Την άνοιξη που ο Παπάζογλου έφτιαξε το αξεπέραστο “Χαράτσι” στη Θεσσαλονίκη
40 χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε ο δίσκος - Τι λένε συνεργάτες του σπουδαίου τραγουδοποιού που "έφυγε" σαν σήμερα
Ο δίσκος που όταν κυκλοφόρησε την άνοιξη του 1984 από τη LYRA, προκάλεσε αίσθηση και, κυρίως, αγαπήθηκε πολύ, κλείνει αυτή τη χρονιά τα 40 χρόνια κυκλοφορίας του, θυμίζοντας για πάντα πόσο επιδραστικός ήταν ο Νίκος Παπάζογλου με τη μουσική του, αλλά και πόσο αλλιώτικες ήταν εκείνες οι εποχές για τη μουσική, αλλά και τη Θεσσαλονίκη.
Το εμβληματικό “Χαράτσι” είναι ο πρώτος προσωπικός δίσκος του Νίκου Παπάζογλου με τον ίδιο να ερμηνεύει όλα τα τραγούδια του δίσκου και παράλληλα να υπογράφει και τη δημιουργία τους (σε όλα εκτός από δύο), ενώ μαζί του είναι η θρυλική μπάντα του, η Ταχεία Θεσσαλονίκης. Με αυτή τη δουλειά δεν κάνει απλά μια ακόμα έκπληξη αλλά σφραγίζει την ελληνική μουσική των νεότερων χρόνων. Πρόκειται για έναν δίσκο-σταθμό που «παντρεύει» το λαϊκό τραγούδι με το ροκ και γίνεται σημείο αναφοράς και επιρροής για αρκετούς νεότερους τραγουδοποιούς, μέχρι και σήμερα.
«Ο δίσκος που σηματοδότησε τη λεγόμενη «Σχολή της Θεσσαλονίκης» που επηρέασε μετέπειτα νέους καλλιτέχνες ήταν το «Χαράτσι», σίγουρα» είχε πει ο Παπαζογλου σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό THESSALONIKI CONFIDENTIAL 2010, (Εκδ. Λυμπέρη) στην Κρυσταλία Πατούλη, ενώ συνέχισε λέγοντας «Ήταν προσωπικός δίσκος, από πράγματα που ‘χα φτιάξει από χρόνια και τα δούλευα, τα δούλευα, τα δούλευα, και που φαίνονταν κατ’ αρχάς αταίριαστα μεταξύ τους, αλλά αποφάσισα να τα βάλω να συνυπάρξουν, και δεν έκανα λάθος. Αγαπήθηκε, δε, αυτός ο δίσκος, πάρα πολύ. “Η εκδίκηση της γυφτιάς”. Συνεχίζεται, νομίζω, βεβαίως! Βεβαίως, συνεχίζεται. Με ποιόν τρόπο; Έχει επηρεάσει τόσα και τόσα παιδάκια που αυτή την εποχή είναι μεγάλοι, και έχουν κάνει ομάδες και παίζουν»
Ο δίσκος “επηρεάζει” αρκετούς νεότερους τραγουδοποιούς και σε συνδυασμό με τους υπόλοιπους δίσκους που κυκλοφορεί ο Παπάζογλου αργότερα, δημιουργείται η “σχολή της Θεσσαλονίκης”, το “ρεύμα Παπάζογλου” που μέχρι σήμερα αναφέρεται ως σημείο αναφοράς, ενώ βοήθησε στο να δημιουργηθούν οι συνθήκες για την άνθιση αυτού που ονομάζεται «έντεχνο» τραγούδι.
