Ιωάννης Καποδίστριας: Έντιμος ηγέτης ή αυταρχικός τυρρανίσκος;
Αναζητώντας ακόμη την χαμένη ευκαιρία του ελληνικού κράτους. - Πώς κρίνουν σημαντικοί ιστορικοί τον πρώτο κυβερνήτη;
«Οι περισσότεροι νέοι σήμερα μεγαλώνουν μέσα σε ένα κλίμα διαρκούς παρόντος, χωρίς καμία οργανική σχέση με το δημόσιο παρελθόν της εποχής που ζουν. Στα τέλη της δεύτερης χιλιετηρίδας, το γεγονός αυτό κάνει τους ιστορικούς, δουλειά των οποίων είναι να ενθυμούνται ό,τι οι άλλοι ξεχνούν, πιο χρήσιμους από ποτέ», ανέφερε ο Eric Hobsbawm.
Για τον λόγο αυτό, είναι σημαντικό να στρέφουμε το βλέμμα μας, είτε με αφορμή μια ταινία είτε όχι, σε σημαντικές και καθοριστικές περιόδους και προσωπικότητες της ιστορίας, της παγκόσμιας, αλλά και της ελληνικής. Εν προκειμένω, είναι αδύνατον να λείπει από την συζήτηση για την ελληνική ιστορία και πορεία της χώρας ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας, πριν γίνει ακόμη και επίσημα αναγνωρισμένο ανεξάρτητο κράτος.
Έντιμος ηγέτης με επίγνωση της διεθνούς και εγχώριας συγκυρίας ή αυταρχικός τυραννίσκος, όπως υποστήριζαν οι αντίπαλοί του; Πόσο εύκολο έργο αποτελεί η διοίκηση ενός νεοσύστατου κράτους ύστερα από πάνω από τρεις αιώνες υπό Οθωμανικής κυριαρχίας, και πόσο εφικτή είναι η εφαρμογή της δημοκρατίας στους, εν πολλοίς, αγράμματους πολίτες τους κράτους αυτού; Ποιοι ήταν οι αντίπαλοι του πρώτου κυβερνήτη της χώρας, οι λεγόμενοι «Συνταγματικοί», και ποια η σχέση τους με τη δημοκρατία; Τέλος, γιατί η πλειοψηφία του ελληνικού λαού τον αγάπησε και τον θρήνησε χωρίς προηγούμενο, παρά την απολυταρχικότητά του;
Εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν. Ωστόσο, καλό, και απαραίτητο, είναι να προσπαθήσει κανείς, χωρίς αγιοποιήσεις, να απαντήσει με τεκμήρια και στοιχεία, παίρνοντας θέση.
Για τον λόγο αυτό, θα γίνει μια παρουσίαση της προσπάθειας ορισμένων επιφανών ιστορικών να απαντήσουν και οι ίδιοι στα συγκεκριμένα ερωτήματα, και κυρίως, στο πιο σημαντικό: Ήταν τελικά ο Ιωάννης Καποδίστριας ένας απολυταρχικός ηγέτης από επιλογή ή ένας έντιμος πεφωτισμένος πολιτικός;
Ο Άδης, ο πεφωτισμένος δικτάτορας και η δημοκρατία
Ο Καποδίστριας έφτασε στο Ναύπλιο στις 18 Ιανουαρίου του 1828, και τι βρήκε; Η απάντηση του ίδιου, όπως διαβάζουμε από τον Γεώργιο Ρούσσο, είναι “Τον Άδην”. Ένα μήνα μετά την άφιξή του στο Ναύπλιο ο Κυβερνήτης θα γράψει με δέος στον αδερφό του: “Αν είσαι διατεθειμένος να αναταλλάξης τον ειρηνικό βίο σου με την γέενα του Άδη και να δοκιμάσης τη φωτιά της, έστω και για λίγες μόνο ημέρες, τότε έλα στην Ελλάδα”.
Έτσι, έπρεπε να ξεκινήσει αμέσως την διακυβέρνηση της χώρας. Με ποιον τρόπο;
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης θα υποστηρίξει πως “Ο Καποδίστριας σαφώς πολιτεύτηκε δικτατορικά“, καθώς γνώριζε ότι “ο δημοκράτης γίνεται, δε γεννιέται”.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον Παύλο Πετρίδη, “Αναλαμβάνοντας το 1828 το δυσχερές αξίωμά του ο Κυβερνήτης, είχε ως κύριους στόχους της πολιτικής του, την πλήρη ανεξαρτησία της χώρας και τη δημιουργία εσωτερικής υποδομής, που ήταν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ουσιαστική εφαρμογή του συντάγματος. Εξάλλου, η κατάσταση ήταν τραγική και ο λαός ανέτοιμος να απολαύσει το Σύνταγμα, όπως της Τροιζήνας….. Αναμφισβήτητα ο Καποδίστριας δεν είχε την πρόθεση να εγκαταστήσει στην Ελλάδα μια μοναρχική κυβέρνηση ευρωπαϊκού τύπου με ανώτατο κληρονομικό άρχοντα…. ήθελε αντιπροσωπευτική κυβέρνηση με αιρετό ανώτατο άρχοντα και αυτό φάνηκε και από το γεγονός ότι προσπάθησε πάντοτε να έχει τη λαϊκή συγκατάθεση”.
