ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ: Δενδροπόταμος
Πάνε τώρα είκοσι χρόνια που ο Δεδροπόταμος κλεισμένος άκλαφτος μέσα στο τσιμεντένιο κιβούρι του προσπαθεί να θυμώσει, ν’ αγριέψει, να τιμωρήσει, να εκδικηθεί...
Δενδροπόταμος.
Πού ακούστηκε να παραχώνουνε ποτάμια, τα ποτάμια τα γεννήσανε θεοί! Είναι κι αυτά λίγο πολύ θεοί, μικρότεροι βέβαια. Γίνεται, λοιπόν, να τα κουκουλώνουνε οι άνθρωποι και να καταδικάζουνε τη θεϊκιά τους υπόσταση σε ανυπαρξία μ’ έναν θλιβερό ενταφιασμό; Έλα όμως που συνέβη κι αυτό, πάνε τώρα είκοσι χρόνια. Και να πώς. Γιατί είναι μεγάλη ιστορία κι αξίζει να την περιγράψουμε από την αρχή της.
Πάρα πάρα πολλούς αιώνες πριν, όταν γεννιότανε ο κόσμος από τη μήτρα του χάους, στον κάμπο, που αργότερα τον είπανε της Θεσσαλονίκης, γεννήθηκαν πέντε αδέλφια ποτάμια. Ο Αλιάκμωνας, ο Λουδίας, ο Αξιός, ο Ηδωνός κι ένας πολύ μικρότερος, αψύς και πεισματάρης, ο Δενδροπόταμος. Όνομα και πράμα, όταν θύμωνε και φούσκωνε ξερίζωνε τα δέντρα στο διάβα του.
Όπως συνήθως συμβαίνει με όλα τ’ αδέλφια, τα πέντε ποτάμια τρωγόντουσαν μεταξύ τους, λες κι είχανε να χωρίσουνε τίποτα. Για να πούμε την πάσα αλήθεια, πιανόταν ο μικρότερος με τους άλλους τέσσερις.
Τα δυο μεγαλύτερα και σοφότερα, ο Αξιός και ο Αλιάκμωνας, προσπαθούσαν να μην τον συνερίζονται, δίνανε τόπο στην οργή. Ο Λουδίας πάλι, χοντρός, βραδυκίνητος και ράθυμος από τη φύση του, βαριότανε τους αδελφικούς διαπληκτισμούς και συνέχιζε να κυλάει ήσυχα ήσυχα, χωρίς να συμμετέχει στους καυγάδες. Κι έτσι απόμεινε ο προτελευταίος, ο Ηδωνός, να δέχεται τα ξεσπάσματα και τις ζήλιες του μικρού, που έρεε δίπλα του.
Σαν τι μπορούσε να ζηλέψει δηλαδή; Ο ίδιος σχημάτιζε τις πιο όμορφες όχθες στρωμένες με κάτασπρα ολοστρόγγυλα βότσαλα, κοίτη με γάργαρο νερό χειμώνα καλοκαίρι από τις πηγές του στον Κισσό και μια συνοδεία με δέντρα μεγάλα και σκιερά σ’ όλη τη διαδρομή του σχεδόν ως τη θάλασσα.
Τι υπεραιωνόβια πλατάνια απ’ αυτά που θέλουνε τουλάχιστον τρεις νοματαίους για ν’ αγκαλιαστούν οι τεράστιοι κορμοί τους, τι θεόρατες μουριές, τι καλοποτισμένα καραγάτσια. Και τι δεν είχε! Μήπως έτσι όμως δε γίνεται και με τους ανθρώπους;
Όταν έχει κανείς πολλά, τότε, θαρρείς, μένει το μάτι του στων αλλονών τα λιγότερα.
Ο Ηδωνός ο καημένος, ξεροπόταμος, έτσι και δεν έπιανε καμιά μπόρα, έλεγε το νερό νεράκι. Οι όχθες του χάνονταν ανάμεσα σε χέρσες εκτάσεις με αγκαθωτούς βάτους, ψωριάρικα γαιδουράγκαθα και κάτι λασπωμένα νεροκρατήματα, όπου όλη μέρα τσαλαβουτούσαν και λιάζονταν βουβάλια.