Το «Χαράτσι» είναι ο δίσκος που περιείχε τον «Αύγουστο». Από τον πρώτο εκείνο δίσκο ο Παπάζογλου έδειξε τον δρόμο που θα ακολουθούσε όσον αφορά τον ήχο του, τραγούδια λαϊκά με λαϊκούς ρυθμούς, ορχήστρα και ενορχηστρώσεις αλλά ταυτόχρονα και ηλεκτρικό ήχο. Στον ήχο ανάμεσα στα διαφορετικά τραγούδια εναλλάσσονταν τα μπουζούκια με τις ηλεκτρικές κιθάρες.
Ο Γιώργος Πεντζίκης, μουσικός, συμμετέιχε στο «Χαράτσι» ενώ συνεργάστηκε με τον Νίκο Παπάζογλου για χρόνια, ακόμα από το 1965 με την πρώτη μπάντα του Παπάζογλου, τους Ronnie and Those. Για εκείνη την εποχή, μιλάει στην Parallaxi:
«Όλη αυτή η ιστορία που λέγεται Ταχεία Θεσσαλονίκης, που έκανε το «Χαράτσι» ξεκίνησε με την ευκαιρία μίας σειράς συναυλιών που οργάνωσε ο Μανώλης ο Ρασούλης στις οποίες συμμετείχαν οι τραγουδιστές Νίκος Παπάζογλου, Ελένη Δήμου, Γιώργος Σαρρής, Πασχάλης Τερζής. Ο Νίκος ήταν μόνιμος, ενώ οι άλλοι έρχονταν και έφευγαν. Ο Νίκος τότε είχε πει στον Μανώλη πως θα βάλει και την ορχήστρα. Η ορχήστρα λοιπόν, ήταν η τσακαλοπαρέα που είχαμε μαζευτεί για αυτές τις συναυλίες αλλά ίσως και για να φτιάξουμε τον δίσκο. Την οποία παρέα αποτέλεσαν δυο τρεις άξιοι «μοντέρνοι» μουσικοί, όπως ο Αντώνης Βαρσαμούδης και ο Χρήστος Κίλιας που έπαιζε στα κλαμπ εκείνη την εποχή. Οι άλλοι ήταν ή λαϊκοί μουσικοί, όπως ο «υπερμπουζούκαρος» Βαγγέλης Λιόλιος, ο χρόνια και… χρόνιος συνεργάτης του Παπάζογλου Γιάννης Κολοβός ο κοντραμπασίστας και ο Στέλλιος Γκέτης, αποκαλούμενος το «τουρκάκι» που έπαιζε κρουστά.
Ξεκινάει λοιπόν εκείνη η ιστορία των περιοδειών, το καλοκαίρι του ΄82 αν θυμάμαι καλά, και μετά κάποια στιγμή γίνεται ο δίσκος και βγαίνουμε για μια σειρά συναυλιών πλέον. Γινόταν μια είδους ταραχή ακόμα πριν κυκλοφορήσει όμως αυτός ο δίσκος. Το ξέραμε αυτό το πράγμα ότι θα συμβεί πριν ακόμα κυκλοφορήσει το «Χαράτσι». Στην ουσία, ο ήχος που είχαμε με την ορχήστρα που έπαιξε για τον Ρασούλη είναι ο ίδιος που έχει το «Χαράτσι». Και είναι ο συνδυασμός των ετερόκλητων μουσικών.