“Το πρώτο πράγμα που έκανε ερχόμενος στην Ελλάδα “ήταν να καταργήσει το σύνταγμα της Τροιζήνας και τη Βουλή, και συγκεντρώσει στα χέρια του όλες τις εξουσίες. Αντί Βουλής, συγκρότησε συμβούλιο από 27 μέλη που ονομάστηκε Πανελλήνιον. Πρόκειται για μια επιτροπή που επεξεργάζεται μεν τα θέματα που φέρνει σε αυτήν ο κυβερνήτης αλλά δεν αποφασίζει για τίποτα. Θα μπορούσαμε να πούμε π ως το Πανελλήνιον είναι μια «συμβουλευτική επιτροπή», αν ο όρος δεν είχε εξευτελιστεί πλήρως από κατοπινούς δικτάτορες-νάνους που το έπαιζαν Καποδίστριες σε εποχές που η δημοκρατία θα μπορούσε να λειτουργήσει πράγματι, αν άφηναν τότε τον Καποδίστρια αν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις” (Ραφαηλίδης).
Ακολούθησε την συγκεκριμένη πορεία, καθώς “οι Έλληνες, κατά την άποψη του, έπρεπε πριν μπουν στη λεωφόρο των μεγάλων συνταγματικών ελευθεριών, να περάσουν πρώτα από ένα μεταβατικό στάδιο διοίκησης όπου θα διδάσκονταν να χρησιμοποιούν την ελευθερία τους με αυτοπειθαρχία προς όφελος και των ιδίων και του κράτους”. Κυρίως, όμως, θεωρούσε ότι “ήταν ανάγκη το ελληνικό πολίτευμα να εμφανιστεί στο εξωτερικό, , πιο συντηρητικό, μια και η τύχη της Ελλάδας εξαρτιόταν αποκλειστικά από τη θέληση των τριών Δυνάμεων, οι κυβερνήσεις των οποίων ήταν επίσης συντηρητικές” (Πετρίδης)
Με τα δικά του λόγια, σε επιστολή του στον γραμματέα του με Betant στις στις 2 Δεκεμβρίου 1830: “όσο περισσότερο επιθυμώ να υψωθεί η Ελλάδα στο ύψος ενός ελεύθερου και ανεξάρτητου έθνους, τόσο θεωρώ καθήκον μου να επιδιώξω να φτάσει στον μεγάλο αυτό σκοπό όσο το δυνατόν συντομώτερα, αλλά δεν μπορώ να παραβλέψω την κατάστασή της, όπως την άφησαν η σκλαβιά τεσσάρων αιώνων και η αναρχία των τελευταίων χρόνων. Όταν βγει από αυτή την κατάσταση με τις δικές της προσπάθειες, δηλ. με την εργασία. θ’ αποκτήσει συνταγματικούς νόμους που τα στοιχεία τους είναι κιόλας προετοιμασμένα”.
Ως προς το γεγονός πως κάποιος δεν γεννιέται δημοκράτης αλλά γίνεται ο Ραφαηλίδης, με την γνωστή καυστική του γλώσσα, θα πει:” Εμείς οι νεοέλληνες το παίζουμε δημοκράτες γεννημένοι – για αυτό δεν γίναμε ποτέ. Διότι δεν αρκεί, βέβαια ακόμα να είσαι Έλληνας για να κληρονομήσει από τους αρχαίους το πνεύμα και το νόημα της δημοκρατίας… άκουγαν τότε οι Έλληνες όλη την Ευρώπη να μιλάει για δημοκρατία ελληνική δημοκρατία, άλλοτε από πραγματικό θαυμασμό και άλλοτε από πολιτική σκοπιμότητα (για να μπουν στο μάτι των βασιλέων και των φεουδαρχών) και πίστεψαν πως για να είσαι δημοκράτης, αρκεί να είσαι Έλληνας. Τις συνέπειες τις γνωρίζουμε και τις πληρώνουμε ακόμα. Και να τους πληρώνουμε μέχρι να εξαφανιστούμε πλήρως από το χάρτη ακόμα λόγο δημοκρατικότητας, όπως λέμε εδώ την ασυδοσία και την περιφρόνηση των δικαιωμάτων των πάντων”.
