«Η Νέα Υόρκη δεν πωλείται» – Το μήνυμα Μαμντάνι λίγο πριν τις κρίσιμες εκλογές
Τι ανέφερε στην τελική του ομιλία
Στο Forest Hills, ο Ζόχραν Μαμντάνι έδωσε την τελική του ομιλία πριν από τις κρίσιμες εκλογές για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης, σηματοδοτώντας την κορύφωση μιας εκστρατείας που εξελίχθηκε σε λαϊκό ρεύμα.
Με λόγο βαθιά πολιτικό, ο Μαμντάνι μίλησε μεταξύ άλλων για την κοινωνική δικαιοσύνη και υποσχέθηκε να δημιουργήσει μια πόλη που «ανήκει σε όσους τη ζουν — όχι σε όσους μπορούν να την αγοράσουν».
Αναλυτικά η ομιλία του Μαμντάνι:
«Εμείς επιλέξαμε να σταματήσουμε να ακούμε τους «ειδικούς» και να αρχίσουμε να ακούμε εσάς. Κοιτάζοντας πάνω από 13.000 από εσάς εδώ, στο στάδιο Forest Hills, είναι δελεαστικό να πιστέψει κανείς ότι αυτή η στιγμή ήταν πάντα προδιαγεγραμμένη. Όμως, όταν ξεκινήσαμε αυτή την εκστρατεία στις 23 Οκτωβρίου, πριν ένα χρόνο και τρεις μέρες, δεν υπήρχε ούτε μια τηλεοπτική κάμερα για να την καλύψει.
Όταν ξεκινήσαμε αυτή την εκστρατεία, το όνομά μου ήταν μια στατιστική ανωμαλία σε κάθε δημοσκόπηση. Τέσσερις μήνες αργότερα, ακόμη και τον Φεβρουάριο, η υποστήριξή μας είχε φτάσει στο εξωφρενικό 1%. Ήμασταν ισόπαλοι με τον “κάποιον άλλο” — και πάντα ήξερα ότι θα μπορούσαμε να τον νικήσουμε.
Ο πολιτικός κόσμος δεν μας έδινε προσοχή στην αρχή, γιατί επιδιώκαμε να χτίσουμε ένα κίνημα που να αντανακλά την πόλη όπως πραγματικά είναι, όχι το μοντέλο που οι πολιτικοί σύμβουλοι βλέπουν σε ένα υπολογιστικό φύλλο.
Μας περιγελούσαν ως ανέκδοτο στους διαδρόμους της εξουσίας. Η ιδέα να αλλάξουμε ριζικά ποιον υπηρετεί η κυβέρνηση στην πόλη ήταν αδιανόητη. Ακόμη κι όταν ανεβαίναμε, ρωτούσαν, πώς θα ξεπεράσουμε τις επιθέσεις αξίας δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων που θα ακολουθούσαν; Αλλά τότε, όπως και τώρα, ξέραμε κάτι: Η Νέα Υόρκη δεν πωλείται.
Καθώς οι νέοι προσήλθαν σε αριθμούς ρεκόρ, οι μετανάστες είδαν τον εαυτό τους στην πολιτική της πόλης τους και οι ηλικιωμένοι που ήταν επιφυλακτικοί ξανατόλμησαν να ονειρευτούν, μιλήσαμε όλοι με μία φωνή: Η Νέα Υόρκη δεν πωλείται.
Δεκατρείς ημέρες μετά την ανακοίνωσή μας, ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε ξανά την προεδρία. Το Μπρονξ και το Κουίνς σημείωσαν μερικές από τις μεγαλύτερες μετατοπίσεις προς τα δεξιά σε ολόκληρη τη χώρα. Ό,τι άρθρο κι αν διάβαζες, ό,τι κανάλι κι αν άνοιγες, το αφήγημα ήταν το ίδιο: η πόλη μας πήγαινε δεξιά.
Γράφονταν επικήδειοι για την ικανότητα των Δημοκρατικών να προσεγγίσουν Ασιάτες ψηφοφόρους, νέους ψηφοφόρους, άντρες ψηφοφόρους. Συνεχώς μας έλεγαν ότι για να νικήσουμε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, θα έπρεπε να γίνουμε Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Ακόμη και ο Άντριου Κουόμο είπε ότι χάσαμε όχι επειδή δεν μιλήσαμε για τις ανάγκες της εργατικής τάξης, αλλά επειδή μιλήσαμε πάρα πολύ για τουαλέτες και αθλητικές ομάδες.
