Το ερειπωμένο αρχοντικό της Ευζώνων: Ο αγαπητός στην πόλη γιατρός και το σκοτεινό οικογενειακό μυστικό
Από αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα σε κουφάρι - Το αρχοντικό που σώπασε και η ιστορία που το συνοδεύει
Όλα αυτά τα χρόνια η parallaxi έχει διηγηθεί μέσα από τα άρθρα της, την ιστορία -σχεδόν όλων- των αρχοντικών της Θεσσαλονίκης που κάποτε ήταν αρχιτεκτονικά διαμάντια και σήμερα είτε παραμένουν ερειπωμένα, εγκαταλελειμμένα, παραδόμενα στη φθορά του χρόνου, είτε έχουν εξαφανιστεί από τον χάρτη της πόλης.
Ένα από αυτά λοιπόν είναι το αρχοντικό της οδού Ευζώνων στον αριθμό 24, τα μυστικά και κομμάτι της ιστορίας του οποίου έχουμε παρουσιάσει και στο παρελθόν.
Επανερχόμαστε ξανά σε αυτό προσθέτοντας μερικά ακόμη στοιχεία για την ιστορία των ενοίκων του, αλλά και εξαιτίας της πικρής διαπίστωσης ότι ένα ακόμη «διαμάντι» της παλιάς Θεσσαλονίκης στέκει σαν κουφάρι, με τις αρμόδιες αρχές να μην είναι πολλές φορές σε θέση να κάνουν κάτι γι’ αυτά εξαιτίας των δαιδαλωδών διαδρομών γύρω από το ιδιοκτησιακό καθεστώς.
Όπως ακριβώς συμβαίνει και με το αρχοντικό αυτό.
Οι μοναδικές αναμνήσεις από το κτίριο, οι δύο επιγραφές που υπάρχουν εξωτερικά από αυτό στην είσοδο της κεντρικής πόρτας.
Α. ΠΕΣΤΕΜΑΛΤΖΙΑΝ
ΙΑΤΡΟΣ ΠΑΘΟΛΟΓΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΠΕΣΤΕΜΑΛΤΖΙΑΝ
ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΣ
ΠΤΥΧ. ΠΑΝΕΠ. ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΙΣΙΩΝ
ΑΚΤΙΝΕΣ Χ
Ο Α. Πεστεμαλτζιάν, παθολόγος, όπως μαρτυρά και η σχετική επιγραφή, ήταν ιδιαίτερα ξακουστός γιατρός στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα έτυχε μεγάλης εκτίμησης στους Εβραίους της πόλης.
Επρόκειτο για ένα εξέχων μέλος της αρμενικής κοινότητας της πόλης, αλλά και ένας εκ των κορυφαίων Θεσσαλονικιών Αρμενίων γιατρών της οθωμανικής εποχής και του μεσοπολέμου που είχαν σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη.
Στη σελίδα Ashtarak Selaniki στο Facebook, που ασχολείται με την επιθεώρηση αρμενικών θεμάτων, διαβάζουμε σχετικά με την ετυμολογία του επιθέτου του Α. Πεστεμαλτζιάν.
Πεστεμάλ (με το σ παχύ), στα τούρκικα (από τα περσικά), είναι η χνουδωτή πετσέτα λουτρού, που τη φοράνε στο πίσω μέρος του σώματος (püşt) και τη φέρνουν μπροστά, σταυρωτά, και τη δένουν κόμπο στον αφαλό τους. Αυτός που φτιάχνει ή πουλάει πεστεμάλια λέγεται πεστεμαλτζής και οι καταγόμενοι από αυτόν Πεστεμαλτζιάν.
Peştemal (پشتمال): Peştemal, hamam havlusu. (Farsça)
Püştmal: Peştemal. (Farsça)
Ο γιατρός Πεστεμαλτζιάν παρείχε τις υπηρεσίες του στο εβραϊκό κοινοτικό πολυϊατρείο «Μπικούρ Χολίμ» της Θεσσαλονίκης, ενώ επισκέπτονταν στα σπίτια τους, τους Εβραίους ασθενείς.
Μάλιστα, βοήθησε πάρα πολλούς Εβραίους της Θεσσαλονίκης στην περίοδο της Κατοχής και γι’ αυτό το λόγο ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στην εβραϊκή τοπική κοινότητα.
Η οικονομική συμβολή των Αρμενίων άλλωστε υπήρξε καθοριστική στον εκσυγχρονισμό και στη δυτικοποίηση της Θεσσαλονίκης όσο αυτή τελούσε υπό τον οθωμανικό ζυγό.