Η αντιπολίτευση των “Συνταγματικών”
Ποια ήταν, όμως, η αντιπολίτευση στον Ιωάννη Καποδίστρια, και πως σχηματίστηκε αυτή;
“Αν εξαιρέσει κανείς λίγους καλόπιστους, αλλά πολιτικά κοντόφθαλμους, μορφωμένους πολίτες, οι «συνταγματικοί» πράγματι δεν ήταν άλλοι από τους ολιγαρχικούς γαιοκτήμονες και άρχοντες, που κάτω από δημοκρατική λεοντή είχαν μονοπωλήσει σαν παράταξη την εξουσία στην επανάσταση, αποκόπτοντας κάθε δυνατότητα για πραγματική και όχι μόνο κατ’όνομα συνταγματική διακυβέρνηση” (Πετρίδης). Η πρώτη οργανωμένη αντιπολίτευση, αποτελούμενη εξολοκλήρου από “αγράμματους προύχοντες”.
Στην πρώτη γραμμή ήταν οι πιο ισχυρές, και “από οικονομικής και από πολιτικής απόψεως οικογένειες που υπήρχαν στην Ελλάδα και πριν και κατά και μετά την επανάσταση… αυτές των Αρβανιτών Κουντουριωτών και Μιαούλιδων της Ύδρας” (Ραφαηλίδης).
Επομένως, η εξουδετέρωση του, κατά τον Βασίλη Φίλια, ήταν “ζήτημα ύπαρξης για τα ολιγαρχικά συμφέροντα που τον καταπολεμούσαν κάτω από συνταγματικό και φιλελεύθερο μανδύα με την αμέριστη υποστήριξη των Άγγλων και των Γάλλων, οι οποίοι στο πρόσωπό του έβλεπαν όχι τόσο το «ρωσόφιλο» Έλληνα Κυβερνήτη, όσο τον «ασυμβίβαστο εθνικιστή αστό», που θα κατέστρεφε τις «ευλύγιστες» και υποχείρια στα συμφέροντά τους πολιτικές ηγεσίες με την ανάπτυξη μιας γνήσιας αστικής συνείδησης. Για να επιτύχει λοιπόν τη δημιουργία «συγκεντρωτικού κράτους αστικό—δημοκρατικού τύπου», προσπάθησε να ανατρέψει τις οικονομικές και κοινωνικές βάσεις της πολιτικής ισχύος των κοτζαμπάσηδων στο τοπικό επίπεδο”.
Σύμφωνα με τον Βακαλόπουλο, σπάνια πολιτικός άνδρας βρέθηκε στη δύσκολη θέση του Καποδίστρια. Τα ανυπέρβλητα οικονομικά κυρίως εμπόδια που συναντούσε, η εχθρότητα των διαφόρων παραγόντων η αδιαλλαξία των αντιπολιτευόμενων του και τέλος η αναρχία δεν τον ξεμάκρυναν από το δρόμο που είχε χαράξει και που το νόμιζε σωστό, να υψώσει δηλαδή την Ελλάδα στη σειρά των πολιτισμένων ευρωπαϊκών κρατών.

Δολοφονία κυβερνήτη και κράτους
“Την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 1831, ώρα έξι το πρωί, ο Κυβερνήτης μπαίνει στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα για τον τακτικό του εκκλησιασμό. Ήταν θρήσκος και καλός χριστιανός. Στην πόρτα πάνω τον πλησιάζουν ο Κωνσταντίνος και ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, τάχα για να υποβάλουν τα σέβη τους, και από πολύ κοντά αδειάζουν πάνω του τα κουμπούρια τους. Ο Γεώργιος, όμως ακόμα άστοχη και αποτελειώνει το έργο του Κωνσταντίνου με το στιλέτο. Ο κυβερνήτης είναι νεκρός. Και μαζί του η Ελλάδα που ονειρεύτηκε. Αντ’ αυτής θα προκύψει η Ελλάδα τον κουμπουράδων μαυραραχνομιχαλαίων».
Λίγο πριν τη δολοφονία του ο Καποδίστριας, γνωρίζοντας την επικίνδυνη κατάσταση που βρισκόταν, μη πτοημένος είπε: “Εάν οι Μαυρομιχάλαι θέλουν να με δολοφονήσουν… ας με δολοφονήσουν. Τόσον το χειρότερον δι’ αυτούς, θα έλθη κάποτε η ημέρα κατά την οποία οι Έλληνες θα εννοήσουν τη σημασία της θυσίας μου»
Περίπου 2 αιώνες μετά και ακόμη περιμένουμε τη θυσία να καρποφωρήσει.