Για κακή του τύχη όμως κάποιοι περίεργοι πεζοπόροι διαπίστωσαν έκπληκτοι πως η αμμούδα στην κοίτη του γυάλιζε αλλιώτικα. Σαν την κοσκίνισαν, ανακάλυψαν ανάμεσα στ’ απομεινάρια της κρησάρας πως αυτό που λαμποκοπούσε ήτανε χρυσάφι. Ξετρελλάθηκαν από τη χαρά τους και αποφάσισαν να το κρατήσουν μυστικό, κάτι που θα το γνώριζαν μόνον οι ίδιοι. Έτσι, λοιπόν, το νέο διαδόθηκε ταχύτατα.
Όπως ήταν επόμενο, σε λίγον καιρό άρχισαν να καταφθάνουνμπουλούκια οι χρυσοθήρες με αξίνες, φτυάρια και αυτοσχέδια κόσκινα. Έστηναν πρόχειρες παράγκες και άνοιγαν πληγές στο σώμα του.
Ε,δεν του ‘φτανε αυτό το μαρτύριο του Ηδωνού είχε και τη ζήλια του μικρού, που διαμαρτυρότανε στον πατέρα τους, πως τάχα σ’ εκείνον είχε αφήσει «χρυσή» κληρονομιά, ενώ σ’ αυτόν τίποτα. Τότε ήταν που τσατίστηκε στ’ αλήθεια ο Ηδωνός και για να τον πικάρει – τουλάχιστον να ‘χει κάτι στ’ αλήθεια να ζηλεύει δηλαδή – δήλωσε πως από δω και πέρα θα τον λένε Εχέδωρο, αφού αυτός έχει πάρει όλα τα δώρα του πατέρα τους.
Αυτό ήταν! Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να ησυχάσει ο Δενδροπόταμος. Μάζεψε όλα τα νερά μιας ξαφνικής νεροποντής και κατηφόρισε αφρισμένος, θολός και ακράτητος κατά τη θάλασσα. Ό,τι εύρισκε στο δρόμο του το άρπαζε και το πέταγε.
Το άλλο πρωί επέπλεαν στις εκβολές του μέσα στη θάλασσα ξεριζωμένοι κορμοί, τουμπανιασμένα πρόβατα και γίδια, ασυγκόμιστοι κόποι απ’ τα σπαρμένα μιας ολόκληρης χρονιάς και κάτι δύστυχα υποζύγια μαζί με τους αναβάτες τους που έτυχε να περνούν ανυποψίαστοι το ρέμα στην ώρα του μεγάλου θυμού.
Θρήνος σηκώθηκε στον κάμπο μετά την καταστροφή.
Τ’ άλλα ποτάμια στενοχωρέθηκαν πολύ με τα καμώματα του αδελφού τους.
Αφού ο Αξιός άλλαξε κοίτη και πήγε πιο εκεί, να μην τον βλέπει και να μην τον ακούει. Αλλά για τον μικρό πέρα έβρεχε, συνέχιζε τα δικά του. Μια, δυο, συγκαλέστηκε οικογενειακό συμβούλιο.
– Να μας συγχωρεί η χάρη σου, αλλά είσαι ανυπόφορος, τον μάλωσε ο Αξιός, και δεν σου χρωστάνε τίποτα οι άνθρωποι να πληρώνουν τους θυμούς και τα τερτίπια σου.
– Εμείς τα ποτάμια δίνουμε ζωή, δεν παίρνουμε, συμπλήρωσε ο συνετός Αλιάκμονας.
Πάντως ο πατέρας τους αναγκάστηκε, όπως γίνεται πάντοτε σ’ αυτές τις περιπτώσεις, να ικανοποιήσει τον πιο απαιτητικό και όχι τον πιο λογικό ή τον πιο δίκαιο. Του ‘δωσε ένα πολύτιμο δώρο, που μόνο τα μεγαλύτερα ποτάμια έχουν αξιωθεί στη γη. Μια πόλη.