Πρόκειται για έναν άνθρωπο που κι εμένα με γοήτευε. Ήταν σαν μεγαλύτερος μου αδερφός. Ο Νίκος ήταν επαγγελματίας από μικρός. Δυστυχώς από το ’84 και μετά δε μιλούσαμε. Βρεθήκαμε από τότε δυο τρεις φορές σε κάποια μπαρ…»
https://youtu.be/i6kqe3JGYOk
Από την άλλη, ένας άλλος συνεργάτης του Παπάζογλου για χρόνια, ήταν ο συνθέτης Γιώργος Ανδρέου, που την εποχή που κυκλοφόρησε το «Χαράτσι» ήταν ακόμα στις δικές του καλλιτεχνικές «αναζητήσεις» και θυμάται τον σπουδαίο τραγουδοποιό και τι ήταν για αυτούς τότε η κυκλοφορία ενός τέτοιου σπουδαίου δίσκου
«Εγώ έζησα μαζί με τον Παπάζογλου. Δούλεψα στο στούντιο του. Περιόδευσα μαζί του και μάλιστα έφτασα μαζί του μέχρι την Μπιενάλε της Βαρκελώνης, όπου ήταν ο Παπάζογλου και ο Σιδηρόπουλος με τους Απροσάρμοστους. Έπαιξα με την Ταχεία Θεσσαλονίκης, την πρώτη του μπάντα, σε πολλά μέρη στη χώρα και κατέληξα παίζοντας μαζί του στον Σείριο του Μάνου Χατζιδάκι, στη μεγάλη εκείνη παράσταση που ήταν ο Σαββόπουλος, ο Παπάζογλου, ο Ξυδάκης, οι Φατμέ, οι Δυνάμεις του Αιγαίου και φυσικά ο Χατζιδάκης με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, τον Λέκκα, τον Λιούγκο και την Πασπαλά. Για μένα ο Παπάζογλου είναι σαφώς ένας μέντορας. Το γεγονός ότι υπήρξε ένας πολύ καλός τραγουδιστής, ένας πολύ καλός μουσικός και τραγουδοποιός που ήξερε ηχοληψία και είχε στούντιο, για μένα υπήρξε μία τεράστια αποκάλυψη γιατί σε αυτόν χρωστώ το ότι έμαθα ηχοληψία. Επίσης, ο Παπάζογλου κάποια στιγμή χρησιμοποιώντας μία κουβέντα του Σολωμού από τους «Ελεύθερους πολιορκημένους» ότι ο ελληνικός πολιτισμός έχει ανάγκη από την ανάπτυξη ενός είδους μικτού και νόμιμου, ήθελε να δείξει ότι θα έπρεπε η γενιά που ακολουθούσε αυτόν, η δικιά μου δηλαδή γενιά του ’90, να ξεμπλοκαριστεί και να απαλλαγεί από άγχη στιλιστικά ή από αναφορές και να αναπτύξει ένα τραγούδι που είναι αντίστοιχο με αυτό που υπήρξε πάντοτε ο ελληνικός πολιτισμός. Ένα είδος δηλαδή, μικτού και μόνιμου. Αυτό το είδος είχε μέσα δημοτικό τραγούδι, είχε ροκ, είχε λαϊκό, είχε κλασσική μουσική, ό, τι και να είχε εφόσον η σύνδεση τους γινόταν με έμπνευση, με μεράκι και ευαισθησία, μπορούσαν να αποδώσουν πάρα πολύ αξιόλογα πράγματα. Αυτό λοιπόν το είχε. Επίσης, ήταν από τους πρώτους που είχε αντιληφθεί την ιδέα της ανεξάρτητης παραγωγής. Τι σήμαινε για κάποιον που ζει στη Θεσσαλονίκη να έχει δικό του στούντιο, να έχει ένα ξεχωριστό εργαλείο και να μη χρειάζεται να κατεβαίνει κάποιος στην Αθήνα για να κάνει έναν δίσκο. Βοήθησε λοιπόν δεκάδες καλλιτέχνες από τη Θεσσαλονίκη και την Βόρεια Ελλάδα να ηχογραφήσουν και να αναδείξουν τη δουλειά τους. Ένα τελευταίο, το «Χαράτσι» ήταν η «ανατολή» ενός νέου κεφαλαίου για την ελληνική μουσική τραγουδοποιία. Επειδή ο Παπάζογλου συνειδητοποίησε ότι ο μόνος τρόπος για να μπορέσει κανείς να ανανεώσει το λαϊκό τραγούδι, είναι επιτρέποντας τις παραβάσεις. Να είναι δηλαδή και τζαζ, να είναι και μπόσα νόβα, να είναι και λατίνο, να είναι και ροκ. Αυτό το πράγμα ο Παπάζογλου στο «Χαράτσι» το δίνει με μεγάλη οικειότητα, το κάνει να φαίνεται πάρα πολύ φυσικό, από το «Λεμόνι στην πορτοκαλιά» στον «Αύγουστο», από τα έγχορδα στα μπουζούκια, από τις τζαζ κιθάρες του Κωνσταντινίδη στα κρουστά του Καπηλίδη και όλων των άλλων σημαντικών μουσικών που για εμάς τους 25χρονους της εποχής δημιούργησε ένα πρότυπο και μας ελευθέρωσε έτσι ώστε να μπορέσουμε μετά όλη αυτή η ομάδα της γενιάς του ’90 να κάνουμε πραγματικά σημαντικά πράγματα».