Σε αυτή τη στιγμή, η Νέα Υόρκη είχε μια επιλογή: να υποχωρήσει ή να παλέψει. Εμείς επιλέξαμε να σταματήσουμε να ακούμε τους «ειδικούς» και να αρχίσουμε να ακούμε εσάς. Κινητοποιώντας την πόλη
Η στρατηγική μας ήταν απλή: να φέρουμε ξανά την πολιτική στον λαό. Αντί για προεκλογικά γκαλά και πολυτελείς εκδηλώσεις, πήγαμε σε καφετέριες, πάρκα, σούπερ μάρκετ και σπίτια. Δεν ζητούσαμε μόνο ψήφους· ζητούσαμε συμμετοχή και δέσμευση.
Η ομάδα μας ήταν νέα και με πολύ περιορισμένα μέσα, αλλά είχε τεράστια αποφασιστικότητα. Κάθε μέρα, δεκάδες εθελοντές δούλευαν ώρες — έκλειναν 12ωρα, χτυπούσαν πόρτες, έκαναν τηλεφωνήματα, έστελναν μηνύματα. Η ενέργεια αυτή ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Το μήνυμά μας ήταν ξεκάθαρο: η πόλη δεν πρέπει να εξυπηρετεί μόνο το κεφάλαιο, τα μεγάλα συμφέροντα ή τις τράπεζες. Πρέπει να υπηρετεί τους ανθρώπους που τη ζουν καθημερινά: εργαζόμενους, μαθητές, μετανάστες, ηλικιωμένους.
Μας είπαν ότι ο Τραμπ υποσχέθηκε να βάλει περισσότερα χρήματα στις τσέπες τους και να μειώσει το κόστος ζωής. Ο Τραμπ τους είπε ψέματα. Σε εμάς έμενε να σκεφτούμε λύσεις για τους εργαζόμενους που τους εγκατέλειψε.
Τους τελευταίους οκτώ μήνες των προκριματικών, είπαμε στους Νεοϋορκέζους πώς σκοπεύαμε να αντιμετωπίσουμε την κρίση της προσβασιμότητας στη στέγη. Αυτό ήταν ένα κίνημα που τροφοδοτήθηκε από δεκάδες χιλιάδες απλούς Νεοϋορκέζους — άνθρωποι που μπαίναν στην προεκλογική εκστρατεία ανάμεσα σε βάρδιες και δουλειές, άνθρωποι που ποτέ πριν δεν είχαν ψηφίσει και έγιναν αφοσιωμένοι εθελοντές πόρτα- πόρτα. Η κοινότητα σχηματίστηκε. Καθώς έλιωνε το χιόνι και έφευγε το κρύο, η εκστρατεία μεγάλωσε πιο γρήγορα απ’ ό,τι φανταζόταν κανείς. Τόσοι πολλοί μικροί χορηγοί συνέβαλαν, που αναγκαστήκαμε να τους ζητήσουμε: παρακαλώ, σταματήστε να δίνετε — σταματήστε.
Ανεβήκαμε στις δημοσκοπήσεις πιο γρήγορα απ’ όσο ο Κουόμο μπορούσε να τηλεφωνήσει στον Τραμπ. Ο κόσμος άρχισε να μαθαίνει να προφέρει το όνομά μου. Και οι δισεκατομμυριούχοι τρόμαξαν. Όπως έγραψαν οι New York Times, «τα Χάμπτονς μπήκαν σε ομαδική θεραπεία για τη δημαρχία».
Αυτοί οι μεγάλοι χορηγοί και οι ξεπεσμένοι πολιτικοί προσπάθησαν να μας στερήσουν την φιλοδοξία μας, γιατί δεν πιστεύουν ότι αξίζετε μια ζωή αξιοπρέπειας. Ο Κουόμο και οι εταιρικοί του φίλοι έκαναν τα πάντα για να κάνουν την καμπάνια μας καμπάνια του φόβου και της μικρότητας — έβαλαν εκατομμύρια, επιμήκυναν τεχνητά το μούσι μου για να φαίνομαι απειλητικός, ζωγράφισαν την πόλη ως δυστοπικό χάος και δούλεψαν νύχτα-μέρα για να διχάσουν τους Νεοϋορκέζους.
