Πιέρρο Αρριγκόνι: Στα βήματα του ανθρώπου που έβαλε τη σφραγίδα του σε εντυπωσιακά κτίρια της πόλης
Ο Ιταλός αρχιτέκτονας και μηχανικός πέρασε μέρος της ζωής του στη Θεσσαλονίκη - Γνωστές και άγνωστες πτυχές από την ζωή του και τα έργα που άφησε παρακαταθήκη
*κεντρική εικόνα: Δημήτρης Κανονίδης / Εικόνες άρθρου: Μάριος Δαδούδης
Η κοσμοπολίτισσα Θεσσαλονίκη είναι γεμάτη από άκρη σε άκρη της με κτίρια «στολίδια», κάποια εκ των οποίων έχουν καταφέρει μέσα στο πέρασμα των χρόνων να παραμένουν αναλλοίωτα και να μας σαγηνεύουν με την γοητεία τους, ενώ κάποια από αυτά δυστυχώς αφέθηκαν στη μοίρα τους, μένουν αναξιοποίητα και ελάχιστα πλέον μένουν να θυμίζουν κάτι από την παλιά τους αίγλη.
Τη «σφραγίδα» του στο παραπάνω μωσαϊκό της πόλης έχει βάλει μεταξύ άλλων ο Πιέτρο ή Πιέρρο Αρριγκόνι. Ο Ιταλός αρχιτέκτονας και μηχανικός έζησε και εργάστηκε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Θεσσαλονίκη. Και είναι εκείνος που ευθύνεται για κτίρια που έως και σήμερα ξεχωρίζουν στο αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης.
Με αφορμή λοιπόν την παράσταση «2310» που ετοιμάζει πυρετωδώς η parallaxi για τα 35 της χρόνια και θα φιλοξενηθεί στους χώρους του Ντεπώ που έχουν την υπογραφή του Αρριγκόνι κάνουμε μια αναδρομή στα υπόλοιπα εντυπωσιακά έργα του Ιταλού που έχουν περάσει ως κληρονομιά στην πόλη μας.
Πριν όμως ξεκινήσουμε τη «βόλτα» μας σε αυτά, ας θυμηθούμε κάποιες γνωστές και άγνωστες πτυχές που σημάδεψαν τη ζωή του.
Τα πρώτα του βήματα, τα εντυπωσιακά του δημιουργήματα, την οικογενειακή τραγωδία που βίωσε, αλλά και το άδοξο τέλος του.
Ο Αρργικόνι στη Θεσσαλονίκη
Ο Αρριγκόνι γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου του 1856 στο Μιλάνο όπου σπούδασε πολιτικός μηχανικός και παρακολούθησε μαθήματα αρχιτεκτονικού σχεδίου στην Accademia di Belle Arti. Πριν έρθει στην Ελλάδα είχε παντρευτεί και είχε αποκτήσει τρία παιδιά. Μετά την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη το 1890 ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε άλλα έξι παιδιά, τρεις γιούς και τρεις κόρες. Εγγονός του ήταν ο ιστορικός και ποιητής Κωστής Μοσκώφ.
Στη Θεσσαλονίκη, ο Αρριγκόνι εγκαταστάθηκε το 1892, όταν η βελγική εταιρία στην οποία εργαζόταν ανέλαβε την εκμετάλλευσή των τροχιοδρόμων της Θεσσαλονίκης και τον επέλεξε για τη θέση του διευθυντή των γραφείων της στην πόλη. Αργότερα ο Ιταλός μηχανικός προσλήφθηκε από την Compagnie Francaise des chemins de Fer: “Jonction-Salonique- Constantinople” για να κατασκευάσει τον πρώτο κορμό της γραμμής αυτής. Συγχρόνως εργάστηκε ως εκτιμητής για ξένες ασφαλιστικές εταιρίες για τις ζημιές που προξενούνταν από πυρκαγιές στη Θεσσαλονίκη.
Παράλληλα, συνέταξε τα σχέδια για διάφορα κτίρια δημόσια και ιδιωτικά, που κατασκευάστηκαν εκείνη την περίοδο στην πόλη. Έργα του Αρριγκόνι είναι το κτίριο του παλαιού σιδηροδρομικού σταθμού της Θεσσαλονίκης (1894), η Βίλα Αχμέτ Καπαντζή (που σήμερα βρίσκεται στην οδό Βασ. Όλγας 105 και παλαιότερα χρησιμοποιήθηκε μεταξύ άλλων από τον Ερυθρό Σταυρό και το ΝΑΤΟ)(1896), το κτίριο του Ιταλικού Γενικού Νοσοκομείου «Βασίλισσα Μαργαρίτα» (σήμερα Νοσοκομείο Λοιμωδών), το κτίριο του Νοσοκομείου «Χιρς» (το παλαιό κτίριο του Νοσοκομείου Ιπποκράτειου)(1904), η Κάζα Μπιάνκα (1911-1913) (σήμερα βρίσκεται στη συμβολή των οδών Βασ. Όλγας και Θεμ. Σοφούλη) και οι εγκαταστάσεις των χυτηρίων Μακεδονίας της Εταιρίας των Fratelli Tiano που ειδικεύονταν στην κατασκευή χυτοσιδηρών κιόνων.
Το 1907 ο Αρριγκόνι άρχισε την εκμετάλλευση των Ορυχείων Μαγνησίας της Βάβδου.
Το 1911 του απονεμήθηκε το χρυσό μετάλλιο στην Αγροτική Έκθεση του Τορίνο για την μελέτη του, για λογαριασμό των τραπεζιτών Μοδιάνο, για τη δημιουργία στη Γέφυρα Θεσσαλονίκης ενός υποδειγματικού αγροκτήματος που θα αρδευόταν αποκλειστικά από τον Αξιό ποταμό. Την ίδια χρονιά ο Πιέτρο Αρριγκόνι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει με την οικογένεια του τη Θεσσαλονίκη λόγω της έναρξης του Ιταλοτουρκικού πολέμου. Στην πόλη επέστρεψε μετά την απελευθέρωσή της από τον ελληνικό στρατό και την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος το 1912.
Η αναγκαστική φυγή του Αρριγκόνι από την πόλη λόγω του Ιταλοτουρκικού πόλεμου και στη συνέχεια οι Βαλκανικοί πόλεμοι έπληξαν οικονομικά τον Ιταλό μηχανικό. Αυτό συνέβη διότι μετά την απελευθέρωση της Θεσ/νίκης τόσο οι Οθωμανοί όσο και οι Έλληνες δεν τον πλήρωναν για τις διάφορες μελέτες του υποστηρίζοντας οι μεν ότι δεν παρέλαβαν αυτοί τα έργα οι δε ότι δεν τα είχαν παραγγείλει. Επιπλέον, διάφοροι Οθωμανοί οφειλέτες του είχαν φύγει από την πόλη.
Η οικογενειακή τραγωδία και η επαγγελματική σύμπραξη με τον άλλο του γιο
Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Αρριγκόνι έχασε τον ένα του γιό στο Ιταλικό μέτωπο. Ο άλλος γιός του, ο Μάσσιμο Αρριγκόνι, που και αυτός πολέμησε στο Ιταλικό μέτωπο και στη συνέχεια στο μέτωπο της Μακεδονίας, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του 1921 εγκαταλείποντας, για οικονομικούς λόγους, τις σπουδές του στην Ρώμη. Μετά την επιστροφή του στην μακεδονική πρωτεύουσα ίδρυσε μαζί με τον πατέρα του την οικοδομική εταιρία με την επωνυμία «Αρχιτέκτων Πέτρος Αρριγκώνη και υιός Μάξιμος».
Η οικοδομική αυτή εταιρία κατασκεύασε:
- την τριετία 1923-1926 τον οικισμό Χαρμάνκιοϊ (Διαβατά) για την στέγαση προσφύγων από την Μικρά Ασία. Ο εν λόγω οικισμός αποτελούνταν από 500 ισόγεια σπίτια εμβαδού 60 τ.μ, μια εκκλησία, ένα σχολείο και κοινοτικό γραφείο και κατασκευάστηκε με χρήματα που δόθηκαν από το Τάγμα των Ιπποτών της Μάλτας.
