Τσιμισκή: Η ακτινογραφία του πιο διάσημου δρόμου της Θεσσαλονίκης
Η ιστορία του, η κατάσταση σήμερα και όσα θα συναντήσεις αν βρεθείς εκεί! Όσα ήθελες να ρωτήσεις και δεν ήξερες που!
Η Τσιμισκή είναι ο πιο γνωστός και πολύβουος δρόμος της πόλης. Το σήμα κατατεθέν του εμπορικού κόσμου και των διαδηλώσεων. Η μεγάλη βόλτα της πόλης στην αγορά. Διαχρονικά ττο σήμα κατατεθέν του εμπορικού κέντρου της. Η σφραγίδα της Θεσσαλονίκης.
Ένας από τους παλαιότερους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Ήταν εκείνος που ένωνε την Πύλη του Γιαλού (στη σημερινή πλατεία Εμπορίου, με την Πύλη του Ντεφτερντάρ χανέ, που βρισκόταν δίπλα στον Λευκό Πύργο. Ο δρόμος απείχε δεκάδες μέτρα από το θαλάσσιο τείχος και μέχρι το 1876, οπότε και σχηματίστηκε η οδός Προξένου Κορομηλά, ήταν ο νοτιότερος μεγάλος δρόμος της πόλης.
Η σημερινή οδός Αγίου Μηνά είναι το μοναδικό διασωζόμενο κομμάτι αυτού του αρχαίου δρόμου. Μετά την πυρκαγιά του 1890 ο δρόμος διαπλατύνθηκε και ευθυγραμμίστηκε. Αρχικά λεωφόρος διπλής κυκλοφορίας, που αργότερα μονοδρομήθηκε με κατεύθυνση τα δυτικά, ξεκινάει από την περιοχή των Λαδάδικων, όπου ο δρόμος συνεχίζει με το όνομα Πολυτεχνείου και φτάνει μέχρι την Χ.Α.Ν.Θ., όπου ο δρόμος συνεχίζει με την ονομασία Λεωφόρος Στρατού.
Με λίγα λόγια διανύει όλο το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Πριν από τους βαλκανικούς πολέμους, ο μεγάλος αυτός δρόμος είναι γνωστός ως Δεύτερη Παράλληλος.
Το 1913 και αφού η πόλη έχει απελευθερωθεί, ονομάζεται οδός Ιωάννη Τσιμισκή, αν και για ένα διάστημα έφερε την ονομασία οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα κτίρια εντός της καταστράφηκαν στην μεγάλη πυρκαγιά του 1917 και ξαναχτίστηκαν από την αρχή.
Η πρώτη Τσιμισκή ήταν πιο πάνω. Η παλιά οθωμανική οδός Καπάνατζα (τουρκ. Kapanaca), βασική αρτηρία της πόλης, η οποία ένωνε την πλατεία Εμπορίου με τη σημερινή πλατεία Φαναριωτών. Μετά την απελευθέρωση του 1912, ο δρόμος αυτός μετονομάστηκε σε Ιωάννου Τσιμισκή. Με την πυρκαγιά του 1917 και τη χάραξη της νέας Τσιμισκή του σχεδίου Εμπράρ παράλληλα προς την παραλιακή, το δυτικότερο τμήμα της παλιάς Καπάνατζα –μεταξύ Βενιζέλου και πλατείας Εμπορίου– επιβίωσε ως αυτόνομος δρόμος και ονομάστηκε Αγίου Μηνά.
Από το 1930, αρχίζει και παίρνει την μορφή εμπορικού δρόμου και τα μαγαζιά ανοίγουν το ένα μετά το άλλο. Εμπορικά καταστήματα, καφέ, εστιατόρια. Μέχρι το 1950, η Τσιμισκή έφτανε μέχρι την Διαγώνιο όπου μονοκατοικίες και μια μεγάλη αλάνα κάλυπταν τον υπόλοιπο χώρο μέχρι την Εθνικής Αμύνης. Με την κατεδάφισή τους το 1955, πήρε την σημερινή της μορφή. Ήταν μέχρι πρότινος ο ακριβότερος εμπορικός δρόμος της πόλης, αλλά με την κρίση πολλά μαγαζιά έκλεισαν, άλλα άλλαξαν μορφή και η Τσιμισκή έγινε αρκετά προσιτή για όλα τα οικονομικά στρώματα καθώς δρόμοι όπως η Μητροπόλεως και η Κορομηλά έγιναν οι Βία Μόντεναπολεόνε της Θεσσαλονίκης αφήνοντας την Τσιμισκή στη μοίρα των πολυεθνικών αλυσίδων φτηνών ενδυμάτων.
