«Πικρή» η γεύση για τα ζαχαροπλαστεία της πόλης

Αυξήσεις σε ενέργεια, πρώτες ύλες και μείωση αγοραστικής κίνησης ανησυχούν έντονα τους καταστηματάρχες για το μέλλον των επιχειρήσεων τους 

Μαρίνα Τομπάζη
πικρή-η-γεύση-για-τα-ζαχαροπλαστεία-919155
Μαρίνα Τομπάζη

Από 40 κύματα έχει περάσει ο χώρος της εστίασης τα τελευταία χρόνια. Έχοντας ως αφετηρία την πανδημική κρίση και με το κερασάκι στην τούρτα να μπαίνει με τη ρωσική εισβολή και τον πληθωρισμό που ακολούθησε, οι καταστηματάρχες αισθάνονται ότι βρίσκονται σε ένα πρωτοφανές επιχειρηματικό αδιέξοδο.

Ωστόσο, όλη αυτή η αστάθεια παρουσιάστηκε πολύ πριν έρθει ο πόλεμος στο προσκήνιο. Πιο συγκεκριμένα, τον περασμένο Απρίλιο, στη Συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε στη ΔΕΘ, στο πλαίσιο των εκθέσεων «Artozyma» και «Detrop Boutique», ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Αρτοποιών, Μιχάλης Μούσιος, γνωστοποίησε πως η άνοδος στις τιμές των σιτηρών και των αλεύρων, είχε εμφανιστεί από τον Μάρτιο του προηγούμενου έτους.

Κατά την άνοιξη του 2021 ξεκίνησε να εκδηλώνεται εντονότερα η κρίση στην ενέργεια, η οποία ανέβασε τις τιμές προϊόντων κατά το 20%, μία αύξηση, ωστόσο, που πέρασε αναίσθητα στους καταναλωτές.

Αναμφισβήτητα, όμως, ο πόλεμος είχε βαρύτατες συνέπειες στη διαμόρφωση των τιμών. Χαρακτηριστικά «μία ημέρα πριν από τον πόλεμο, η τιμή των μαλακών σιτηρών ήταν 284 ευρώ ανά τόνο και μέσα σε μια εβδομάδα έφτασε στα 450 ευρώ»δήλωσε ο κύριος Μούσιος υπενθυμίζοντας πως η χώρα μας, κατά κύριο λόγο, εισάγει σιτηρά.

Και ενώ λίγους μήνες πριν, είχε καταστεί η εντύπωση για ένα πιο αισιόδοξο μέλλον, πλέον – και έχοντας φτάσει στο καλοκαίρι – όπου η κατανάλωση του φαγητού μειώνεται, και με πολλά μαγαζιά να κινδυνεύουν να βάλουν λουκέτο, επικρατεί ένα γενικότερο κλίμα απελπισίας στον κλάδο.

donuts-unsplash.jpg

Τα αρτοποιεία και τα ζαχαροπλαστεία έρχονται αντιμέτωπα με σημαντικές προκλήσεις, τις οποίες καλούνται να φέρουν εις πέρας για την επιβίωσή τους. Μια από αυτές, εντοπίζεται στη ραγδαία άνοδο των τιμών της ενέργειας.

«Για να καταλάβετε, σε εμάς, ας πούμε, το ρεύμα αυξήθηκε πάνω από 100% σε μηνιαία βάση. Αυτό, λοιπόν, όπως αντιλαμβάνεστε περνάει αυτόματα σε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που πουλάει η επιχείρηση», αναφέρει ο κύριος Τσενεκίδης, ιδιοκτήτης του αρτοζαχαροπλαστείου Fleur.

Η ίδια κατάσταση επικρατεί και στο αρτοποιείο Αριστοτέλειον, με τον καταστηματάρχη, κύριο Δώρα, να υποστηρίζει: «Ο λογαριασμός του ρεύματος γράφει πάνω ότι θα αφαιρεθούν τα 900 ευρώ· Την ίδια στιγμή που ο περσινός λογαριασμός με τις ίδιες κιλοβατόρες ήταν 850 ευρώ, ο φετινός είναι 1.405 ευρώ».

Τα απανωτά χτυπήματα που δέχονται οι επιχειρηματίες δεν σταματούν στην κρίση του ενεργειακού κόστους, αλλά επεκτείνονται και με τις διαρκείς αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών.

«Μετά ήρθε το θέμα του πολέμου, εκεί είχαμε μια τρομερή αύξηση στα άλευρα, που στα χρόνια που είμαι εγώ τουλάχιστον, στο χώρο αυτόν, όμοια της δεν υπήρξε. Δηλαδή, ξαφνικά, αυξήθηκαν 50% πάνω η τιμή του κιλού, οπότε νιώσαμε λίγο σαν σάκος του μποξ με αυτή την αύξηση. Εκεί που πηγαίναμε να συνέλθουμε από το ένα, να ισορροπήσουμε κάπου, μας ερχόταν κάτι άλλο. Για παράδειγμα, το φθινόπωρο αγοράζαμε βούτυρο κοντά στα 4,50 ευρώ το κιλό και τώρα έχει φτάσει τα 7,80. Αγοράζαμε φέτα 4,70 το κιλό και τώρα η καλύτερη τιμή που μπορούμε να πάρουμε είναι περίπου 7 ευρώ», εξηγεί ο κύριος Τσενεκίδης.