Από τότε ο Δενδροπόταμος ηρέμησε. Την έβλεπε την πόλη του καθώς κατέβαινε από ψηλά, να μεγαλώνει, ν’ αστράφτει στον ήλιο και να παίζει νωχελικά με τη θάλασσα στο μυχό του Θερμαϊκού. Ενοχλήθηκε βέβαια λίγο όταν τους χώρισαν τα τείχη της μα πάλι του πέρασε γρήγορα, γιατί έτσι φάνταζε ακόμα πιο όμορφη κλεισμένη μέσα στο μεγάλο πέτρινο δαχτυλίδι.
Γαλήνεψαν οι τρόποι του με τη συντροφιά της πόλης, πρόθυμος να της κάνει όλα της τα κέφια. Ανέχτηκε στις πλάτες του κάμποσα γεφύρια, στάνες και μαντριά. Τους αλευρόμυλους που χτίσανε οι άνθρωποί της στις όχθες του και τα ασταμάτητα πηγαινέλα τους με τα μουλάρια. Τις γυναίκες που φέρνανε βελέντζες και τ’ άλλα χειμωνιάτικα στρωσίδια για να τα πλένουνε με τους κόπανους στις γούρνες.
Η αγάπη του γι’ αυτήν αντί να βαλτώσει στη ρουτίνα του χρόνου, φούντωσε σε παράφορο έρωτα. ΄Εναν έρωτα που τα συγχωρεί όλα. Αφού και όταν στήθηκαν μνήματα εκεί δίπλα του, τα μουσουλμανικά πρώτα, τα συμμαχικά και της Αγίας Παρασκευής αργότερα – λες και δε μπορούσαν να τα βολέψουν όλα αυτά κάπου αλλού – στραβομουτσούνιασε, σκέφτηκε μερικές φορές να τα τραβήξει ένα “σουλτάν μερεμέτι”, αλλά όλο έδινε τόπο στην οργή κι έκανε πως δεν καταλαβαίνει.
΄Εφτασε μάλιστα στο τέλος να καμαρώνει και για τα κυπαρίσσια που του φύτεψαν. Λες και το μάτι του δεν ήταν χορτάτο από δένδρα, πιο φυλλωμένα και πιο ισκιερά. Αλλά αυτός είναι ο έρωτας, θέλει συνέχεια υποχωρήσεις.
Πέρασαν τα χρόνια. Ο Δενδροπόταμος είχε πια ειρηνέψει για τα καλά μα του Εχέδωρου του λείψανε οι καυγάδες και τα νεύρα του αδελφού του. Είχε συνηθίσει τόσους αιώνες και τώρα ένιωθε μοναξιά. Με τον Αξιό, που ήταν μια αυλή, δεν είχε πολλά πάρε δώσε, τους χώριζε μεγάλη διαφορά στην ηλικία και στο μέγεθος. Σκέφτηκε λοιπόν να προκαλέσει πάλι τον μικρό για να ξαναθυμηθούνε τις παλιές καλές ημέρες με τα πείσματα και δήλωσε πως στο εξής θα ονομάζεται πια Γαλλικός.
Από τότε έτσι τον γράφουν και όλοι οι χάρτες. Τους ντόπιους όμως τους παρακάλεσε να τον φωνάζουν Γυαλικό, απ’ τη γυαλάδα που είχε το χρυσάφι στις αμμούδες του, ελπίζοντας τούτο το τελευταίο να φτάσει στ’ αυτιά του αδελφού του, να τον τσιγγλίσει και ν’ αρχίσουν πάλι τα μαλώματα.
Σιγά να μην! Ούτε που έδωσε σημασία ο Δενδροπόταμος. Αυτός τώρα καμάρωνε για όλα εκείνα, που έδειχναν ότι η πόλη αναπτυσσόταν και ο ρυθμός της δικιάς της ζωής ήταν δεμένος με τη ροή του. Ανησύχησε πάντως όταν άρχισαν να του κόβουν τα δέντρα και να στήνουν παράγκες δίπλα του, που πλήθαιναν με τρομαχτική ταχύτητα.