Απέτυχαν.
Λίγες μέρες πριν τις εκλογές, όταν διέσχισα το Μανχάταν, εκατοντάδες Νεοϋορκέζοι πορεύτηκαν μαζί μου. Και όταν μπήκαμε στην Times Square κάτω από ένα ψηφιακό σήμα που έδειχνε τις στοιχηματικές πιθανότητες του Κουόμο σχεδόν στο 80%, ξέραμε ότι οι «ειδικοί» θα έκαναν πάλι λάθος.
Ο Κουόμο θεωρείτο “αναπόφευκτος”. Και τότε, στις 24 Ιουνίου, σπάσαμε αυτό το αναπόφευκτο. Κερδίσαμε με 13 ποσοστιαίες μονάδες, με τις περισσότερες ψήφους στην ιστορία προκριματικών στην πόλη. Μερικοί από αυτούς είχαν ψηφίσει Τραμπ. Πολλοί άλλοι δεν είχαν ψηφίσει ποτέ πριν. Όταν ο Κουόμο με πήρε τηλέφωνο στις 10:15 το βράδυ για να παραδεχτεί την ήττα, είπε ότι είχαμε δημιουργήσει μια τεράστια δύναμη.
Όταν επιμένεις να χτίσεις έναν συνασπισμό με χώρο για κάθε Νεοϋορκέζο, αυτό ακριβώς δημιουργείς: μια τεράστια δύναμη. Αυτή η δύναμη έχει μεγαλώσει — τώρα έχουμε πάνω από 90.000 εθελοντές. Έχουμε μιλήσει σε εκατομμύρια Νεοϋορκέζους. Έχουμε προτείνει σχέδια για το πώς θα κυβερνήσουμε: χιλιάδες επιπλέον δάσκαλοι, αντιμετωπίζοντας τους συμβούλους και τις συμβάσεις στη δημοτική διοίκηση και νικώντας τον «τελικό αφέντη» της υποδομής της Νέας Υόρκης: τις σκαλωσιές.
Τις τελευταίες εβδομάδες της εκστρατείας, είδαμε επιδείξεις ισλαμοφοβίας που σοκάρουν τις συνειδήσεις μας. Ο Κουόμο, ο Έρικ Άνταμς και ο Κέρτις Σλίουα δεν έχουν πρόγραμμα για το μέλλον· έχουν μόνο το εγχειρίδιο του παρελθόντος. Θέλησαν αυτή η εκλογική αναμέτρηση να μην είναι για την κρίση του κόστους ζωής, αλλά για τη θρησκεία στην οποία ανήκω και το μίσος που προσπαθούν να νομιμοποιήσουν.
Δουλέψαμε μήνες για να πείσουμε ότι οι Νεοϋορκέζοι έχουν δικαίωμα να αντέχουν οικονομικά την πόλη που αγαπούν. Τώρα μας υποχρεώνουν να υπερασπιστούμε την ιδέα ότι ένας Μουσουλμάνος έχει το δικαίωμα να ηγηθεί.
Οι ίδιοι μεγάλοι χορηγοί και ξεπεσμένοι πολιτικοί προσπάθησαν να μας στερήσουν τη φιλοδοξία μας, γιατί δεν πιστεύουν πως μας αξίζει η ομορφιά μιας αξιοπρεπούς ζωής. Ξανά και ξανά μας ενθάρρυναν να φανταστούμε λιγότερα, επειδή ξέρουν ότι μια επανασχεδιασμένη Νέα Υόρκη χτυπάει το κέρδος τους. Πιστεύω ότι αυτή η πόλη είναι σαν το σύμπαν, διαρκώς επεκτεινόμενη. Αξίζουμε μια κυβέρνηση τόσο φιλόδοξη όσο οι εργαζόμενοι που κάνουν αυτήν την πόλη την καλύτερη στον κόσμο. Δεν μπορούμε να περιμένουμε κάποιον άλλον. Δεν μας παραχωρείται το προνόμιο της αναμονής. Στις 4 Νοεμβρίου θα επαναφέρουμε την πορεία της πόλης προς όπου ανήκει.
