Διεθνή

Πρωτομαγιά: Από το Σικάγο, στους καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης και τον Μάη του ’68

Τιμή σε μια μέρα που βάφτηκε με αίμα: Πρωτομαγιά...

Αλέξανδρος Βασιλείου
πρωτομαγιά-από-το-σικάγο-στους-καπνερ-1154838
Αλέξανδρος Βασιλείου

Ζούμε σε μια εποχή όπου οι διεκδικήσεις μας φαίνονται κάτι το μάταιο, το ανεπίτευκτο και σε μια χώρα που τα προφανή δείχνουν να είναι λιγότερο ισχυρά από την προδιαγεγραμμένη πορεία των πραγμάτων. Δεν είναι μόνο η δική μας εποχή έτσι όμως. Οι σημαντικότεροι αγώνες ώστε να θεωρούμε εμείς σήμερα κάποια πράγματα δεδομένα και κεκτημένα, δόθηκαν σε πολύ πιο άγριες εποχές που η διεκδίκηση μπορούσε να επιφέρει αίμα.

Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με την Πρωτομαγιά. Κι όταν λέμε Πρωτομαγιά, εννοούμε την εργατική, όχι το στεφάνι και τα πικ νικ. Γιατί, μπορεί σήμερα να τη γιορτάζουμε αλλά μόνο γιορτή δεν ήταν τα όσα συνέβησαν. Η επίσημη αργία σήμερα του κράτους και άλλων κρατών, δεν ήρθε με τρόπο ανώδυνο. Σήμερα, λοιπόν, την Πρωτομαγιά του 2024, αξίζει να μνημονεύσουμε τα όσα συνέβησαν κάποτε, στο Σικάγο, στην Γαλλία, στην πόλη μας. Ας δώσουμε την δέουσα σημασία σε όσους θυσιάστηκαν για τα αυτονόητα: ανθρώπινες συνθήκες εργασίας.

Η Πρωτομαγιά

Μπορεί εμείς σήμερα να την γνωρίζουμε ως μια αργία, όπως και πολλές άλλες χώρες, αλλά στην πραγματικότητα η Πρωτομαγιά είναι μια απεργία. Η πάλη των τάξεων που τόσο συχνά διαβάζουμε πλάι στο όνομα του Καρλ Μαρξ, πήρε σάρκα και οστά στη σύγχρονη ιστορία περισσότερο από ποτέ στο Σικάγο το 1886, την ημέρα δηλαδή που τιμά η εργατική Πρωτομαγιά. Η εργατική Πρωτομαγιά αποτελεί μια ετήσια γιορτή, με παγκόσμιο χαρακτήρα των ανθρώπων της μισθωτής εργασίας. Συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, πορείες, είναι κάποια από τα μέσα δια των οποίων η εργατική τάξη βρίσκει την ευκαιρία να προβάλει τα κοινωνικά και οικονομικά της επιτεύγματα και να καθορίσει το διεκδικητικό της πλαίσιο για το μέλλον.

Ως εργατική γιορτή καθιερώθηκε το 1889, συγκεκριμένα στις 20 Ιουνίου, στο πλαίσιο της Δεύτερης Σοσιαλιστικής Διεθνούς στο Παρίσι, εις μήνημην των πεσόντων στο Σικάγο την 1η Μαΐου 1886, που διεκδικούσαν το οκτάωρο και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Κατέληξε σε αιματοχυσία λίγες μέρες αργότερα, με την επέμβαση της αστυνομίας και των μπράβων της εργοδοσίας.

