Θεσσαλονίκη

Η Θεσσαλονίκη των 78 στροφών

Μια περιήγηση στην ξεχασμένη ιστορία του γραμμοφώνου και των πρώτων ηχογραφήσεων δίσκων 78 στροφών στη Θεσσαλονίκη

Μαριαλένα Κουσιδώνη
η-θεσσαλονίκη-των-78-στροφών-1364446
Μαριαλένα Κουσιδώνη

Πριν τα ραδιόφωνα, τα CD, το YouTube και το Spotify, η Θεσσαλονίκη έβαζε τη βελόνα στον δίσκο.

Ένα ελαφρύ τρίξιμο, και ξεκινούσε η μαγεία. Ήταν ο ήχος μιας άλλης εποχής, νοσταλγικής, λαϊκής και αστικής ταυτόχρονα. Ήταν ο ήχος μιας πόλης που όχι μόνο άκουγε μουσική, αλλά την έγραφε, την τραγουδούσε και την χόρευε σε 78 στροφές.

Στην πολυεθνική Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ού αιώνα, η μουσική ακουγόταν σε πολλές γλώσσες και χώρους. Προτού φτάσει το ηλεκτρικό ρεύμα σε κάθε σπίτι, η μουσική ζούσε αποκλειστικά μέσα από τους ανθρώπους της. Από τις μπουάτ της Παραλίας μέχρι τις προσφυγικές αυλές της Αγίας Φωτεινής, οι μελωδίες έβγαιναν απ’ τα χείλη και τα χέρια: ορχήστρες σε καφέ-αμάν, πλανόδιοι οργανοπαίκτες, ρεμπέτικες κομπανίες. Στα στενά ακουγόταν ο μανές, στις αυλές το ταμπαχανιώτικο, στα σαλόνια των Εβραίων τα σεφαραδίτικα romanzas. Κανείς δεν πατούσε «play» – η μουσική ήταν ζωντανή.

Η εμφάνιση του γραμμοφώνου ήρθε και άλλαξε όσα οι άνθρωποι γνώριζαν ως εκείνη τη στιγμή. Για πρώτη φορά, η μουσική μπορούσε να ακουστεί χωρίς τη φυσική παρουσία του ερμηνευτή και της ορχήστρας, χωρίς ρεύμα, μόνο με μια μανιβέλα. Το γραμμόφωνο μπήκε στα σαλόνια, τις αυλές, τα κουρεία και τα καφενεία, φέρνοντας κοντά τις μελωδίες των οπερετών, των ρεμπέτικων και των δημοτικών τραγουδιών. Ήταν μια τεχνολογική τομή και συνάμα μια πολιτισμική αλλαγή: από την αυθόρμητη αδιαμεσολάβητη μουσική του δρόμου, στην εγγεγραμμένη φωνή που επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά.

Οι πρώτες ηχογραφήσεις στη Θεσσαλονίκη: Από τον ήχο στο δίσκο

Πολύ πριν τα στούντιο αποκτήσουν κονσόλες και τα μικρόφωνα γίνουν απαραίτητος εξοπλισμός, στη Θεσσαλονίκη κατέφθαναν κινητά φωνογραφικά συνεργεία. Ήταν η εποχή των ακουστικών ηχογραφήσεων: ο ήχος κατευθυνόταν σε ένα χωνί απ’ όπου μεταδιδόταν μηχανικά σε μια βελόνα που χάρασσε απευθείας έναν κύλινδρο από κερί ή μια μεταλλική μήτρα. Χωρίς ηλεκτρισμό, χωρίς δυνατότητα διόρθωσης, χωρίς δεύτερες λήψεις — μια τελετουργική διαδικασία, σχεδόν θεατρική: οι μουσικοί έπρεπε να σταθούν ακίνητοι και να αποδώσουν όσο πιο καθαρά και δυνατά μπορούσαν. Είχαν μία ευκαιρία και όφειλαν να είναι τέλειοι, αφού η επανάληψη της ηχογράφησης ήταν κοστοβόρα και πολύ σπάνια συνέβαινε.

Οι δίσκοι 78 στροφών πήραν το όνομά τους από τον αριθμό των στροφών που έκαναν ανά λεπτό όταν έπαιζαν στο γραμμόφωνο – 78 RPM (revolutions per minute). Αυτή η ταχύτητα έγινε σταδιακά το «στάνταρ» για την αναπαραγωγή μουσικής, κυρίως χάρη στους τεχνικούς περιορισμούς της εποχής και τους πρώτους μηχανισμούς. Ήταν βαριοί, φτιαγμένοι από σελάκ, και κάθε πλευρά τους κρατούσε γύρω στα τρία με τέσσερα λεπτά ήχου – τόσο όσο για ένα τραγούδι. Σε αυτούς τους δίσκους ηχογραφήθηκαν τα πρώτα ρεμπέτικα, οι φωνές της Σμύρνης και της Ρόζας Εσκενάζυ, και έγιναν ο πιο αγαπημένος τρόπος να φέρνει κανείς τη μουσική στο σπίτι ή το καφενείο του.