Ο «Αύγουστος» – Πώς γράφτηκε το τραγούδι
Ο «Αύγουστος», όπως αποκάλυψε ο Παπάζογλου, γράφτηκε στα τέλη του Ιουνίου του 1978, λίγο μετά τους καταστροφικούς σεισμούς οι οποίοι έπληξαν την Θεσσαλονίκη. Όπως αποκάλυψε σε συνέντευξή του στην εκπομπή «Στα άκρα» με την Βίκυ Φλέσσα: «Το τραγούδι πότε δεν το έγραψα σε χαρτί. Το θυμόμουν απ’ έξω. Το μισό είναι για την κόρη μου και το μισό για μία κοπέλα».
Όπως είχε αναφέρει, τον Ιούνιο του 1978, ο εγκέλαδος χτύπησε τη Θεσσαλονίκη και ήταν καταστροφικός. Το σπίτι του καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς και ήταν επικίνδυνο να ζει σ’ αυτό. Αυτό το γεγονός ανάγκασε τη σύζυγό του Βαρβάρα και τη νεογέννητη κόρη του Μαρία-Αδελαΐδα να μετακομίσουν για λίγο καιρό στην Αμερική.
Στο διάστημα που ήταν μόνος, δέχτηκε μια πρόσκληση από το Διονύση Σαββόπουλο να πάει να μείνει στο σπίτι του στο Πήλιο. Εκεί γνώρισε μια πανέμορφη γυναίκα. Μια γνωριμία η οποία τον συγκλόνισε και του δημιούργησε σκέψεις και αισθήματα τα οποία αποφάσισε να τα «πνίξει». Έφυγε από το Πήλιο και γύρισε στη Θεσσαλονίκη και στο μυαλό του, «είχε ήδη γράψει» τους στίχους του ”Αυγούστου”. Μόνο είκοσι λεπτά χρειάστηκαν για να το γράψει…
Σε άλλη τηλεοπτική εκπομπή, στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, ανέφερε την καταλυτική παρέμβαση του Ντίνου Χριστιανόπουλου στην τελική μορφή του τραγουδιού, λέγοντας: «Πρώτη φορά που το έγραψα σε χαρτί, ήταν μέσα στο στούντιο που είχα κάτω από το Ταχυδρομείο της Παπάφη και εκεί τότε στην περιοχή, ζούσε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ακούω λοιπόν βήματα να κατεβαίνουν τις σκάλες και λέω, ποιος να είναι τέτοια ώρα… και λέω «αμάν, ο Ντίνος». Κρύβω το τετράδιο αλλά αυτός το είχε δει και μου λέει «για να δω τι γράφεις εδώ». Στην πρώτη στροφή του τραγουδιού ήθελα να περιγράψω αυτό το πράγμα που γελούσαμε πολύ και χαιρόμασταν μέσα στο σπίτι και έλεγε η μάνα μας «σε καλό να μας βγει». Αυτή την αίσθηση ότι κλέβεις από τον κοινό πλούτο χαράς, ότι κάποιοι άλλοι θα υποφέρουν επειδή εσύ έχεις λίγο περισσότερη χαρά, αυτό το κυνήγι του κοσμικού μπαλάντζου ας πούμε και είχα γράψει «Μα γιατί το τραγούδι να’ ναι λυπητερό ενώ η ψυχή μου είναι σε τέτοια ανάταση, γιατί να μη γιορτάζει και αυτή μαζί μου εδώ στην έκσταση ή έξαψη». Κι όταν το διάβασε μου λέει, αυτό δεν είναι τραγούδι είναι ποίημα. Μα πώς, του λέω, έχω τη μουσική του. Παίξτηνα, μου λέει. Του το παίζω και το μόνο πράγμα που είπε, λέει «έκσταση, έξαψη, τα αφηρημένα ουσιαστικά έξω. Είναι ευκολία». Αυτό το πράμα με έκανε να ψάχνω δυο χρόνια ώστε να βρω τον κατάλληλο στίχο. Βέβαια, είχε δίκιο».