Σικάγο, 1886…

Τέλη του 19ου αιώνα. Η εργατική τάξη έχει ξεκινήσει τον αγώνα για το οκτάωρο και κάπως έτσι διαμορφώνεται το αίτημα για 8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ξεκούραση, 8 ώρες ελεύθερος χρόνος. Είχαν προηγηθεί άλλωστε διεκδικήσεις εργατών στον Καναδά το 1872. Την 1η Μαΐου του 1886, εργατικά συνδικάτα διαδηλώνουν στο Σικάγο και σε άλλες πόλεις των ΗΠΑ για το οκτάωρο. Η απόφαση για απεργιακές κινητοποιήσεις την 1η Μαΐου στο Σικάγο πάρθηκε το 1884 στο συνέδριο της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργασίας. Το 10ωρο και 16ωρο ήταν τότε ένα φυσιολογικό ωράριο του εργατικού κόσμου. Το Σικάγο, μια αναπτυσσόμενη και βιομηχανοποιημένη πόλη έχει πάνω από 1.200 εργοστάσια με περισσότερους από 350.000 εργαζόμενους, η μεγάλη πλειονότητα των οποίων είναι μετανάστες.

Τότε, την 1η Μαΐου, γίνεται μια μεγάλη συγκέντρωση από 90.000 εργάτες. Το σχέδιο των συνδικάτων ήταν να επεκταθεί η διαμαρτυρία χρονικά. Στις 3 Μαΐου η απεργία σε ένα εργοστάσιο τελειώνει βίαια, όπου και χύνεται το πρώτο αίμα, έξω από το εργοστάσιο ΜακΚόρμικ στο Σικάγο.

Απεργοσπάστες προσπάθησαν να διασπάσουν τον απεργιακό κλοιό και ακολούθησε συμπλοκή. Η Αστυνομία και οι μπράβοι της επιχείρησης επενέβησαν δυναμικά, σκοτώνοντας τέσσερις απεργούς και τραυματίζοντας πολλούς, προκαλώντας οργή στην εργατική τάξη της πόλης. Στις 4 Μαΐου γίνεται ειρηνική συγκέντρωση στην πλατεία Χίμαρκετ, που πνίγηκε στο αίμα. Οι ομιλίες γίνονται κανονικά και πιάνει βροχή. Γύρω στις 10 το βράδυ οι συγκεντρωμένοι έχουν αρχίσει να διαλύονται, αφού η βροχή δυναμώνει. Στο βήμα βρίσκεται ο τελευταίος ομιλητής και στην πλατεία παραμένουν μερικές εκατοντάδες. Τότε, ομάδα 180 οπλισμένων αστυνομικών έφτασε στην πλατεία με σκοπό να διαλύσει την εναπομείνασα συγκέντρωση. Ο επικεφαλής καλεί τους συγκεντρωμένους να φύγουν για τα σπίτια τους. Ο ομιλητής από το βήμα λέει ότι η συγκέντρωση είναι ειρηνική. Ξαφνικά έσκασε μια χειροβομβίδα. Η έκρηξη έγινε στο σημείο που ήταν οι αστυνομικοί. Τραυματίστηκαν 67, οι 7 πέθαναν στη συνέχεια από τα τραύματα. Η αστυνομία ανοίγει πυρ κατά των συγκεντρωμένων σκοτώνοντας ανθρώπους και τραυματίζοντας περισσότερους από 200. Η επίσημη καταγραφή είναι 4 νεκροί, χωρίς να υπολογίζει πόσοι τραυματίες πέθαναν στη συνέχεια.

Οι αστυνομικές δυνάμεις πήραν εντολή να διαλύσουν δια της βίας τη συγκέντρωση και τότε από το πλήθος των απωθούμενων διαδηλωτών. Η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά βούληση, ενώ έξι αστυνομικοί έχασαν τη ζωή τους από πυρά αγνώστου προελεύσεως.

Για τη χειροβομβίδα κατηγορήθηκαν οκτώ αναρχοσυνδικαλιστές από τους οργανωτές της διαδήλωσης, οι περισσότεροι Γερμανοί μετανάστες. Η δίκη κατέληξε με συνοπτικές διαδικασίες στην καταδίκη σε θάνατο όλων, πλην ενός που καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλακή χωρίς κανέα στοιχείο να έχει προσκομιστεί στη δικαιοσύνη που να καταδείκνυε την υπαιτιότητα.

