«Όποιος φεύγει, δεν αναπληρώνεται» – Πρόβλημα υποστελέχωσης στις δημοτικές βιβλιοθήκες της Θεσσαλονίκης
Η κατάσταση στη μεγαλύτερη δημοτική βιβλιοθήκη του Δήμου Θεσσαλονίκης και στον αντίποδα το λαμπρό παράδειγμα της Βέροιας που δείχνει το δρόμο
Περνώντας από την Σβώλου ή από την Εθνικής Αμύνης, βλέπουμε το επιβλητικό κτίριο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Ένα κτίριο που στο μυαλό φαντάζει μια πύλη, ένα παράθυρο στο χωροχρόνο.
Η ιστορία της πόλης κρύβεται εκεί. Μέγας ευεργέτης της Βιβλιοθήκης, ο Γεώργιος Βαφόπουλος που αποτέλεσε και τον πρώτο διευθυντή, ουσιαστικά, της Βιβλιοθήκης, το 1939. Μάλιστα, η νέα Κεντρική Βιβλιοθήκη ανεγέρθηκε μετά από τη μεγάλη δωρεά του Βαφόπουλου, ποσό ύψους 120.000.000 δραχμών.
Αν αναλογιστούμε ότι δημοτική βιβλιοθήκη ιδρύθηκε για πρώτη φορά το 1932, μιλάμε πια για 94 χρόνια που η πόλη έχει την βιβλιοθήκη της, προσβάσιμη σε όλους. Και, με σιγουριά θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν είναι η μεγαλύτερη συνήθεια του μέσου πολίτη να την επισκέπτεται. Παρόλα αυτά, όλος ο κόσμος μιλά για τη δημοτική βιβλιοθήκη ως μια ανάγκη της πόλης, ως ένα δώρο, ακόμη κι αν τα «παιδιά» της πόλης, δεν «παίζουν με το δώρο τους».
Σίγουρα αυτό έχει να κάνει με την κουλτούρα γενικότερα και την στάση μας απέναντι στο διάβασμα. Ωστόσο, λειτουργεί σωστά η βιβλιοθήκη; Ποια είναι η δράση του δήμου για την βιβλιοθήκη του; Η δημοτική βιβλιοθήκη υπάγεται ως υπηρεσία στην διοίκηση της πόλης. Και, παρότι τα προβλήματα της βιβλιοθήκης είναι γνωστά, φαίνεται πως δεν γίνονται ακόμη βήματα προς επίλυση…
Για τα κακώς κείμενα της βιβλιοθήκης, την «ξένη χώρα» που υπάρχει σε ένα «ψευδώς θετικό περιβάλλον», την κουλτούρα αλλά και τα σοβαρά προβλήματα υποστελέχωσης, μιλά στην Parallaxi υπάλληλος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης.
Κάθε άτομο που φεύγει, δεν αναπληρώνεται
«Οι τελευταίες προσλήψεις έγινα κάπου το 90κάτι, οι πιο παλιοί εδώ έχουν 30 χρόνια προϋπηρεσία, πάμε για τη σύνταξη. Έχουν φύγει ήδη πολύ. Παλιά είχαμε 12-13 παραρτήματα, δουλεύαν πρωί-απόγευμα, αυτή τη στιγμή λειτουργούν μόνο 3 πρωί-απόγευμα, τα άλλα δουλεύουν σε μια βάρδια, άμα φύγει κάποιος, κλείνει η βάρδια, είναι απλό. Η κεντρική βιβλιοθήκη πριν από μερικά χρόνια είχε για την εξυπηρέτηση κοινού 17 άτομα, τώρα έχει 7.
Τα περιοδικά είναι στον αυτόματο πιλότο.
Η κατάσταση με τα οικονομικά είναι μόνιμη, τα λεφτά δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Το προσωπικό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Δηλαδή, και να μας επιτρέψουν να πάρουμε κόσμο, και να θέλουν, θα έρθουν σε 2 χρόνια έτσι όπως είναι οι διαδικασίες. Κι αυτό το πράγμα δεν γίνεται μόνο εδώ, αυτό γίνεται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό σχεδόν σε όλες τις βιβλιοθήκες της Θεσσαλονίκης»
Άρα φαντάζομαι για να επικρατεί αυτή η κατάσταση στην κεντρική βιβλιοθήκη, οι υπόλοιπες είναι ακόμη πιο υποστελεχωμένες…
«Δεν πάει έτσι ακριβώς γιατί οι δικές μας οι περιφερειακές βιβλιοθήκες δουλεύουν με ένα άτομο στη βάρδια, οπότε είναι είτε ανοιχτές είτε κλειστές οι βιβλιοθήκες. Δεν έχει παραπάνω να πέσει. Παρόμοια κατάσταση όμως είναι στο Βαφοπούλειο. Το Βαφοπούλειο κατά πάσα πιθανότητα θα γυρίσει κι αυτό σε μια βάρδια. Δεν υπάρχουν άνθρωποι.