Ύστερα όλοι εκείνοι οι ξεμέτοχοι άνθρωποι, που νοιάζονταν με τόση ευκολία περισσότερο για το τώρα παρά για το χθές και το μετά, άρχισαν να πετούν στο ρέμα του τα σκουπίδια τους, βουναλάκια ολόκληρα, στέκι για μαυροπούλια και κάργες, ποντικούς και σιχαμερούς αρουραίους. Κοντά σ’ αυτά προστέθηκαν και σμήνη κουνουπιών, αφού η γάργαρη ροή του είχε πια μεταβληθεί σ’ ένα πράσινο γυαλιστερό βούρκο με τα ξεπλύματα από τους βόθρους.
Ούτε τα βατράχια δεν τον καταδέχονταν. Πεταμένα ψοφίμια αργοσάπιζαν ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα άχρηστα αντικείμενα που είχαν κλείσει τον κύκλο της ζωής τους. Η δυσωδία της αποσύνθεσης διάχυτη παντού. ΄Ενας ανοικτός τάφος πια κι ίδιος δίπλα στα κοιμητήρια των ανθρώπων. Μόνο στις εκβολές του απέμεινε ένα κοπάδι ζωντανών γλάρων να σέβεται τη θεϊκιά του καταγωγή.
΄Ετσι ο ανήμπορος Δενδροπόταμος έζησε το διαρκή εξευτελισμό των υποβιβασμών από ποτάμι σε ορμητικό χείμαρο, κατόπιν σε ρέμα, αργότερα σε ρυάκι, ώσπου στο τέλος υπέστη την έσχατη ταπείνωση στην ιεραρχία των ρεόντων υδάτων και μεταβληθηκε σε λάκκο με στάσιμα νερά. Σα να λέμε του ξηλώσαν τα γαλόνια ένα ένα κι από στρατηγός υποβιβάστηκε σε απλό φαντάρο και μάλιστα βοηθητικό· δηλαδή χωρίς δικαίωμα να κρατάει όπλο και τη μόνη υπηρεσία που του εμπιστεύονταν πια ήταν του θαλαμοφύλακα!
Μια μέρα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. «Πω, πω!», διαπίστωσε, «Δε μ’ έχουν αφήσει ούτε ένα πλατάνι!». ΄Ηταν πια ένας γυμνός θεός, ένας θεόγυμνος! Τότε ήταν που κατάλαβε το σφάλμα του να υποχωρεί στις απερισκεψίες της πόλης και διαπίστωσε με τρόμο πως ήταν ένα ποτάμι των πεθαμένων.
Οργίστηκε πολύ και τούτη τη φορά είχε έναν πραγματικό λόγο. «Θα τη σκουπίσω όλη αυτήν τη βρωμιά», σκέφτηκε «και θα την πετάξω στη θάλασσα». Περιμάζεψε τις δυνάμεις του σε μια ύστατη προσπάθεια να φουσκώσει και να τους δείξει αυτός.
Μα πού να βρει νερό; Απ’ τις πηγές του στο Χορτιάτη τώρα πια έπινε η πόλη. Περίμενε υπομονετικά, αυτός ο ανυπόμονος, τις μπόρες του Ιούνη μα το μόνο που κατάφερε ήτανε να πλημμυρίσει μερικά αυθαίρετα φτωχόσπιτα και να φουσκώσει τους σοβάδες τους κανα μέτρο από το πάτωμα, να χαλάσει κάμποσα κοτέτσια και να παρασύρει τις απλωμένες μπουγάδες μαζί και δυο τρία αυτοκίνητα – φορτηγάκια Ντάτσουν – και να τα πετάξει στη θάλασσα. Ωστόσο ο βασικός όγκος της βρωμιάς παρέμενε στη θέση του.
