1997: Η χρονιά των προσδοκιών και των απογοητεύσεων
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1997 κατεβήκαμε κατά τις εντεκάμιση στο Λευκό Πύργο για να υποδεχτούμε το Πολιτιστικό έτος που ξεκινούσε. Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που τα περισσότερα πυροτεχνήματα που θα έπεφταν ποτέ στον ουρανό της πόλης δεν έπεσαν τελικά, κακό σημάδι για ξεκίνημα...Κάπως έτσι άρχισαν όλα.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1997 κατεβήκαμε κατά τις εντεκάμιση στο Λευκό Πύργο για να υποδεχτούμε το Πολιτιστικό έτος που ξεκινούσε. Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που τα περισσότερα πυροτεχνήματα που θα έπεφταν ποτέ στον ουρανό της πόλης δεν έπεσαν τελικά, κακό σημάδι για ξεκίνημα και ο Μπομπ Γκέλντοφ ήταν μια μάλλον ατυχής επιλογή. Γυρίσαμε σπίτι απογοητευμένοι.
Το πιο φιλόδοξο project στην νεώτερη ιστορία της πόλης δεν άρχιζε καλά. Λίγους μήνες πριν, το καλοκαίρι του ’96 μποτιλιαρισμένος ένα πρωί στο αυτοκίνητο άκουσα τη Μάρα Τοπάρλακη, στην εξαιρετικά δημοφιλή εκπομπή που έκανε στο Ράδιο Θεσσαλονίκη να λέει με σαρκαστικό τρόπο για την πολλοστή τροποποίηση των σχεδίων του Βασιλικού Θεάτρου, ενός έργου που ξεκίνησε από τα 3,5 δις δραχμές και τερμάτισε στα 9, πως το κτήριο τελικά θα βυθιστεί κάτω από τη θάλασσα και οι ταξιθέτριες θα είναι γοργόνες! Η υπόθεση Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα ήταν ένα παράθυρο που άνοιξε σε τούτη την πόλη από το πουθενά. Ο θεσμός που εισηγήθηκε στην Ευρώπη η Μελίνα και γεννήθηκε στην Αθήνα το 85, έφτασε εδώ το 1997, κλέβοντας ουσιαστικά την υποψηφιότητα από το Ναύπλιο. Με την κατάθεση της υποψηφιότητας χάρη σε έναν ογκώδη και πολλά υποσχόμενο φάκελο που προανάγγειλε έργα που θα άλλαζαν την πολιτιστική και όχι μόνο καθημερινότητα της Θεσσαλονίκης. Δεκαπέντε χρόνια μετά και με την ασφαλή πια απόσταση του χρόνου, ίσως αξίζει να ξαναθυμηθούμε τι συνέβη εκείνη τη χρονιά, όσες προηγήθηκαν και όσες ακολούθησαν και πιθανά να σταθούμε κριτικά απέναντι της και απέναντι στους εαυτούς μας και στη στάση που τηρήσαμε τότε.
Η αρχή του παραμυθιού
Όλα ξεκίνησαν το 1991, όταν η ιδέα να θέσει το Ναύπλιο υποψηφιότητα για Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης ’97 έπεσε στο τραπέζι δημιουργώντας μεγάλη αντίδραση στην αιωνίως αδικημένη Θεσσαλονίκη, που διεκδίκησε και με τη βοήθεια της Μελίνας και ενός πολλά υποσχόμενου φακέλου υποψηφιότητας, κέρδισε τον τίτλο αφήνοντας τους Ναυπλιώτες παγωμένους. Από το Μάιο του 92 με την ανακήρυξη, ξεκινά, τουλάχιστον στα χαρτιά, μια γιγάντια προσπάθεια αναμόρφωσης της πόλης. Με σλόγκαν το ’’Εδώ πολιτισμός είναι οι άνθρωποι’’ που συχνά παραφράστηκε σε ’’Εδώ πολιτισμός είναι οι εργολάβοι’’ καθώς πολλοί από τους επώνυμους δημιουργούς της πόλης είδαν με σκεπτικισμό της ιστορία από πολύ νωρίς. Θες μια έμφυτη τάση της πόλης να αμφισβητεί και να συχνά να ακυρώνει τα πάντα, θες ένα συλλογικό ένστικτο ότι η ιστορία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα μεγαλόπνοο φιάσκο, δημιουργήθηκε εξ αρχής ένα κλίμα αμφισβήτησης. Οργανωτικά η σύσταση ενός Οργανισμού τον Μάρτιο του 93 με πρόεδρο τον τότε δήμαρχο της πόλης Κωνσταντίνο Κοσμόπουλο και εποπτεύοντα τον ίδιο τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Τζανή ΤΖανετάκη! Τον επόμενο χειμώνα και αφού έχουν ανακοινωθεί τα έργα τοποθετείται ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής. Από τη θέση θα περάσουν συνολικά τέσσερις. Η Άννα Χαρίτου, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Γιάννης Βακαρέλης και ο Πάνος Θεοδωρίδης που τελικά την υλοποίησε. Οι καλλιτεχνικές προτάσεις που κατατέθηκαν έφτασαν τον απίστευτο αριθμό των 7000 και περιλάμβαναν από το καλλιτεχνικό όραμα του τελευταίου χορευτικού συλλόγου μέχρι το περιτύλιγμα του Λευκού Πύργου από τον Christo που έφτιαξε αργότερα τις πύλες του Central Park στη Νέα Υόρκη και τον Μάτζικ Τζόνσον που θα ερχόταν για να παίξει μπάσκετ στην παραλία με τα πιτσιρίκια της Θεσσαλονίκης στις 6 Σεπτεμβρίου παίρνοντας 54 εκατομμύρια ή ακόμα και το γύρισμα της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη ’’Όλα είναι δρόμος‘‘ . Το διοικητικό συμβούλιο του πολύπαθου οργανισμού άλλαξε ουκ ολίγες φορές σύνθεση μετά από ηχηρές παραιτήσεις, όπως του Γιάννη Μπουτάρη ή της Χρύσας Αράπογλου ενώ από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου παρέλασαν ….. με τελευταίο τον Κώστα Λοίζο που τράβηξε και τον Γολγοθά των δικαστηρίων. Οι υπουργοί πολιτισμού, από τη Μελίνα και τον Μικρούτσικο μέχρι το Βενιζέλο που τη σφράγισε τελικά με τις επιλογές του.
Η φυσιογνωμία
Μια αληθινά μπερδεμένη ιστορία καθώς το όραμα του τι θα έπρεπε να αναδείξει το 97 είχε σχεδόν τα πάντα. Το Βυζαντινό παρελθόν που κυριάρχησε σε όλα σχεδόν τα προγράμματα αλλά και σκακιστικούς αγώνες για άτομα με ειδικές ανάγκες, που κρίθηκαν απαραίτητοι για συμπλήρωμα σε μια διοργάνωση που έπρεπε να τα έχει όλα. Αν θυμηθούμε τα highlights του θεσμού θα μείνουμε στην πραγματικά λαμπρή έκθεση Caravagio στο Παλατάκι, την πολύμηνη έκθεση κειμηλίων του Αγίου Όρους, στο Βυζαντινό μουσείο, ένα από τα ελάχιστα γεγονότα που απασχόλησαν και το διεθνή τύπο, τη συναυλία των U2 στο λιμάνι, την έκθεση Γκόγια και άλλες 1200 εκδηλώσεις, πολλές από τις οποίες μικρής τοπικής σημασίας που εξυπηρέτησαν απλά ισορροπίες ανάμεσα σε φιλοδοξίες και υποχρεώσεις απέναντι σε διάφορους. Είναι αλήθεια πως ο τέταρτος και τελευταίος καλλιτεχνικός διευθυντής ανέλαβε να σώσει τα προσχήματα με την πίεση του χρόνου καταθέτοντας το πρόγραμμα του το καλοκαίρι του ’96, αφού είχαν προηγηθεί διάφορες εκδοχές προγραμμάτων πριν. Πολυποίκιλες απόπειρες να συνδυαστούν οι Μακεδονικές μπούλες με το Βενετσιάνικο καρναβάλι και ο πανταχού παρών Μέγαλεξανδρος με τους τοπικούς λογοτέχνες να τιμώνται όλοι. Συζητημένα της χρονιάς η παράσταση της Ρούλας Πατεράκη που για αλλού σχεδιάστηκε, αλλού μεταφέρθηκε και αλλού τελικά ανέβηκε, η πολύπαθη Κυριακή των παπουτσιών του Λάκη Λαζόπουλου στο Φιξ, με το σκανδαλώδες παρασκήνιο της λειτουργίας του χώρου χωρίς άδεια και το τελικό σφράγισμα του. Τα δώδεκα δις που ήταν ο προυπολογισμός του καλλιτεχνικού προγράμματος δεν μπορούσαν να χωρέσουν τα πάντα και έτσι ακόμα και τον Απρίλη μετά την έναρξη ανακοινώθηκε η ματαίωση 235 εκδηλώσεων.
Τα έργα και οι ημέρες
Αν κάποιος ξένος αποφάσιζε να επισκεφτεί τη Θεσσαλονίκη το ’97 θα έπεφτε πάνω σε ένα απέραντο εργοτάξιο. Συνολικά 265 έργα, χωρίς ενιαία πολιτιστική ταυτότητα μια σειρά από παρεμβάσεις που στην πλειοψηφία τους άργησαν να ξεκινήσουν, μετέτρεψαν την πόλη τη χρονιά της γιορτής σε γιαπί. Ξεκινώντας από το αεροδρόμιο και τα πεζοδρόμια, μόνιμη εμμονή σε αυτή την πόλη και φτάνοντας στους αγωγούς αερίου και την ανάδειξη των αρχαιοτήτων. Συνεχίζοντας με τα θέατρα που ισοπεδώθηκαν για να ξαναχτιστούν, όπως το θέατρο της εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, το Βασιλικό που σχεδόν παρανόμως γκρεμίστηκε τις μέρες της πυρκαγιάς του Σέιχ Σου, την Αυλαία, το Άνετον, τα δύο θέατρα της Μονής Λαζαριστών, το Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς, το θέατρο Κήπου, το θέατρο Δάσους, το Νταμάρι της Τριανδρίας, το Ολύμπιον, το Μουσείο Κινηματογράφου και τέσσερις αίθουσες μέσα στο Λιμάνι, του οποίου η πολιτιστική χρήση σχεδιάστηκε από την αρχή, αφού ο ρόλος του ως εμπορικού λιμένα είχε τελειώσει με τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Τόσες σκηνές ούτε το Broadway και ας μην είχε ούτε μία αίθουσα σε λειτουργία το ΚΘΒΕ εκείνη τη χρονιά. Αρκετές από αυτές σήμερα παραμένουν κλειστές, άλλες λειτουργούν αποσπασματικά, ενώ σε άλλες το ενοίκιο είναι εξαιρετικά υψηλό για οποιαδήποτε χρήση. Η μεγάλη προίκα των θεάτρων δόθηκε στο Κρατικό Θέατρο, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου και ευνοημένος δήμος εκτός από τη Θεσσαλονίκη θεωρήθηκε η Σταυρούπολη λόγω της συμμετοχής του τότε δημάρχου Στάυρου Μπαρούτα στο Δ.Σ. της Πολιτιστικής, που του επέτρεψε να εξασφαλίσει μεγάλα κονδύλια για την περιοχή του. Σε πολλές περιπτώσεις οι κτιριακές παρεμβάσεις της Πολιτιστικής είχαν να κάνουν με ανάπλαση κτηρίων που αποτελούν την ιστορική κληρονομιά της πόλης, όπως τα νεοκλασικά της Β. Όλγας Βίλα Μπιάνκα, Ερυθρός Σταυρός, Μέλισσα, αρκετά σπίτια στην Άνω Πόλη, το κτήριο που στεγάζεται η Αγιορίτικη Εστία στην Καμάρα και άλλα διάσπαρτα κτήρια πολλά από τα οποία σήμερα παραμένουν σε αχρησία και ρημάζουν. Αλλά και παρεμβάσεις που έγιναν τότε σε άλλους δήμους δεν στέφθηκαν με επιτυχή λειτουργία στη συνέχεια, όπως το κτήριο Ήλιος που βρίσκεται επί της οδού Λαγκαδά και ανήκει στο δήμο Νεάπολης ή το στρατόπεδο Κόδρα που παραμένει όλο το χρόνο, εκτός του Σεπτεμβρίου σε αχρησία και ανήκει στην Καλαμαριά. Τα ανεμοδούρια πολιτισμού, οι σιδερένιες χρωματιστές κατασκευές που βρισκόταν σε όλη την πόλη σηματοδοτώντας τα έργα που γινόταν εντός των κτηρίων που τα φιλοξενούσαν, άλλαζαν πολλές φορές αριθμούς προϋπολογισμών, αφού οι καθυστερήσεις, οι υπερτιμολογήσεις ή οι λάθος εκτιμήσεις ανέτρεπαν συχνά το κόστος. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα έργα της Πολιτιστικής τέλειωσαν και παραδόθηκαν μετά το πέρας της, καθιστώντας την εφαρμογή του καλλιτεχνικού προγράμματος το 1997 προβληματική και αφήνοντας τις εκδηλώσεις ουσιαστικά άστεγες. Ενώ δεν έλειψαν και έργα πολύ μακριά από την πόλη, όπως το σπίτι του Βαλκάνιου Ποιητή στη Φλώρινα, που στην ουσία ήταν η ανακαίνιση του σπιτιού του Μίμη Σουλιώτη συνεργάτη της Πολιτιστικής με το ποσό των 35 εκατομμυρίων δραχμών για τη δημιουργία ενός θεσμού που ποτέ δεν λειτούργησε όπως άλλωστε και το σπίτι του Συγγραφέα στην Άνω Πόλη ή το Φεστιβάλ Νέων της Ευρώπης, το Μουσείο Ύδρευσης και πολλά άλλα!