Στο σημείωμά του για τον δίσκο, ο Παπάζογλου αναφέρει πολύ εύστοχα ότι «η μουσική μας παιδεία, αν μπορεί να ονομαστεί έτσι, είναι ένας κυκεώνας και φαίνεται αυτό στη μουσική που συνθέτουμε, φαίνεται και στις επιλογές μας όταν η ανάγκη και η ευκολία μάς θέτουν μπροστά σε εκβιαστικά διλήμματα, οπόταν και αναγκαζόμαστε να πάρουμε θέση. Πάντως, όποια απόφαση και να πάρουμε, προδίδουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας, γιατί τα ετερόκλητα μας συνιστούν. Η αγάπη είναι ισχυρότερο πράγμα από τη διαφορά, το ζήτημα είναι να συγκεράσουμε τις μουσικές μας αντιθέσεις, που είναι και οι δικές μας αντιθέσεις, σ’ ένα μικτό και νόμιμο μουσικό είδος».
https://youtu.be/eqKi03IbNoc
1 Υδροχόος 2 Με Το Τραγούδι Με Το Κρασί 3 Αύγουστος 4 Χαράτσι 5 Λεμόνι Στην Πορτοκαλιά 6 Στάλα Στάλα 7 Ευχή 8 Καρυάτιδα 9 Χτές Το Βράδυ 10 Πέρασα Έτσι Δίχως Λόγο 11 Χτυπάει Τηλέφωνο
Η σπουδαία περίπτωση του Νίκου Παπάζογλου
Ο Νίκος Παπάζογλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Μαρτίου του 1948. Η μητέρα του είχε θρακική καταγωγή από τους Νέους Επιβάτες Θεσσαλονίκης και ο πατέρας του Μικρασιάτης από την Κορμίστα Σερρών. Ο πατέρας του είχε κρεοπωλείο όπου δούλευε και ο Νίκος για να βγάζει το χαρτζιλίκι του. Εκείνος του έμαθε να μαστορεύει διάφορα πράγματα.Όπως έλεγε ο ίδιος: «Για να μην αλητεύω τα καλοκαίρια με έβαζε ο μπαμπάς μου σε δουλειές, και έτσι απέκτησα δεξιότητες σε διάφορες τέχνες που βέβαια μου βγήκαν σε καλό γιατί το να χτίσεις ένα στούντιο ηχογραφήσεων ήθελε από όλα. Όλα περνούσαν από το χέρι μου. Ήθελε ξυλουργικά, χτισίματα, ηλεκτρολογικά, ηλεκτρονικά». Έφτιαξε το πρώτο του συγκρότημα όταν ήταν 15 χρόνων. Τραγουδούσε και με όσα κατάφερε να μάθει μόνος ή από φίλους του, έπαιζε μπάσο και κιθάρα. Με την παρέα τραγουδούσε στα πάρκα, αλλά κάθε βράδυ ερχόταν η Ασφάλεια και τους έδιωχνε. Έτσι κατέληξαν να κάνουν πρόβες κρυφά μέσα στο Λευκό Πύργο. Εκεί δεν τους ενόχλησε ποτέ και κανένας. Ανέβαιναν στο πρώτο όροφο και κρατώντας κεριά για να βλέπουν, καθώς δεν είχε ηλεκτρικό, έπαιζαν με τις ώρες.