- τη διετία 1925-1927 το εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην οδό Αγίου Δημητρίου
- την επέκταση του Νοσοκομείου Λοιμωδών
Ο Πιέτρο Αρριγκόνι με το γιό του ασχολήθηκαν επίσης με την εκτίμηση της αξίας των σπιτιών οικισμών στην Μακεδονία όπου κατοικούσαν παλαιότερα Βούλγαροι και οι οποίοι είχαν φύγει με την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στη Βουλγαρία και την Ελλάδα. Το εν λόγω έργο έγινε με την επίβλεψη Διεθνούς Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών.
Επίσης σε σχέδια του Αρριγκόνι κατασκευάστηκε το πρώτο εργοστάσιο μπύρας της εταιρίας «Όλυμπος- Νάουσα» ενώ σύμφωνα με το γιό του Μάσσιμο έργα του πατέρα του ήταν και ο κινηματογράφος Διονύσια (που βρισκόταν στην οδό Αγίας Σοφίας) και το ξενοδοχείο Majestic (που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Αγ. Σοφίας και Βασ. Κωνσταντίνου).
Το άδοξο τέλος του
Δολοφονήθηκε στο σπίτι του στις 8/2/1940 από κλέφτες. Στη συνέχεια, μετά από έρευνα αποκαλύφθηκε ότι δολοφόνος ήταν ο επιστάτης του ο οποίος συνελήφθη με τα κλοπιμαία με 2 ακόμα ύποπτους συνεργούς του, που όμως αθωώθηκαν. Ο επιστάτης καταδικάστηκε και εκτελέστηκε.
Το σπίτι του Αρριγκόνι, ήταν κτισμένο το 1897 επί της Βασ. Γεωργίου 34, από σχέδια του ίδιου του Ιταλού. Ο Αρριγκόνι έχτισε τέσσερα σπίτια στην περιοχή . Τα δύο σχεδόν όμοια που τα ονομάζαμε τα δίδυμα στο βάθος, με όψη στην Β. Γεωργίου και το ένα στην γωνία με την Μπιζανίου.
Ο τάφος του βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στο Κοιμητήριο των Καθολικών, παρέα με ακόμα έναν πολύ σημαντικό Αρχιτέκτονα της Θεσσαλονίκης, τον Βιταλιάνο Ποζέλι.
Τα έργα του Αρριγκόνι
Κτίρια Τροχιοδρόμων Θεσσαλονίκης, Λεωφ. Βασιλίσσης Όλγας 186, Θεσσαλονίκη
Στη συμβολή των οδών Βας. Όλγας και Δελφών, λίγο μετά τη Βίλα Μπιάνκα, ένας ψηλός μαντρότοιχος περιβάλλει το Σταθμό Οχημάτων της Αστυνομίας. Στην πλευρά που βλέπει στη Βασ. Όλγας δυό πολύ όμορφα κτίρια σε εγκατάλειψη, μαρτυρούν την προηγούμενη χρήση του Σταθμού. Σ΄αυτόν άλλωστε οφείλει και το όνομά της η περιοχή: Ντεπώ. Στα γαλλικά η λέξη σημαίνει αποθήκες και εκεί στις αρχές του πρηγούμενου αιώνα ήταν οι εγκαταστάσεις της Εταιρείας Τροχιοδρόμων και Ηλεκτροφωτισμού, κοινώς οι Σταύλοι (αρχικά), οι αποθήκες και τα γραφεία του Τραμ.
Τα κτίρια είναι σε σχέδια του αρχιτέκτονα της Συνοικίας των Εξοχών, Πιερό Αρριγκόνι. Το Τραμ εγκαινιάστηκε επίσημα, ως ιππήλατο καταρχάς, το Μάιο του 1893, (ηλεκτροκίνητο σταδιακά από το 1908) στο εξοχικό κέντρο «Κήπος του Αλέξανδρου» (σήμερα εκεί βρίσκεται η εκκλησία της Ανάληψης). Τα κτίρια του Ντεπώ παραχωρήθηκαν λίγο αργότερα στην Αστυνομία και καμιά ενέργεια δεν γίνεται για την αποκατάστασή τους αλλά και του περιβάλλοντα χώρου.
Η απόφαση του 1994 που τα χαρακτηρίζει ως διατηρητέα, αναφέρει: «Χαρακτηρίζουμε ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία, τα κτίρια της ” Εταιρείας Τροχιοδρόμων και Ηλεκτροφωτισμού ” στο Ντεπώ Θεσσαλονίκης, ιδιοκτησίας του Δημοσίου, διότι πρόκειται για σημαντικά κτίρια νεώτερης αστικής υποδομής, έργο του αρχιτέκτονα Ρ. Αrigoni, τα οποία αποτελούν ιστορικό σημείο αναφοράς και σημαντική μαρτυρία για την πολεοδομική ανάπτυξη της πόλης της Θεσσαλονίκης προς τα ανατολικά. Επίσης ορίζεται ζώνη προστασίας τα όρια του οικοπέδου (ΑΒΓΔ στο συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα) για την προβολή και ανάδειξη των διατηρητέων κτιρίων”.
Η παρακμή αυτής της σπουδαίας αστικής κληρονομιάς ξεκινά το 1952, με την ίδρυση του καταραμένου ΟΑΣΘ, οπότε και ξηλώθηκε αρχικά το 1954 η γραμμή της Β. Όλγας και σταμάτησε το 1957 η λειτουργία του τραμ ως ανταγωνιστικό μέσο. Σήμερα για όποιον μένει στη γειτονιά ή για όποιον διασχίζει τη Β. Όλγας ή τη Σοφούλη η εικόνα είναι μια εικόνα παρακμής. Μια παρακμή που κρατά χρόνια για αυτή την απίστευτη αστική κληρονομιά που ανήκει στο δήμο Θεσσαλονίκης και θα μπορούσε να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης για όλη την ανατολική Θεσσαλονίκη.
Casa Bianca ή Villa Fernandez (σημερινή Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης), Λεωφ. Βασιλίσσης Όλγας 180, Θεσσαλονίκη
H Casa Bianca οφείλει την ονομασία της στη καθολική μέχρι τότε σύζυγο του Εβραίου Ντίνο Φερνάντεζ, ο οποίος δραστηριοποιούνταν στο χώρο της ζυθοποιίας, Ελβετίδα Blanche ή Bianca κόρη του Λεών ντε Μάγιερ. Mία από τις τέσσερις μεγαλύτερες εβραϊκές οικογένειες της Θεσσαλονίκης. Όταν την παντρεύτηκε ο Φερνάντεζ Ντιαζ έγινε και η Bianca Εβραια.
Ένας αστικός μύθος λέει πως η πολυτελής αυτή βίλα, σε σχέδια Π. Αρριγκόνι, ήταν το γαμήλιο δώρο του Ντίνο Φερνάντεζ στη Bianca και έτσι της δώσανε το όνομα ”Casa Bianca” , το κτίριο επίσης ήταν γνωστό και ως Villa Blanche και Villa Bianca αλλά και ως Villa Fernandez.
Κάνανε τρία παιδιά την Αλίν, την Νίνα και τον Πέτρο ή Pierre, φαίνεται πως έζησαν πολύ όμορφες εποχές στο αρχοντικό. Διοργάνωναν λαμπρές εκδηλώσεις με καλεσμένους διακεκριμένους Θεσσαλονικείς όπου ανάμεσά τους ήταν συχνά και ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος αλλά και ο βασιλιάς Γεωργίος Α΄.
Μια από τις πιο ρομαντικές ιστορίες της πόλης συσχετίζεται με τη μεγάλη κόρη της οικογενεία την Αλίν. 1912. Η Αλίν μπαίνει στο τραμ για να πάει στο Ντεπώ, όπου ήταν ο τερματικός σταθμός, 200 βήματα πιο πέρα είναι η Casa Bianca. Στο μπροστινό βαγόνι λοιπόν λόγω ζέστης λυποθιμάει.
Την συνεφέρει ο Σπύρος Αλιμπέρτης, Έλληνας αξιωματικός που άνηκε στον ελληνικό στρατό που απελευθέρωσε την πόλη. Ερωτεύονται κεραυνοβόλα, την πάει στο σπίτι της στην Casa Bianca αλλά οι μικτοί γάμοι τότε απαγορεύονται και ο Ντίνο Φερνάντεζ, πατέρας της Αλίν, τους απαγορεύει να είναι μαζί. Έτσι κλέβονται. Η Αλίν γίνεται χριστιανή, σκάνδαλο ξέσπασε στην πόλη, το γράφουνε οι εφημερίδες και οι δυο τους εγκαταλείπουν την πόλη οριστικά. Όπως αναφέρει η τοπική εφημερίδα «Το Φως» στο φύλλο της 8ης Μαρτίου 1914, επέστρεψαν γιατί ο Αλιμπέρτης έφερνε τα οικονομικά συμβόλαια ανοικοδόμησης της πόλης. Τότε, ο Ντίαζ τους δέχτηκε.