Τα σκάνδαλα
Ο αριθμός ρεκόρ των 3000 υπαλλήλων του Οργανισμού όταν στην Στοκχόλμη που ακολούθησε έφθασαν οι υπάλληλοι τους 29 μοιάζει ακατανόητος, εκτός αν στόχο είχε την καταπολέμηση της ανεργίας. Ο αρχικός προϋπολογισμός των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων ήταν 52 δισεκατομμύρια δραχμές. Ένα μεγάλο μέρος των καταγγελιών που είδαν το φως τη χρονιά εκείνη και όσες ακολούθησαν αφορούσαν σε καταστρατήγηση των προϋπολογισμών. Η εισαγγελία της Θεσσαλονίκης δεν σταμάτησε να δέχεται καταγγελίες και να διατάσει προκαταρκτικές εξετάσεις για δεκάδες μικρά ή μεγάλα σκάνδαλα υπερτιμολογήσεων, κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος και κακουργημάτων οικονομικής φύσης που ενέπλεκαν ανθρώπους υπεράνω πάσης υποψίας, εκδότες, εργολάβους, ανθρώπους της νύχτας και δεκάδες άλλα πρόσωπα που είδαν φως και γεμάτα ταμεία και μπήκαν. Το παράδειγμα με τα τιμολόγια για τυροπιτάκια που έφτανε μερικά εκατομμύρια δραχμές σε ετήσια βάση, είναι ενδεικτικό την ίδια στιγμή που δόθηκαν χρήματα για την έκδοση βιβλίου με τις συνταγές της Μακεδονίας που θα μπορούσαν να δώσουν λύση στο επισιτιστικό του Οργανισμού. Οι καταγγελίες για την λειτουργία της Πολιτιστικής ξεκινούσαν συνήθως από μέσα με ηχηρές παραιτήσεις όπως του Ροδόλφου Μασλία που εξέδωσε αμέσως μετά ένα βιβλίο με όσα έζησε, ή και από έξω από ανθρώπους που δεν κατάφεραν να τρυπώσουν ή που διατηρούσαν κάποιο ίχνος ακεραιότητας. Η Πολιτιστική ταλανίστηκε στα έξι χρόνια που ουσιαστικά λειτούργησε ως Οργανισμός από όλα τα δεινά του Νεοελληνικού κράτους. Ξεκίνησε με κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, έπεσε πάνω στις εκλογές του ’93, εποπτεύτηκε από δεκάδες διαφορετικούς υπουργούς, είδε τον προϋπολογισμό των έργων της να εκτοξεύεται στα 250 δις. Τους τοπικούς φυλάρχους να σφάζονται για τον έλεγχο της. Άκουσε το Σταύρο Ξαρχάκο και το Γιάννη Βακαρέλη να τα βροντάνε γιατί δεν τους άφηναν να κάνουν τη δουλειά τους. Είδε αμύθητα χρήματα να ανακαινίζουν τις μονές του Αγίου Όρους για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν τα Κειμήλια της έκθεσης. Είδε παράξενες συμμαχίες προσώπων που προέρχονταν από διαφορετικές παρατάξεις και έβαλαν στην άκρη προαιώνιες διαφορές για να μοιράσουν κονδύλια. Τα νούμερα είναι ενδεικτικά. Περίπου ένα δις πήγε σε δωμάτια ξενοδοχείων, αεροπορικά και μεταφορές, 3 δις σε αναλώσιμα, 440 εκατομμύρια σε έντυπα, 50 σε δεξιώσεις, ενώ τα έσοδα από εισιτήρια έφθασαν τα 500 εκατομμύρια. Πολλοί επιφανείς καλλιτέχνες της πόλης, όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Νίκος Παπάζογλου αρνήθηκαν να συμμετέχουν καταγγέλλοντας τα όσα συνέβησαν. Οργανισμός τέθηκε σε εκκαθάριση για οκτώ χρόνια μετά το τέλος της χρονιάς εκείνης, έγιναν άπειρες δίκες και δεκάδες δικογραφίες, χύθηκε πολύ μελάνι και 25 άνθρωποι σύρθηκαν στα δικαστήρια για χρόνια και τελικά αθωώθηκαν χωρίς ποτέ να μάθουμε αν τελικά υπήρξε δόλος. Η πόλη διχάστηκε. Εργολάβοι, δήμοι, κοινότητες, ιδιώτες διεκδικούν ακόμα. Άλλοι χρήματα, άλλοι μισθούς, άλλοι δόξα, άλλοι τη χαμένη τιμή της πόλης.