Η υπεράσπιση υποστήριξε ότι είναι όλοι αθώοι και η χειροβομβίδα ήταν προβοκάτσια από τους μπράβους συγκεκριμένου γραφείου ντετέκτιβ που τους προωθούσε στα εργοστάσια για τη συγκρότηση του απεργοσπαστικού μηχανισμού. Έγινε έφεση. Ο κυβερνήτης μετέτρεψε σε ισόβια δύο θανατικές ποινές. Ένας αυτοκτόνησε ενώ οι άλλοι 4 οδηγήθηκαν στην αγχόνη τραγουδώντας τη “Μασσαλιώτιδα”. Η δίκη των “8” είναι μία από τις μεγαλύτερες υποθέσεις κακοδικίας στις ΗΠΑ. Το 1893, επτά χρόνια αργότερα, ο κυβερνήτης του Ιλινόις παραδέχτηκε ότι και οι 8 ήταν αθώοι. Μέχρι τώρα, ο δράστης που έριξε την χειροβομβίδα παραμένει ανεξακρίβωτος.

Οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης

Μέσα σε περίοδο οικονομικής κρίσης, μετά το Κραχ του 1929 και τη στάση πληρωμών της Ελλάδας το 1932, οι απεργιακοί αγώνες έχουν πρωτόγνωρη μαζικότητα και συχνά καταλήγουν σε αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία, με νεκρούς και τραυματίες. Οι εργατικές κινητοποιήσεις φθάνουν στην κορύφωσή τους τον Μάιο του 1936 στη Θεσσαλονίκη, με τη μεγάλη απεργία των καπνεργατών, που πνίγηκε στο αίμα από την κυβέρνηση Μεταξά. Ο απολογισμός: 12 νεκροί και πάνω από 200 τραυματίες.

“Στα τέλη Απριλίου του 1936 οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης κατέβηκαν σε απεργία διαρκείας με αιτήματα την αύξηση των ημερομισθίων, βελτίωση των παροχών του Ταμείου Ασφαλίσεως Καπνεργατών καθώς και πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες.

Το κυριότερο αίτημα ήταν η εφαρμογή της σύμβασης του 1924 που προέβλεπε ότι ο μέσος όρος του ημερομισθίου των καπνεργατών θα έπρεπε να αντιστοιχεί σε 8 χρυσές δραχμές. Μετά το 1931 και εκμεταλλευόμενοι την μεγάλη ανεργία οι καπνέμποροι είχαν κατεβάσει τα μεροκάματα σε εξευτελιστικά επίπεδα.

Το 1936 όταν το μεροκάματο έπρεπε να είναι 140-150 δραχμές πλήρωναν 35 με 40 και με ψευτοαυξήσεις έφθανε τις 75 με 80 δραχμές. Το Καπνεργατικό Συνέδριο τότε είχε αποφασίσει να διεκδικήσει μεροκάματο 120-135 δραχμές, αλλά οι βιομήχανοι και οι έμποροι είπαν ότι δεν δίνουν πάνω από 80. Ακόμα, λόγω της ανεργίας πολλοί εργάτες και κυρίως γυναίκες δούλευαν δωρεάν για να τους επικολλούνται τα ένσημα του Ταμείου και να μην χάσουν την περίθαλψη.

Η απεργία επεκτάθηκε αμέσως σε όλα τα καπνομάγαζα της Θεσσαλονίκης και κατόπιν στις Σέρρες, Λαγκαδά, Βόλο, Δράμα, Ξάνθη, Καρδίτσα και κατόπιν σε όλη την χώρα.