«Οι τιμές αυξάνονται συνέχεια και καθημερινά, δηλαδή προχθές πήραμε την gouda 4,90 το κιλό και σήμερα έχει 5,60. Κάθε μέρα γίνονται αυξήσεις και όλες είναι προς τα πάνω, δεν γίνεται πουθενά μείωση. Και εμείς δεν μπορούμε να αυξήσουμε περισσότερο τα προϊόντα μας, να πουλήσουμε το ψωμί 1,50 ευρώ; Πόσο να το πάμε; Αυτές είναι τιμές εξωτερικού. Πέρυσι αγοράζαμε το άλευρο περίπου πενήντα λεπτά το κιλό και τώρα έχει 0,74. Λέμε κάτι πολύ βασικό. Η ζάχαρη έφτασε το 1 ευρώ, όταν την αγοράζαμε 0,52 το κιλό», προσθέτει ο κύριος Δώρας.

Εκτός αυτού, έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή και η έλλειψη σε διάφορα προϊόντα, για τα οποία μπορεί να χρειαστεί να περιμένουν έως και μία εβδομάδα για να εφοδιαστούν.

Όλη αυτή η αλυσίδα των συνεχόμενων αυξήσεων, φυσικά, ασκεί επιρροή και στο καταναλωτικό κοινό, το οποίο έχει αλλάξει στάση, αφού δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στα παροντικά οικονομικά δεδομένα.

«Έχει μειωθεί η κυκλοφορία μας, γιατί όλο αυτό δεν μπορείς να το περάσεις. Παρατηρώντας τα στατιστικά στοιχεία αυτό που είδαμε είναι ότι ο τζίρος – και το τονίζω ο τζίρος και όχι η κερδοφορία – παρέμεινε σε επίπεδα παρόμοια με τα περσινά, αλλά έχοντας αυξήσει ήδη τις τιμές. Έχουμε χαμηλότερη επισκεψιμότητα και βλέπουμε τον κόσμο ότι σε ένα βαθμό, ναι μεν έχει αποδεχτεί ότι οι τιμές αυξάνονται, γιατί όλο αυτό δεν είναι επιλογή αυτής της επιχείρησης, είναι μια γενική κατάσταση, αλλά έχει αδυνατήσει πάρα πολύ σε συνδυασμό με αυτό που βιώνει και ο καθένας σπίτι του είτε λέγεται καύσιμα, είτε λέγεται ενέργεια, είτε λέγεται καλάθι στο σούπερ μάρκετ, γιατί αυτό χτυπάει και σε εμάς», επισημαίνει ο κύριος Τσενεκίδης.

Παρόμοια βιώματα υπάρχουν και στο κατάστημα του κυρίου Δώρα: «Έχει μειωθεί η αγοραστική δύναμη, φαίνεται αυτό. Έρχονται για να πάρουν τα απολύτως απαραίτητα, δηλαδή μπαίνουν στο μαγαζί και ξέρουν από πριν τι θα ψωνίσει, τους προτείναμε να πάρουν αυτό και αυτό, βγάλαμε αυτό σήμερα, αλλά ο κόσμος είναι σφιγμένος πάρα πολύ, τα ζυγίζει ο κόσμος».

tourta-pexels.jpeg

Έτσι, προκειμένου να μην αυξήσουν περισσότερο τις τελικές τιμές τους, οι καταστηματάρχες επιχειρούν να εφαρμόσουν διαφορετικές μεθόδους από αυτές που συνήθιζαν.

Από τον περιορισμό της ποικιλίας τους, με προϊόντα που παραγωγικά είναι λιγότερα κοστοβόρα, σε λιγότερες – αλλά γεμάτες – φουρνιές και εκμεταλλευόμενοι το νυχτερινό ρεύμα, προσπαθούν να φέρουν σε μια ισορροπία το κόστος παραγωγής με την τιμή των προϊόντων τους, ωστόσο, το αποτέλεσμα δεν διαφέρει πολύ από την αρχική κατάσταση.

Παρά τις δυσκολίες, ζαχαροπλάστες και αρτοποιοί είναι αποφασισμένοι να μην ρίξουν την ποιότητα των προϊόντων τους, καθώς είναι το χαρακτηριστικό που τους ξεχωρίζει και τους καθιστά έμπιστους στα μάτια των καταναλωτών.

Θα πούμε το ψωμί ψωμάκι;

Καθόλου καθησυχαστικά δεν είναι τα μηνύματα για την επιβίωση και την εξέλιξη του κλάδου και τα μαγαζιά βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο.

«Δεν ξέρω από που να αντλήσω την αισιοδοξία, το λέω με πολύ ειλικρίνεια, και είμαι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος, γιατί έχω αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες. Καταφέραμε και αντιμετωπίσαμε τον Covid, αλλά δυστυχώς δεν έχουμε όπλα για να αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση», καταλήγει ο κύριος Τσενεκίδης.

Από την άλλη, ο κύριος Δώρας τονίζει πως «Ό,τι είναι να επιβιώσει, θα επιβιώσει», εκτιμώντας πως θα υπάρξει μια συνέχεια σε προβλήματα βιωσιμότητας, με πολλά καταστήματα να κλείνουν.

Πανδημία, πόλεμος, ενεργειακή κρίση, ακρίβεια και ελλείψεις επαληθεύουν πως δεν υπάρχει ελπίδα για την επιστροφή στην κανονικότητα. Η ασταθής κατάσταση, με τα τιμολόγια και τα κοστολόγια να αλλάζουν καθημερινά τις τιμές τους προς τα πάνω, έχει οδηγήσει τους καταστηματάρχες να μην βλέπουν κάποιο φως ή έστω μια αχτίδα αισιοδοξίας για το μέλλον των επιχειρήσεών τους.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα