«Έκοψαν» από εφημερίδα κριτική για την ταινία του Καποδίστρια – Αποχώρησε ο συντάκτης
Τι αναφέρει ο Νίκος Τσαγκαράκης και ποια ήταν η κριτική του για την ταινία
Στο γεγονός ότι η εφημερίδα «Πατρίδα» αρνήθηκε να δημοσιεύσει την κριτική του για την ταινία «Καποδίστριας» αναφέρεται σε ανάρτησή του ο κινηματογραφικός κριτικός, Νίκος Τσαγκαράκης.
Μάλιστα, ο ίδιος σημειώνει ότι: «η -ούτως ή άλλως άμισθη τα τελευταία χρόνια- συνεργασία μας δεν είναι δυνατό να συνεχιστεί».
Αναλυτικά όσα αναφέρει:
Για λόγους που αφορούν αποκλειστικά τη νέα ιδιοκτησία της, αυτή την εβδομάδα η Πατρίδα αρνείται να δημοσιεύσει την κριτική μου για τον “Καποδίστρια”. Συνεπώς, θεωρώ ότι η – ούτως ή άλλως άμισθη τα τελευταία χρόνια- συνεργασία μας δεν είναι δυνατό να συνεχιστεί. Να σημειώσω ότι για 22 παρά κάτι χρόνια απολάμβανα το προνόμιο να γράφω σε μια περιφερειακή εφημερίδα (και μάλιστα μία από τις παλαιότερες), χωρίς την παραμικρή παρέμβαση στην έκταση ή στο περιεχόμενο, όσο μακροσκελή και δηκτικά ήταν τα κείμενά μου, είτε για τον Σμαραγδή είτε για οποιονδήποτε άλλον. Ας είναι. Προς το παρόν θα συνεχίσουμε να τα λέμε τηλεοπτικώς, κι ίσως σύντομα γραπτώς από κάπου αλλού».
Παράλληλα, μοιράζεται αυτούσιο και το κομμάτι της κριτικής για την ταινία «Καποδίστριας», όπως θα δημοσιεύονταν στη σχετική στήλη.
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
Σκην.: Γιάννης Σμαραγδής
Πρωτ.: Αντώνης Μυριαγκός, Φίνμπαρ Λιντς, Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη
Μετά από επανειλημμένες επιτυχίες στο εξωτερικό ως διπλωμάτης της Ρωσικής Αυλής κι έπειτα υπουργός Εξωτερικών του τσάρου Αλεξάνδρου, ο Ιωάννης Καποδίστριας φτάνει στην Ελλάδα ως ο πρώτος Κυβερνήτης της, για να προσπαθήσει να στήσει στα πόδια του το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, συναντώντας εμπόδια από τους κοτζαμπάσηδες. Ακόμα ένα βιογραφικό δράμα του Σμαραγδή, μετά από εκείνα για τον Κωνσταντίνο Καβάφη (1996), τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο (2007), τον Ιωάννη Βαρβάκη (2012) και τον Νίκο Καζαντζάκη (2017).
Σκηνοθετικά πρόχειρη, δραματουργικά παιδαριώδης, ρητορικά καφενειακή, η νέα ταινία του σκηνοθέτη δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις προηγούμενές του, κερδίζοντας επάξια τη θέση της ανάμεσα στις χειρότερες της χρονιάς. Όλα τα γνωρίσματα του σκηνοθέτη επαναλαμβάνονται εδώ: μονομέρεια, υπεραπλούστευση, λαϊκισμός, μανιχαϊσμός, θυματοποίηση, θρησκοληψία, μεσσιανισμός και φυσικά εθνικισμός με τη μορφή ελληνικού εξαιρετισμού. Κι αυτά αφορούν μόνο τον χειρισμό του θέματος, καθώς αισθητικά η ταινία διακρίνεται επιπλέον από στερεοτυπία, προχειρότητα και κακοτεχνία. Ο Αντώνης Μυριαγκός καταφέρνει να είναι πιο ευπαρουσίαστος συγκριτικά με το υπόλοιπο καστ, αλλά τελικά όλοι μαζί αδικούνται από το ασόβαρο υλικό το οποίο τους ανατίθεται κι έναν σκηνοθέτη που δεν ενδιαφέρεται για πολλά περισσότερα από την ιδεοληψία του.
