωβινιστική”.
Δεν ήταν η μόνη διαφωνία μεταξύ Δήμου και Κυβέρνησης μετά την πυρκαγιά – η Κυβέρνηση επιθυμούσε πχ την πλήρη εφαρμογή του σχεδίου Εμπράρ, ενώ ο Δήμος, προς εξυπηρέτηση των ιδιωτών, δεν ήταν σύμφωνος στην προοπτική τόσο εκτενών δημόσιων χώρων.
Τελικά, ως προς τους μιναρέδες, αποφασίστηκε να διασωθεί συμβολικά ένας. Αρχικά επιλέχθηκε εκείνος του Χαμζά Μπέη Τζαμί (Αλκαζάρ), αλλά κατόπιν αποφασίστηκε να διασωθεί εκείνος της Ροτόντας.
Το σχετικό διάταγμα του τότε Υπουργού Συγκοινωνιών Αλ. Παπαναστασίου κάνει αναφορά στη διαχρονία των χρήσεων του μνημείου ως αιτία της επιλογής.
Ως προς το πώς δηλώνεται οπτικά και συμβολικά η φάση χρήσης του μνημείου ως χριστιανικού ναού, είναι η κόγχη του ιερού με την αντίστοιχη διάνοιξη της δυτικής εισόδου, από τα τέλη του 4ου αι ή αργότερα, τα ψηφιδωτά, πιθανότερο του 5ου αι, καθώς και οι τοιχογραφίες της Ανάληψης στο ιερό, του 9ου αι.
Ελάχιστοι αρχαιολόγοι οι οποίοι (κατ’ εξαίρεση μεταξύ των αρχαιολόγων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) επιθυμούν την προσθήκη σταυρού, ή και μη κινητού εκκλησιαστικού εξοπλισμού στο χώρο, ή και την τακτικότερη από τις 12 λειτουργίες το χρόνο χρήση του μνημείου ως χριστιανικού ναού, επικαλούνται την “κατά προορισμόν χρήση”, η οποία ωστόσο για το μνημείο αυτό δεν ισχύει, μια και κτίστηκε με προορισμό να είναι μαυσωλείο ή ρωμαϊκό ιερό, και αργότερα μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό.
Με πληροφορίες από άρθρα των Α. Γερόλυμπου και Β. Κολώνα.