Στη πόλη συγκλήθηκε έκτακτο συμβούλιο. Οι αρχές τον χαρακτήρισαν εστία μόλυνσης- ποιόν! αυτόν τον σχεδόν θεό – που πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί “επειγόντως δι’ εκτάκτων μέτρων” και αποφάσισαν να σκεπάσουν το ρέμα και να το μετατρέψουν από πάνω σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας. Σε μια αλλόκοτη σαρκοφάγο απλωμένη μέσα στα παλιά οθωμανικά μνήματα, στο κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής και στα συμμαχικά νεκροταφεία του Ζεϊντελίκ. Αυτό έγινε πια ο Δενδροπόταμος, κάτω κόσμος, λέσχη ψυχών, βασίλειο των ίσκιων, υπόγεια λεωφόρος αναπαύσεως.
΄Ενας διάδρομος διαφυγής των ψυχών στη θάλασσα.
Κάθε βράδυ μερικές το κατορθώνουν να φτάσουν στο Θερμαϊκό. Προχτές ο Σέρβος Μπρανισλάβ, “έφεδρος δεκανεύς, εκ Βελιγραδίου, ετών είκοσι, γεννηθείς το 1897”, χτες από νωρίς ο Τούρκος Ναζίμ, καρακόλι, τουτέστιν αστυνομικός, “εκ Προύσσης Μικράς Ασίας, ετών πενήντα δύο, γεννηθείς το 1803” και κανά δυο ώρες αργότερα ο ΄Ελληνας Πανίκας, “αλιεύς οστράκων, εκ Κερασούντος Ευξείνου Πόντου, ετών εξήντα οκτώ, γεννηθείς το 1907”. Σήμερα πάλι άλλοι τρεις ΄Ελληνες, δύο άντρες και μια γυναίκα, σε ομαδική απόδραση από οικογενειακό τάφο.
Ψυχανεμίζονται πως αργά ή γρήγορα η πόλη, αφού έχει ανάγκη από ζωτικό χώρο, θα απομακρύνει τα νεκροταφεία της και ποιος ξέρει πού θα τους πετάξουν. Τρέχουν, λοιπόν, να προλάβουν να πιάσουν μια προνομιούχο θέση στη θάλασσα, εκεί όπου τόσοι άλλοι αναπαύονται εν ειρήνη εδώ και είκοσι τρεις αιώνες.
Μέρες μέρες η άσφαλτος του δρόμου αναδίνει μια υγρασία κι ας είναι ο καιρός θεόστεγνος. Είναι ο ιδρώτας της αγωνίας του φυλακισμένου ποταμού· ποτέ δε φανταζότανε πως η Θεσσαλονίκη, αυτή η μεγάλη του αγάπη, θα μπορούσε να του φερθεί τόσο άκαρδα και σκάρτα.
Διαπερνά την πισσόστρωση, αναδύεται και διαχέεται στον αέρα, μπας και θυμίσει σε όσους πιάνει το κόκκινο στη διασταύρωση με την 26ης Οκτωβρίου, πως οι καταπράσινες όχθες του για αιώνες εμπνεύσανε ειδύλλια και έρωτες. Μάταιος κόπος, αυτονών το βλέμμα κολλάει ανυπόμονα στον σηματοδότη. ΄Υστερα μαρσάρουνε νευρικά κι εξαφανίζονται. Πίσω τους κάποια βρύα στις γωνιές από τα κράσπεδα παίρνουν το υπόγειο μήνυμα, μα σε ποιόν να το πουν;
Πάνε τώρα είκοσι χρόνια που ο Δεδροπόταμος κλεισμένος άκλαφτος μέσα στο τσιμεντένιο κιβούρι του προσπαθεί να θυμώσει, ν’ αγριέψει, να τιμωρήσει, να εκδικηθεί, μα του κάκου. Δεν μπορεί, γιατί δεν υφίσταται πλέον. Ούτε με τον πατέρα του μπορεί να τα βάλει για το τελευταίο «δώρο» που του χάρισε, γιατί θεοί δεν υπάρχουν εδώ και πάρα πάρα πολύν καιρό.
Διήγημα από το βιβλίο «Δυτικά της Σαλονίκης», Εκδόσεις Παρατηρητής.