Την Τσιμισκή μέχρι το ξήλωμα του διέσχιζε το τραμ το οποίο έστριβε στην Αγίου Μηνά στην απόληξη του.
Στην Τσιμισκή φιλοξενήθηκαν σε ορόφους θρυλικά εστιατόρια όπως το Βήτα Βήτα στη γωνία με Καρόλου Ντιλ, νεωτερίστικα όπως το Meat Me στα Λαδάδικα, το Όριεντ του Νίκου Στεφανίδη με έθνικ κουζίνα και μουσικές. Παλαιότερα το περίφημο καφενείο του Γκιγκιλίνη στη γωνία με Χρ. Σμύρνης, η Εκάλη στην Π. Πατρών Γερμανού, το ζαχαροπλαστείο του Φλόκα εκεί που σήμερα είναι το Dil, που έκλεισε το 1978, το εστιατόριο ΗΒΗ, η Αστόρια στην Τσιμισκή 55, το πρώτο Tifanys του Λάκη Ραπτάκη ως ζαχαροπλαστείο πάνω στο δρόμο, το Green House του Σγουρή προς την Αριστοτέλους.
Η Τσιμισκή αποτέλεσε τον ορισμό του πλούτου, της χλιδής και δύναμης της πόλης. Εκεί άνοιγαν για πρώτη φορά τα πιο γνωστά μαγαζιά, οι ξένες αλυσίδες κλπ. Απευθύνεται κυρίως στην «μεσοανώτερη» τάξη σε αντίθεση με την Εγνατία, Αγίας Σοφίας που μπορείς να βρεις πιο οικονομικές τιμές. Η Τσιμισκή ήταν πάντα το σύμβολο της λάμψης της πόλης, ο δρόμος της καταξίωσης. Εκεί δοκίμαζαν την τύχη τους οι νέες αφίξεις και τα πρώτα εμπορικά κέντρα.
Ο δρόμος άρχισε να αλλάζει και ουσιαστικά να ακολουθεί την πορεία μεγάλων εμπορικών δρόμων της Ευρώπης την δεκαετία του 90′ με το άνοιγμα των πρώτων αλυσίδων φτηνών ρούχων που συναντά κάνεις σε όλες τις μητροπόλεις της Γης. Η επέλαση της ZARA με όλα της τα brand, σε δεκάδες καταστήματα του δρόμου, άνοιξε την όρεξη σε πάρα πολλές άλλες φίρμες της ίδιας λογικής.
Στο δρόμο λειτουργούσαν μερικά από τα πιο ιστορικά πολυκαταστήματα της Θεσσαλονίκης. Ο Fokas (Attica), ο Λαμπρόπουλος (ZARA) και ο Κατράντζος αποτέλεσαν σημεία αναφορά της πόλης. Οι βιτρίνες τους, σηματοδοτούσαν τις αλλαγές των εποχών. Βέβαια υπήρχε και η Floka, η Φαμ Κιούκα, το Φαρμακείο Ζωγράφου, εκεί στεγάζονταν τα γραφεία της εφημερίδα της Μακεδονίας και του Ελληνικού Βορρά. Από τότε και μέχρι σήμερα ακόμα λειτουργούν ελάχιστα ιστορικά καταστήματα όπως το διαχρονικό Dil.
Ακόμη είναι ο μοναδικός δρόμος που απαγορεύονται τα τραπεζοκαθίσματα. Αυτό παλιά συνέβαινε και στην επίσης κεντρική οδό Μητροπόλεως, όπου πλέον επικρατεί το απόλυτο χάος και δεν υπάρχει χώρος να περάσεις από το πεζοδρόμιο σε σημεία της. Η Τσιμισκή ανθίσταται ευτυχώς και κανένας δήμαρχος δεν τόλμησε να τα επιτρέψει.
Στους ορόφους των ιστορικών κτιρίων της θα βρεις γραφεία, airbnb και ελάχιστα πια σπίτια. Η Τσιμισκή σφύζει από ζωή όλες τις ώρες της ημέρας, το πρωί γεμίζει με κόσμο που την διασχίζει για να πάει στη δουλειά του, το βράδυ με εκείνους που αναζητούν κάποιο μπαρ.