Στην ιστοσελίδα armenika.gr διαβάζουμε σχετικά:
«Στα τέλη του 19ου αιώνα, τα κύρια επαγγέλματα που ασκούσαν οι Αρμένιοι της πόλης ήταν αρχιτέκτονες μηχανικοί και ανώτεροι υπάλληλοι σιδηροδρομικών εταιρειών της Ανατολής, υπάλληλοι ταχυδρομείων, στρατιωτικοί γιατροί και φαρμακοποιοί. Εκτός από αυτές τις θέσεις, κάποιοι εργάζονταν ως δάσκαλοι ξένων γλωσσών σε σχολεία και μερικοί ως γεωπόνοι, δασονόμοι και ειδικοί επιστήμονες στην πρότυπη γεωργική σχολή. Η εικόνα αυτή άλλαξε άρδην μετά τη μικρασιατική καταστροφή, καθώς βασική ενασχόληση των Αρμενίων έγινε πλέον το εμπόριο και η βιοτεχνία.
Η συμμετοχή των Αρμενίων στην πρώτη Διεθνή Έκθεση το 1926 ήταν κάτι παραπάνω από αξιόλογη και έδειξε με καταφανή τρόπο τη συμβολή του αρμενικού στοιχείου στην ανάπτυξη της πόλης. Τα επόμενα χρόνια, αρκετοί Αρμένιοι επιχειρηματίες σημειώνουν μεγάλες επιτυχίες στο κομμάτι της δημιουργίας αγαθών λιανικής πώλησης. Παράλληλα, οι πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής αποτελούν το καλύτερο εργατικό δυναμικό, καθώς είναι μορφωμένοι και διαθέτουν υψηλή τεχνογνωσία. Έτσι, τεράστιο πλήθος Αρμενίων εργάζονται αρχικά ως εργάτες γενικού ενδιαφέροντος, και σταδιακά εξελίσσονται σε μικροεπαγγελματίες, με συνοικιακά καταστήματα στις γειτονιές της Αγίας Παρασκευής, της Τούμπας, του Χαριλάου, της Άνω Πόλης, και φυσικά του Αρμενοχωρίου. Επιπλέον, καθόλη τη διάρκεια της παρουσίας τους, οι Αρμένιοι ήταν εξαιρετικοί τεχνίτες με σπουδαίες διακρίσεις στον χώρο της χρυσοχοΐας και της αργυροχοΐας».
Ο τάφος του Πεστεμαλτζιάν βρίσκεται σε περίοπτη θέση στο αρμενικό κοιμητήριο της Θεσσαλονίκης.
Μετά το θάνατό του, στο σπίτι αυτό συνέχισαν να μένουν οι δύο κόρες του.
Και εκεί κρύβεται η σκοτεινή ιστορία του αρχοντικού, όπως την είχε καταγράψει πριν λίγα χρόνια στην parallaxi, αλλά και στο προσωπικό του ιστολόγιο «Λέξεις Ανακατεμένες» ο blogger Κ.Iganο.
Την ιστορία, διηγήθηκε στον K. Igano, η Αγγελίνα, κόρη του Α. Πεστεμαλτζιάν και μικρότερη αδελφή της Μαρίας Πεστεμαλτζιάν.
Η ιστορία αφηγείται τη ζωή της Αγγελίνας, μιας γυναίκας που μεγάλωσε σε μια εύπορη αλλά συναισθηματικά ψυχρή οικογένεια. Στα χρόνια της εφηβείας της γνώρισε τον Άγγλο στρατιώτη Κλίφορντ και βρήκε σε αυτόν την πρώτη της αγάπη, όμως η μεγαλύτερη αδελφή της, Μαρία, διέλυσε τη σχέση τους από ζήλια και κοινωνικούς περιορισμούς. Η Αγγελίνα έμεινε σημαδεμένη, γεμάτη θυμό και ενοχές, πιστεύοντας αργότερα ότι προκάλεσε με τις προσευχές της τον θάνατο της αδελφής της.
Όταν νόσησε από καρκίνο και επιβίωσε παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις, θεώρησε ότι έπρεπε να τιμωρήσει τον εαυτό της για όσα πίστευε ότι είχε προκαλέσει. Έζησε για δεκαετίες σε ακραία εξαθλίωση, χωρίς βασικές ανέσεις, αρνούμενη να πουλήσει το αρχοντικό της ή να δεχτεί βοήθεια. Η ζωή της συνδέθηκε με το «σύνδρομο του Διογένη», καθώς το σπίτι της ήταν γεμάτο σκουπίδια.