Το 1931 η Bianca μητέρα της Αλίν, πεθαίνει στο Παρίσι. Στο δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1943, η οικογένεια Φερνάντεζ δολοφονήθηκε ένας – ένας στην ιταλική πόλη Μείνα, από Ναζί. Τα μοναδικά μέλή της που σώθηκαν ήταν η Αλίν διότι ήταν χριστιανή και η Νίνα διότι βρισκόταν στην Γαλλική πρωτεύουσα.
Η Casa Bianca επιτάχθηκε από τους κατακτητές και ο επάνω όροφος χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του Ιταλού προξένου. Μετά τον πόλεμο ο Αλιμπέρτης και η Αλίν επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη βρήκαν το κτίσμα σε άθλια κατάσταση και αναγκάστηκαν να μείνουν στο ισόγειο που είχε υποστεί τις λιγότερες ζημιές. Το ζευγάρι που με τον έρωτά του σημάδεψε μία ολόκληρη περίοδο της σύγχρονης Θεσσαλονίκης έφυγε από τη ζωή το 1960. Πέθανε πρώτα ο Αλιμπέρτης και το 1965 πέθανε η Αλίν στο Παρίσι. Το σπίτι πέρασε στην πλήρη κυριότητα της αδελφής της Νίνας, μονίμου κατοίκου του Παρισιού. Η Νίνα το πουλά στους Ν. και Γ. Τριάρχου και Σουζάννα και Σολομών Μαλλάχ.
Η κάθε λεπτομέρεια, από έξω προς τα μέσα και από πάνω προς τα κάτω σε μεταφέρει στην αισθητική της παλιάς Θεσσαλονίκης, στο ’80 στην Οδό των εξοχών. Η Casa Bianca κτίστηκε το 1912-1913 σε σχέδια Pierre Arrigoni υπό τον ιδιοκτήτη – εργολάβο Ντίνο Φερνάντεζ – Ντιαζ στην «συνοικία των Εξοχών», περιοχή έξω από τα τότε νοτιανατολικά τείχη της πόλης.
Είναι χαρακτηριστικό δείγμα του Ελβετικού ρυθμού του αρχιτεκτονικού ρεύματος του εκλεκτικισμού, ”μία κομψή μολυβδόφαιος έπαυλις” , η οποία ενσωματώνει στοιχεία διαφορετικών εποχών και ρυθμών όπως του Μπαρόκ, της Αναγέννησης και της Art Nouveau, ακολουθώντας τα αρχιτεκτονικά ρεύματα της εποχής στην Κεντρική Ευρώπη. Αντικατοπτρίζει ξεκάθαρα την τάση των αστών της πόλης για εξωστρέφεια κατά τις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο Ιταλός αρχιτέκτονας Π. Αρριγκόνι λόγω του ιταλοτουρκικού πολέμου εκείνη την περίοδο αναγκάστηκε να φύγει από την πόλη. Κατά την απουσία του το συνεργείο του Ντεμπρελή Τζώρτζη Σιαγά συνέχισε και τελικά ολοκλήρωσε την κατασκευή της έπαυλης το 1913. Σύμφωνα με τον εργολάβο του έργου Ι. Σιάγα στοίχισε πάνω από 120 χιλιάδες δραχμές.
Περιλαμβάνει ημιυπόγειο, υπερυψωμένο ισόγειο, δύο ορόφους, εκ των οποίων ο δεύτερος περιελάμβανε και σοφίτα. Στο ισόγειο βρισκόταν δύο υπνοδωμάτια, γραφείο, σαλόνι, τραπεζαρία, μαγειρείο, λουτρό και βοηθητικοί χώροι. Στον πρώτο όροφο υπήρχαν υπνοδωμάτια και χώροι που χρησιμοποιούνταν από το υπηρετικό προσωπικό. Στον δεύτερο όροφο υπήρχαν δωμάτια στα οποία έπαιζαν τα παιδιά, βιβλιοθήκη και χώροι που επίσης, χρησιμοποιούνταν από το υπηρετικό προσωπικό.
Στην κεντρική είσοδο στην ανατολική πλευρά της έπαυλης, υπάρχει μαρμάρινο μπαρόκ κλιμακοστάσιο. Στην ανατολική και στη δυτική πλευρά υπάρχουν βεράντες, ημιυπαίθριοι και στεγασμένοι εξώστες και μπαλκόνια. Ένα επιπλέον γνώρισμα του οικήματος είναι η χαρακτηριστική, ασύμμετρη κάτοψη.
Κατά τη δεκαετία του ’60, στον πρώτο όροφο της έπαυλης λειτούργησε νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο. Το 1976 κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο. Εκ τότε χρονολογείται και η τμηματική καταστροφή του κτιρίου με στόχο τον αποχαρακτηρισμό του και την τελική κατεδάφιση του.
Με παράνομες ενέργειες, είχε αφαιρεθεί μέρος από τα πατώματα, από τα ξυλόγλυπτα που υπήρχαν στις πόρτες και στα κουφώματα. Το πιο σοβαρό ωστόσο που προκάλεσε την κατάρρευση των ορόφων και του κεντρικού τμήματος της στέγης του κτιρίου, ήταν η αφαίρεση των κεντρικών δοκαριών.
Το 1990, μετά από σειρά μέτρων με στόχο τη διάσωση του κτιρίου και του περιβάλλοντα χώρου του, η Casa Bianca περιέρχεται στον Δήμο Θεσσαλονίκης και ο Δήμος το 1993 αναθέτει τη μελέτη αποκατάστασης του αρχοντικού στην ομάδα αρχιτεκτόνων και πολιτικών μηχανικών υπό τον καθηγητή κ. Μουτσόπουλο και το έργο εκτελέστηκε από το Δήμο Θεσσαλονίκης μεταξύ 1994 και 1997. Στο Σήμερα, η Casa Bianca ανήκει στον Δήμο Θεσσαλονίκης και μετά το πέρας των εργασιών αναστήλωσης του χρησιμοποιείται ως εκθεσιακός χώρος.H Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης πλέον εδρεύει στην Casa Bianca.
Βίλα Αχμέτ και Γιουσούφ Καπαντζή, πρώην κτίριο ΝΑΤΟ, Λεωφ. Βασιλίσσης Όλγας 105, Θεσσαλονίκη
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο κυριότερος κλάδος της οικογένειας Καπαντζή είναι εκείνος του Ιμπραήμ Καπαντζή και των οκτώ παιδιών του – με τα τρία αγόρια, Μεχμέτ, Αχμέτ και Γιουσούφ, να είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες της οικονομίας της Θεσσαλονίκης.
Είναι πολύγλωσσοι, καλλιεργημένοι, πολυταξιδεμένοι, ασχολούνται με το εμπόριο και τις επιχειρήσεις, με ξενοδοχεία και ευρωπαϊκά καφέ. Στα νεόδμητα σπίτια τους στη συνοικία των Εξοχών δίνουν δεξιώσεις και κονσέρτα μουσικής, όπου προσκαλούν την καλή κοινωνία της πόλης.
Σε αντίθεση με την παραδοσιακή εσωστρέφεια και τον μυστικισμό που χαρακτήριζε την κάστα, οι Καπαντζή της αλλαγής του αιώνα είναι άνθρωποι ανοικτοί, κοινωνικοί και εκδυτικισμένοι.
Ο Μεχμέτ, τραπεζίτης, έμπορος και βιομήχανος βαμβακερών και μάλλινων νημάτων, διατέλεσε πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου και λογίσθηκε ανάμεσα στους δέκα πλουσιότερους ανθρώπους της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε από τους βασικούς χρηματοδότες του σχολείου Τερακκί. Είχε στην ιδιοκτησία του δύο από τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία της εποχής: το Νέο Όλυμπος Παλάς και το Σμύρνη, στην πλατεία Ελευθερίας (άλλα δύο είχε ο αδερφός του, ο Αχμέτ). Το υφαντουργείο του Μεχμέτ Καπαντζή, ένα από τα μεγαλύτερα στην πόλη, βρισκόταν στη θέση του σημερινού εργοστασίου της Υφανέτ.