Πολλοί άστεγοι έχουν βρει καταφύγιο έξω από τα κλειστά καταστήματα της, πωλητές του δρόμου έχουν στήσει τους πάγκους τους με χειροποίητα κοσμήματα και πίνακες, μουσικοί συνοδεύουν τις στιγμές της με μελωδίες.
Στην Τσιμισκή υπάρχει το πιο πολυσύχναστο για τους πεζούς φανάρι της πόλης, στη γωνία με την Αριστοτέλους. H πιο δημοφιλής διάβαση της Θεσσαλονίκης και όσα πρέπει να ξέρεις για αυτήν:
H Parallaxi περπάτησε την Τσιμισκή και μέτρησε αναλυτικά τα καταστήματα που βρίσκονται σε λειτουργία.
Πιο συγκεκριμένα λειτουργούν 71 καταστήματα με ρούχα (εκ των οποίων 20 ξένες αλυσίδες), 24 με υποδήματα/παντόφλες, 24 με τσάντες αξεσουάρ, 14 με εσώρουχα/πυτζάμες/κάλτσες/κολάν και 9 με αθλητικά είδη.
Ακόμα θα βρεις 17 καταστήματα με φαγητό (κυρίως είδη φούρνου) και cafe-take away. Από εκεί και πέρα υπάρχουν 13 καταστήματα από εταιρείες τηλεπικοινωνιών/για gadget κινητών/καταστήματα με ηλεκτρικά είδη, 8 τράπεζες 5 φαρμακεία, 9 με οπτικά, 7 κοσμηματοπωλεία, 4 με είδη καπνού, 3 με είδη σπιτιού, 2 με ξηρούς καρπούς, 4 με καλλυντικά είδη, 6 ζαχαροπλαστεία, 3 με στρώματα/έπιπλα, 1 αρωματοπωλείο, 3 ανθοπωλεία, 1 studio tatto, 3 κομμωτήρια, 2 γραφεία τελετών και 2 φωτογραφικά.
Σε όλη την Τσιμισκή κλειστά παραμένουν 9 καταστήματα. Όπως εξηγεί η μεσίτρια Φένια Ασμενιάδου, κανένα από τα καταστήματα επί της Τσιμισκή δεν πωλείται.
«Στην πραγματικότητα τα διαθέσιμα είναι 2-3. Σκεφτείτε πως από την Διαγώνιο μέχρι την Βενιζέλου δεν υπάρχει κανένα διαθέσιμο προς ενοικίαση ακόμα και τα κλειστά. Συνήθως σε αυτά που είναι κλειστά υπάρχει κάποιο κόλλημα με την μισθώτρια εταιρεία ενδεχομένως»
Όπως μας κάνει γνωστό υπάρχει ενδιαφέρον από τους επιχειρηματίες για τα λίγα διαθέσιμα καταστήματα, ενώ όπως τονίζει οι τιμές ανά τετραγωνικό μέτρο στη Τσιμισκή διαφέρουν ανάλογα την ζώνη. Οι τιμές κυμαίνονται από 40/τ.μ. μέχρι 120/τ.μ. ανάλογα με το σημείο που βρίσκεται το ακίνητο.
Ένα από τα μεγάλα ζητήματα του δρόμου είναι το θέμα της φορτοεκφόρτωσης και μία βόλτα θα σε βοηθήσει να καταλάβεις πως οποιαδήποτε ώρα της ημέρας σταθμεύουν μεγάλα οχήματα για να ξεφορτώσουν χωρίς να τηρείται κανένας κανονισμός και κανένα πρόγραμμα. Όπως και παρκαρισμένα μηχανάκια πάνω στο πεζοδρόμιο.
Εκτός από τα καταστήματα ρούχων, βιβλιοπωλεία, ζαχαροπλαστεία, στην Τσιμισκή συναντάμε το μοναδικό εμπορικό κέντρο που βρίσκεται εντός του κέντρου της πόλης.
Πρόκειται για το παλιό κτίριο της Αυστροελληνικής Εταιρείας Επεξεργασίας Καπνού, το οποίο µετά το κλείσιμό της, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, εγκαταλείφθηκε για περίπου 20 χρόνια. Στα µέσα του 1990, άρχισε να ανακατασκευάζεται για να φιλοξενήσει το Εμπορικό Κέντρο Πλατεία, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1998 ως το πρώτο mall της πόλης.
