Στην κηδεία του Τάκη είδα τη Σαλονίκη του ’80
Τους είδα χθες και θυμήθηκα τι με έκανε κάποτε να αγαπήσω πολύ σαν έφηβος αυτή την πόλη, να λατρέψω σαν νέος και να ζορίζομαι σήμερα να βρω έστω και λίγη ικμάδα εκείνων των χρόνων.
Χθες πήγα στην κηδεία του Δημήτρη Πολύζου. Μερικές φορές οι κηδείες είναι ευκαιρία για κοινωνιολογική παρατήρηση. Και ο χθεσινός αποχαιρετισμός ήταν για μένα μια τέτοια ευκαιρία. Παρατηρούσα την ώρα της λειτουργίας γύρω μου τα πρόσωπα των παρευρισκόμενων. Τους περισσότερους από αυτούς τους ανθρώπους τους γνωρίζω προσωπικά πολλά χρόνια και όσους δεν τους γνωρίζω τυχαίνει να ξέρω ποιοι είναι. Τι έκαναν κάποτε σε αυτή την πόλη.
Χθες λοιπόν, ήταν εκεί στα κοιμητήρια της Αναστάσεως του Κυρίου, ένα γενναίο δείγμα της Θεσσαλονίκης του 80. Της πιο ζωντανής εποχής της πόλης μου. Μια εποχής που γεννούσε ιδέες, μαγαζιά, άποψη. Μιας εποχής που η πόλη αποτελούσε πρότυπο αισθητικής για την Ελλάδα.
Κοίταζα γύρω μου τους πρίγκιπες και τις πριγκίπισσες της πόλης εκείνης της εποχής. Τα ανήσυχα παιδιά της. Αυτούς που ζούσαν την πόλη μέχρι το μεδούλι της. Αυτούς που γέννησαν ωραίες ιστορίες, που πορεύτηκαν, πολλοί από αυτούς, με στυλ στο όριο, που δεν κώλωσαν ποτέ να χαράξουν δρόμους να μην ακολουθήσουν την πεπατημένη.
Κοιτάζοντας τον καθένα και την καθεμία, μεγάλοι πια πολύ, αλλά με το πρόσωπό τους ακόμα και σε αυτή την ύστερη φάση να μαρτυρά την εμπειρία ενός άλλου καιρού, πιο ενδιαφέροντα για την πόλη και σίγουρα πιο συναρπαστικό, σκεφτόμουν πώς αυτή η Θεσσαλονίκη που εκπροσωπούν ανήκει στη σφαίρα του μύθου. Πώς τίποτε από τη ζωντάνια, το κέφι, την τρέλα της δεν έχει μείνει για τη θυμίζει. Σε μια πόλη που δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτε κλασικό πλην 3-4 μπαρ που επιβίωσαν, το αποτύπωμα αυτής της ζωντανής εποχής έχει σβήσει.
Τους κοίταζα χθες, με κάποιους μίλησα κιόλας και μου περιέγραψαν την ασκητική τους ιδιώτευση, αφού δεν βρίσκουν πια κάτι γοητευτικό στην πόλη που να έχει ενδιαφέρον, τους κοίταζα λοιπόν και σκεπτόμουν πού πήγε όλη αυτή η δυναμική, η όρεξη, αυτά τα απομεινάρια μιας ωραίας εποχής δεν άφησαν τίποτε πίσω;
Τα αγόρια και τα κορίτσια του ογδόντα διακριτικά αποσύρονται από ένα άστυ απόλυτα αποστειρωμένο και ομοιογενές. Αδιάφορο και παρατημένο Τους είδα χθες και θυμήθηκα τι με έκανε κάποτε να αγαπήσω πολύ σαν έφηβος αυτή την πόλη, να τη λατρέψω σαν νέος και να θέλω να ζήσω εδώ και να ζορίζομαι σήμερα να βρω έστω και λίγη ικμάδα εκείνων των χρόνων. Το βράδυ γυρίζοντας σπίτι έπεσα πάνω σε αυτή τη φωτογραφία του Δημήτρη με το Χάρη.
Ναι, αυτή η Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει πια. Τα αγόρια και τα κορίτσια της την αποχαιρετούν σιγά σιγά. Συνέχεια δεν βρήκε ποτέ και τίποτε εκεί έξω δεν τη θυμίζει. Κάποιες αναρτήσεις μόνο στα σόσιαλ που μπορεί να μοιάζουν και γραφικές.