Η πυρκαγιά του 1917 χτύπησε ανελέητα την ακίνητη περιουσία των Καπαντζή, καθώς κάηκαν τα τέσσερα ξενοδοχεία και άλλα ακίνητά τους στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Πριν προλάβουν να δημοπρατηθούν τα οικόπεδα του νέου Σχεδίου Εμπράρ, η Ανταλλαγή Πληθυσμών του 1923 έβαλε οριστικό τέλος στην παρουσία της οικογένειας στη Θεσσαλονίκη. Τα εναπομείναντα ακίνητά τους πέρασαν, βάσει της συνθήκης της Λωζάννης, στην κυριότητα του ελληνικού κράτους ως Ανταλλάξιμη Περιουσία.
Η Βίλα Μεχμέτ Καπαντζή, το κτίριο όπου σήμερα στεγάζεται το Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, βρίσκεται στη συνοικία των Εξοχών ή “Πύργων”, το κομψό προάστιο των τελών του 19ου αιώνα.
Πρόκειται για την πάλαι ποτέ συνοικία Χαμιδιέ που ονομάσθηκε έτσι προς τιμήν του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄. Το ανατολικό προάστειο της Θεσσαλονίκης άρχισε να οικοδομείται κατά το τέλος της οθωμανικής περιόδου, στην αρχή με κατοικίες εξοχικές που, σταδιακά, μετατρέπονταν σε μόνιμες. Η πυρκαγιά του κέντρου της πόλης στα 1890 ενίσχυσε τη μετεγκατάσταση των εύπορων Θεσσαλονικέων στην περιοχή.
Η Βίλα Καπαντζή κτίστηκε με αρχιτέκτονα τον Πιέρο Αρριγκόνι, πιθανότατα μετά την πυρκαγιά αυτή, αλλά σίγουρα πριν από το 1896. Σε κάτοψη, αποτελείται από δέκα κύριους χώρους, οι εννέα από τους οποίους θα μπορούσε να εννοηθεί πως σχηματίζουν ένα οκτάκτινο αστέρι που διατάσσεται γύρω από έναν κεντρικό πυρήνα, που αποτελείται από τη μεγάλη, περίπου ωοειδή αίθουσα κάθε ορόφου.
Ο δέκατος χώρος ξεφεύγει από αυτή την κανονικότητα και σχηματίζει ένα προσάρτημα στο βασικό σχήμα του κτιρίου: τον πύργο.
Στο σύνολό της η βίλα είναι ένα τριώροφο κτίσμα με ελαφρώς βυθισμένο ισόγειο και δύο κύριους ορόφους. Ένας τέταρτος όροφος-σοφίτα βρίσκεται κάτω από τις στέγες κι ένα επιπλέον δωμάτιο στον πύργο αποτελεί την τελευταία και ψηλότερη στάθμη. Ενώ με πρώτη ματιά το βασικό κτίριο φαίνεται να υπακούει σε μια συμμετρία ως προς δύο άξονες, στην πραγματικότητα αυτή η υποτιθέμενη αυστηρότητα παραβιάζεται σημειακά, για να δημιουργηθεί μια ξεχωριστή οκταγωνική αίθουσα στη μία από τις διαγώνιες ακτίνες του αστεριού, τη βορειοδυτική.
Οι υπόλοιπες τρεις γωνιακές αίθουσες (στη βορειοανατολική έχει τοποθετηθεί το διπλό εσωτερικό κλιμακοστάσιο, ίσως το λαμπρότερο δείγμα κλίμακας ιδιωτικής κατοικίας σε ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη) διαμορφώνονται με μικρές προεκβολές κατά τον διαγώνιο άξονα, οι οποίες παρέχουν στον αρχιτέκτονα ευκαιρία για πλούσιες εσωτερικές ξυλεπενδύσεις και εξωτερικά για περίτεχνη διαμόρφωση της στέγης. Οι στέγες προεξέχουν υπερβολικά έξω από τους τοίχους του κτιρίου, με αποτέλεσμα να απαιτούνται ειδικές ενισχύσεις με οριζόντιες δοκούς πακτωμένες στους τοίχους, αλλά και ξύλινα φουρούσια για να στηριχθούν οι βαριές μαρκίζες τους. Οι δύο κεντρικές είσοδοι, με τις εντυπωσιακές μαρμάρινες εξωτερικές κλίμακες, τα μεγάλα μπαλκόνια στον δεύτερο όροφο και τις επιστέψεις των περίτεχνων αετωμάτων, με τα ξύλα που διασταυρώνονται, συμπλέκονται και μετεωρίζονται σε μεγάλο ύψος, αποτελούν αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του περιγράμματος του κτιρίου και το καθιστούν ξεχωριστό ανάμεσα στα συγγενικά του της συνοικίας.
Εκείνο όμως που αποτελεί το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της βίλας είναι ο πύργος.
Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του κτιρίου και συνδέεται με το υπόλοιπο κτίσμα μέσω ενός “λαιμού”, ενωμένου με τη βόρεια αίθουσα σε ένα ενιαίο πλατύ διάδρομο. Θρυλείται πως ο πύργος είναι μεταγενέστερος του βασικού κτιρίου, πως δήθεν ο Μεχμέτ ζήλεψε τη δόξα της βίλας του αδερφού του και έβαλε να προσθέσουν τον πύργο εκ των υστέρων, αλλά κάτι τέτοιο δεν αποδεικνύεται, καθότι μάλιστα η βίλα του Αχμέτ χτίστηκε αργότερα, το 1903, ενώ χάρτες του 1898- 99 εμφανίζουν ήδη τη βίλα του Μεχμέτ πλήρη, με τον πύργο στη θέση του.
Τέσσερις θερμάστρες είχε παραγγείλει από τη Βιέννη ο Μεχμέτ Καπαντζής για να εξοπλίσει την κατοικία του. Οι δύο από αυτές είχαν τοποθετηθεί στις κεντρικές αίθουσες των δύο κύριων ορόφων. Μετά την Ανταλλαγή του 1923 και την αναχώρησή τους για την Τουρκία, οι ιδιοκτήτες αποσυναρμολόγησαν και πήραν μαζί τους τη μία, η οποία και βρίσκεται ακόμη σήμερα στην κατοχή των απογόνων τους, ενώ η δεύτερη παρέμεινε στο κτίριο σε όλη τη διάρκεια της χρήσης του ως σχολείου (παρόλα αυτά, διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση).
Το 1972, με την προσωρινή εγκατάλειψη του κτιρίου, η θερμάστρα παραχωρήθηκε ως χρησιδάνειο από την Εθνική Τράπεζα στο νεοϊδρυθέν τότε Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας – Θράκης, όπου και εκτίθεται μέχρι σήμερα. Φωτογραφικό αντίγραφο της θερμάστρας σε φυσικό μέγεθος έχει τοποθετηθεί σε τοίχο του μεγάλου κλιμακοστασίου της βίλας.
Ιταλικό Νοσοκομείο “Βασίλισσα Μαργαρίτα”, μετέπειτα Λοιμωδών, Γρηγορίου Λαμπράκη 13, Θεσσαλονίκη
Στη σημερινή οδό Γρηγορίου Λαμπράκη, στον αριθμό 13 στεγαζόταν έναν αιώνα πριν το ιταλικό νοσοκομείο «Βασίλισσα Μαργαρίτα».
Για την ακρίβεια, το κτίσμα χτίστηκε εξαρχής για να στεγάσει το νοσοκομείο της ιταλικής κοινότητας, της πολυπληθέστερης ευρωπαϊκής κοινότητας της πόλης, μιας και πολλοί από τους Εβραίους κατοίκους της, μεταξύ των οποίων και οι μεγάλες οικογένειες των Αλλατίνι και Μοδιάνο, ήταν Ιταλοί υπήκοοι ή προστατευόμενοι της ιταλικής κυβέρνησης.