Στη διαδικασία αποκατάστασής του, διατηρήθηκαν οι δύο κύριες όψεις προς τις οδούς Τσιμισκή και Βασ. Ηρακλείου, που αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της art-deco. Tα κτίρια της Αυστροελληνικής Εταιρείας Καπνού χτίστηκαν το 1928 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Α. Νικολόπουλου. Εντός του εμπορικού φιλοξενούνται σήμερα τα γραφεία της Αμερικάνικης πρεσβείας, με αποτέλεσμα πολλές πορείες να καταλήγουν εκεί, και να σημειώνονται και επεισόδια με μολότοφ και συμπλοκές επί της Τσιμισκή με Αριστοτέλους.
Λίγο πιο κάτω από το Πλατεία, η Στοά Χιρς φιλοξενεί και αυτή στους τρεις ορόφους της καταστήματα. Το κτίριο στέγαζε τα γραφεία της Ισραηλιτικής Κοινότητας της Θεσσαλονίκης, ενώ στο ισόγειο λειτουργούσαν εμπορικά καταστήματα.
Το 1969, μετά από μικρές ανακατασκευές του ισογείου, άρχισε η λειτουργία της στοάς που ένωνε την οδό Τσιμισκή με την οδό Μητροπόλεως. Στην πορεία παρήκμασε, έκλεισε για να ανοίξει ξανά ανακατασκευασμένη.
Διατηρήθηκε η όψη του κτιρίου στην οδό Τσιμισκή, προστέθηκαν κυλιόμενες σκάλες, στον πρώτο όροφο άνοιξε καφέ και εστιατόριο, ενώ κατά τα ανασκαφικά έργα βρέθηκαν αρχαία ευρήματα, όπως πηγάδια, δίκτυα αγωγών και μια κατασκευή από μεγάλους σχιστόλιθους, που διατρέχει όλο το βορειοανατολικό τμήμα του υπογείου.
Αποφασίστηκε η διατήρηση του τείχους στο υπόγειο του κτιρίου και η ανάδειξή του μέσα σε στεγανοποιημένο χώρο με γυάλινη οροφή. Απέναντι από την στοά συναντάμε το εντυπωσιακό κτίριο του Εμπορικού Επιμελητηρίου. Κτίριο του ύστατου νεοκλασικισμού, που χτίστηκε το 1929 και διασώζει ως σήμερα τα βασικά μορφολογικά χαρακτηριστικά του και τον εσωτερικό του διάκοσμο. Στην ίδια πλευρά του δρόμου στεγάζονταν το ιστορικό βιβλιοπωλείο της οικογένειας Μόλχο, και το επιβλητικό κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το ιστορικό εβραϊκό βιβλιοπωλείο Μόλχο ήταν το παλαιότερο βιβλιοπωλείο της πόλης. Στεγάστηκε στο ισόγειο του Μεγάρου Κόφφα, δεξιά της εισόδου του κτιρίου. Ήταν το μοναδικό βιβλιοπωλείο εκείνη την εποχή που διέθετε ξένα βιβλία και περιοδικά. Το βιβλιοπωλείο ξεκίνησε την πορεία του το 1888, επιβίωσε από την πυρκαγιά του ’17, τον ναζιστικό διωγμό των Εβραίων της πόλης, τον σεισμό του ’78, αλλά δεν γλίτωσε από την οικονομική κρίση και έκλεισε το Μάιο του 2008. Στην θέση του σήμερα τουριστικό γραφείο.
Το κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος κατασκευάστηκε την περίοδο 1928-1933, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αριστομένη Βάλβη, για να στεγάσει την Εθνική Τράπεζα. Η αρχική μελέτη άλλαξε λίγο πριν από την έναρξη των εργασιών, γιατί αποφασίστηκε να στεγαστεί στο κτίριο και η Τράπεζα της Ελλάδος, που μόλις είχε ιδρυθεί. Για την κατασκευή του κτιρίου χρησιμοποιήθηκαν πρωτοποριακές για την εποχή εκείνη μέθοδοι και υλικά. Η Εθνική Τράπεζα χρησιμοποιεί το τμήμα του κτιρίου προς την οδό Μητροπόλεως και η Τράπεζα της Ελλάδος το τμήμα προς την Τσιμισκή.