Φέτος είναι τα 40 χρόνια που ξεκίνησε μια αναδιοργάνωση των βιβλιοθηκών, τα 40 χρόνια από τις 4 πρώτες παιδικές βιβλιοθήκες. Και, πέρυσι, ήταν τα 40 χρόνια από το Βαφοπούλειο, τα οποία πέρασαν, περίπου… στο αμίλητο. Κανείς δεν έχει την διάθεση…»
Γιατί υπάρχει, όμως, αυτό το πρόβλημα;
«Κανονικά δε μπορώ να σου απαντήσω, δεν έχω ακούσει τον αντίλογο αλλά γενικά, πρόβλημα υποστελέχωσης υπάρχει παντού. Κάθε άτομο που φεύγει δεν αναπληρώνεται.
Πριν χρόνια υπήρχαν δυο κομπιουτεράδες που είχαν το δικό μας και κάποια άλλα κτίρια. Τώρα, είναι ένας και έχει τα διπλάσια κτίρια. Δεν λείπει κόσμος μόνο από εμάς, λείπει από παντού, Και όπως είπε και κάποτε ο Βορίδης όταν ήταν Εσωτερικών στην Ένωση Ελλήνων Βιβλιοθηκονόμων που είχε πάει, «δε μου ζητάνε, είναι τελευταίοι σε σειρά προτεραιότητας οι βιβλιοθηκονόμοι». Αυτό ισχύει για όλη την Ελλάδα και όλους τους δήμους.
Υπάρχει ένα τρομακτικό πρόβλημα. Εδώ δεν πεθαίνει κανείς, στα νοσοκομεία αν πάει κάποιος ξέρει την κατάσταση με τις αναμονές, τις ουρές κλπ. Τουλάχιστον εδώ, δεν πεθαίνει κανένας.
Κινήσεις έχουν γίνει πολλές κατά καιρούς. Οι βιβλιοθήκες όμως δεν έχουν σημασία γιατί, καλές βιβλιοθήκες υπάρχουν σε χώρες που τις χρειάζονται και, κατά κύριο λόγο τις χρειάζεται η εκπαίδευση. Τα καλά ιδιωτικά, έχουν και βιβλιοθήκες».
Ωστόσο έχουμε και παραδείγματα καλών βιβλιοθηκών, όπως η δημόσια βιβλιοθήκη της Βέροιας…
«Ο Γιάννης Τροχόπουλος ξεκίνησε το ’84, όταν βραβεύτηκε η Βέροια πρέπει να είχε 25 χρόνια εκεί. Δεν είναι κάτι που έγινε σε μια μέρα ή σε τρία χρόνια. Έχει μια δουλειά πίσω πάρα πολλά χρόνια. Και αυτό το πράγμα, σε μεγάλο βαθμό ήταν θέμα προσωπικών ικανοτήτων. Είναι αδύνατο στο δημόσιο να το κάνουν αυτό. Άμα κατάφερναν να βρουν τέτοιους διευθυντές για τις βιβλιοθήκες θα είχαν βρει και για πιο σοβαρές υπηρεσίες. Διότι, διάφοροι άνθρωποι στο δημόσιο προάγονται με διάφορους τρόπους. Ο Τροχόπουλος δεν είναι ένα παράδειγμα που μας δίνει κάτι για να «αντιγράψουμε». Είναι θέμα ικανοτήτων. Από εκεί και πέρα, θεωρητικά, αυτά που έκανε θα μπορούσαμε να τα υιοθετήσουμε κι εμείς.
Οι βιβλιοθήκες ζουν σε ένα ψευδώς θετικό περιβάλλον. Όλοι λένε ότι είναι καλές, ότι χρειάζονται, αλλά πόσοι τη χρειάζονται αυτή τη στιγμή;
Θες να είσαι βιβλιοθήκη της πόλης. Αυτό δεν είναι δεδομένο, είναι στόχος.
