Παλιά Θεσσαλονίκη: Ζώντας επιδημίες τον 19ο αιώνα!
Μια ιστορική αναδρομή με αφορμή όσα ζούμε στην πόλη εξαιτίας του κοροναϊού.
Οι ριζικές αλλαγές που ζει η Θεσσαλονίκη τους τελευταίους μήνες εξαιτίας της ραγδαίας εξάπλωσης του φονικού ιού, καθιστά σαφώς ουσιώδη την αναδρομή στις υγειονομικές συνθήκες της πόλης πολλά χρόνια πριν.
Μια τέτοια αναδρομή παρουσιάζει, θα έλεγε κανείς, ενδιαφέρουσες πληροφορίες και συνάμα ανοίγει το δρόμο για σύγκριση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος.
Για το σκοπό αυτό, λοιπόν, εντοπίστηκε και καταγράφεται στις παρακάτω “γραμμές” σχετικό υλικό από περιοδικό του “Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης”, εντός του οποίου αποτυπώνεται μια σειρά από θλιβερά στοιχεία για την περιοχή στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ιδού όσα σημειώνονται στο περιοδικό για τις επιδημίες, τα λοιμοκαθαρτήρια, τα νοσοκομεία, τους γιατρούς και όχι μόνο την περίοδο εκείνη:
Οι επιδημίες
Παρότι σπάνιες οι επιδημίες στην πόλη περί τα 1880, κατά καιρούς εμφανίζονταν κρούσματα δυσεντερίας, πνευμονίας, παιδικών ασθενειών και τύφου. Για τους ξένους που κατοικούσαν στην περιοχή του Φραγκομαχαλά, η προβλεπόμενη τήρηση μέτρων αποτελούσε μια κάποια ασπίδα προστασίας.
Aπό την άλλη, εντελώς διαφορετικές ήταν οι συνθήκες κατά την Τουρκοκρατία. Στις μεγάλες παράλιες πόλεις της τουρκοκρατούμενης Ανατολής, οι ομαδικοί θάνατοι από τη χολέρα και την πανούκλα ήταν καθημερινό φαινόμενο.
Η Θεσσαλονίκη, η Καβάλα, η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη σκεπάζονταν από βρωμιά και αρρώστιες, ενώ παράλληλα υπέφεραν και από τη σκλαβιά.
Η δημοκρατία του θανάτου δεν έκανε διακρίσεις, οι άνθρωποι ξεψυχούσαν από τις επιδημίες χωρίς να τους ρωτάει κανείς για την υπηκοότητα ή την καταγωγή τους. Την ίδια ώρα, οι άνθρωποι απέφευγαν ο ένας τον άλλον, επικρατούσε όπως ακριβώς και σήμερα η καχυποψία και η κοινωνική αποστασιοποίηση. Οι κοινωνικοί δεσμοί είχαν υποστεί πλήγμα.
Οι επιδημίες της ελονοσίας
Kατά τους μήνες του Ιουλίου και του Σεπτεμβρίου κυρίως, οι συνοικισμοί που βρίσκονταν στο βόρειο τμήμα της πόλης μαστίζονταν από την ελονοσία. Καθώς ο ζεστός βοριάς περνούσε πάνω από τις ελώδεις εκτάσεις βόρεια και βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης, όπου απλώνονταν οι φαρδιές εκβολές του ποταμού Βαρδάρη, ο αέρας μολύνονταν με τα μικρόβια της νόσου. Κατά τους χειμερινούς μήνες όταν τα έλη πάγωναν, ο αέρας του Βαρδάρη δεν ήταν μολυσματικός.
Τα λοιμοκαθαρτήρια
Οι άθλιες αυτές συνθήκες δημιούργησαν την ανάγκη λήψης μέτρων και δημιουργίας λοιμοκαθαρτηρίων αρχικά στην τότε Μολδοβλαχία το 1829 και εν συνεχεία σε αρκετές πόλεις (Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Ρόδος, Κωνσταντινούπολη, Τραπεζούντα, Σαμψούντα, Σόφια κ.α).
Στα κτίρια αυτά παρέμεναν για μέρες, ακόμα και για ολόκληρες εβδομάδες όσοι ταξιδιώτες θεωρούνταν ύποπτοι προκειμένου να υποβληθούν σε απολύμανση. Πάντως, η συμβολή των λοιμοκαθαρτηρίων στον περιορισμό των λοιμωδών νοσημάτων ήταν μηδαμινή, αφού η παραμονή υγιών ταξιδιωτών μαζί με ασθενείς είχε ολέθρια αποτελέσματα.
Νοσοκομεία- Γιατροί- Τσαρλατάνοι
Την εποχή εκείνη, υπήρχαν νόμοι με αρκετές διατάξεις που θεωρητικά θα διευθετούσαν το θέμα εξάσκησης του ιατρικού επαγγέλματος και του επαγγέλματος των φαρμακοποιών και των μαιών. Οι συγκεκριμένοι νόμοι παρέμεναν ανενεργοί κατά κανόνα, διευκολύνοντας την ανάδυση τσαρλατάνων, γιατρών και φαρμακοποιών, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν γνώριζαν ούτε τη μητρική τους γλώσσα, σκορπίζοντας την ανασφάλεια στους κατοίκους της πόλης.
Επιδημίες και Πολιτισμός
Επιδημίες όπως της πανούκλας και της χολέρας βρίσκονταν σε αντίστροφη σχέση προς το επίπεδο πολιτισμού των χωρών που είχαν προσβληθεί. Έτσι, δικαιολογείται η εξάπλωση αυτών των επιδημιών ακόμα και στις μεγάλες εμπορικές πόλεις. Συχνές ήταν οι εικόνες από στενούς ακάθαρτους δρόμους, γεμάτους σκουπίδια και πτώματα ζώων σε ημιαποσύνθεση.
Μέχρι και οι θάλασσες συνέβαλαν στη γένεση επιδημιών. Οι ακτές δεν καθαρίζονταν ποτέ. Μάλιστα, όσα ξέβραζε η θάλασσα, φύκια, έντομα, πτώματα ζώων, αφήνονταν στις ακτές να σαπίσουν. Όλως περιέργως τα λοιμοκαθαρτήρια βρίσκονταν σε… τέτοιες παραθαλάσσιες ακτές.
*Πηγή: Ιατρικά Θέματα (Τριμηνιαία έκδοση του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης). Τεύχος 16- Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος 1999.