Η κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά που ακόμα δεν είχε επιβάλλει την δικτατορία, ακολουθούσε παρελκυστική τακτική υποσχόμενη στους απεργούς ότι θα ικανοποιήσει τα αιτήματα τους και προετοιμαζόμενη ταυτόχρονα για την βίαιη καταστολή της απεργίας.

Στις 7 Μαΐου σημειώθηκαν στον Βόλο αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και απεργών. Σε πολλές πόλεις προκηρύχθηκαν πανεργατικές απεργίες αλληλεγγύης και ο αριθμός των απεργών σε όλη την Ελλάδα ξεπέρασε τις 50.000.

Στις 8 Μαΐου, η Ενωτική Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας, με προκήρυξή της καλούσε σε απεργίες αλληλεγγύης. Την ίδια μέρα 7.000 απεργοί στην Θεσσαλονίκη συγκεντρώθηκαν έξω από τα γραφεία του σωματείου τους και αφού ενέκριναν το ψήφισμα που ζητούσε άμεση επίλυση των αιτημάτων τους, ξεκίνησαν προς την Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος.

Στην Εγνατία μεγάλες δυνάμεις Χωροφυλακής, πεζής και έφιππης, στρατού και αντλιών προσπάθησαν να τους εμποδίσουν. Οι απεργοί κατόρθωσαν να σπάσουν την ζώνη και τότε η Χωροφυλακή επιτέθηκε με λύσσα. Οι εργάτες προσπαθούν να αμυνθούν με τούβλα, πέτρες και ξύλα και η Χωροφυλακή αρχίζει να πυροβολεί στο ψαχνό.

Την ίδια ώρα σε άλλα σημεία της Θεσσαλονίκης σημειώνονται και άλλες συγκρούσεις απεργών και Χωροφυλακής. Μεγάλες ομάδες απεργών συγκεντρώνονται στην Γενική Διοίκηση όπου οι επικεφαλής διατάσσουν τον στρατό να επιτεθεί. Δεν κινείται κανένας. Η Χωροφυλακή μόνο επιτέθηκε ξανά με λύσσα.

Όλοι οι συνοικισμοί της Θεσσαλονίκης είναι ανάστατοι. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν ακατάπαυστα. Κόσμος κατεβαίνει στο κέντρο. Το βράδυ της 8ης Μαΐου, οι αυτοκινητιστές, οι τροχιοδρομικοί, οι εργάτες ηλεκτρισμού, οι φορτοεκφορτωτές, οι λιμενεργάτες και οι σιδηροδρομικοί Βορείου Ελλάδος κηρύσσουν απεργίες σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Η κυβέρνηση προτείνει αύξηση ημερομισθίων. Η αύξηση είναι πενιχρή και απορρίπτεται. Το ίδιο βράδυ η κυβέρνηση αποφασίζει επιστράτευση τροχιοδρομικών και σιδηροδρομικών.

Το ξημέρωμα της 9ης Μαΐου, βρίσκει την Θεσσαλονίκη νεκρή από κάθε επαγγελματική δραστηριότητα καθώς απεργία έχουν κηρύξει και οι έμποροι με τους βιοτέχνες. Η πόλη στρατοκρατείται και οι επιθέσεις της Αστυνομίας έχουν ξεκινήσει από νωρίς. Στις 10.30 το πρωί πέρασε από την οδό Εγνατίας αυτοκίνητο της Χωροφυλακής με συλληφθέντες αυτοκινητιστές. Όταν το αυτοκίνητο φθάνει κοντά στο σωματείο, όλοι οι οδηγοί και εισπράκτορες που ήταν εκεί όρμησαν και απελευθέρωσαν τους συναδέλφους τους. Η έφιππη Χωροφυλακή επιτέθηκε και οι απεργοί αμύνθηκαν με τούβλα και πέτρες. Αποκρούουν πέντε επιθέσεις των χωροφυλάκων και συμπτύσσονται. Η Χωροφυλακή επιτίθεται ξανά να τους διαλύσει και αρχίζει αληθινή μάχη. Στήνονται οδοφράγματα. Αστυνομικοί με πολιτικά ανεβαίνουν στα γύρω κτίρια και πυροβολούν. Ο οδηγός Τάσος Τούσης πέφτει νεκρός.