Πρώτον, δε χρειάζονται στην εκπαίδευση. Φτιάχτηκαν και οι βιβλιοθήκες οι πανεπιστημιακές, Τα πανεπιστήμια τα διοικούν οι καθηγητές. Υπάρχει μια καθηγητών που η δουλειά τους αρχίζει στη βιβλιοθήκη και καταλήγει σε δημοσίευμα που φτάνει στη βιβλιοθήκη. Οπότε, ενδιαφέρθηκαν προσωπικά, ήταν άνθρωποι που δώσαν πάρα πολλές ώρες δουλειάς, μέσω από δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές διαδικασίες, πήραν κάποια λεφτά, οι βιβλιοθήκες οι πανεπιστημιακές τα προηγούμενα χρόνια προχώρησαν πολύ. Στους δήμους, όχι μόνο εδώ, παντού. Τις δημοτικές βιβλιοθήκες τις διοικεί το δημοτικό συμβούλιο.
Το άλλο πρόβλημα που υπάρχει, δεν είναι τα λεφτά, επιμένω. Άμα βγει οποιοσδήποτε και δει έξω τους κάδους έχει μια υπόνοια για το πως θα έπρεπε να είναι η καθαριότητα της πόλης- δε λέω ότι μπορεί να διοικήσει, είναι πολύπλοκη διαδικασία. Εδώ δεν έρχονται άνθρωποι που να έχουν κάποια απαίτηση από τις βιβλιοθήκες, να σου πουν εγώ θέλω αυτά. Η βιβλιοθήκη είναι μια ξένη χώρα.
Οι καλύτεροι αντιδήμαρχοι που πέρασαν τα προηγούμενα χρόνια ήταν άνθρωποι που ζητούσαν συγκεκριμένα πράγματα από τη βιβλιοθήκης. Ήρθε ένας και μας είπε «θέλω να συνεχίσετε αυτό που κάνετε, αλλά θέλω να το μαθαίνει περισσότερος κόσμος, να γίνεται μεγαλύτερη φασαρία, αν είναι δυνατό να μπαίνει περισσότερος κόσμος, ο Πέγκας ήταν αυτός. «Και δεν έχω λεφτά να σας δώσω», ήταν μέσα στην κρίση, δεν μας υποσχέθηκε θαύματα. Τότε προφανώς, δεν υπήρχε αντίρρηση να χρησιμοποιήσουμε το Facebook πχ., γιατί άμα μπαινοβγαίνει κόσμος, βρίσκεις… Ο Πέγκας κατάφερε να μας δώσει μια ώθηση που μας κράτησε 6-7 χρόνια.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την Δανία και την Φινλανδία που έχουν εξαιρετικές βιβλιοθήκες. Όταν είχαμε το ίδιο κατά κεφαλήν εισόδημα, πχ. και να δίναμε τα ίδια λεφτά στις βιβλιοθήκες, δεν θα ήταν το ίδιο αποτέλεσμα. Μιλάμε για μικρές χώρες και μικρές γλώσσες, δηλαδή τα βιβλία είναι ακριβότερα απ’ ότι ένα αγγλικό βιβλίο που μπορεί να κυκλοφορεί σε όλη την αγγλόφωνη αγορά. Δεν μπορούμε να πετύχουμε αυτό, γιατί είναι όλη η δημόσια διοίκηση που είναι πιο αποτελεσματική στη Δανία.
Και να μας δώσουν τα ίδια λεφτά, δεν είναι τα λεφτά αλλά το πως θα τα χρησιμοποιήσουμε. Όταν εδώ τρώμε ώρες να τελειώνουμε να συμπληρώνουμε excel, ε και; Αφού δε χρησιμεύουν σε κάτι. Και πρέπει να έχουμε και κάποιους τρόπους να μετράμε την απόδοσή μας. Δηλαδή, η Φινλανδία και άλλες χώρες κάνουν 15-18 δανεισμούς ανά κάτοικο το χρόνο μέσο όρο. Επίσης, είναι πιο εύκολο να σου βρω τα στατιστικά της Φινλανδίας, παρά τα δικά μας.».
Γ. Τροχόπουλος: «Αυτή η απαξίωση είναι θλιβερή, είναι κρίμα για την πόλη και τους ανθρώπους να στερούνται τέτοιες υπηρεσίες»
Η Parallaxi επικοινώνησε με τον εμπνευστή ενός φωτεινού παραδείγματος βιβλιοθήκης. Ο Γιάννης Τροχόπουλος υπηρέτησε ως Διευθυντής της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Βέροιας από το 1990 έως το 2012. Τον Αύγουστο του 2010 του απονεμήθηκε το ετήσιο βραβείο “Access to Learning” του Ιδρύματος Bill and Melinda Gates για λογαριασμό της Βιβλιοθήκης. Το 2011, με χρηματοδότηση από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, δημιούργησε και έθεσε σε εφαρμογή ένα πρωτότυπο πανελλήνιο πρόγραμμα με τίτλο “Future Library”. Διετέλεσε Διευθύνων Σύμβουλος και Γενικός Διευθυντής του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Διετέλεσε Συντονιστής της Διοργάνωσης “Αθήνα 2018 Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου”. Είναι κάτοχος Πτυχίου Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μεταπτυχιακού διπλώματος M.Lib από το Πανεπιστήμιο της Ουαλίας.
