Οι ιστορίες εντός και εκτός της Casa Bianca
Ένα ρομάντζο που στιγμάτισε την πόλη, μία από τις τέσσερις μεγαλύτερες οικογένειες των Εβραίων και η εκμίσθωση.
Αν για κάτι είμαι περήφανη που μένω σε αυτό το πολεοδομικό τεράστιο τετράγωνο είναι τα κτίρια! Στη γειτονιά μου όπου και να γυρίσεις θα βρεις αρχιτεκτονικά αριστουργήματα είτε επρόκειτο για φρέσκες όμορφες βιομηχανικές πολυκατοικίες, είτε για νεοκλασικές διατηρητέα. Πολλά από αυτά αξιοποιήθηκαν, άλλα ρημάζουν στο πέρας των χρόνων όπως εκείνο στην Βαφοπούλου.
Στην περιοχή του σχολείου μου πάνω στην Λεωφόρο των Εξοχών ή αλλιώς στην Βασιλίσσης Όλγας βρίσκεται λίγο πιο κάτω από την συνοικία Ουζιέλ, η Casa Bianca. Ένα κτίριο που χαζεύω χρόνια τώρα καθώς περνάω πολύ συχνά απ’έξω. Από τα λίγα καλοδιατηρημένα νεοκλασικά της πόλης που ακόμα έχει ζωή.
H Casa Bianca οφείλει την ονομασία της στη καθολική μέχρι τότε σύζυγο του Εβραίου Ντίνο Φερνάντεζ, ο οποίος δραστηριοποιούνταν στο χώρο της ζυθοποιίας, Ελβετίδα Blanche ή Bianca κόρη του Λεών ντε Μάγιερ. Mία από τις τέσσερις μεγαλύτερες εβραϊκές οικογένειες της Θεσσαλονίκης. Όταν την παντρεύτηκε ο Φερνάντεζ Ντιαζ έγινε και η Bianca Εβραια.
Ένας αστικός μύθος λέει πως η πολυτελής αυτή βίλα, σε σχέδια Π. Αρριγκόνι, ήταν το γαμήλιο δώρο του Ντίνο Φερνάντεζ στη Bianca και έτσι της δώσανε το όνομα ”Casa Bianca” , το κτίριο επίσης ήταν γνωστό και ως Villa Blanche και Villa Bianca αλλά και ως Villa Fernandez.
Κάνανε τρία παιδιά την Αλίν, την Νίνα και τον Πέτρο ή Pierre, φαίνεται πως έζησαν πολύ όμορφες εποχές στο αρχοντικό. Διοργάνωναν λαμπρές εκδηλώσεις με καλεσμένους διακεκριμένους Θεσσαλονικείς όπου ανάμεσά τους ήταν συχνά και ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος αλλά και ο βασιλιάς Γεωργίος Α΄.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Μια από τις πιο ρομαντικές ιστορίες της πόλης συσχετίζεται με τη μεγάλη κόρη της οικογενεία την Αλίν. 1912. Η Αλίν μπαίνει στο τραμ για να πάει στο Ντεπώ, όπου ήταν ο τερματικός σταθμός, 200 βήματα πιο πέρα είναι η Casa Bianca. Στο μπροστινό βαγόνι λοιπόν λόγω ζέστης λυποθιμάει.
Την συνεφέρει ο Σπύρος Αλιμπέρτης, Έλληνας αξιωματικός που άνηκε στον ελληνικό στρατό που απελευθέρωσε την πόλη. Ερωτεύονται κεραυνοβόλα, την πάει στο σπίτι της στην Casa Bianca αλλά οι μικτοί γάμοι τότε απαγορεύονται και ο Ντίνο Φερνάντεζ, πατέρας της Αλίν, τους απαγορεύει να είναι μαζί. Έτσι κλέβονται. Η Αλίν γίνεται χριστιανή, σκάνδαλο ξέσπασε στην πόλη, το γράφουνε οι εφημερίδες και οι δυο τους εγκαταλείπουν την πόλη οριστικά. Όπως αναφέρει η τοπική εφημερίδα «Το Φως» στο φύλλο της 8ης Μαρτίου 1914, επέστρεψαν γιατί ο Αλιμπέρτης έφερνε τα οικονομικά συμβόλαια ανοικοδόμησης της πόλης. Τότε, ο Ντίαζ τους δέχτηκε.