Επίσημα ξεκίνησε την μουσική του διαδρομή στα μέσα της δεκαετίας του’60, παίζοντας ροκ σε συγκροτήματα, όπως οι «Fratelli», οι «Μακεδονομάχοι» και οι «Olympians» του Πασχάλη Αρβανιτίδη.
Ξεκινά να γράφει τα πρώτα του τραγούδια και κάποια από αυτά ερμηνεύει ο Πασχάλης, τον οποίο θα αντικαταστήσει στους Olympians όταν θα πρέπει ο Αρβανιτίδης να πάει στρατό. Τότε ο Παπάζογλου συνέδεσε το όνομά του με την πιο ροκ περίοδο του γκρουπ τραγουδώντας ανάμεσα σε άλλα το “Paperbackwriter” των Beatles και το “Mercymercy”, που είχε πει πρώτος ο DοnCovay και στη συνέχεια, οι RollingStones. Την ίδια περίοδο τραγουδούσε και για τους “BlowUp”, μια από τις πιο δημοφιλείς μπάντες της Θεσσαλονίκης που έπαιζε κυρίως soul και RnB.
Για τον Πασχάλη αργότερα γράφει δυο τραγούδια. Το «Είναι αργά» και το «Γαλάζια Θάλασσα». Για το τραγούδι «Γαλάζια Θάλασσα», υπάρχει ιστορία, την οποία λέει ο Πασχάλης: «Γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1973 την βραδιά του Πολυτεχνείου, όταν έκλεισε λόγω των γεγονότων το κέντρο «Φαντασία» της οδού Κεφαλληνίας, όπου τραγουδούσαμε παρέα με το Νίκο. Περάσαμε από το Πολυτεχνείο και στη συνέχεια πήγαμε σπίτι μου για ύπνο. Ο Νίκος όμως δε κοιμήθηκε. Το πρωί, μου έπαιξε το τραγούδι αυτό και μου ζήτησε να το περιλάβω στον τότε νέο μου δίσκο. Το τραγούδι περιλαμβάνεται στο δίσκο «Πασχάλης – Το Τραγούδι μου».
Το 1972 με το συγκρότημα Ζηλωτής (Zealot) επιχείρησε να κατακτήσει τη διεθνή αγορά κατά το πρότυπο των Aphrodite’sChild. Μετακόμισε στο Αachen της Δυτικής Γερμανίας. Φτιάχτηκαν τότε έξι τραγούδια που ηχογραφήθηκαν στο Mιλάνο αλλά υπάρχουν μόνο σε συλλογές φίλων. Ένα από αυτά τα τραγούδια κυκλοφόρησε με ελληνικό στίχο στο δίσκο «Χαράτσι» και είναι το «Χθες βράδυ».
Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1976 και την επόμενη χρονιά συμμετέχει στην παράσταση “Αχαρνής: ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια”. Η συμμετοχή αυτή επιφέρει τα εξής αποτελέσματα: κυκλοφορεί ο ομότιτλος δίσκος, στον οποίο συμμετείχε και έρχεται σε επαφή με τον Διονύση Σαββόπουλο και τον Μανώλη Ρασούλη. Η θρυλική «Εκδίκηση της Γυφτιάς» έρχεται δύο χρόνια μετά τη συνάντηση αυτή με τραγούδια που αγαπήθηκαν και τον Νίκο Παπάζογλου σε τρομερές ερμηνείες που σημάδεψαν το ελληνικό ρεπερτόριο. Διατηρεί ήδη στην Κάτω Τούμπα το προσωπικό του στούντιο, το Αγροτικόν, στο οποίο έμελλε να ηχογραφηθούν κάποια από τα καλύτερα κομμάτια της ελληνικής μουσικής. Το 1979 έρχεται ο δίσκος «Τα Δήθεν» των Ξυδάκη-Ρασούλη. Το 1983 κατεβαίνει στην Αθήνα για να πραγματοποιήσει εμφανίσεις στο Zoom με την “Ταχεία Θεσσαλονίκης”, το κοινό όμως δεν ανταποκρίθηκε θερμά. Την επόμενη χρονιά έρχεται ο αριστουργηματικός δίσκος «Χαράτσι», με τον οποίο ο Νίκος Παπάζογλου αφήνει ανεξίτηλο το όνομά του στη δημιουργία της σύγχρονης ελληνικής μουσικής όπως αναφέρουμε παραπάνω.
Εκτός όμως από τις προσωπικές του δουλειές, τον συναντάμε στη “Ρεζέρβα”(1984) και στο “Ζήτω το ελληνικό τραγούδι” (1986) του Σαββόπουλου. Επίσης, στο κομμάτι «Πότε Βούδας, πότε Κούδας» (δίσκος του Μ. Ρασούλη) (1986), όπου τραγουδά το ομότιτλο κομμάτι, ακόμη «Στο Σείριο υπάρχουνε παιδιά» του Χατζιδάκι το 1988. Στο δίσκο «Όλοι δικοί μας είμαστε» με τους Μ. Ρασούλη, Χ. Νικολόπουλο και Π. Τερζή και στο «Σκόρπια 1» του Μ. Ρασούλη με τη Γλυκερία. Παράλληλα κυκλοφορούν και οι δικοί του δίσκοι «Μέσω Νεφών» το 1986 και «Σύνεργα» το 1991. Την ίδια χρονιά και συγκεκριμένα στις 30 Σεπτέμβρη 1991 ηχογραφεί και κυκλοφορεί το δίσκο «Επιτόπιος Ηχογράφησις» από το θέατρο του Λυκαβηττού. Το 1995 κυκλοφορεί το «Όταν κινδυνεύεις παίξε την πουρούδα». Το 2005 κυκλοφόρησε ο τελευταίος του δίσκος με τίτλο «Μάισα Σελήνη». Την ημέρα της κυκλοφορίας του δίσκου αυτού, κερδίζει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το βραβείο μουσικής για την μουσική που έγραψε στην ταινία «Νοσταλγός».
Σωκράτης Μάλαμας, Κώστας Μπραβάκης, Δημήτρης Μυστακίδης, Μπάμπης Παπαδόπουλος κιθάρες, Μανώλης Πάππος, Παναγιώτης Κουτσούρας μπουζούκι, Νίκος Οικονομίδης βιολί, Αλέξανδρος Μπουλγουρτζής κρουστά, Μιχάλης Καπηλίδης, Κώστας Παγωνίδης ντραμς είναι μερικοί μόνον από τους μουσικούς της Λοξής Φάλαγγας από το 1990 και μετά – της τελευταίας μπάντας του Νίκου Παπάζογλου, με την οποία θα αλώνιζε την ελληνική περιφέρεια, δημιουργώντας, όπου και να βρισκόταν, μοναδικές συνθήκες μέθεξης.
Ο Νίκος Παπάζογλου έφυγε στις 17 Απριλίου 2011 από καρκίνο. Σημαδιακή ημερομηνία για τον μουσικό χώρο, καθώς, στις 17 Απριλίου του επόμενου χρόνου, απεβίωσε και ο Δημήτρης Μητροπάνος. Ήταν μόλις 63 ετών, αλλά πρόλαβε να αφήσει πίσω του τεράστια μουσική περιουσία. Το κενό του αναντικατάστατο. Όμως χάθηκε γιατί δεν ξεχνιέται. Είναι παντού, ακούγεται.
