Το αρχοντικό – φάντασμα της οδού Βαφοπούλου
Ένα διαμάντι της Θεσσαλονίκης που αφέθηκε στη μοίρα του να ρημάζει.
Εικόνες: Μάριος Δαδούδης
Η συνοικία των Εξοχών έχει αφήσει τη δική της ανεξίτηλη σφραγίδα στην ιστορία της Θεσσαλονίκης με τα αρχοντόσπιτα που κινδυνεύουν πλέον να καταρρεύσουν, να μας μεταφέρουν νοερά στην εποχή της ακμής της.
Το κτίριο αποτελεί σημείο αναφοράς για τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, εφόσον στην οδό Βαφοπούλου είναι το μοναδικό δείγμα μεσοπολεμικής κατοικίας της δεκαετίας του 20, που μαζί με τα σημαντικά διατηρητέα κτίρια της ευρύτερης περιοχής, όπως είναι η Δημοτική Πινακοθήκη, η Πινακοθήκη «Casa Bianca», συνθέτουν ένα σύνολο κτιρίων σημαντικό για τη μελέτη της ιστορίας της αρχιτεκτονικής της Θεσσαλονίκης.
Η ανάπτυξη της βιομηχανίας και του εμπορίου στην πόλη στις αρχές του 20ου αιώνα διαμορφώνει μία νέα κοινωνική τάξη πολιτών που αναζητούν τις καλύτερες δυνατές συνθήκης διαβίωσης τους και ένα νέο περιβάλλον για να χτίσουν εκεί τις πολυτελείς ιδιωτικές τους κατοικίες.
Το σκηνικό που έχει διαμορφωθεί σε συνδυασμό με την κατεδάφιση των τειχών που είχε προηγηθεί περίπου το 1890 ανοίγει το δρόμο, ώστε ένας τόπος που μέχρι πρότινος φιλοξενούσε χωράφια και ρεματιές να γίνει πόλος έλξης για ευγενείς διαφόρων εθνικοτήτων που ζούσαν στη Θεσσαλονίκη.
Μία από τις περιπτώσεις αυτές είναι και η Ραχήλ Λαζάρ με καταγωγή από το Ισραήλ, στην οποία παραχωρείται το οικόπεδο στη σημερινή οδό Βαφοπούλου. Η Λαζάρ αναθέτει σε αρχιτέκτονα που δεν έχει γίνει γνωστός μέχρι σήμερα το χτίσιμο μίας διώροφης μονοκατοικίας στα μέσα της δεκαετίας του 1920 με έντονες νεοκλασικές και εκλεκτιστικές επιρροές, με τους εύπορους πολίτες να είναι σαφώς επηρεασμένοι από τα στοιχεία που έβλεπαν σε δημόσια κτίρια της εποχής, αλλά και τα οποία συναντώταν σε μεγαλουπόλεις της Ευρώπης.
Σύμφωνα με την μεταπτυχιακή διατριβή των Γαλατσίδου – Βασιλική για το θέμα, το κτίσμα εμφανίζεται για πρώτη φορά σε τοπογραφικό το 1928. Η σημερινή οδός Βαφοπούλου, ονομάζονταν τότε Ρήγα Φεραίου και το οικόπεδο της Λαζάρ έφτανε μέχρι την οδό Λασκαράτου.
Στις αρχές της δεκαετίας του 30′ η Λαζάρ παντρεύεται τον Ιταλό, Αρδουΐνι Φελονίκο, κάτι που αποτυπώνεται στο δισκάριο της ανατολικής πόρτας εισόδου του σπιτιού με την τοποθέτηση του γράμματος F.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και το κλίμα αντισημιτισμού που επικρατεί οδηγεί την Λαζάρ στην Αίγυπτο αφήνοντας τον Ισραηλίτη δικηγόρο Σολομών Μοδιάνο ως πληρεξούσιο διαχειριστή της περιουσίας της.
Ο πρώτος ένοικος που διαμένει στον πάνω όροφο του κτίσματος είναι ο δικηγόρος Γεώργιος Παλλάδης. Αυτό, σύμφωνα με την μεταπτυχιακή διατριβή «Η διατηρητέα κατοικία στην οδό Βαφοπούλου 17» αποδεικνύει το γεγονός ότι η οικία ήταν διαφοροποιημένη σε δύο ανεξάρτητα διαμερίσματα, ένα στο ισόγειο και ένα σε όροφο, έκτασης από 98,25 τετραγωνικά μέτρα το καθένα. Ο Παλλάδης δίνει 480.000 δραχμές τον χρόνο για να κάνει δικό του το κτίσμα για δύο χρόνια.