Η δολοφονία του έδωσε το σύνθημα για την μεγάλη διαδήλωση. Ενώ οι υπερασπιστές των οδοφραγμάτων συμπτύσσονται κάτω από την πίεση, χιλιάδες διαδηλωτές ξεπηδούν από όλες τις γωνίες των κεντρικών δρόμων. Ξηλώνουν μια πόρτα και βάζουν πάνω της το νεκρό εργάτη. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν ξανά στους συνοικισμούς. Χιλιάδες άνθρωποι κατεβαίνουν στο κέντρο με το σύνθημα κάτω οι δολοφόνοι. Η Χωροφυλακή παίρνει τα όπλα από τους στρατιώτες και ρίχνει στο ψαχνό. Παντού βογγητά και άγριες φωνές. Οι στρατιώτες όρμησαν να αναχαιτίσουν τους λυσσασμένους χωροφύλακες. Η μάχη κράτησε 4 ώρες. 9 νεκροί και 300 τραυματίες.

Στις 3 το απόγευμα ο διοικητής του Γ Σώματος Στρατού Ζέππος κήρυξε στρατιωτικό νόμο. 2 ώρες αργότερα ο λαός ξαναέσπασε την «νομιμότητα» του Μεταξά και του Ζέππου και συγκρότησε νέες διαδηλώσεις. «Κάτω οι δολοφόνοι», «Κάτω ο Μεταξάς» φωνάζει και τραγουδώντας το «Πένθιμο εμβατήριο» βαδίζει προς το Διοικητήριο, ενώ ενώνονται μαζί του και οι στρατιωτικές περίπολοι.

Να φύγει η κυβέρνηση Μεταξά που πνίγει την χώρα στο αίμα και οδηγεί στο γκρεμό του αφανισμού διακηρύσσει η ΚΕ του ΚΚΕ.

Στις 10 Μαΐου φθάνουν στην Θεσσαλονίκη αντιτορπιλικά και ένα σύνταγμα πεζικού από την Λάρισα. Ο στρατηγός Ζέππος γίνεται τώρα αδιάλλακτος. Στις 10 Μαΐου όλη η Θεσσαλονίκη συμμετέχει στην κηδεία των θυμάτων. Στους δρόμους ο λαός συναδελφώνεται με τον στρατό. Οι φαντάροι των περιπόλων με δάκρυα στα μάτια αγκαλιάζονται με τους πολίτες. Οι χωροφύλακες είναι κλεισμένοι στα τμήματα που τα φρουρεί ο στρατός. Το πλήθος λιθοβολεί την Ασφάλεια και το Α’ Αστυνομικό Τμήμα. Στις 12 Μαΐου επέρχεται συμφωνία καπνεργατών καπνεμπόρων και γίνεται δεκτό το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών αιτημάτων. Η κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει καμιά δέσμευση για απόλυση συλληφθέντων και τιμωρία των ενόχων. Ο στρατηγός Ζέππος εξαπολύει τρομοκρατία στην Θεσσαλονίκη. Στις 13 Μαϊου κηρύσσεται πανελλαδική απεργία σε ένδειξη διαμαρτυρίας. 500 χιλιάδες εργαζόμενοι σε όλη την Ελλάδα κατέβηκαν στους δρόμους.