Η ευφορία
Ζώντας στη Θεσσαλονίκη εκείνη τη χρονιά και έχοντας κριτική στάση απέναντι στα πράγματα ομολογώ με την απόσταση του χρόνου πως υπήρξαν περιπτώσεις που όσοι ασκήσαμε κριτική ίσως υπερβάλαμε σε ένταση και πυκνότητα επιθέσεων απέναντι στον πολύπαθο οργανισμό. Αν και οι αφορμές ήταν άπειρες και η κακοδιαχείριση τεράστια σε σχέση με τα χρήματα που διαχειρίσθηκαν, μεμονωμένα υπήρξαν στιγμές που η πόλη έζησε το κλίμα της γιορτής και οι στιγμές αυτές καμιά φορά χάθηκαν στο ποτάμι των καταγγελιών. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να ασχολούνταν με τον πολιτισμό, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων και να μην ενεπλάκη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με το θεσμό. Σε ότι με αφορά, υλοποιήσαμε εκείνη τη χρονιά με την Παράλλαξη ένα πρόγραμμα στο πλαίσιο του ευρύτερου προγράμματος Εγνατία, που σχεδίαζε ο Παντελής Βούλγαρης σε έξι πόλεις της Βόρειας Ελλάδας και εκδώσαμε ένα κινηματογραφικό ημερολόγιο τσέπης με σπάνιες αφίσες με τη στήριξη του Οργανισμού. Παράλληλα όμως και αυτό είναι προς τιμή των ανθρώπων του Οργανισμού που δεν παρενέβησαν ποτέ στο δημοσιογραφικό μας έργο, ασκούσαμε καθημερινή σκληρή κριτική στα έργα και της ημέρες του από το κρατικό ραδιόφωνο της ΕΡΤ τον 958 αλλά και από το περιοδικό Μετρό, του οποίου ήμουν ανταποκριτής. Μάλιστα ήταν τέτοιος πολλές φορές ο ζήλος της κριτικής, που ουσιαστικά δίναμε τη σκυτάλη ο ένας στον άλλο στο μικρόφωνο καθημερινά για να συνεχίσει με αποκαλύψεις. Ένα πρωί άκουσα τον Απόστολο Λυκεσά που προηγούνταν να λέει πως η Πολιτιστική του πήρε τους φίλους του και έσπευσα να συμπληρώσω τα δικά μου παράπονα. Εκείνη τη χρονιά άκουσα απίθανους και άσχετους τύπους που είχαν έρθει στην πόλη αλεξιπτωτιστές να αναγγέλλουν ένα πρωί σε ιδιωτικό ραδιόφωνο τους μισθούς των εργαζομένων και του καλλιτεχνικού διευθυντή διαβάζοντας κοροϊδευτικά στον αέρα την ποίηση του Ηλία Κουτσούκου, συμβούλου της καλλιτεχνικής διεύθυνσης, για να φτάσει μια στιγμή δέκα χρόνια μετά να τους αποθεώνουν, λες και δεν υπάρχει μνήμη. Δεν ήταν λίγες οι φορές στη διάρκεια εκείνης της χρονιάς που ο πολιτισμός θριάμβευσε και υπάρχουν περιπτώσεις θεσμών που ευτύχησαν να επιβιώσουν, όχι πάντα εύκολα μέχρι σήμερα. Παραδείγματα εδώ τα Μουσεία Κινηματογράφου και Φωτογραφίας. Άλλα πάλι απλά αναγκάστηκαν λόγω οικονομικών προβλημάτων να αναστείλουν την λειτουργία τους όπως το εξαιρετικό μουσείο Ντιζάιν, ενώ άλλα όπως η Υφανέτ δεν λειτούργησαν ποτέ. Εκείνη η Πρωτοχρονιά είναι η αφορμή για να μπούμε για λίγο στη μηχανή του χρόνου. Και να θυμηθούμε τη χρονιά όλων των κινδύνων και κάθε σαγήνης. Τη χρονιά που γέννησε και έθαψε την ελπίδα στην πόλη.
Διαβάστε επίσης:
Το γεγονός που η πόλη δεν χάρηκε
Είκοσι χρόνια μετά-Όσα θυμάμαι από την Πολιτιστική Πρωτεύουσα