Έτσι, λοιπόν, η πρώτη σκέψη ουσιαστικά για την ίδρυση ιταλικού νοσοκομείου έγινε το 1886, όταν κατατέθηκε εκ μέρους της ιταλικής κοινότητας ποσό 8.000 λ.Τ. στην Οθωμανική Τράπεζα. Στη συνέχεια, με εράνους και δωρεές αλλά κυρίως με την οικονομική ενίσχυση από την ιταλική κυβέρνηση, κατέστη δυνατό να ανεγερθεί τελικά το νοσοκομείο.
Το οικόπεδο αγοράστηκε εξ ονόματος του πρίγκιπα Tomasso, ξαδέρφου του Ιταλού βασιλέα. Στις 22 Αυγούστου του 1893 έγινε η κατάθεση του θεμέλιου λίθου και επιβλέπων αρχιτέκτονας ήταν ο Αρριγκόνι.
Οικονομικά ζητήματα και θέματα προϋπολογισμού ξεπεράστηκαν με επιπλέον ενίσχυση, κι έτσι το νοσοκομείο ολοκληρώθηκε διαθέτοντας 30-35 κρεβάτια, μια μεγάλη αίθουσα για τις μολυσματικές ασθένειες και μία αίθουσα ειδικά προορισμένη για τους Εβραίους ασθενείς.
Μάλιστα, σε ένα τμήμα του οικοπέδου υπήρχε και ένα μικρό νεκροταφείο για τον ενταφιασμό των ”libres penseurs”. Το προσωπικό αποτελούνταν από δύο γιατρούς, δύο καλόγριες και αρκετούς νοσοκόμους και νοσοκόμες.
Ο σεισμός του 1902, εξαιτίας της πλημμελούς – όπως χαρακτηρίστηκε – κατασκευής του κτιρίου, οδήγησε στην καταπόνησή του.
Συγκεκριμένα, η έκθεση Hoernes κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αν ο σεισμός ήταν δυνατότερος ή διαρκούσε περισσότερο, το νοσοκομείο θα κατέρρεε. Τις απαραίτητες αναστηλωτικές εργασίες από εκεί και πέρα ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Ποζέλι.
«Το ιταλικόν νοσοκομείον είναι διά τους ασθενείς ως και δια τους υπό ανάρρωσιν διατελούντες, ίδρυμα το οποίον συνιστάται ιδίως διά την μοναδικήν αυτού εν τη πόλει τοποθεσίαν (50 μ. από της επιφανείας της θαλάσσης), διά την έκτακτον θέαν ην έχει επί του λιμένος ως και των πέριξ, διά τον καθαρόν αέρα ον αναπνέει τις, διά τους κήπους του, διά την άνευ ουδεμίας ελλείψεως υπηρεσίαν του, και ιδίως τας μετά πλήρους αφοσιώσεως εκτάκτους περιθάλψεις τας παρεχομένας υπό των αδελφών του Ελέους» | Από τον εσωτερικό κανονισμό, 1908, στην Αλήθεια, γράφει ο διευθυντής Γ. Φώσκολος
Το 1910, στα 49 κρεβάτια του νοσοκομείου θα προστεθούν και άλλα 12 του τμήματος φυματικών, το οποίο ιδρύεται ως αυτοτελές παράρτημα με ιδιαίτερη υπηρεσία και δικό του κήπο, σαν ένα είδος μικρού σανατορίου (σχέδια Ελί Μοδιάνο).
Στο οικόπεδο υπήρχε επίσης μικρός σταθμός πρώτων βοηθειών, παρεκκλήσιο και σχολείο θηλέων υπό τη διεύθυνση των αδελφών του Ελέους με 25 περίπου άπορα νήπια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ύπαρξη του ιταλικού νοσοκομείου, καθώς και του στρατιωτικού και του Θεαγενείου, συνετέλεσε στο να δοθεί η ονομασία της οδού Νοσοκομείων σε μία από τις σημαντικότερες αρτηρίες της συνοικίας των Εξοχών. Αυτή που μετέπειτα πήρε το όνομα Κονίτσης και πλέον – και μεταπολιτευτικά – τη γνωρίζουμε ως Γρηγορίου Λαμπράκη.
Κτίριο της Στρατιωτικής στάσης, πλέον Σιδηροδρομικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου 3, Ελευθέριο Κορδελιό
Βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης περίπου 500 μέτρα μετά την ανισόπεδη γέφυρα της οδού Μοναστηρίου προς την έξοδο της πόλης, μεταξύ των κυρίων Σιδηροδρομικών γραμμών που εκπορεύονται από τον νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό και την Οδό Μοναστηριού στα διοικητικά όρια του Δήμου Κορδελιού-Ευόσμου.
Το κτίριο κτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας. Συγκεκριμένα κατασκευάσθηκε από το 1891 μέχρι το 1894 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Πιέτρο Αρργικόνι μετέπειτα κατασκευαστή της Casa Bianca το 1911.
Παρόμοιας μορφής κτίρια μπορεί να συναντήσει κανείς σε πολλούς σταθμούς του Ο.Σ.Ε. στο Βόρειο Ελλαδικό χώρο, αλλά όχι τόσο περίτεχνα. Το κτίσμα έχει ένα ξεχωριστό αρχιτεκτονικό στυλ, με ιδιαίτερα μορφολογικά στοιχεία, σταυροειδή κάτοψη με άξονα συμμετρίας κάθετο προς τις σιδηροδρομικές γραμμές, συμμετρικά τοξωτά ανοίγματα, στρογγυλό φεγγίτη στις πλάγιες όψεις για τον αερισμό της στέγης και ψευτοπαραστάδες. Ξύλινες τεμνόμενες στέγες, ξύλινους εξωτερικούς δοκούς δεμένους με καλλιτεχνική μαστοριά και «καρδιά» να χτυπά 106 χρόνια και πλέον συνεχούς σιδηροδρομικής ιστορίας.
Το όλο κτίριο περιβάλλεται από μια ακάλυπτη περίφρακτη έκταση για υπαίθριες εκδηλώσεις σ’ ένα ενιαίο ιστορικό τοπίο.
Ενώ το κτίριο της πρώην Στρατιωτικής στάσης παρέμενε αχρησιμοποίητο και εγκαταλειμμένο επί μακρόν, στις 12/07/1996 υπογράφτηκε η σύμβαση εκμίσθωσης του ακινήτου μεταξύ του τότε Διευθυντού της Γενικής Διεύθυνσης της Περιφέρειας Μακεδονίας – Θράκης του ΟΣΕ κ. Γεωργίου Νίνου και του Προέδρου του Συλλόγου των φίλων του Σιδηροδρόμου Θεσσαλονίκης κ. Ευθύμιου Κοντόπουλου με συμβολικό μηνιαίο μίσθωμα.
Αφού ολοκληρώθηκαν όλες εκείνες οι νόμιμες διαδικασίες παραχώρησης του χώρου, ξεκίνησε ένας άλλος αγώνας αυτός της διάσωσης και αναπαλαίωσης του κτιρίου.
Στον αύλειο χώρο στάθμευαν μεγάλα βαρέα οχήματα (γερανοί, κ.λ.π.) όπου σε πιθανή περίπτωση πρόσκρουσης με το κτίριο, η καταστροφή θα ήταν αναπόφευκτη αφού το κτίριο βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση.
Με συντονισμένες ενέργειες όμως απεφεύχθη κάτι τέτοιο και ξεκίνησαν οι εργασίες αναπαλαίωσης του κτιρίου. Οι εργασίες ξεκίνησαν με περίπου 2 εκατομμύρια δραχμές τότε και με εταιρεία που ανέλαβε την εν μέρει αναπαλαίωση του κτιρίου, μετέπειτα όμως ενεργοποιήθηκε και η Διοίκηση του Ο.Σ.Ε. όπου με καίριες και αποτελεσματικές πρωτοβουλίες ξεκίνησε η συνολική αναπαλαίωση του κτιρίου της πρώην Στρατιωτικής Στάσης για να έρθει στη σημερινή του μορφή.
Αυτός ο μικρός σταθμός αντίκρυσε το βλέμμα στρατιωτών Ελλήνων και ξένων που πολέμησαν στην διάρκεια των Βαλκανικών και Παγκοσμίων πολέμων. Αντίκρυσε το πικρό βλέμμα χιλιάδων μελών της εβραϊκής κοινότητος της Θεσσαλονίκης, σ’ εκείνον τον δεύτερο ατιμωτικό έλεγχό τους, πριν φύγουν για πάντα από την πόλη.
Από το 1977 έως το 1997 ο σταθμός παρέμεινε κλειστός.