Σύμφωνα με τον ερευνητή Αριστομένη Καλυβιώτη, από το 1903 έως το 1912, στη Θεσσαλονίκη λειτουργούσαν υποκαταστήματα τουλάχιστον πέντε διεθνών φωνογραφικών εταιρειών. Μάλλον αναφέρεται στις εμβληματικές His Master’s Voice και Columbia, τις γερμανικές Odeon και Favorite Record και την λιγότερο γνωστή Polydor.

Τα συνεργεία τους στήνονταν όπου υπήρχε σχετική ησυχία και καλή ακουστική — σε δωμάτια ξενοδοχείων, σε σαλόνια, ακόμα και σε αποθήκες επενδεδυμένες με υφάσματα. Εκεί ηχογραφούσαν μουσικές της καθημερινότητας μιας πολυγλωσσικής και πολύτροπης πόλης.

Μάλιστα, μετά την ανακήρυξη του Νεοτουρκικού Συντάγματος το 1908, η κατάργηση της λογοκρισίας επέτρεψε και την εγγραφή πολιτικά φορτισμένων τραγουδιών. Τότε ηχογραφήθηκαν στη Θεσσαλονίκη τραγούδια για τον Παύλο Μελά, κλέφτικα και άλλα δημοτικά όπως το «Έχε γεια, καημένε κόσμε» και το «Κάτω στην Αγια-Μαρίνα», αλλά και σμυρνέικα όπως το «Μπουρνοβαλιά» και το «Χάιδω».

Από τις ηχογραφήσεις εκείνης της εποχής (1908–1912), έχουν διασωθεί επτά δίσκοι, στους οποίους εντοπίζονται τα ονόματα τεσσάρων τραγουδιστών: ο κύριος Νάκης, που τραγουδούσε πατριωτικά και δημοτικά, ο κύριος Χρήστος, με σεκόντο την κυρία Καμέλια, σε λαϊκά και σμυρνέικα, και η κυρία Ρόζα η Βασίλισσα, μια ηλικιωμένη τραγουδίστρια, πιθανόν από τη Δράμα, που τραγουδούσε μόνο τούρκικα. Η τελευταία δεν έχει καμία σχέση με τη Ρόζα Εσκενάζυ, τη μετέπειτα θρυλική ερμηνεύτρια του ρεμπέτικου, η οποία θα αναδειχθεί αργότερα, κυρίως κατά τον Μεσοπόλεμο.

Αυτές οι πρώτες ηχογραφήσεις, με όλους τους τεχνικούς τους περιορισμούς, είχαν κάτι το ανεπανάληπτο: συνέλαβαν ζωντανές τις φωνές ενός κόσμου που έσβηνε.

Γραμμόφωνα σε τιμή ευκαιρίας…

Τη δεκαετία του 1920, το γραμμόφωνο σταματά να είναι πολυτέλεια για λίγους και μετατρέπεται σε σύμβολο της νέας εποχής. Οι δίσκοι 78 στροφών, άλλοτε εύθραυστοι και ακριβοί, αρχίζουν να κυκλοφορούν μαζικά. Οι φωνογραφικές εταιρείες – πολλές με έδρα το εξωτερικό – στρέφουν το βλέμμα τους στη Θεσσαλονίκη, που έχει μόλις ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος και μετατρέπεται σε ζωντανό κόμβο της εγχώριας αγοράς δίσκων.

Ήδη από τα τέλη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η πόλη φιλοξενεί παραρτήματα κολοσσών όπως η His Master’s Voice, με αντιπρόσωπο τον Γεράσιμο Μαρκόπουλο, και η Odeon/Parlophone, που διέθεταν τα προϊόντα τους μέσω του Μανώλη Σκλαβούνου – επιχειρηματία, συλλέκτη και διανομέα με εκτεταμένο δίκτυο. Η Columbia, αν και με επίκεντρο την Αθήνα, διακινούσε δίσκους και στη Θεσσαλονίκη, μεταξύ άλλων μέσω του καταστήματος του Καρνούτσου, όπως αποτυπώνεται σε φωτογραφία.