Σε ποιόν ανήκει η Ελευθερία;
Και με αυτό, θα απαντήσουμε σε ένα ερώτημα που η χώρα μας παλεύει από την αυγή της ίδρυσής της: Ποιος δικαιούται να είναι ελεύθερος;
Κάποιοι γνωρίζουν την απάντηση: οι ολιγάρχες που συγκέντρωσαν τεράστιο πλούτο από την εργασία των άλλων. Αυτοί οι «άρπαγες» πιστεύουν ότι τα χρήματά τους τους δίνουν περισσότερο δικαίωμα στη λέξη «ελευθερία» από ό,τι εμάς. Δεν μιλάω μόνο για ονόματα όπως ο Bill Ackman ή ο Ken Langone· μιλάω για αυτούς που συνεισφέρουν σε super PACs περισσότερο απ’ όσο θα τους φορολογούσαμε ποτέ και που πανηγυρίζουν όταν τα PACs τους γεμίζουν διαφημίσεις με τη φράση «global jihad» πάνω στο πρόσωπό μου.
Η ελευθερία τους δεν έρχεται μόνο σε βάρος της αξιοπρέπειας και της αλήθειας. Έρχεται σε βάρος των ελευθεριών των άλλων. Είναι οι αυταρχικοί που θέλουν να μας κρατούν κάτω, διότι ξέρουν ότι μόλις απελευθερωθούμε ε, ποτέ πια δεν θα μπορούν να μας κρατήσουν.
Όλοι αυτοί νομίζουν ότι η Νέα Υόρκη είναι προς πώληση. Για πολύ καιρό, φίλοι μου, η ελευθερία ανήκε μόνο σε αυτούς που μπορούσαν να τη πληρώσουν. Οι ολιγάρχες της Νέας Υόρκης είναι οι πλουσιότεροι σε μια πόλη που υπήρξε πάντα η πλουσιότερη· δεν θέλουν αυτή την εξίσωση να αλλάξει και θα κάνουν τα πάντα για να συνεχίσουν να κρατάνε σφιχτά την εξουσία.
Αλλά η αλήθεια είναι απλή και αδιαπραγμάτευτη: όλοι μας δικαιούμαστε την ελευθερία. Κάθε ένας από εμάς — οι εργαζόμενοι της πόλης, οι οδηγοί ταξί, οι μάγειρες, οι νοσοκόμοι — όλοι έχουμε δικαίωμα στη ζωή με αξιοπρέπεια, όχι στη ζωή που καθοδηγείται από τη απληστία. Τι σχεδιάζουμε και πώς θα δράσουμε
Στις 4 Νοεμβρίου, χάρη στην εργασία πάνω από 90.000 εθελοντών σε κάθε γωνιά της πόλης, αυτό ακριβώς θα πούμε στον κόσμο. Ενώ οι δισεκατομμυριούχοι νομίζουν ότι μπορούν να αγοράσουν τις εκλογές, εμείς έχουμε ένα κίνημα μαζικό. Είμαστε ένα κίνημα που δεν φοβάται αυτά που πιστεύει — και το πιστεύουμε εδώ και καιρό.
Όσοι ανησυχούν για το με τι θα μοιάζει αυτό το κίνημα την 1η Ιανουαρίου, είναι οι ίδιοι που ανησυχούσαν την 23η Οκτωβρίου για το πως θα μοιάζει το απόγευμα εκείνης της ημέρας. Ο σκοπός μας δεν άλλαξε, ούτε και οι υποσχέσεις μας.
Όπως είπα όταν ανακοινώθηκε η υποψηφιότητά μου: η δουλειά της κυβέρνησης είναι να βελτιώσει πραγματικά τις ζωές μας. Και με τα ίδια λόγια:
Θα παγώσουμε τα ενοίκια για πάνω από δύο εκατομμύρια ενοικιαστές με ρύθμιση μίσθωσης και θα χρησιμοποιήσουμε κάθε πόρο για να χτίσουμε κατοικίες για όλους όσους τις χρειάζονται.
Θα καταργήσουμε το εισιτήριο σε κάθε λεωφορειακή γραμμή και θα κάνουμε τα αργά λεωφορεία να κινούνται γρήγορα σε όλη την πόλη.
Θα δημιουργήσουμε καθολική φροντίδα για τα παιδιά χωρίς κόστος για τους γονείς, ώστε οι Νεοϋορκέζοι να μεγαλώνουν την οικογένειά τους στην πόλη που αγαπούν.
Μαζί, Νέα Υόρκη, θα παγώσουμε το ενοίκιο. Μαζί, Νέα Υόρκη, θα κάνουμε τα λεωφορεία γρήγορα και δωρεάν. Μαζί, Νέα Υόρκη, θα παρέχουμε καθολική φροντίδα για τα παιδιά.