Τέλος, τα πολύ γνωστά σε όλους Λαδάδικα, χώρος διασκέδασης ποτού, χορού και φαγητού είναι ένα από τα πιο πολυσύχναστα σημεία της πόλης για διασκέδαση και ξεκινούν αμέσως μετά το τεράστιο κτίριο της Εθνικής. Η ονομασία «Λαδάδικα» προέρχεται από τα μαγαζιά που υπήρχαν στην περιοχή και πουλούσαν προϊόντα λαδιού. Η όλη περιοχή χρησιμοποιούνταν σαν κεντρική αγορά και παζάρι. Φιλοξενούσε πολλά μαγαζιά και εμπόρους με πληθώρα προϊόντων. Σταδιακά και ως την δεκαετία του 1980, στην περιοχή δεν υπήρχε πλέον τίποτα άλλο παρά αποθήκες και ξενοδοχεία ημιδιαμονής.
Τα βράδια λειτουργούσε ως υπαίθριος χώρος αγοραίου έρωτα μέχρι το 1985, που τα κτίρια αναστήθηκαν από την τέφρα τους, η περιοχή ανακηρύχθηκε διατηρητέα αναπαλαιώθηκαν τα περισσότερα κτίρια και άρχισαν να λειτουργούν ως ταβέρνες, μπαρ και ρεστοράν. Ντόπιοι και τουρίστες λάτρεψαν τα Λαδάδικα για τα οποία τραγούδησε το 1994 ο Δημήτρης Μητροπάνος, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. Ένα τραγούδι του Θεσσαλονικιού στιχουργού Φίλιππου Γράψα, πολλά από τα τραγούδια του οποίου έχουν ως σημείο αναφοράς την πόλη.
Επί της οδού Τσιμισκή υπάρχει και ναός. Μπορεί να μην είναι μεγάλος και επιβλητικός, όπως έχουμε συνηθίσει τις εκκλησίες, αλλά είναι σε ένα κεντρικό χαρακτηριστικό σημείο του δρόμου. Το παρεκκλήσιο της Παναγίας Ελεούσης, σύμφωνα με μαρτυρίες, υπήρχε ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και ανακατασκευάστηκε το 1978, ύστερα από απόφαση της Μονής Αγίας Θεοδώρας.
Στο παρεκκλήσι αυτό εκλέγονταν οι επίσκοποι από την Τοπική επαρχιακή σύνοδο, για όσο ίσχυε στην Θεσσαλονίκη ο θεσμός αυτός. Εντός του φυλάσσεται η εικόνα της Παναγίας της Ελεούσης, στην οποία συναντάμε μια επιγραφή που δεν υπάρχει σε άλλη εικόνα και λέει «Ἡ Ἄχραντος καί Μεσίτρια τῶν Χριστιανῶν, τό πῦρ κρατοῦσα, θαῦμα τό πῶς οὐ φλέγεται». Στο υπόγειο του ναού διασώζεται μέχρι σήμερα βυζαντινή κινστέρνα με κίονες και σταυροθόλια, μέσα στην οποία υπάρχει πηγή αγιάσματος. Μια ιστορία λέει πως λίγες μέρες πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η πηγή κόχλαζε και το νερό είχε κοκκινίσει, γεγονός πού οι τότε προσκυνητές θεώρησαν σημάδι.
Στο τέλος της οδού Τσιμισκή στέκει επιβλητικό το κτίριο της ΧΑΝΘ, που καταλαμβάνει ένα οικοδομικό τετράγωνο. Η ΧΑΝΘ στεγάζεται σε ένα από τα πιο ιστορικά κτίρια της Θεσσαλονίκης. Βασίζεται στη μελέτη και τα σχέδια του αρχιτέκτονα Μαρίνου Δελλαδέτσιμα, και το συνολικό εμβαδόν των χώρων του είναι περίπου 7.500 τμ. Ο θεμέλιος λίθος τοποθετήθηκε το 1924 και η διαδικασία ανέγερσης ολοκληρώθηκε δέκα χρόνια αργότερα, το 1934. Εντάσσεται αρχιτεκτονικά στη νεοκλασική περίοδο της δεκαετίας του 1920. Στο κτίριο, συναντιούνται οι μορφολογικές επιρροές του Γάλλου αρχιτέκτονα Ερνέστου Εμπράρ, η νεοαποικιακή αρχιτεκτονική, καθώς και το βυζαντινό στοιχείο. Το μέγαρο εντάσσεται ομαλά στο νέο αστικό αρχιτεκτονικό ιδίωμα που απέκτησε η Θεσσαλονίκη κατά την ανασυγκρότησή της, μετά την πυρκαγιά του 1917.