Η βιτρίνα του καταστήματος “ΚΑΡΝΟΥΤΣΟΣ”. Πηγή: Άγνωστη Θεσσαλονίκη (Κοινότητα Facebook)

Το πασίγνωστο κατάστημα Σαραφιανός, που ιδρύθηκε το 1915 στην Εγνατία οδό, πούλησε χιλιάδες γραμμόφωνα και δίσκους καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Αντίστοιχα, οι οικογένειες Μισσιριάν και Σαρασίτη συνέδεσαν το όνομά τους με τη διάθεση δίσκων και μηχανημάτων αναπαραγωγής. Οι διαφημίσεις τους, σε εφημερίδες της εποχής, υπόσχονταν εύκολη πρόσβαση στον «μαγικό κόσμο του ήχου», προσκαλώντας το κοινό να «φέρει τη μουσική στο σπίτι». Άλλωστε, είναι η πρώτη φορά που μπορεί κανείς να «φυλακίσει» τον ήχο σε μια στιγμή αφού, πριν τον φωνόγραφο υπήρχε μοναχά η σιωπηλή φωτογραφία.

Διαφήμιση του 1930. Πηγή: Παλιές φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης (Κοινότητα Facebook)
Εφημερίδα Μακεδονία, 21/12/1911

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει και στο επιχειρηματικό δίδυμο των Εβραίων Αμπραβανέλ & Μπενβενίστε που διατηρούσε καταστήματα στη Βενιζέλου 26 και Βασιλέως Ηρακλείου 15. Εκτός από την εμπορία δίσκων 78 στροφών, ο οίκος μάλλον προχώρησε και στην κατασκευή γραμμοφώνων — αν όχι εξ ολοκλήρου, τουλάχιστον μερικώς. Βέβαια, είναι γεγονός ότι πολλοί μεγάλοι εμπορικοί οίκοι της περιόδου συνήθιζαν να τοποθετούν το εμπορικό τους σήμα πάνω στα προϊόντα που εμπορεύονταν, οπότε το τοπίο γύρω από τα ελληνικής κατασκευής γραμμόφωνα παραμένει νεφελώδες. Το εγχείρημά του οίκου, πάντως, αν ισχύει, δείχνει όχι μόνο την εμπορική άνθηση αλλά και την τεχνογνωσία που καλλιεργήθηκε γύρω από τη φωνογραφική κουλτούρα στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου.

Σήμα εμπορικού οίκου Αμπραβανέλ & Μπενβενίστε. Πηγή: Άγνωστη Θεσσαλονίκη (Κοινότητα Facebook)

Η ίδια επιχείρηση εκπροσωπούσε επίσημα την εταιρεία Gramophone στην ευρωπαϊκή Τουρκία. Πραγματοποιούσε ηχογραφήσεις δίσκων στη Θεσσαλονίκη, με ρεπερτόριο προσανατολισμένο στις διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές κοινότητες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ διατηρούσε επίσης παράρτημα στη Σμύρνη.

Διαφήμιση στην εφημερίδα «Μακεδονία» το 1927. Πηγή: Άγνωστη Θεσσαλονίκη (Κοινότητα Facebook)

Το κόστος ενός γραμμοφώνου ξεκινούσε συνήθως από 500 δραχμές, ενώ τα πιο πολυτελή μοντέλα μπορούσαν να φτάσουν και μερικές χιλιάδες δραχμές. Αποτελούσε ένα σημάδι κοινωνικής ανόδου ή ευπορίας, ενώ η κατοχή του συχνά εντυπωσίαζε γείτονες και επισκέπτες. Γι’ αυτό άλλωστε και πολλοί το πρωτοείδαν όχι στα σπίτια αλλά σε καφενεία, σαλόνια ξενοδοχείων ή εμπορικά καταστήματα, που μπορούσαν να επενδύσουν σε τέτοιες «τεχνολογικές καινοτομίες».

Δώστε μουσική στο λαό!

Από ένα ακριβό και θαυματουργό μηχάνημα των λίγων, το γραμμόφωνο δεν άργησε να γίνει απαραίτητο αξεσουάρ στις γιορτές και στις αυλές των σπιτιών. Τα φορητά γραμμόφωνα – τα περίφημα βαλιτσάκια – έγιναν ανάρπαστα και έδιναν τον τόνο σε ονομαστικές εορτές, οικογενειακά τραπέζια και χαρές. Ήταν ελαφριά, μεταφερόμενα και δεν απαιτούσαν ρεύμα. Αρκούσε μια μανιβέλα για να γεμίσει ο αέρας με τον ήχο ενός τανγκό ή τη φωνή της Ρόζας Εσκενάζυ.