Το 1931 η Bianca μητέρα της Αλίν, πεθαίνει στο Παρίσι. Στο δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1943, η οικογένεια Φερνάντεζ δολοφονήθηκε ένας – ένας στην ιταλική πόλη Μείνα, από Ναζί. Τα μοναδικά μέλή της που σώθηκαν ήταν η Αλίν διότι ήταν χριστιανή και η Νίνα διότι βρισκόταν στην Γαλλική πρωτεύουσα.
Η Casa Bianca επιτάχθηκε από τους κατακτητές και ο επάνω όροφος χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του Ιταλού προξένου. Μετά τον πόλεμο ο Αλιμπέρτης και η Αλίν επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη βρήκαν το κτίσμα σε άθλια κατάσταση και αναγκάστηκαν να μείνουν στο ισόγειο που είχε υποστεί τις λιγότερες ζημιές. Το ζευγάρι που με τον έρωτά του σημάδεψε μία ολόκληρη περίοδο της σύγχρονης Θεσσαλονίκης έφυγε από τη ζωή το 1960. Πέθανε πρώτα ο Αλιμπέρτης και το 1965 πέθανε η Αλίν στο Παρίσι. Το σπίτι πέρασε στην πλήρη κυριότητα της αδελφής της Νίνας, μονίμου κατοίκου του Παρισιού. Η Νίνα το πουλά στους Ν. και Γ. Τριάρχου και Σουζάννα και Σολομών Μαλλάχ.
Η κάθε λεπτομέρεια, από έξω προς τα μέσα και από πάνω προς τα κάτω σε μεταφέρει στην αισθητική της παλιάς Θεσσαλονίκης, στο ’80 στην Οδό των εξοχών. Η Casa Bianca κτίστηκε το 1912-1913 σε σχέδια Pierre Arrigoni υπό τον ιδιοκτήτη – εργολάβο Ντίνο Φερνάντεζ – Ντιαζ στην «συνοικία των Εξοχών», περιοχή έξω από τα τότε νοτιανατολικά τείχη της πόλης.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Είναι χαρακτηριστικό δείγμα του Ελβετικού ρυθμού του αρχιτεκτονικού ρεύματος του εκλεκτικισμού, ”μία κομψή μολυβδόφαιος έπαυλις” , η οποία ενσωματώνει στοιχεία διαφορετικών εποχών και ρυθμών όπως του Μπαρόκ, της Αναγέννησης και της Art Nouveau, ακολουθώντας τα αρχιτεκτονικά ρεύματα της εποχής στην Κεντρική Ευρώπη. Αντικατοπτρίζει ξεκάθαρα την τάση των αστών της πόλης για εξωστρέφεια κατά τις αρχές του 20ου αιώνα.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ο Ιταλός αρχιτέκτονας Π. Αρριγκόνι λόγω του ιταλοτουρκικού πολέμου εκείνη την περίοδο αναγκάστηκε να φύγει από την πόλη. Κατά την απουσία του το συνεργείο του Ντεμπρελή Τζώρτζη Σιαγά συνέχισε και τελικά ολοκλήρωσε την κατασκευή της έπαυλης το 1913. Σύμφωνα με τον εργολάβο του έργου Ι. Σιάγα στοίχισε πάνω από 120 χιλιάδες δραχμές.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Περιλαμβάνει ημιυπόγειο, υπερυψωμένο ισόγειο, δύο ορόφους, εκ των οποίων ο δεύτερος περιελάμβανε και σοφίτα. Στο ισόγειο βρισκόταν δύο υπνοδωμάτια, γραφείο, σαλόνι, τραπεζαρία, μαγειρείο, λουτρό και βοηθητικοί χώροι. Στον πρώτο όροφο υπήρχαν υπνοδωμάτια και χώροι που χρησιμοποιούνταν από το υπηρετικό προσωπικό. Στον δεύτερο όροφο υπήρχαν δωμάτια στα οποία έπαιζαν τα παιδιά, βιβλιοθήκη και χώροι που επίσης, χρησιμοποιούνταν από το υπηρετικό προσωπικό.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Στην κεντρική είσοδο στην ανατολική πλευρά της έπαυλης, υπάρχει μαρμάρινο μπαρόκ κλιμακοστάσιο. Στην ανατολική και στη δυτική πλευρά υπάρχουν βεράντες, ημιυπαίθριοι και στεγασμένοι εξώστες και μπαλκόνια. Ένα επιπλέον γνώρισμα του οικήματος είναι η χαρακτηριστική, ασύμμετρη κάτοψη.