Παρά τις προσπάθειες γειτόνων και γνωστών να τη βοηθήσουν, η Αγγελίνα επέλεξε την απομόνωση. Στα 86 της χρόνια εξαφανίστηκε ξαφνικά από τη γειτονιά, αφήνοντας πίσω της μια ιστορία που έμοιαζε περισσότερο με θρύλο παρά με πραγματικότητα.
Αναλυτικά τα όσα είχε γράψει στην parallaxi ο K. Igano:
H φαντασμαγορική εξωτερική όψη του αρχοντικού της οδού Ευζώνων δημιουργούσε μια ψευδαίσθηση για αυτό που κρυβόταν στο εσωτερικό του.
Η μικρή Αγγελίνα που ζούσε μέσα σε αυτό ένιωθε μόνη και διψασμένη για στοργή. Αγκάλιαζε τις ακριβές γούνες της μητέρας της για να βρει ένα υποκατάστατο μιας ζεστής αγκαλιάς που δεν δεχόταν ποτέ από την οικογένεια της.
Πήγαινε στο Καλαμαρί. Σε μια Ελληνογαλλική σχολή. Ο πατέρας της ένας αξιότιμος γιατρός. Η μεγαλύτερη της αδερφή η Μαρία πετυχημένη οδοντίατρος με σπουδές στο Παρίσι.
Και ήρθαν οι σκοτεινές ημέρες της Γερμανικής κατοχής. Άνθρωποι πέθαιναν στον δρόμο υποσιτισμένοι. Η οικογένεια της Αγγελίνας λόγω της οικονομικής ευμάρειας τα κατάφερνε λίγο καλύτερα από τις υπόλοιπες.
Το 44 έφυγαν οι Γερμανοί και εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη οι Άγγλοι για να ελέγξουν τις αναταραχές που δημιουργήθηκαν. Μέσα σε αυτούς και ο Clifford. Η μοναδική της αγάπη. Η Αγγελίνα είχε γίνει 16 ετών. Κάνανε βόλτες στην παραλία μόνοι τους. Δεν της άγγιξε ούτε το χέρι. Από σεβασμό και όχι επειδή δεν την ποθούσε. Στο πρόσωπο του η Αγγελίνα έβλεπε την απελευθέρωση από ένα άδειο από συναισθήματα σπίτι και την είσοδο σε έναν πρωτόγνωρο πραγματικό κόσμο αγάπης.
Κάποια στιγμή τα Αγγλικά στρατεύματα έπρεπε να αποχωρίσουν. Ο Clifford πήρε την διεύθυνση της για να αλληλογραφούν και της υποσχέθηκε ότι μια ημέρα θα γύριζε πίσω για να την παντρευτεί. Οι μήνες πέρασαν όμως και δεν φάνηκε ούτε αυτός αλλά ούτε και κάποιο γράμμα του.
Μια ημέρα εισέβαλε κρυφά μέσα στο δωμάτιο της αδερφής της. Ανακάλυψε κάτι γράμματα σταλμένα από έναν Άγγλο στρατιώτη. Ήταν φίλος του Clifford και η αδερφή της η Μαρία αλληλογραφούσε μαζί του. Άρχισε να τα περιεργάζεται ένα ένα. Πάγωσε η ανάσα της με αυτό που βρήκε γραμμένο σε κάποιο από αυτά «Κρίμα που τελικά η αδερφή σου ήθελε να χαλάσει την σχέση της με τον φίλο μου».
Μεγάλη ντροπή εκείνα τα χρόνια να παντρευτεί η μικρή αδερφή και η μεγάλη να είναι στο ράφι. Γι’ αυτό και η Μαρία φρόντισε να χαλάσει το ειδύλλιο. Είχε σχίσει όλα τα γράμματα που είχαν έρθει για την Αγγελίνα και έγραψε στον φίλο της για την υποτιθέμενη επιθυμία της αδερφής της να τελειώσουν όλα με τον Clifford.
Ο καυγάς που ξέσπασε ανάμεσα τους θύμιζε αρένα με παλαιστές χωρίς κανόνες. Η Μαρία πιο χειροδύναμη την έβαλε κάτω και την χτυπούσε χωρίς τέλος. Η Αγγελίνα προσποιήθηκε την νεκρή για να σωθεί.
Ο καιρός πέρασε και αρκετοί άντρες παρέλασαν από το σπίτι ενδιαφερόμενοι για την Αγγελίνα αλλά η Μαρία έβρισκε πάντα έναν τρόπο για να τους αποθαρρύνει και να τους διώχνει. Της κατέστρεφε συνεχώς όλα τα όνειρα της.