Ο Γιάννης Τροχόπουλος, αφού ξεκαθαρίζει τη διαφορά δημόσιας και δημοτικής βιβλιοθήκης, δίνει το δικό του σχόλιο για την κατάσταση:
«Ο τελευταίος δήμαρχος που προσπάθησε να κάνει κάτι ήταν ο Μπουτάρης, αλλά δεν μπορούσε με βάση τον κανονισμό να κάνει πολλά πράγματα κι αυτόν τον προβλημάτιζε κι εμένα με είχε προβληματίσει, δηλαδή δε μπορούσαμε καν να αγοράσουμε βιβλία, πράγμα το οποίο πίστευα ότι μου το έλεγε πραγματικά γιατί ήταν σίγουρο. Αλλά απ’ την άλλη πλευρά, θυμάμαι την καλή περίοδο το 2012-13, όταν είχαμε κάνει τις 4 εγκαταστάσεις, τις βιβλιοθήκες. Αλλά βλέπω ότι συνεχώς καμία διοίκσηη του δήμου, και πριν από τον Μπουτάρη και μετά, έχουν απαξιωμένο τον θεσμό.
Η δική μας περίπτωση ήταν δημόσια βιβλιοθήκη, όχι δημοτική. Η δημόσια βιβλιοθήκη ανήκει στο υπουργείο παιδείας, είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, έχει δικό της προϋπολογισμό, όλα τα θέματα τα διαχειρίζεται όπως θέλει αυτή. Οι δήμοι, είναι διαφορετικό πράγμα. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει τρόπος να υποστηρίξει ένας δήμος το δίκτυο, που ήταν από τα μεγαλύτερα δίκτυα της Ελλάδας αυτό της Θεσσαλονίκης, απαξιώθηκε εντελώς επειδή δεν του δίνουν καμία σημασία, ή δεν προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα. Ακόμη κι αν ζητούσαν να έρθω εγώ ως εμπειρογνώμονας, όπως είχε κάνει παλιότερα ο δήμος Θεσσαλονίκης, και να δω πως μπορούμε να λύσουμε και τα διοικητικά, αυτό θα ήταν μια αρχή.
Αυτή η απαξίωση είναι θλιβερή. Ειλικρινά, και είναι ακατανόητη. Γιατί δεν είναι ότι κάνουν κάποια προσπάθεια και βρίσκουν εμπόδιο, είναι ότι δεν γίνεται τίποτα. Επιμένω, δεν αναφέρομαι στο προσωπικό της Βιβλιοθήκης και τους ανθρώπους που δουλεύουν εκεί, αναφέρομαι στη διοικητική ομάδα που διατηρεί έναν θεσμό που δεν έχει τίποτα να προσφέρει και απλώς τον συντηρούμε.
Είναι κρίμα μια πόλη που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ελλάδα και με ανησυχίες ευρωπαϊκές δεν έχει τίποτα να επιδείξει. Το να κάνουν μια αρχή, να καλέσουν κάποιους πετυχημένους ανθρώπους από βιβλιοθήκες και να πουν “ελάτε, θέλουμε να κάνουμε ένα βήμα”, δε θα τα αλλάξουμε όλα, αλλά ένα βήμα πρέπει να γίνει, είναι κρίμα για την πόλη και κρίμα για τους ανθρώπους που στερούνται πραγματικά πολύ σημαντικές υπηρεσίες. Πιστεύω ότι είναι εντελώς αναξιόπιστος ο τρόπος με τον οποίο, ακόμη και η σημερινή διοίκηση που τώρα έχει κάποιο χρονικό διάστημα που είναι εκεί, δεν έχει καν πει “πως μπορούμε να βοηθήσουμε να βελτιωθεί η κατάσταση”».
Ένα πρώτο βήμα, λοιπόν, θα ήταν να έρθουν άνθρωποι που γνωρίζουν;
«Ναι, και να μας πουν ποια είναι τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν, να πουν και οι άνθρωποι της Βιβλιοθήκης τι αντιμετωπίζουν. Δεν είναι πυρηνική φυσική η βιβλιοθήκη, είναι κάτι που αντιμετωπίζεται. Αρκεί να γίνει βήμα βήμα, δεν χρειάζονται άλματα, ούτε μπορούν να γίνουν άλματα τώρα.»