Το 1952 η Λαζάρ χάνει την κυριότητα του οικοπέδου εξαιτίας του νόμου που αναφέρεται στις «εχθρικές περιουσίες» με αποτέλεσμα η περιουσία της Ισραηλίτισσας να περνάει στα χέρια των Γερμανών και από εκεί στο Ελληνικό Δημόσιο. Παρά τις ενστάσεις που ακολούθησαν το καθεστώς δεν άλλαξε και το Ελληνικό Δημόσιο ξεκίνησε να μισθώνει το κτίριο σε πολίτες με δημοπρασίες τριετών ενοικιάσεων.
Οι προσωρινοί κάτοικοι είναι πολλοί και διαδέχονται ο ένας των άλλων, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι αρκετοί από αυτούς προχωρούν σε κινήσεις ώστε να παρατείνουν την παρουσία τους στο οίκημα και μετά το πέρας της τριετούς ενοικίασης.
Ο μακροβιότερος ενοικιαστής του κτίσματος είναι η Φωτεινή Λαλώση που διέμενε στον όροφο από το 1965 έως το 1990 αρχικά με τον άνδρα της και μετά το θάνατο του, με τον γιο της. Από τα μέσα της δεκαετίας του 90 και έως το 2007 ο Ευριπίδης Αθανασιάδης, παρά το γεγονός ότι δεν καταφέρνει να διεκδικήσει το οίκημα νομικά, παραμένει σε αυτό μέχρι και τον θάνατο του.
Το 2008, η ΕΛ.ΑΣ εκφράζει ενδιαφέρον για την αγορά του ακινήτου και τη δημιουργία γραφείων στο οικόπεδο, όμως τελικά το σχέδιο δεν προχωράει καθώς απαιτούνταν μεγαλύτερος χώρος, ενώ τον Μάρτιο του 2009 το οίκημα χαρακτηρίζεται μνημείο μετά από εισήγηση της Εφορίας Νεότερων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας προς το Υπουργείο Πολιτισμού και έτσι η κατεδάφιση του γίνεται απαγορευτική.
Ενδιαφέρον για την παραχώρηση και αξιοποίηση του χώρου εκφράστηκε και από την Εφορεία Νεότερων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας και από το Λύκειο Ελληνίδων, όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις παρέμεινε φιλολογικό.
Η μεταπτυχιακή διατριβή των Γαλατσίδου – Βασιλική, αλλά και οι αντιδράσεις των κατοίκων της περιοχής ευαισθητοποιούν προς το τέλος του 2013 τη Διεύθυνση της Εφορείας Νεότερων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας η οποία προχωράει στην αποκατάσταση μέρους της στέγης, αλλά και στην αντικατάσταση των υδρορροών.
Τα επόμενα χρόνια στους χώρους ενός πάλαι ποτέ «στολιδιού» της Θεσσαλονίκης διαμένουν άστεγοι, ενώ οι διαμαρτυρίες των κατοίκων γίνονταν ολοένα και πιο συχνές μιας και στο οικόπεδο άρχισε πλέον να υπάρχει πυκνή άγρια βλάστηση που δημιούργησε φόβους για την εμφάνιση φιδιών.
Ένας χώρος που αφέθηκε στη μοίρα του, αφού ποτέ δεν έγινε μία ουσιαστική προσπάθεια για την συντήρηση του.
Το 2020 ο κήπος του οικοπέδου καθαρίστηκε, αλλά το κτίριο οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια προς την ολοκληρωτική του καταστροφή.
Σοβάδες που έπεφταν στα γύρω πεζοδρόμια, γάτες που κατοικούν στο εσωτερικό του και μία κορδέλα «Προσοχή Κίνδυνος, Πτώση Υλικών», δεν θυμίζουν σε τίποτα τις ένδοξες ημέρες του παρελθόντος του ιστορικού αρχοντικού της Βαφοπούλου.
Διαβάστε επίσης…
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