Σήμερα συνεχίζει να είναι ένα ζωντανό πολιτισμικό στοιχείο της πόλης. Ως Σιδηροδρομικό Μουσείο εγκαινιάσθηκε τον Ιούνιο του 2001. Στεγάζει πλήθος συλλεκτικών σιδηροδρομικών αντικειμένων που διασώθηκαν.
Σημαντικό είναι ότι εδώ βρίσκεται και ένα από τα πολυτελή βαγόνια του Οριάν Εξπρές.
Τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του διατηρήθηκε χάρη στην εθελοντική προσπάθεια του Συλλόγου «Φίλοι του Σιδηροδρόμου Θεσσαλονίκης», την υλική, οικονομική και ηθική στήριξη του ΟΣΕ, του Δήμου Κορδελιού-Ευόσμου, του Υπουργείου Πολιτισμού, των Διοικητικών Αρχών της Θεσσαλονίκης και ιδιωτών.
*με πληροφορίες από Thessaloniki Arts and Culture
Νοσοκομείο Χιρς (παλιό κτήριο Ιπποκρατείου Νοσοκομείου), Κωνσταντινουπόλεως 49, Θεσσαλονίκη
Η εβραϊκή κοινότητα αν και ήταν η πολυπληθέστερη ήταν η τελευταία που ίδρυσε το δικό της νοσοκομείο, η ανέγερση του οποίου, δημιουργήθηκε σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Πιέρο Αρριγκόνι. Η βαρώνη Clara Hirsch (σύζυγο του Βαρόνου Μωρίς Χιρς, Εβραίου τραπεζίτη στην Αυστρία) πρότεινε την ίδρυση του νοσοκομείου σε επιστολή της προς το κοινοτικό συμβούλιο ενώ δήλωνε ότι ήταν πρόθυμη να καταθέσει 200.000 χρυσά φράγκα για την κατασκευή του.
Έτσι ξεκίνησε το 1904 και τέθηκε σε λειτουργία στις 4 Μαΐου του 1908. Το Νοσοκομείο «Χιρς» ήταν προσωπικό έργο του ιατρού Μωύς Μισραχή, εγγονού του Λάζαρου Αλλατίνι και ανεψιού του ιατρού Μωύς Αλλατίνι. O Μισραχή, αφού κατόρθωσε να εξασφαλίσει για την ανέγερση του Νοσοκομείου, επέβλεψε προσωπικά στο σχεδιασμό και την κατασκευή του, οργάνωσε τη διοίκηση και λειτουργία του και κατάφερε να βρει τους απαιτούμενους υπόλοιπους πόρους. Ο ίδιος εγκαινιάζει το 1908 το νέο κτίριο.
Κτισμένο σε ιδιαίτερα μεγάλο χώρο, κεντρικό διώροφο τμήμα και η πίσω πτέρυγα. Στη συνέχεια προστίθενται οι δύο μπροστινές πτέρυγες και οι αντίστοιχοι διάδρομοι. Μέχρι τότε 97 ανεπτυγμένες κλίνες, από τις οποίες οι μισές προσφέρονταν δωρεάν για τους φτωχούς, και λειτουργούσαν σ’ αυτό πέντε Κλινικές, Παθολογική, Χειρουργική, Γυναικολογική, Ωτορινολαρυγγολογική, Oφθαλμολογική, και δύο Εργαστήρια, Μικροβιολογικό και Ακτινολογικό.
Στην Αλήθεια της 26/5/1905 διαβάζουμε ότι η οικογένεια Αλλατίνι ανέλαβε με έξοδα της την κατασκευή νέας πτέρυγας στο ισραηλιτικό νοσοκομείο, που θα έφερε και το όνομα της και θα στοίχιζε 1.000 εικοσάφραγκα.
Το Νοσοκομείο «Χιρς» λειτούργησε συνεχώς από το 1908 μέχρι το 1941. Το 1917 σύμφωνα με το βιβλίο ”Η Θεσσαλονίκη Εκτός Των Τειχών” του Βασίλη Κολώνα, όταν στεγαζόταν εκεί το 14ο συμμαχικό νοσοκομείο σύμφωνα με την έκθεση Κυριαζίδη περιλάμβανε ένα κεντρικό κτίριο με 80 κρεβάτια και τρία περίπτερα με 20 κρεβάτια το καθένα. Διέθετε αίθουσα εγχειρήσεων και ”μεγάλον απολυμαντικόν κλίβανον δι’ ατόμου μετά πιέσεως”. Ένα από αυτά τα περίπτερα έφερε το όνομα του ιατρού Μισάρχη και στέγαζε το μικροβιολογικό εργαστήριο της στρατιάς της Ανατολής.
Κατά τη διάρκεια των δυο παγκοσμίων πολέμων, χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό νοσοκομείο, είτε από συμμαχικά στρατεύματα κατά τον ΑΠΠ, είτε από κατοχικά γερμανικά κατά τον ΒΠΠ. Το 1941 επιτάσσεται από τον γερμανικό Ερυθρό Σταυρό, στη συνέχεια από τον ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Στις αρχές του 1950, μεταφέρεται στο κτήριο του Νοσοκομείου αυτού το «Λαϊκό» Νοσοκομείο. Το 1951, η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης παραχώρησε το Νοσοκομείο «Χιρς» στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο στη συνέχεια μετονομάστηκε σε «Ιπποκράτειο» Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης.
Το 1983 τα δύο Γενικά Νοσοκομεία «Ιπποκράτειο» και «Αγία Σοφία» συγχωνεύονται (Π.Δ. 67/24-2-1983, ΦΕΚ 28/1983 τεύχος Β’) και συγκροτούν το Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», με δύναμη αναπτυγμένων κλινών 626. Το 1985 η Σχολή Μαιών εντάσσεται στο Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης και το κτίριο όπου στεγαζόταν διαμορφώνεται σε νοσηλευτική πτέρυγα με 180 αναπτυγμένες κλίνες. Έτσι, το σύνολο των αναπτυγμένων κλινών φθάνει στις 806.
Οι λόγοι που οδήγησαν στη συγχώνευση, ήταν η ανάγκη δημιουργίας ενός Γενικού Νοσοκομείου που θα διέθετε όλες σχεδόν τις ιατρικές ειδικότητες και θα παρείχε ολοκληρωμένη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια περίθαλψη, με λειτουργικό κόστος μικρότερο του κόστους που είχαν αθροιστικά τα δύο ανεξάρτητα μέχρι τότε Νοσοκομεία («Ιπποκράτειο» και «Αγία Σοφία»). Το γεγονός ότι τα δύο αυτά Νοσοκομεία λειτουργούσαν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο, επηρέασε καθοριστικά στη λήψη της απόφασης για τη συγχώνευσή τους και βοήθησε στην υλοποίησή της, χωρίς ιδιαίτερα μεγάλα προβλήματα.
Μέγαρο Ασλανιάν, Βενιζέλου 14, Θεσσαλονίκη
Κτίστηκε το 1923 σε σχέδια φυσικά του Αρριγκόνι σε ρυθμό εκλεκτικιστικό.
Είναι 5όροφο, εντυπωσιακό και φτιάχτηκε για εμπορικές επιχειρήσεις.
Εντυπωσιακό το αίθριο με τη γυάλινη οροφή.
Είναι χαρακτηρισμένο ως διατηρητέο νεότερο μνημείο με απόφαση του 1983.
Έπαυλη Γιακό Μοδιάνο στη Γέφυρα/Τόψιν, “Στρατιωτικό Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων”, Γέφυρα Θεσσαλονίκης (25 χλμ από τη Θεσσαλονίκη προς Έδεσσα)
H Έπαυλη Γιακό Μοδιάνο κατασκευάστηκε περίπου το 1904, σε σχέδια του Αρριγκόνι ως εξοχική κατοικία του ιταλοεβραίου Γιακό Μοδιάνο, ο οποίος ήταν γιος του πάμπλουτου Σαούλ Μοδιάνο, του δεύτερου σε ιδιοκτησία ακινήτων σε ολόκληρη την οθωμανική αυτοκρατορία.
Η έπαυλη αποτελεί τη μοναδική ίσως περίπτωση στην περιοχή της Θεσσαλονίκης που μπορούμε να γνωρίσουμε κάπως τον τρόπο οργάνωσης και διακόσμησης των πλούσιων κατοικιών του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.