Εσωτερικά, το κτίριο περιλαμβάνει πολλούς χώρους, που κατά καιρούς φιλοξένησαν πολλαπλές λειτουργίες άλλων φορέων. Από το 1952 μέχρι το 2000, ο 3ος όροφος στέγαζε τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και το Αναγνωστήριο του Δήμου Θεσσαλονίκης. Για πολλά χρόνια, στο κτίριο λειτούργησαν το 1ο Νυχτερινό Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης και η Στέγη Σπουδαστή για άπορους φοιτητές από την επαρχία. Στην πλευρά του κτιρίου προς την οδό Τσιμισκή λειτουργεί το ιστορικό Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ, που έχει φιλοξενήσει εξαιρετικές θεατρικές παραστάσεις, που έγιναν γνωστές σε όλη την Ελλάδα. Στο εσωτερικό υπάρχει ναΐσκος αφιερωμένος στον Άγιο Στέφανο, το ιστορικό κλειστό γήπεδο μπάσκετ, το πρώτο κλειστό γήπεδο μπάσκετ στην Ελλάδα, αφιερωμένο στη μνήμη του Τάκη Ταλιαδώρου, διεθνή Έλληνα καλαθοσφαιριστή, αλλά και η μοναδική κλειστή θερμαινόμενη πισίνα του κέντρου της πόλης.
Ακόμα στη Τσιμισκή 58 υπάρχει μία εξαιρετική πρόσοψη κτιρίου που μόνο απαρατήρητη δεν περνάει.
Κατασκευάστηκε το 1929, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Τζώνη και ήταν ιδιοκτησία των αδελφών Γκοβεδάρου και του Μαυροβίτη, εβραϊκής καταγωγής. Αρχικά σχεδιάστηκε σαν μέγαρο κατοικιών, όπως επέβαλλε η τάση της εποχής. Στην συνέχεια ωστόσο χρησιμοποιήθηκε για ξενοδοχείο, το ιστορικό Αστόρια. Στο ισόγειο λειτούργησε και το θρυλικό καφενείο Αστόρια, που αποτέλεσε στέκι για πλήθος εκπαιδευτικών και λογοτεχνών.
Στην Κατοχή επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και στέγασε το Τμήμα Στρατιωτικής Διαχείρισης της Στρατιωτικής Διοίκησης. Χαρακτηρίστηκε διατηρητέο το 1983. Από τις αρχές του 1970 μέχρι το 1984 λειτούργησε ως γυναικολογική κλινική, με την ονομασία «ΕΛΕΥΘΩ». Αργότερα λειτούργησε ως ωδείο , με παράλληλη χρήση του ισογείου από την SIEMENS από το 1967. Τελευταία του χρήση είναι αυτή του ινστιτούτου αισθητικής από το 2000 μέχρι και σήμερα.
Το κτίριο αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο, ημιώροφο, και πέντε ορόφους, εκ των οποίων ο τελευταίος αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη. Το υλικό κατασκευής είναι το οπλισμένο σκυρόδεμα, υλικό που είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται ευρέως εκείνη την εποχή.
Όπως τα περισσότερα κτίρια της εποχής του, οργανώνεται γύρω από υαλοσκεπές αίθριο και η κίνηση στο εσωτερικό του διανέμεται περιμετρικά του. Παρατηρούμε επίσης την υπερύψωση της γωνιακής απόληξης και την πυργοειδή στέγασή της. Το κτίριο αποτελεί πολύ ενδιαφέρον αντικείμενο μελέτης καθώς πέρα από τα εκλεκτικιστικά στοιχεία, διαθέτει στοιχεία από την Art Nouveau και την Art Deco, αλλά και μορφολογικά στοιχεία από το γαλλικό κλασικισμό και τη Second Empire.Οι όψεις διακοσμούνται με γείσα, στέγαστρα και πλούσια υπέρθυρα ενώ στο εσωτερικό η διακόσμηση περιλαμβάνει φυτικά στοιχεία.
*Με πληροφορίες από το βιβλίο “η διαδρομή την μνήμης” των Γ. Αναστασιάδη – Έ. Χεκίμογλου και από τα αρχεία της parallaxi