Με τη λήξη της απεργίας, η Θεσσαλονίκη γνώρισε νέα περίοδο στρατοκρατίας. Οι συλλήψεις έδιναν και έπαιρναν. Πιάστηκαν όλοι οι δραστήριοι συνδικαλιστές, με πρώτους τους κομμουνιστές. Πιάστηκαν εκατοντάδες άλλοι εργαζόμενοι για ασήμαντους λόγους και τους έκλεισαν στα κρατητήρια του στρατοπέδου Αεροπορίας, του 31ου Συντάγματος Πεζικού και μέσα στην Έκθεση. Σε πολλές περιπτώσεις, οι κρατούμενοι, ακόμα και έγκυες γυναίκες, κακοποιήθηκαν άγρια για να ομολογήσουν δήθεν «ότι τα γεγονότα ήταν …πραξικόπημα των κομμουνιστών για να καταλάβουν την εξουσία!».

Τα συνδικαλιστικά στελέχη – και στελέχη του ΚΚΕ – Ζαφείρης Βεκίδης, πρόεδρος του Ενωτικού Εργατικού Κέντρου, Δημήτρης Κωνσταντινίδης, πρόεδρος Τροχιοδρομικών, Χαράλαμπος Μελανεφίδης, πρόεδρος Ενωτικής Επιτροπής Καπνεργατών, Σάββας Σαββόπουλος, πρόεδρος Σωματείου Κλινοποιών, Νίκος Μανέκας, πρόεδρος Αυτοκινητιστών, Αδάμ Μουζενίδης, Ανδρέας Αξαρλής, καθώς και άλλοι συνδικαλιστές, οδηγούνται εξόριστοι στον Αη Στράτη και αλλού.”

Ο «Επιτάφιος», ο Ρίτσος και ο Θεοδωράκης

Στις 10 Μαΐου, ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα του, την φωτογραφία της μάνας του Τάσου Τούση που θρηνούσε το νεκρό γιό της. Ενας νέος ποιητής, ο Γιάννης Ρίτσος, συγκλονίστηκε, κλείστηκε στην σοφίτα του της οδού Μεθώνης, και έγραψε τον συγκλονιστικό «Επιτάφιο».

Στις 11 Μαΐου 1936, ο Ρίτσος παραδίδει τρία άσματα από το ποίημα που θα ονομαστεί «Επιτάφιος». Τα δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» της 12ης Μαΐου με τον τίτλο «Μοιρολόϊ». Ο Ρίτσος παράλληλα συμπληρώνει τον «Επιτάφιο» με άλλα 11 άσματα. Το βιβλίο τυπώθηκε και διαδόθηκε με φοβερή ταχύτητα. Πουλήθηκαν 10.000 αντίτυπα, αριθμός ρεκόρ για την εποχή. Όταν έγινε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου είχαν απομείνει μόνο 250 αντίτυπα. Κάηκαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία.

Το 1956 ο «Επιτάφιος» πραγματοποίησε την δεύτερη έκδοσή του, ολοκληρωμένη με τα είκοσι ποιήματα. Επί 20 χρόνια ήταν συνεχώς στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων. Θα απαγορευθεί και πάλι στη διάρκεια της χούντας. Τότε, ο Γιάννης Ρίτσος, έστειλε το ποίημα στο Παρίσι που βρισκόταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος μελοποίησε 8 ποιήματα, 7 στο Παρίσι και ένα στην Αθήνα. Ο Μίκης Θεοδωράκης έστειλε τις μελωδίες στον Μάνο Χατζιδάκι και στον Γιάννη Ρίτσο. Ο Χατζιδάκις χρησιμοποίησε ως ερμηνεύτρια την Νανά Μούσχουρη. Παράλληλα με αυτήν την εκτέλεση και την ενορχήστρωση, ο Μίκης Θεοδωράκης κυκλοφόρησε μια δεύτερη εκτέλεση του έργου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Καίτη Θύμη, εκτέλεση στην οποία παίζει εκπληκτικό μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης.