Θα κάνουμε την πόλη μας τόπο όπου κάθε κάτοικος μπορεί να ζει μια αξιοπρεπή ζωή. Κανένας Νεοϋορκέζος δεν πρέπει να πληρώνει περισσότερα από ό,τι χρειάζεται για να επιβιώσει. Και πιστεύουμε — τότε, τώρα, και αύριο — ότι είναι δουλειά της κυβέρνησης να εξασφαλίσει αυτήν την αξιοπρέπεια.
Και η αξιοπρέπεια φίλοι μου είναι ένας άλλος τρόπος για να λέμε ελευθερία.
Τι διακυβεύεται ιστορικά
Στέκομαι μπροστά σας και αντλώ δύναμη από όσους αγωνίστηκαν για την ελευθερία στην Αμερική — εκείνους που αρνήθηκαν να δεχτούν ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να αντιμετωπίσει όσα απαιτούν οι στιγμές κρίσης. Όταν η δύναμη του λαού υπερνικά την επιρροή των ισχυρών, δεν υπάρχει κρίση που η κυβέρνηση να μην μπορεί να αντιμετωπίσει.
Η κυβέρνηση του New Deal έβγαλε μια γενιά από τη φτώχεια, δημιούργησε δημόσια αγαθά και καθιέρωσε το δικαίωμα του συνδικαλισμού και της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Η εποχή της κυβέρνησης που θεωρεί κάποιο ζήτημα πολύ μικρό ή κάποια κρίση πολύ μεγάλη πρέπει να τελειώσει. Χρειαζόμαστε μια κυβέρνηση τόσο φιλόδοξη όσο και οι αντίπαλοί μας — μια κυβέρνηση που αρνείται τις πραγματικότητες που δεν θα δεχτούμε και διαμορφώνει το μέλλον που αξίζουμε.
Μια κυβέρνηση, που αρνείται να αποδεχτεί ότι ένας στους τέσσερις Νεοϋορκέζους ζει στην ανέχεια, που αρνείται να αποδεχτεί ότι πάνω από 150.000 μαθητές στα δημόσια σχολεία είναι άστεγοι, που αρνείται να αποδεχτεί ότι δύο μισθοί στο ύψος της συμφωνίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων δεν φτάνουν για να πληρώνεις στεγαστικό δάνειο σε αυτήν την πόλη που αρνείται να δεχτεί ότι σας εκτοπίζουν από την ίδια την πόλη που βοηθάτε να χτιστεί κάθε μέρα.
Από καιρό σε καιρό, η χώρα μας κρέμεται στο χείλος της απελπισίας. Τώρα είναι μια από αυτές τις στιγμές. Αλλά σε κάθε τέτοια στιγμή, οι εργαζόμενοι άπλωσαν το χέρι και αναδιαμόρφωσαν τη δημοκρατία μας.
Πλέον δεν θα αφήσουμε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να είναι ένα κόμμα με φιλοδοξία.
Πλέον δεν θα χρειάζεται να ανοίγουμε βιβλία ιστορίας για να διαβάσουμε ότι οι Δημοκρατικοί πρωτοστάτησαν με μεγάλες ιδέες.
Ο κόσμος αλλάζει — το ερώτημα δεν είναι αν θα αλλάξει, αλλά ποιοι θα τον αλλάξουν. Έχουμε μια ευκαιρία που λίγοι έχουν λάβει και ακόμη λιγότεροι έχουν αρπάξει: την ευκαιρία να δείξουμε στον κόσμο τι σημαίνει να κερδίζεις την ελευθερία.
Δεν επιλέγουμε το μέγεθος της κρίσης· επιλέγουμε πώς θα ανταποκριθούμε. Το κάλεσμα για δράση ως το τέλος
Ας κερδίσουμε για μια δημαρχειακή θητεία που θα δουλεύει για όσους παλεύουν να αγοράσουν λαχανικά, όχι για όσους παλεύουν να αγοράσουν τη δημοκρατία μας. Και ας προσβλέπουμε την 1η Ιανουαρίου, όταν θα αρχίσει η σκληρή δουλειά της διακυβέρνησης.