Για την πόλη του, σε συνέντευξη του στο τεύχος 158 του «Διφώνου» τον Φεβρουάριο του 2009, ο Νίκος Παπάζογλου έλεγε:
«Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη στην οποία κάνει ότι θέλει το κατηχητικό και οι παραεκκλησιαστικές οργανώσεις. Βρωμοκοπάει ακόμα στρατώνες και χωροφυλακή. Ο ντόπιος πολιτισμός είχε ανέκαθεν πολύ μεγάλη δυσκολία να βγει προς τα έξω. Πρώτα- πρώτα εξολοθρεύτηκαν –τους πήρανε οι Γερμανοί- όλοι οι Εβραίοι, οι οποίοι ήτανε αστοί, δεν ήτανε από χωριό που κατέφυγαν στην πόλη για μεροκάματο. Ο χαρακτήρας της πόλης ήταν πάντα ο χαρακτήρας μιας πόλης υπό κατοχήν, από το 1912 μέχρι και σήμερα έτσι είναι. Εγώ, ας πούμε, δεν μπορώ να παίξω σε κανένα θέατρο. Όλα τα θέατρα διοικούνται από κάτι περίεργα σινάφια, πρόκειται για ένα πολύ ασφυκτικό περιβάλλον. Αλλά και η ζωή στην πόλη, η οποία έχει παραδοθεί εξ ολοκλήρου στο αυτοκίνητο, έχει γίνει αβίωτη. Με την κύρια ευθύνη του Δήμου βέβαια, ο οποίος επωφελείται. Μια γυναίκα με ένα μωρό στο καροτσάκι π.χ. είναι αδύνατον να περάσει τη λεωφόρο Νίκης. Γιατί δεν είναι μόνοι οι καρέκλες και τα τραπέζια, στρώνουνε σαλόνια ολόκληρα στην παραλία, με ριχτάρια κ.α. Έχουνε βάλει τέντες, έχουνε βάλει και αυτά τα υγραέρια που είναι για να ζεσταίνουνε τις κότες δαπέδου. Καρακιτσαριό απίστευτο».
Ενώ στο περιοδικό THESSALONIKI CONFIDENTIAL 2010 είχε πει:
«Η Θεσσαλονίκη στο έργο μου; Ωωω! Ξέρεις, όταν ήμουν μικρός, πήγαινα σε ένα κομμάτι του τείχους, που είναι κάτω από το Πύργο του Τριγωνίου, και αυτό το τείχος, γκρεμίστηκε, και από κει και πέρα είναι… το χάος. Και πήγαινα με τους φίλους μου, εκεί, και καθόμουν εκεί στην άκρη… Το λέγαμε δε, «Η Άκρη του κόσμου», σαν πιτσιρίκια. Καθόμουν, λοιπόν, εκεί στην «Άκρη του κόσμου», από κάτω φωτισμένη η Θεσσαλονίκη, και της τραγουδούσα!»
Το «Αγροτικόν»
Ως άνθρωπος ο Νίκος Παπάζογλου, λένε πως ήταν ασυμβίβαστος και επειδή δεν ήθελε να κάνει εκπτώσεις στα θέλω του κι επειδή τα χέρια του «έπιαναν», αποφάσισε να φτιάξει δικό του στούντιο ηχογραφήσεων. Έτσι δημιουργήθηκε το περίφημο στούντιο ηχογραφήσεων το «Αγροτικόν» στη Κάτω Τούμπα.
Ρασούλης, Ξυδάκης και Παπάζογλου συνεργάζονται και δημιουργούν τότε ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα. Στο «Αγροτικόν» θα βρουν καταφύγιο πολλοί νέοι τότε καλλιτέχνες, όπως η Μελίνα Κανά, ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Αποφασίζει να χρηματοδοτεί μέχρι δύο δίσκους τον χρόνο: «ανθρώπων που έχουν τις προδιαγραφές και ταλαιπωρούνται άδικα».