Μετά το 1911 το κτήμα περνάει σε Οθωμανικά χέρια, από όπου στην συνέχεια περνάει στην ιδιοκτησία Παπαγεωργίου. Επιτάσσεται από το Γερμανικό στρατό στη διάρκεια του Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου το 1940 και μετατρέπεται σε στρατηγείο και έπειτα σε νοσοκομείο. Μετά τη γερμανική κατοχή περνά και πάλι στα χέρια των Ελλήνων ιδιωτών και στην ιδιοκτησία των οικογενειών Βοϊβόδα, Σαρόγλου και Παπαγεωργίου από τις οποίες το αγοράζει ο Ελληνικός Στρατός για να στεγάσει το Μουσείο των Βαλκανικών Πολέμων το 1999. Το οίκημα κατοικούνταν έως το 1983 και είναι γνωστό στους κατοίκους της περιοχής ως κτήμα Παπαγεωργίου η ως απλώς το Κονάκι.
Δύο ημέρες πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, στις 24 Οκτωβρίου 1912, στο κτίριο εγκαθίσταται το Γενικό Στρατηγείο των ελληνικών δυνάμεων. Έμεινε εκεί μέχρι τα χαράματα της 27ης Οκτωβρίου.
Αυτές οι ημέρες αποδείχτηκαν καθοριστικές για την έκβαση του πολέμου και την τύχη της Μακεδονίας, καθώς στους χώρους που σήμερα φιλοξενείται το Μουσείο, διεξήχθησαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων, Αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου και του Χασάν Ταχσίν Πασά, επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας και διοικητή της πόλης.
Το μεσημέρι της 26ης Οκτωβρίου 1912 οι Τούρκοι γνωστοποίησαν με επίσκεψή τους στο χώρο, ότι ο Ταχσίν Πασάς δέχτηκε τελικά την άνευ όρων παράδοση της Θεσσαλονίκης.
Ο τάφος του Χασάν Ταχσίν Πασά βρίσκεται στον προαύλιο χώρο του μουσείου.Στο ίδιο ταφικό μνημείο έχουν εναποτεθεί και τα οστά του υιού και υπασπιστού του Κενάν Μεσαρέ.
Ο ίδιος υπήρξε μια δραματική φυσιογνωμία και ο ρόλος του στην άνευ όρων συνθηκολόγηση και αναίμακτη παράδοση της πόλης της Θεσσαλονίκης ήταν καθοριστικός. Ως απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων μετείχε της Ελληνικής παιδείας και είχε μεγάλη εκτίμηση προς τον Ελληνικό πολιτισμό, γεγονός που συνέδραμε στην απόφαση του να μην επιτρέψει την παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Βούλγαρους. Πέφτοντας στη δυσμένεια των Τούρκων έζησε στη συνέχεια στην Ελβετία, απολαμβάνοντας την προστασία του Ελληνικού κράτους.
Το μουσείο, δημιουργήθηκε το 1999 όταν το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας αγόρασε την έπαυλη αυτή για να την αξιοποιήσει ως Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων.
Εγκαινιάστηκε στις 27 Οκτωβρίου του 1999 από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλο.
Στις αίθουσες του κτιρίου ο επισκέπτης μπορεί να δει εκθέματα όπως όπλα, ξίφη, στρατιωτικές στολές, μετάλλια, πίνακες, λιθογραφίες, χάρτες, φωτογραφίες, διάφορα κειμήλια από τους Βαλκανικούς Πολέμους, μια ιδιόχειρη κάρτα του τότε Πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελευθέριου Βενιζέλου, όπως επίσης και αντίγραφο του πρωτοκόλλου παράδοσης της Θεσσαλονίκης.
Τα κειμήλια του ελληνικού, του τουρκικού, του βουλγαρικού, του σερβικού, του μαυροβουνιώτικου και του ρουμανικού στρατού εκτίθενται στο ισόγειο του κτιρίου, σε προθήκες, αφιερωμένες σε κάθε στρατιωτική δύναμη χωριστά.
Περνώντας την εντυπωσιακή σιδερένια πόρτα του κτηρίου, ο επισκέπτης του Μουσείου βρίσκεται στον κεντρικό χώρο όπου δεσπόζει ένα συντριβάνι και γύρω προθήκες που μπορεί να θαυμάσει συλλογές από τυφέκια, πιστόλια, ξίφη, που χρησιμοποιήθηκαν από τον ελληνικό, τον βουλγαρικό, και τον τουρκικό στρατό.
Στη συλλογή όπλων που εκτίθενται στο μουσείο περιλαμβάνονται τυφέκια τύπου Μάνλιχερ Μ1903 που χρησιμοποιήθηκαν από τον ελληνικό και τον βουλγαρικό στρατό, τυφέκια τύπου Μάουζερ M1889 του τουρκικού στρατού, πιστόλι τύπου Bergmann-Bayard Μ1908 του ελληνικού στρατού, το πιστόλι Smith & Wesson τουρκικού στρατού, καθώς και όλη η σειρά των ξιφών του ελληνικού και του βουλγαρικού στρατού.
Οι πίνακες απεικονίζουν την ηγεσία του ελληνικού στρατού και του στόλου, τον Ταχσίν πασά να υπογράφει την παράδοση της Θεσσαλονίκης, και τις σημαντικότερες στιγμές των μαχών των Βαλκανικών Πολέμων.
Σε μεγάλο ποσοστό διατηρείται η επίπλωση της εποχής, η οποία μάλιστα εμπλουτίστηκε με έπιπλα που φυλάσσονταν μέχρι τώρα στις αποθήκες του στρατού.
Γύρω από το κεντρικό κτήριο έχουν ανακαινισθεί και είναι επισκέψιμοι, το ιατρείο, το σιδηρουργείο, το οινοποιείο και οι σταύλοι του συγκροτήματος, και αυτοί οι χώροι εμπλουτισμένοι με ανάλογα αντικείμενα της εποχής.
Βίλα Μεχμέτ Καπαντζή, (ΜΙΕΤ), Λεωφ. Βασιλίσσης Όλγας 108, Θεσσαλονίκη
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο κυριότερος κλάδος της οικογένειας Καπαντζή είναι εκείνος του Ιμπραήμ Καπαντζή και των οκτώ παιδιών του – με τα τρία αγόρια, Μεχμέτ, Αχμέτ και Γιουσούφ, να είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες της οικονομίας της Θεσσαλονίκης.
Είναι πολύγλωσσοι, καλλιεργημένοι, πολυταξιδεμένοι, ασχολούνται με το εμπόριο και τις επιχειρήσεις, με ξενοδοχεία και ευρωπαϊκά καφέ. Στα νεόδμητα σπίτια τους στη συνοικία των Εξοχών δίνουν δεξιώσεις και κονσέρτα μουσικής, όπου προσκαλούν την καλή κοινωνία της πόλης.
Σε αντίθεση με την παραδοσιακή εσωστρέφεια και τον μυστικισμό που χαρακτήριζε την κάστα, οι Καπαντζή της αλλαγής του αιώνα είναι άνθρωποι ανοικτοί, κοινωνικοί και εκδυτικισμένοι.
Ο Μεχμέτ, τραπεζίτης, έμπορος και βιομήχανος βαμβακερών και μάλλινων νημάτων, διατέλεσε πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου και λογίσθηκε ανάμεσα στους δέκα πλουσιότερους ανθρώπους της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε από τους βασικούς χρηματοδότες του σχολείου Τερακκί. Είχε στην ιδιοκτησία του δύο από τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία της εποχής: το Νέο Όλυμπος Παλάς και το Σμύρνη, στην πλατεία Ελευθερίας (άλλα δύο είχε ο αδερφός του, ο Αχμέτ). Το υφαντουργείο του Μεχμέτ Καπαντζή, ένα από τα μεγαλύτερα στην πόλη, βρισκόταν στη θέση του σημερινού εργοστασίου της Υφανέτ.
Η πυρκαγιά του 1917 χτύπησε ανελέητα την ακίνητη περιουσία των Καπαντζή, καθώς κάηκαν τα τέσσερα ξενοδοχεία και άλλα ακίνητά τους στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Πριν προλάβουν να δημοπρατηθούν τα οικόπεδα του νέου Σχεδίου Εμπράρ, η Ανταλλαγή Πληθυσμών του 1923 έβαλε οριστικό τέλος στην παρουσία της οικογένειας στη Θεσσαλονίκη. Τα εναπομείναντα ακίνητά τους πέρασαν, βάσει της συνθήκης της Λωζάννης, στην κυριότητα του ελληνικού κράτους ως Ανταλλάξιμη Περιουσία.