Εκείνοι που έχουν την εξουσία θα ήθελαν να παρουσιάσουν τις πολιτικές μας σαν ψευδαισθήσεις που θα εξαφανιστούν μόλις προσεγγίσουμε το δημαρχείο. Ας τους δείξουμε ότι είναι επικλήσεις για το μέλλον που θα κερδίσουμε. Ας αποδείξουμε σε κάθε Νεοϋορκέζο ότι μια επεκτατική πολιτική δεν είναι φαντασίωση αλλά απαιτεί υλοποίηση. Μπορούμε να κάνουμε το δημαρχείο τόπο όπου οι Νεοϋορκέζοι αναμένουν το μέλλον, όχι την αποτυχία.
Αλλά δεν έχουμε φτάσει ακόμη εκεί. Όπως θεωρήθηκε αναπόφευκτη η νίκη του Κουόμο στις προκριματικές, το ίδιο αφήγημα αρχίζει να σχηματίζεται και τώρα γύρω μας. Όταν διαβάζετε άρθρα που περιγράφουν μια μετεκλογική ιστορία νίκης ενώ εμείς βρισκόμαστε ακόμα στην πρώιμη ψηφοφορία, όταν βλέπετε τις πιθανότητες που μας βάζουν στο 90% της νίκης, να ξέρετε: διαβάζετε τα ίδια πράγματα που ο Κουόμο διάβαζε όταν κοιμόταν τον Ιούνιο, πιστεύοντας πως η νίκη του ήταν βέβαιη.
Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε την εφησυχασμό να διεισδύσει στο κίνημά μας. Για τις εννέα τελευταίες ημέρες, σας ζητώ ένα πράγμα: περισσότερα.
Ξέρω ότι είστε κουρασμένοι — και για αυτό σας προτείνω λίγο τσάι Adeni. Σας ζητώ περισσότερα. Ξέρω ότι οι επιθέσεις έχουν ενταθεί, ότι ένα ζεστό κρεβάτι φαίνεται πιο ελκυστικό από το ν’ανεβαίνετε έξι ορόφους πηγαίνοντας πόρτα-πόρτα. Ξέρω ότι μια ακόμη βραδιά που χτυπάτε πόρτες μετά από μια κουραστική μέρα δουλειάς φαίνεται δύσκολη. Κι όμως, σας ζητώ περισσότερα. Σας ζητώ περισσότερα γιατί αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να κερδίσουμε ένα μέλλον που σημαίνει περισσότερα.
Αν μπορείτε, σας καλώ, φίλοι μου: σηκωθείτε. Αν έχετε χτυπήσει μια πόρτα, ανάψτε το φακό σας. [το κοινό αρχίζει να ανάβει τα φλας των κινητών] Αν θα χτυπήσετε μια πόρτα, ανάψτε το φακό σας. Αν έχετε περισσότερο να δώσετε, ανάψτε το φακό σας. Μαζί, ας φτιάξουμε ένα φως αρκετά φωτεινό ώστε να διώξει οποιοδήποτε σκοτάδι.
Σε αυτές τις τελευταίες εννέα μέρες και στους επόμενους μήνες και χρόνια, οι εξουσίες θα ρίξουν τα πάντα εναντίον μας. Θα ξοδέψουν εκατομμύρια ακόμη. Θα μας επιτεθούν από κάθε γωνία. Αλλά δεν θα υποκύψουμε. Δεν θα τρέμουμε. Θα νικήσουμε τους ολιγάρχες και θα επιστρέψουμε την αξιοπρέπεια στις ζωές μας.
Σχεδόν 89 χρόνια πριν, ο Φράνκλιν Ρούζβελτ είπε στο Madison Square Garden: «Θα ήθελα να λέγεται για την πρώτη μου θητεία ότι σ’ αυτή οι δυνάμεις της ιδιοτέλειας και της δίψας για εξουσία βρήκαν τον αντίπαλό τους…» Φίλοι μου, θα ήθελα να λέγεται για την καμπάνια μας ότι σ’ αυτή οι δυνάμεις της ιδιοτέλειας και της δίψας για εξουσία βρήκαν τον αντίπαλό τους. Και θα ήθελα να λέγεται για τη δημαρχειακή μας θητεία ότι εκεί, αυτές οι δυνάμεις, βρήκαν τον κύριό τους.
Νέα Υόρκη, η δουλειά μας μόλις άρχισε. Στις 4 Νοεμβρίου, απελευθερωνόμαστε»