Τέλος, προβαίνει σε ένα σχόλιο απαντώντας στο γιατί είναι σημαντικό μια πόλη να έχει βιβλιοθήκη και γενικά, ποια είναι η σημασία της βιβλιοθήκης. Και η απάντηση, είναι μοναδική…
«Οι βιβλιοθήκες, παρά την ψηφιακή εποχή και παρά την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, έχει αποδειχθεί και στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο, παραμένουν οι μοναδικοί χώροι συμπερίληψης, κοινωνικής αλληλεγγύης, πληροφόρησης και εκπαίδευσης των μικρών και των μεγάλων σε ένα περιβάλλον που θα είναι καταλύτης για την κοινωνική συνοχή. Περισσότερο από ποτέ χρειάζονται σήμερα οι βιβλιοθήκες, ιδιαίτερα σε πόλεις σαν τη Θεσσαλονίκη. Μακάρι να βρεθεί τρόπος να δοθεί μια ώθηση στο δίκτυο βιβλιοθηκών της Θεσσαλονίκης».
Λίγα λόγια για την Δημοτική Βιβλιοθήκη
Η Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε το 1932, οι εργασίες όμως για τη συγκρότησή της άρχισαν το 1938 από το Γεώργιο Βαφόπουλο, που υπήρξε ουσιαστικά ο πρώτος διευθυντής της και τα εγκαίνια της λειτουργίας της έγιναν την άνοιξη του 1939 σε μια αίθουσα του Μεγάρου της ΧΑΝΘ με 2.500 περίπου βιβλία. Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-41 η Δημοτική Βιβλιοθήκη αναγκάστηκε να κλείσει το αναγνωστήριό της, οργάνωσε όμως ένα σύστημα δανεισμού βιβλίων στους τραυματίες της πόλης μας. Στη διάρκεια της Κατοχής σταμάτησε εντελώς να λειτουργεί και τα βιβλία της περισώθηκαν σε διάφορες αποθήκες.
Μετά την απελευθέρωση, το 1945, επαναλειτούργησε στην οδό Αγίας Σοφίας και το 1947 μεταφέρθηκε στο 2ο όροφο του Μεγάρου της ΧΑΝΘ, όπου λειτουργούσε συνεχώς μέχρι το Μάιο του 2000. Από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, το αναγνωστικό κοινό της πόλης έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ποιότητα και χρησιμότητα των υπηρεσιών που προσέφερε και προσφέρει.
Ίδρυσε ένα από τα πρώτα δανειστικά τμήματα στην Ελλάδα (1956), το πρώτο παράρτημα βιβλιοθήκης (Βιβλιοθήκη Κάτω Τούμπας, 1957) και την πρώτη κινητή βιβλιοθήκη (1963). Το 1984, αποφασίστηκε ότι το προσωπικό των βιβλιοθηκών θα αποτελείται αποκλειστικά από βιβλιοθηκονόμους.
Το 1989, έτος κατά το οποίο εορτάστηκαν τα 50 χρόνια λειτουργίας της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, έγινε η πρώτη δωρεά από τον ποιητή Γεώργιο Βαφόπουλο – η δωρεά έφτασε στο ποσό των 120.000.000 δραχμών – για την ανέγερση νέας Κεντρικής Βιβλιοθήκης, πρόταση που αγκαλιάστηκε από τους Δημάρχους της πόλης, που προώθησαν το έργο μέσω του τεχνικού προγράμματος του Δήμου Θεσσαλονίκης και με ενέργειές τους, το ενέταξαν στο τεχνικό πρόγραμμα του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης Θεσσαλονίκη 1997. Η επίπλωση του κτιρίου ολοκληρώθηκε με τη δωρεά 100.000.000 δραχμών της Ευθυμίας Επιβατιανού εις μνήμην του εκλιπόντος συζύγου της, καθηγητή του Α.Π.Θ., Παναγιώτη Επιβατιανού. Τα εγκαίνια της νέας Κεντρικής Δημοτικής Βιβλιοθήκης Θεσσαλονίκης έγιναν την 1η Οκτωβρίου του 2001.
Σήμερα το δίκτυο βιβλιοθηκών του Δήμου Θεσσαλονίκης αποτελείται από την Κεντρική Βιβλιοθήκη, 14 Περιφερειακές Βιβλιοθήκες και μία Κινητή βιβλιοθήκη.