Ο θυμός της Αγγελίνας ήταν πλέον ηφαίστειο που ξεχείλιζε λάβα ανεξέλεγκτα. Προσευχήθηκε με όλη την δύναμη της ψυχής της στον Θεό και τον παρακάλεσε να πεθάνει η αδερφή της.
Μετά από λίγα χρόνια η Μαρία πέθανε τελικά από καρκίνο. Από την ίδια αρρώστια που είχαν χάσει την ζωή τους και ο πατέρας της και η μητέρα της. Η Αγγελίνα πιστεύοντας ότι αυτή προκάλεσε τον θάνατο μέσω της προσευχής της, ορκίστηκε για εξιλέωση. Θα ζούσε σαν κατακάθι για την υπόλοιπη ζωή της προκειμένου να πληρώσει το κακό που πίστευε ότι δημιούργησε.
Ο καρκίνος πέρασε και από αυτήν με τους γιατρούς να κάνουν διάγνωση ότι της μένουν λίγοι μήνες. Άρχισε να ξεπουλάει την ακίνητη περιουσία της και να ξοδεύει τα χρήματα ανεξέλεγκτα περιμένοντας το τέλος της. Το τέλος δεν ήρθε όμως. Ο καρκίνος νικήθηκε.
Συνέχισε να ζει ηθελημένα σαν καταραμένη. Τριάντα χρόνια χωρίς θέρμανση, ρεύμα και νερό και τρώγοντας από τα συσσίτια της εκκλησίας. Της κάνανε πρόταση να πουλήσει το αρχοντικό για 800.000 ευρώ. Δεν δέχτηκε. Ήθελε να συνεχίσει να τιμωρείται μέσα στο σπίτι που προκάλεσε το υποτιθέμενο έγκλημα. Αυτός θα ήταν ο τόπος βασανισμού της μέχρι να πεθάνει.
Έφτασε και η ώρα που εμφανίστηκε και ο γράφων της ιστορίας. Προσπάθησε να την στηρίξει αλλά ο αγώνας ήταν δυσυπέρβλητος . Απευθύνθηκε σε δημόσιες υπηρεσίες και χτύπησε αρκετές πόρτες για βοήθεια αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. Δίνανε ραντεβού για να πάνε να ετοιμάσουν τα χαρτιά για να πάρει μια σύνταξη αλλά αυτή πάντα έλειπε.
Τον εμπιστεύτηκε μια ημέρα και τον έβαλε στο σπίτι. Το ανατρίχιασμα που ένιωσε όταν μπήκε μέσα δεν το ξέχασε ποτέ. Λόφοι σκουπιδιών με στενούς διαδρόμους ανάμεσα τους που περνούσες μετά βίας. Η δυσωδία πότιζε τον χώρο ασφυκτικά. Αργότερα έμαθε ότι αυτή η πάθηση ονομάζεται το σύνδρομο του Διογένη. Το ότι κατάφερε να επιβιώσει ένας άνθρωπος σε τέτοιες άθλιες συνθήκες υγιεινής μέχρι την ηλικία των 86 ήταν ένα σύγχρονο θαύμα.
Ήθελαν να την βάλουν σε γηροκομείο οι άνθρωποι της γειτονιάς αλλά αυτή ούτε να το ακούσει δεν ήθελε. Την άρεσε να σουλατσάρει στους δρόμους με τις ώρες. Ένας τέτοιος εγκλεισμός θα την διέλυε.
Μια μέρα το σπίτι πήρε φωτιά. Το αξιοσημείωτο ήταν πως δεν είχε συμβεί τόσα χρόνια με τα κεριά συνέχεια αναμμένα δίπλα από στοίβες βρόμικων χαρτιών που πέφτανε. Την έβαλαν για λίγες ημέρες σε ένα κέντρο φιλοξενίας και την έδιωξαν μετά.
Την βρήκε ο γράφων για τελευταία φορά στην εξωτερική σκάλα του σπιτιού και τα είπανε. Ήταν ικανή να σου μιλάει για 2 ώρες όρθια χωρίς να νιώθει καθόλου κούραση στα πόδια.
Τις επόμενες φορές που πέρασε δεν ήταν εκεί. Μίλησε με άτομα της γειτονιάς αλλά κανείς δεν ήξερε πού ακριβώς πήγε. Επικοινώνησε με την αστυνομία και δεκάδες γηροκομεία αλλά δεν την βρήκε ποτέ. Η κύρια Αγγελίνα χάθηκε όπως την γνώρισε. Σαν ένας μύθος.
* Όπως τα έζησα και μου τα αφηγήθηκε η ίδια η Αγγελίνα