Κατά τη δεκαετία του ’60, στον πρώτο όροφο της έπαυλης λειτούργησε νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο. Το 1976 κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο. Εκ τότε χρονολογείται και η τμηματική καταστροφή του κτιρίου με στόχο τον αποχαρακτηρισμό του και την τελική κατεδάφιση του.
Με παράνομες ενέργειες, είχε αφαιρεθεί μέρος από τα πατώματα, από τα ξυλόγλυπτα που υπήρχαν στις πόρτες και στα κουφώματα. Το πιο σοβαρό ωστόσο που προκάλεσε την κατάρρευση των ορόφων και του κεντρικού τμήματος της στέγης του κτιρίου, ήταν η αφαίρεση των κεντρικών δοκαριών.
Το 1990, μετά από σειρά μέτρων με στόχο τη διάσωση του κτιρίου και του περιβάλλοντα χώρου του, η Casa Bianca περιέρχεται στον Δήμο Θεσσαλονίκης και ο Δήμος το 1993 αναθέτει τη μελέτη αποκατάστασης του αρχοντικού στην ομάδα αρχιτεκτόνων και πολιτικών μηχανικών υπό τον καθηγητή κ. Μουτσόπουλο και το έργο εκτελέστηκε από το Δήμο Θεσσαλονίκης μεταξύ 1994 και 1997. Στο Σήμερα, η Casa Bianca ανήκει στον Δήμο Θεσσαλονίκης και μετά το πέρας των εργασιών αναστήλωσης του χρησιμοποιείται ως εκθεσιακός χώρος.H Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης πλέον εδρεύει στην Casa Bianca.
H υπέροχη αυλή της έχει γίνει σκηνικό φωτογραφήσεων αλλά και έχει φιλοξενήσει θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες και προβολές ταινιών με μεγάλη επιτυχία, όλα τα προαναφερόμενα αποτελούν δράσεις και εκδηλώσεις της Δημοτικής Πινακοθήκης Θεσσαλονίκης.
Τα τελευταία χρόνια μάλιστα η Δημοτική Πινακοθήκη παρουσιάζει μια συνεχή και έντονη δραστηριότητα τόσο σε επίπεδο εικαστικών εκδηλώσεων και εκθέσεων όσο και σε επίπεδο παράλληλων εκδηλώσεων πολιτιστικής φύσης. Αξίζει δε να αναφέρουμε ότι φέτος, παρά τις αντίξοες συνθήκες που βιώνουμε λόγω της πανδημίας, ο ετήσιος προγραμματισμός της είναι ιδιαίτερα πλούσιος και φιλόδοξος.
Το 2017 ο Δήμος μίσθωσε ένα μέρος του κτιρίου και της αυλής (προς την είσοδο της Β. Όλγας 160 τ.μ. καθώς και έναν ημιυπόγειο χώρο 46 τ.μ. στο εσωτερικό χώρο ) με τίμημα 5.500 ευρώ το χρόνο. Η ενοικίαση αποφασίστηκε από το δημοτικό συμβούλιο. Στον διαγωνισμό εμφανίστηκε μόνο ένας υποψήφιος ενοικιαστής στον οποίο και κατοχυρώθηκε με τη σύμφωνη γνώμη της οικονομικής επιτροπής.
Θύελλα αντιδράσεων ξέσπασε στο δημοτικό συμβούλιο για το τίμημα.
Ένα νέο καφέ στη βίλα Μπιάνκα και οι αντιδράσεις για το ενοίκιο
Ο σημερινός δήμαρχος μέσω άρθρου του στην parallaxi είχε προτείνει την αξιοποίηση της Βίλας.
Πηγή: Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών του Βασίλη Κολώνα, speakloud.world, Kωνσταντίνος Σφήκας
Δείτε επίσης:
Βόλτα στα ανατολικά της Σαλονίκης – 9 στάσεις που πρέπει να κάνεις!