Η Βίλα Μεχμέτ Καπαντζή, το κτίριο όπου σήμερα στεγάζεται το Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, βρίσκεται στη συνοικία των Εξοχών ή “Πύργων”, το κομψό προάστιο των τελών του 19ου αιώνα.
Πρόκειται για την πάλαι ποτέ συνοικία Χαμιδιέ που ονομάσθηκε έτσι προς τιμήν του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄. Το ανατολικό προάστειο της Θεσσαλονίκης άρχισε να οικοδομείται κατά το τέλος της οθωμανικής περιόδου, στην αρχή με κατοικίες εξοχικές που, σταδιακά, μετατρέπονταν σε μόνιμες. Η πυρκαγιά του κέντρου της πόλης στα 1890 ενίσχυσε τη μετεγκατάσταση των εύπορων Θεσσαλονικέων στην περιοχή.
Η Βίλα Καπαντζή κτίστηκε με αρχιτέκτονα τον Πιέρο Αρριγκόνι, πιθανότατα μετά την πυρκαγιά αυτή, αλλά σίγουρα πριν από το 1896. Σε κάτοψη, αποτελείται από δέκα κύριους χώρους, οι εννέα από τους οποίους θα μπορούσε να εννοηθεί πως σχηματίζουν ένα οκτάκτινο αστέρι που διατάσσεται γύρω από έναν κεντρικό πυρήνα, που αποτελείται από τη μεγάλη, περίπου ωοειδή αίθουσα κάθε ορόφου.
Ο δέκατος χώρος ξεφεύγει από αυτή την κανονικότητα και σχηματίζει ένα προσάρτημα στο βασικό σχήμα του κτιρίου: τον πύργο.
Στο σύνολό της η βίλα είναι ένα τριώροφο κτίσμα με ελαφρώς βυθισμένο ισόγειο και δύο κύριους ορόφους. Ένας τέταρτος όροφος-σοφίτα βρίσκεται κάτω από τις στέγες κι ένα επιπλέον δωμάτιο στον πύργο αποτελεί την τελευταία και ψηλότερη στάθμη. Ενώ με πρώτη ματιά το βασικό κτίριο φαίνεται να υπακούει σε μια συμμετρία ως προς δύο άξονες, στην πραγματικότητα αυτή η υποτιθέμενη αυστηρότητα παραβιάζεται σημειακά, για να δημιουργηθεί μια ξεχωριστή οκταγωνική αίθουσα στη μία από τις διαγώνιες ακτίνες του αστεριού, τη βορειοδυτική.
Οι υπόλοιπες τρεις γωνιακές αίθουσες (στη βορειοανατολική έχει τοποθετηθεί το διπλό εσωτερικό κλιμακοστάσιο, ίσως το λαμπρότερο δείγμα κλίμακας ιδιωτικής κατοικίας σε ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη) διαμορφώνονται με μικρές προεκβολές κατά τον διαγώνιο άξονα, οι οποίες παρέχουν στον αρχιτέκτονα ευκαιρία για πλούσιες εσωτερικές ξυλεπενδύσεις και εξωτερικά για περίτεχνη διαμόρφωση της στέγης.
Οι στέγες προεξέχουν υπερβολικά έξω από τους τοίχους του κτιρίου, με αποτέλεσμα να απαιτούνται ειδικές ενισχύσεις με οριζόντιες δοκούς πακτωμένες στους τοίχους, αλλά και ξύλινα φουρούσια για να στηριχθούν οι βαριές μαρκίζες τους. Οι δύο κεντρικές είσοδοι, με τις εντυπωσιακές μαρμάρινες εξωτερικές κλίμακες, τα μεγάλα μπαλκόνια στον δεύτερο όροφο και τις επιστέψεις των περίτεχνων αετωμάτων, με τα ξύλα που διασταυρώνονται, συμπλέκονται και μετεωρίζονται σε μεγάλο ύψος, αποτελούν αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του περιγράμματος του κτιρίου και το καθιστούν ξεχωριστό ανάμεσα στα συγγενικά του της συνοικίας.
Εκείνο όμως που αποτελεί το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της βίλας είναι ο πύργος.
Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του κτιρίου και συνδέεται με το υπόλοιπο κτίσμα μέσω ενός “λαιμού”, ενωμένου με τη βόρεια αίθουσα σε ένα ενιαίο πλατύ διάδρομο. Θρυλείται πως ο πύργος είναι μεταγενέστερος του βασικού κτιρίου, πως δήθεν ο Μεχμέτ ζήλεψε τη δόξα της βίλας του αδερφού του και έβαλε να προσθέσουν τον πύργο εκ των υστέρων, αλλά κάτι τέτοιο δεν αποδεικνύεται, καθότι μάλιστα η βίλα του Αχμέτ χτίστηκε αργότερα, το 1903, ενώ χάρτες του 1898- 99 εμφανίζουν ήδη τη βίλα του Μεχμέτ πλήρη, με τον πύργο στη θέση του.
Τέσσερις θερμάστρες είχε παραγγείλει από τη Βιέννη ο Μεχμέτ Καπαντζής για να εξοπλίσει την κατοικία του. Οι δύο από αυτές είχαν τοποθετηθεί στις κεντρικές αίθουσες των δύο κύριων ορόφων. Μετά την Ανταλλαγή του 1923 και την αναχώρησή τους για την Τουρκία, οι ιδιοκτήτες αποσυναρμολόγησαν και πήραν μαζί τους τη μία, η οποία και βρίσκεται ακόμη σήμερα στην κατοχή των απογόνων τους, ενώ η δεύτερη παρέμεινε στο κτίριο σε όλη τη διάρκεια της χρήσης του ως σχολείου (παρόλα αυτά, διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση).
Το 1972, με την προσωρινή εγκατάλειψη του κτιρίου, η θερμάστρα παραχωρήθηκε ως χρησιδάνειο από την Εθνική Τράπεζα στο νεοϊδρυθέν τότε Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας – Θράκης, όπου και εκτίθεται μέχρι σήμερα. Φωτογραφικό αντίγραφο της θερμάστρας σε φυσικό μέγεθος έχει τοποθετηθεί σε τοίχο του μεγάλου κλιμακοστασίου της βίλας.
* Πηγή πληροφοριών: Γιάννης Επαμεινώνδας, Αρχιτέκτων/Διευθυντής του Πολιτιστικού κέντρου Θεσσαλονίκης του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης
Η Ρουμανική Εμπορική Σχολή, Μιαούλη με Εδμόνδου Ροστάν
Ιδρύθηκε το 1899 με δαπάνες του ρουμανικού κράτους. Εποπτευόταν από την “Επιτροπή Διαχειρίσεως των εν Ελλάδι Ρουμανικών Σχολείων” με έδρα την πόλη. Χτίστηκε σε σχέδια του Αρριγκόνι. Η λειτουργία της σχολής διακόπηκε με την λήξη του ΒΠΠ. Μέχρι την κατεδάφισή της χρησίμευσε σαν κατοικία φτωχών οικογενειών.
Στην διάρκεια της χούντας γκρεμίστηκε με το ζόρι, για να αναγερθεί (1967-1975) ο τεράστιος ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Το οικόπεδο είναι στην γωνία Μιαούλη με Εδμόνδου Ροστάν.
Σινέ «Απόλλων», Βασ. Γεωργίου 42
Ο κινηματογράφος σε σχέδια του Αρριγκόνι βρισκόταν στην οδό Βασιλέως Γεώργιου και άρχισε να λειτουργεί στις 11 Μαρτίου 1926 με το όνομα ΑΘΗΝΑΙΟΝ. Η μεγάλη του σάλα δεν είχε ιδιαίτερη πολυτέλεια. Ήταν το μέρος που σύχναζαν εβραιοπούλες. Μετά το 1932, στα διαλείμματα των προβολών έπαιζε η ορχήστρα του Εντουάρντο Μπιάνκο. Σήμερα στην θέση του κινηματογράφου ΑΠΟΛΛΩΝ υψώνεται μια εξαώροφη πολυκατοικία.