Ένα λεπτομερειακό αλλά ενδεικτικό παράδειγμα είναι οι τίτλοι που προσδιορίζουν τον τόπο και τον χρόνο των σκηνών. Μια συνηθισμένη σύμβαση που εδώ εφαρμόζεται τόσο καταχρηστικά, ώστε καταντάει αστεία. Οι τοποθεσίες κι οι χρονολογίες εμφανίζονται κυριολεκτικά σχεδόν σε κάθε σκηνή, ακόμα και σ’ αυτές που δεν υπάρχει καμία περίπτωση ο θεατής να μπερδευτεί, αφού τα πρόσωπα κι οι τοποθεσίες είναι από μόνα τους αυτονόητοι δείκτες για τη συνοχή μεταξύ των σκηνών. Η ειρωνεία είναι ότι έρχεται τελικά μια στιγμή όπου το 1819 ο Μέτερνιχ με τον Μέισον σχεδιάζουν να διαβάλουν τη φήμη του Καποδίστρια στον τσάρο, που φαίνεται να πέφτει θύμα του σχεδίου τους στην αμέσως επόμενη σκηνή, η οποία όμως εκτυλίσσεται το… 1821, δύο ολόκληρα χρόνια αργότερα!
Από ‘κει και πέρα, όρεξη να ‘χει κανείς: ο Καποδίστριας θαυμάζεται, ευγνωμονείται κι εκθειάζεται από άλλους χαρακτήρες σχεδόν σε κάθε σκηνή, ενώ σκιαγραφείται ως ένας πολιτικός Χριστός, καθώς το Ναύπλιο τον καλωσορίζει μετά βαΐων και κλάδων κι ο ίδιος μιλάει για τον πολιτικό Γολγοθά που καλείται ν’ ανέβει. Ακόμα κι ο Μέτερνιχ προς το τέλος παθαίνει στιγμιαίες διαλείψεις κι αρχίζει να επαινεί τον εχθρό του πριν επανέλθει στην εργοστασιακή του ρύθμιση να συνεχίσει να τον μισεί μ’ αυτό το τραγελαφικά στερεότυπο ύφος που θυμίζει διασταύρωση Κόμη Όλαφ από τον «Λέμονι Σνίκετ» και Κυρίου Μπερνς από τους «Σίμπσονς».
Επίσης, εκτός του ότι εκφέρονται με αδούλευτες, κακόηχες αγγλικές προφορές, οι διάλογοι είναι απελπιστικά επεξηγηματικοί, ‘ταΐζοντας’ στον θεατή την πληροφορία αντί να τη δημιουργήσουν δραματουργικά. Στην πρώτη σκηνή του έργου ο Νικόδημος μάς πληροφορεί χαζοχαρούμενα ότι έφτασαν στην Ελβετία, παρότι η γραπτή εισαγωγή αλλά και ο χωροχρονικός τίτλος μάς έχουν ήδη δώσει τη συγκεκριμένη πληροφορία. Σε άλλα σημεία, οι πράξεις του Καποδίστρια εξηγούνται από άλλους χαρακτήρες πριν καν ολοκληρωθούν, υπεραπλουστεύοντας την αφήγηση σαν αυτή να απευθύνεται σε παιδιά.
Δεδομένου ότι πρόκειται για ταινία του Σμαραγδή, η ελληνική ανωτερότητα δε θα μπορούσε να μην τονίζεται με κάθε δυνατή -και καταγέλαστη- αφορμή: υπάρχουν δύο πανομοιότυπες σκηνές θριαμβευτικής υποδοχής στον Καποδίστρια από τους Ελβετούς, οι οποίοι γίνονται σύσσωμοι φιλέλληνες· ο Πούσκιν μαθαίνει να μιλάει ελληνικά· υπογραμμίζεται υπεροπτικά ότι ο τσάρος στέλνει έλληνα διπλωμάτη στην Ελβετία αντί για ρώσο κι αργότερα παρασημοφορεί τους δύο έλληνες αξιωματούχους του, Καποδίστρια και Υψηλάντη· τονίζεται επανειλημμένα ότι φυσικά όλες οι επιστήμες κι οι τέχνες ξεκίνησαν από την Ελλάδα, ενώ ο Σμαραγδής ενσωματώνει στο σενάριο τον ανεδαφικό ισχυρισμό που έχει διατυπώσει και σε συνεντεύξεις του, περί λαού με τρεις πολιτισμούς (Μινωικό, Κλασικό, Βυζαντινό), κι ως τέτοιου μοναδικού στον κόσμο.
Η θρησκοληψία έρχεται σαν κερασάκι, αφού πέρα από τον παραλληλισμό με τον Χριστό, έχουμε κι αυτή την έρμη την Παναγία, η οποία όχι απλώς εμφανίζεται επανειλημμένα σε μια κακόμοιρη απεικόνιση, αλλά μένει κανείς με την απορία, αφού είχε σώσει τον Καποδίστρια από την πτώση του απ’ το άλογο, γιατί άραγε δεν επεμβαίνει για να τον σώσει κι απ’ τη δολοφονία του.