Πρωτομαγιά στην Τούμπα. 1933. Πηγή: Άγνωστη Θεσσαλονίκη (Κοινότητα Facebook)

Παράλληλα, το γραμμόφωνο είχε ήδη κάνει αισθητή την παρουσία του και στα μαγαζιά. Δεν υπήρχε πια μόνο στα σαλόνια των ευπόρων. Καφενεία, κουρεία, εμπορικά καταστήματα, ακόμη και ταβέρνες επένδυαν στην αγορά γραμμοφώνου, ώστε να προσφέρουν μουσική στους πελάτες ως δείγμα ανανέωσης και προόδου. Ήταν μια νέα μορφή θεάματος, ένα στοιχείο που διαφήμιζε τον ίδιο τον χώρο: ένα μαγαζί με γραμμόφωνο ήταν πιο μοντέρνο, πιο «ευρωπαϊκό», πιο ελκυστικό.

Στη Θεσσαλονίκη, το γραμμόφωνο έκανε το ντεμπούτο του στο καφενείο «Αλάμπρα» του Λεωνίδα Στεφανίδη, ο οποίος, σύμφωνα με τον Κ. Τομανά, δεχόταν το χειροκρότημα των εκστασιασμένων θαμώνων κάθε φορά που άλλαζε δίσκο, ανταποδίδοντας με μια ευγενική υπόκλιση.

Το γραμμόφωνο δεν ήταν απλώς μια συσκευή αναπαραγωγής ήχου· ήταν εργαλείο κοινωνικοποίησης, μέσο διάδοσης πολιτισμού και, τελικά, σύμβολο μιας εποχής που αλλάζει. Στο πέρασμά του, η μουσική από ζωντανή εμπειρία γινόταν εγγραφή και επανάληψη. Και αυτή η αλλαγή δεν γινόταν πια μόνο στα μεγάλα σαλόνια ή τα κοσμοπολίτικα κέντρα, γινόταν και στη γειτονιά.

Το γραμμόφωνο σήμερα: Ρετρό και βίντατζ αισθητική

Μπορεί να ξεκίνησε ως τεχνολογικό θαύμα των αρχών του 20ού αιώνα, όμως το γραμμόφωνο δεν έσβησε ποτέ εντελώς από το θυμικό των ανθρώπων. Σήμερα, επανέρχεται δειλά δειλά ως αντικείμενο συλλεκτικής αξίας, αλλά και ως διακοσμητικό στοιχείο με ρετρό γοητεία.

Στην αγορά μπορεί κανείς να βρει τόσο αυθεντικά κομμάτια εποχής όσο και ρέπλικες, άλλες με λειτουργικό μηχανισμό κι άλλες μόνο για τη βιτρίνα. Οι τιμές ξεκινούν από 100-150 ευρώ για τις απλούστερες ανακατασκευές και φτάνουν σε μερικές χιλιάδες για τα αυθεντικά ή σπάνια μοντέλα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και πλούσια ιστορία.

Όσοι τα αγοράζουν σήμερα συνήθως έχουν ένα κοινό: αγαπούν τον «αναλογικό» ήχο, την εμπειρία του κουρδίσματος, το μικρό τελετουργικό πίσω από κάθε ακρόαση. Άλλοι πάλι τα κυνηγούν ως συλλέκτες, σε παλαιοπωλεία ή διαδικτυακές δημοπρασίες, με το ίδιο πάθος που αναζητούν και τους δίσκους 78 στροφών.

Κάπου ανάμεσα στα ασφυκτικά φορτωμένα παλιατζίδικα του Μπιτ Μπαζάρ μπορεί κανείς να βρει σκονισμένα γραμμόφωνα και δίσκους που κουβαλάνε στις αυλακώσεις τους ξεχασμένες μελωδίες. Και ίσως σε κάποιο ψηλοτάβανο διαμέρισμα ή σε κάποια αυλή που ακόμη ανθίζει, μπορεί να ακούσεις και σήμερα τη βελόνα να τρίζει ελαφρά πάνω σε έναν παλιό δίσκο, σαν να επιστρέφει για λίγο μια ολόκληρη εποχή.

Πηγές:

Καλυβιώτης, Α. (2015). Θεσσαλονίκη: η μουσική ζωή πριν το 1912.

Τομανάς, Κ. (1997). Τα καφενεία της παλιάς Θεσσαλονίκης (3η έκδ.). Νησίδες.

Χριστιανόπουλος, Ν. (1999). Το ρεμπέτικο και η Θεσσαλονίκη: μελέτη. Εκδ. Εντευκτηρίου.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα