Είκοσι χρόνια μετά-Όσα θυμάμαι από την Πολιτιστική Πρωτεύουσα
Τέσερις γνωστοί δημοσιογράφοι της πόλης κάνουν για την parallaxi μια αποτίμηση του τι έγινε στη Θεσσαλονίκη ακριβώς είκοσι χρόνια πριν.
20 χρόνια πριν, τέτοιες μέρες, λίγο πριν την Πρωτοχρονιά του 1997, η Θεσσαλονίκη ετοιμαζόταν να υποδεχτεί το νέο έτος εστεμμένη ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης ’97. Η πόλη ένα ανοικτό εργοτάξιο με αρκετά έργα ακόμη σε εξέλιξη και δεκάδες εκδηλώσεις στο πρόγραμμα σε μεγέθη που δεν είχε ξαναδεί η Θεσσαλονίκη. Ζητήσαμε από τέσσερις δημοσιογράφους της πόλης που έζησαν από κοντά τη χρονιά εκείνη των μεγάλων προσδοκιών, να συγκεντρώσουν σε ένα σύντομο σχόλιο αυτά που “κρατούν” στο θυμικό τους από όλα όσα συνδέθηκαν με τον τίτλο εκείνο.
Η μεγάλη χίμαιρα – Βάνα Χαραλαμπίδου, Δημοσιογράφος
Το όραμα της Μελίνας. Η φαντασίωση του 1997. Η λαμπρή προοπτική. Η προσδοκία. Η μεγάλη χίμαιρα. Η διεκδίκηση του τίτλου. Η κινητοποίηση. Η μεθόδευση. Η σύμπραξη. Ο αγώνας. Η ελπίδα. Η μεγάλη ευκαιρία! Η επίτευξη του στόχου! Η Θεσσαλονίκη Οικουμενική Μητρόπολη του Πολιτισμού! Ο ενθουσιασμός. Ο πακτωλός των χρημάτων. Ο αρχικός σχεδιασμός. Η αλλαγή της εικόνας. Η επί χάρτου ανάπλαση. Τα διακόσια μικρά και μεγάλα έργα. Η ανασυγκρότηση της πολιτιστικής υποδομής. Η ενεργοποίηση των φορέων. Η συστράτευση της νεολαίας. Οι ιδέες. Τα καλύτερα μυαλά. Η διεθνοποίηση της πόλης. Η προβολή του ιστορικού παρελθόντος. Η ενθύμηση της πολυπολιτισμικότητας. Η ανάδειξη των νέων καλλιτεχνών. Οι διεθνείς συμπράξεις. Οι εκδηλώσεις. Οι εκδόσεις.
Σταδιακά συντελέστηκαν οι μεγάλες ανατροπές… Σαν την υγρασία εισχώρησαν παντού. Οι Θεσσαλονικάρχες. Οι κομματικοί. Οι μεγαλοκαρχαρίες των Αθηνών. Οι παραγοντίσκοι. Τα λαμόγια. Τα γεράκια. Οι ανάξιοι. Οι κουμπάροι. Οι παρατρεχάμενοι. Τα παράσιτα. Οι ισορροπίες. Τα συμφέροντα. Οι πελατειακοί τοπικισμοί. Οι κατασκευαστικές. Οι δεκαπλασιασμοί των προϋπολογισμών. Οι υπονομεύσεις. Οι παραιτήσεις. Οι εκπαραθυρώσεις. Οι αλλεπάλληλες αλλαγές διευθυντών. Τα «δώσε κι εμένα μπάρμπα». Οι ιδεοληψίες. Οι επαρχιωτισμοί. Οι αρπαχτές. Οι κομπίνες.Τα λαδώματα. Τα ρουσφέτια. Οι ίντριγκες.
Η απώλεια ελέγχου. Η κατασπατάληση. Η διασπάθιση. Η ματαίωση. Η ακύρωση. Η αποκαρδίωση. Η απογοήτευση. Η διάψευση. Η δυσφήμιση. Οι καταγγελίες. Η ποινικοποίηση. Τα δικαστήρια. Ο διασυρμός. Η χαμένη για πάντα ευκαιρία.
Η πληγή του ‘97. Και η Θεσσαλονίκη σταθερά εσωστρεφής και απομονωμένη βαλκανική επαρχία, πάντα ακλεής και αφανής.
Μάρα Τοπαρλάκη, Δημοσιογράφος/Υποψήφια Διδάκτωρ
Τη συλλογική υστερία θυμάμαι εγώ, ωσότου αποσυρθεί ταπεινωμένο το Ναύπλιο –συνυποψήφια πόλη για την ανάδειξη της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης ΄97- και ζητήσει έλεος από τα τοπικά ΜΜΕ ο εξουθενωμένος δήμαρχός της. Ο μικρομέγαλος θρίαμβος της αείποτε «νύφης του Βορρά» και μηδέποτε «πύλης των Βαλκανίων» προδιέγραψε τους χρόνους και τα μεγέθη προετοιμασίας, όσο τη φύση και τα απύθμενα βάθη των μεθεόρτιων: οικονομικούς ελέγχους, νομικά παρατράγουδα, πολεοδομικές ατασθαλίες και άλλες «κακοήθειες» που της αποδόθηκαν, τα οποία τείνω να αθροίσω στο γενικότερο ελληνικό παράδοξο μετά και την εμπειρία των Ολυμπιακών Αγώνων 2014 της Αθήνας…
Κατά τα λοιπά αποδείχτηκε μια ωραιότατη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, grandiosa (φαραωνική) και μπολμποτζού (γενναιόδωρη) αν κριθεί στον εργολαβικό διθύραμβο ενός μυθικού αριθμού εκδηλώσεων κι ενός ακαταλόγιστου κατασκευαστικού αποθέματος στο μείζον πολεοδομικό συγκρότημα αλλά και στην Αθωνική Πολιτεία, μην ξεχνάμε. Δεν της έλειψε τίποτα εδώ που τα λέμε…. ούτε τα δράματα των εξάπαντος πολιτικών διορισμών και των βροχηδόν παραιτήσεων σε επίπεδο διοίκησης/ καλλιτεχνικής διεύθυνσης ως το πάρα πέντε, ούτε οι αυξανόμενοι με γεωμετρική πρόοδο εργαζόμενοι και συνεργάτες ως το και πέντε, ούτε οι ανελέητες συσκέψεις Θεσσαλονίκης-Αθηνών για τον αενάως αναπροσαρμοζόμενο προϋπολογισμό, ούτε ο ευλογημένος επαρχιώτικος «κοσμοπολιτισμός» που αγνόησε ακόμα και τις στοιχειώδεις συμβατικές αξιώσεις (τηλεοπτική κάλυψη) στις συμβάσεις των ακριβοπληρωμένων καλλιτεχνικών γεγονότων, ούτε οι pop culture μαζικές διοργανώσεις, οι “προκλητικοί” νεωτερισμοί, οι ισχυρές δόσεις παράδοσης…
Υ.Γ.: …από όλα όσα αγαπήσαμε να μισούμε εκείνα τα χρόνια αποθησαύρισα λαμπρές εκδόσεις και «χασαπόχαρτο», τη γλύκα των δρώμενων στη «Μέλισσα», τη μέθεξη της κοσμοσυρροής στο λιμάνι των U2, τις συγκρούσεις τηλεοπτικών συνεργείων – σεκιουριτάδων κάτι ασθματικές καλοκαιρινές νύχτες στο Νταμάρι, τις «εφόδους» των αναπεπταμένων ράσων της οργής στο διατηρητέο πριν συνομολογηθούν οι όροι των «Θησαυρών του Αγίου Όρους», την αυταπάρνηση των Θεοδωρίδη-Λοΐζου στη διαχείριση του ακατόρθωτου, το μεταφυσικό κατευόδιο μιας συμπονετικά εξαϋλωμένης απ΄την ομίχλη πόλης…
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1997 π.ψ.-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2017 μ.ψ.
Γιώτα Μυρτσιώτη, Δημοσιογράφος
«Για ποιο πουκάμισο αδειανό, για ποιαν Ελένη;». Θυμάμαι συχνά αυτόν τον τίτλο της «Καθημερινής» την επομένη ενός ομηρικού καυγά σε μια από τις πολύωρες συνεδριάσεις στον Οργανισμό Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης-Θεσσαλονίκη 1997 (ΟΠΠΕ-Θ’97). Οι φωνές ακούγονταν ως τα σκαλιά του διατηρητέου κτιρίου κι εμείς γινόμασταν αδιάψευστοι μάρτυρες ενός επεισοδίου από το ατελείωτο σήριαλ της προετοιμασίας για τη διοργάνωση του πολιτιστικού θεσμού που γυρίζονταν ερήμην της πόλης.
Θυμάμαι εκείνον τον καυγά, όπως και τον αείμνηστο δήμαρχο Κωνσταντίνο Κοσμόπουλο, προεδρεύοντα του Οργανισμού να εγκαταλείπει τη συνεδρίαση οργισμένος-τα μάγουλά του έτρεμαν από θυμό- γιατί ήταν η πρώτη φορά από την ίδρυση του Οργανισμού (1993) που διαπιστώναμε πως, πράγματι, κάτι συνέβαινε στο βασίλειον της οδού Βασιλίσσης Όλγας.
Ήταν τέλη του 1995, προ ψηφιακής εποχής (π.ψ). Στη Θεσσαλονίκη δεν κυκλοφορούσε καμία τοπική καθημερινή εφημερίδα. Είχαμε ήδη χύσει πολύ μελάνι στις καλλιτεχνικές σελίδες για τη «συνωμοσία της σιωπής» (άλλος τίτλος) με την ανοχή τριών εποπτευόμενων υπουργείων. Καλλιτεχνικό πρόγραμμα δεν υπήρχε παρά μόνο σε γενικόλογες θεωρίες, κανένα έργο από τον μετέπειτα εκτενή κατάλογο δεν είχε ξεκινήσει -ακόμη μαγειρεύονταν- ούτε επίσημη ενημέρωση, οι φήμες ωστόσο οργίαζαν για μοιρασιά των εργολάβων, για συμφωνίες κάτω από το τραπέζι.
Όλα όμως ήταν ενδείξεις χωρίς αποδείξεις. Το κουβάρι «σκάνδαλο της Πολιτιστικής» για την κατασπατάληση δημοσίου χρήματος άρχισαν να ξετυλίγουν αργότερα τα εργοτάξια κατά τη διάρκεια της επίμαχης χρονιάς όπου ήταν φανερό ποιες εταιρείες μοιράστηκαν τα έργα, οι στοίβες εκδόσεων, τα πολυτελή δώρα, μετέπειτα οι καταγγελίες, οι προκαταρκτικές και οι δικογραφίες που είχαν πάρει το δρόμο της Δικαιοσύνης.
Για μας ήταν πλέον αργά. Η ματιά μας δεν είχε τον αυθορμητισμό και τον ενθουσιασμό για την κάλυψη-ο φόβος για συγκάλυψη ήταν διάχυτος- μιας γιορτής, τα γεγονότα περισσότερο έτειναν προς το δικαστικό και οικονομικό ρεπορτάζ παρά στο καλλιτεχνικό. Τα πάντα επισκίαζε η καχυποψία, ο σαρκασμός, η ειρωνεία (π.χ. ποίηση σε χασαπόχαρτα). Όποιος συμμετείχε ή συνεργαζόταν με την Πολιτιστική, τον κυνηγούσε η ρετσινιά ότι μετείχε στο μεγάλο φαγοπότι. Άδικο σε πολλές περιπτώσεις απέναντι σε σπουδαία πρωτοφανή καλλιτεχνικά γεγονότα( Ουρές επισκεπτών σε εκθέσεις όπως των Κειμηλίων του Αγίου Όρους στο Βυζαντινό Μουσείο και του Καραβάτζιο στο Παλατάκι ή την κοσμοπλημμύρα στο λιμάνι για την συναυλία των U2 όπου για πρώτη φορά συναντήσαμε τούρκους τουρίστες, δεν έχει ξαναδεί ποτέ η πόλη.
Χρόνια αργότερα, έπειτα από καθυστερήσεις και υπερβάσεις, είδαμε και την «προίκα» ( ανακαινισμένες αίθουσες, πολλά θέατρα αλλά χωρίς ένα μουσείο που θα στέγαζε το νεοϊδρυθέν Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και τη νεοαποκτηθείσα τότε με δάνειο Συλλογή Κωστάκη) για να συνειδητοποιήσουμε ότι η Θεσσαλονίκη είχε μια ευκαιρία που δεν θα ξαναβρεί ποτέ, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Είχε τις προϋποθέσεις : ένα φιλόδοξο κατασκευαστικό πρόγραμμα (οι μελέτες που συσσωρεύτηκαν τότε θα μεταμόρφωναν την πόλη).Προπάντων είχε το χρήμα, αμύθητο σε σύγκριση με τα ποσά που καταθέτουν οι μελλοντικές πόλεις-πολιτιστικές πρωτεύουσες. Δεν είχε τον στρατηγικό σχεδιασμό και την πολιτική βούληση να κάνει την υπέρβαση. Η γκρίνια, για μια ακόμη φορά, είχε κερδίσει το έδαφος και παρά το κτιριακό απόθεμα, η αίσθηση πως «οι καυγάδες ήταν για το χρήμα, και όχι για να θεμελιώσουν την ευρωπαϊκή πόλη του μέλλοντος δικαιώνοντας τον τίτλο της», θα παραμείνει για πάντα.
Απόστολος Λυκεσάς, Δημοσιογράφος
Λένε ότι ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές αλλά, στην περίπτωση της Πολιτιστικής ’97, ή δεν είναι επαρκές το γιατρικό ή πρόκειται για πλασέμπο.
Πέντε χρόνια μετά το τέλος της σκέφτηκα να γράψω ένα βιβλίο. Μεγάλες κούτες γεμάτες χαρτιά, σημειώσεις, κασέτες και φάκελοι είχαν αποσυρθεί στην αποθήκη κι από εκεί με καλούσαν. Ευτυχώς με έσωσαν αυτοί που βιάστηκαν να αρπάξουν το τελευταίο ίχνος δημοσιότητας, όχι ως ανάμνηση και ξόρκι αλλά σαν εκδίκηση προσωπικού χαρακτήρα. Έτσι παράτησα κι εγώ τα ριάλια στη σιωπή και την σκόνη, την λησμονιά που αξίζουν τα αποτυχημένα ανέκδοτα.
Έκτοτε πέρασαν άλλα δεκαπέντε χρονάκια, να τα είκοσι λοιπόν, νεράκι πέρασαν κι όχι όπως πάνω σε μάρμαρο, να φύγουν οι σκόνες γιανα μείνει η λάμψη του καίριου. Το θέμα, λοιπόν, είναι πώς να διηγηθώ όσα έγιναν στους σημερινούς εικοσάρηδες που δεν τα πρόλαβαν και θα ρωτούσαν από ενδιαφέρον ή περιέργεια. Μπουχτισμένοι, αυτοί, από μικρά και μεγάλα γεγονότα, πολλές φορές ασήμαντα ή σκέτα προπαγανδιστικά, τι να τους έλεγε άραγε μια διήγηση γεγονότων, μια παράθεση επιφανειακών αναμνήσεων; Οπότε λέω να εμπιστευθώ το αρχέγονο, το ένστικτο τους, που όσο και κι αν είναι ποδοπατημένο έχει την ικανότητα να αντιστέκεται ακόμη αν και χαλιναγωγημένο από τις συμβάσεις.
Καταγράφω λοιπόν ότι μια φορά υπέπεσα στον πειρασμό κι άνοιξα τον τελευταίο φάκελο, με τον απολογισμό της Πολιτιστικής, όπως κατατέθηκε από τον Πάνο Θεοδωρίδη στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης. Εκεί, στην τελευταία σελίδα διατύπωνε τον ορισμό ή αφορισμό, πως όποιος σκέφτεται και φαντάζεται διαφορετικά μια άλλη Πολιτιστική «ας απευθυνθεί στον Λυκεσά του μέλλοντός του» (έτσι τα έγραψε). Οπότε, με τον Τούλα να με πιέζει να γράψω αυτές τις ρημαδογραμμές, ενοχλητικά αμφίθυμος, άρχισα την έρευνα, του «όντος» στο οποίο παρέπεμπε ο Πάνος.
Η αναζήτηση επί προσωπικού, θα μείνει εδώ, σε ότι αφορά όμως τα δημόσια πράγματα, η Πολιτιστική, πέρα από τα οικοδομικά «κελύφη» -τι σπαταλημένη λέξη κι αυτή!- που στέκονται όρθια ακόμη, παρήγαγε κι άφησε πίσω της μια θλίψη για τις πληγές που δεν γιατρεύτηκαν με το πέρασμα του χρόνου, κακοφόρμισαν, και τα αποτελέσματα τα ζει δραματικά, -ας πω καθ’ υπερβολή-ολόκληρη η χώρα τα τελευταία εφτά χρόνια. Δεν φταίει η Πολιτιστική βέβαια για την χρεοκοπία, είναι πάντως σημαδούρα σε τρικυμισμένο πέλαγος, δείχνει πρώτα την χρεοκοπία των συνειδήσεων, την εκπαίδευση στον «διαδρομισμό», την ταπεινωτική αναμονή έξω από κλειστές πόρτες για μια επιχορήγηση, την συνθηματική γλώσσα της καπατσοσύνης, δήθεν, το παρακαλετό που όταν δεν εκπληρωνόταν το αίτημα γινόταν όξινη καταγγελία.Μικροπρέπειες και κενόσπουδες έριδες επακολούθησαν σαν άθαφτα και ανεξόρκιστα φαντάσματα, πρόσωπα κι ονόματα που σύρθηκαν και διασύρθηκαν, ωστόσο αποδέχθηκαν και αργότερα την δίδαξαν σε άλλους την μέθοδο. Την βλέπω να γεννοβολάει ανθρακούχες εξάψεις στα περίτεχνα φέησμπουκ. Λέξεις, όπως κονδύλια, μελετοκατασκευή, τιμή, μπουφές, κλπ κέρδισαν κατά κράτος κάθε μορφής δημιουργία, την μεταμόρφωσαν σε φριχτή επίδειξη κι ύστερα έπεσε η ίδια στο κενό της. Ωραιότατη αποσυναρμολόγηση του πνεύματος, η Πολιτιστική.Σκεφτείτε μια στιγμή, μόνο, τις τρομαχτικές απουσίες από την διοργάνωση του Νίκου Παπάζογλου, του Γιάννη Αγγελάκα, για να αναφερθώ σε ένα τομέα των τεχνών και της δημιουργίας, μην πάω σε άλλους διότι θα πρέπει να ανοίξω τις προαναφερόμενες κούτες κι αυτό δεν έχει πια νόημα.
Αυτή η έλλειψη Νοήματος ήταν το μέλλον, και οι άμυνες ήταν εξορισμένες εκτός κλίματος εποχής, κατακριτέα παραξενιά ή στριμμένη ιδιορρυθμία, πτωχοπροδρομισμός που πλήγωνε την άφρενη αισιοδοξία κι αλί σε όσους είχαν προτιμήσει το απέναντι πεζοδρόμιο μιας, απαισιοδοξίας, έστω ενεργητικής. Κι αυτό ακόμη δεν είχε, ως αποδείχθηκε νόημα. Νομίζω. Κι αν επικαλούμαι το ένστικτο για τους νεότερους είναι γιατί θαρρώ ότι κι εγώ μαζί τους είναι προτιμότερο σήμερα να ορίσω το κοινό έδαφος, όχι την ανοιχτοσιά του εργολαβικού δρόμου, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο ορίζεις τελικά και τον προορισμό.
Όποιος θέλει πάντως μια κάποια Πολιτιστική στο μέλλον, (η Ελευσίνα για παράδειγμα) ας βαλθεί να βρει λέξεις και νότες αρμονικά παραταγμένες, καλέμια και βότσαλα, ας κλειστεί για χρόνια στο σπίτι του, ας σιωπήσει, ας ταφεί στα ζώντανα, ας φάει τα σωθικά του με αγωνίες, ας αγαπήσει, κι ας υπερασπιστεί με πάθος και λύσσα ότι νομίζει ότι έχει, ότι παράγει ομορφιά και ότι δίνει νόημα. Ας ψάξει αυτούς που ψάχνουν τέτοια.
Η Πολιτιστική ’97 δεν ήταν μια κάποια λύση. Ήταν δυστυχώς η προμελέτη του οδυνηρού μας παρόντος.
Διαβάστε επίσης:
Το γεγονός που η πόλη δεν χάρηκε
1997-2017: Η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 20 χρόνια μετά
Η χρονιά των προσδοκιών και των διαψεύσεων