Ο γαλλικός Μάης του ’68

Ο όρος Μάης του ’68, γνωστός και ως Γαλλικός Μάης, περιγράφει την πολιτική και κοινωνική αναταραχή που ξέσπασε στη Γαλλία κατά τη διάρκεια των μηνών Μαΐου-Ιουνίου του 1968. Τα γεγονότα ξεκίνησαν από κινητοποιήσεις των Γάλλων μαθητών και φοιτητών, επεκτάθηκαν με γενική απεργία των Γάλλων εργατών και τελικά οδήγησαν σε πολιτική και κοινωνική κρίση, που άρχισε να παίρνει διαστάσεις επανάστασης και οδήγησε στη διάλυση της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης και την προκήρυξη εκλογών από τον τότε πρόεδρο Σαρλ ντε Γκωλ.

Άρχισε ως σειρά απεργιών και καταλήψεων, που ξέσπασαν σε διάφορα πανεπιστήμια και γυμνάσια στο Παρίσι, μετά από τη διαμάχη με τους διοικητές των πανεπιστημίων και την αστυνομία. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης του Σαρλ ντε Γκωλ να λύσει τις απεργίες με τη δράση της αστυνομίας κατάφεραν μόνο να οξύνουν την κατάσταση περαιτέρω, οδηγώντας σε οδομαχίες με την αστυνομία στο Καρτιέ Λατέν. Ακολούθησε γενική απεργία από τους σπουδαστές και απεργίες σε όλη τη Γαλλία από δέκα εκατομμύρια Γάλλους εργαζομένους, κατά προσέγγιση δύο τρίτα του γαλλικού εργατικού δυναμικού. Κατά συνέπεια, ο Σαρλ ντε Γκωλ διέλυσε την Εθνοσυνέλευση και προκήρυξε νέες κοινοβουλευτικές εκλογές για τις 23 Ιουνίου 1968.

Η κυβέρνηση βρέθηκε υπό κατάρρευση, αλλά ο επαναστατικός αναβρασμός έπαψε να υπάρχει σχεδόν τόσο γρήγορα όσο προέκυψε. Οι εργαζόμενοι επέστρεψαν στις εργασίες τους, ωθημένοι από την Γενική Συνομοσπονδία Εργατών και το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που είχε καταδικάσει την εξέγερση και δεν συμμετείχε. Όταν τελικά πραγματοποιήθηκαν εκλογές τον Ιούνιο, το κόμμα του ντε Γκωλ προέκυψε ακόμα ισχυρότερο από πριν.

Τα γεγονότα μπορεί να κατέληξαν σε πολιτική αποτυχία, αλλά είχαν τεράστιες κοινωνικές συνέπειες: μπορεί να μη διήρκεσαν ένα μήνα, αλλά ο όρος Μάης του ’68 έγινε συνώνυμος με την αλλαγή των κοινωνικών αξιών. Στη Γαλλία, θεωρείται σημείο-σταθμός στην αμφισβήτηση του κατεστημένου (θρησκεία, πατριωτισμός, σεβασμός και πλήρης υποταγή στην εξουσία) και για τη μετάβαση από τον συντηρητισμό στις φιλελεύθερες ιδέες (ισότητα, ανθρώπινα δικαιώματα, σεξουαλική απελευθέρωση). Στην Ευρώπη, αποτέλεσε έμπνευση για παρόμοιους κοινωνικούς αγώνες αλλά και αφορμή για ρήξη ορισμένων κομματιών του σοσιαλιστικού κινήματος με τα παραδοσιακά κομμουνιστικά κόμματα.

Μερικοί φιλόσοφοι και ιστορικοί έχουν υποστηρίξει ότι η εξέγερση ήταν το πιο σημαντικό επαναστατικό γεγονός του 20ού αιώνα, επειδή δεν πραγματοποιήθηκε από μεμονωμένο πλήθος, όπως οι εργαζόμενοι ή οι φυλετικές μειονότητες, αλλά ήταν μια παλλαϊκή εξέγερση, άνευ φυλετικών, πολιτιστικών, ηλικιακών και κοινωνικών διακρίσεων.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι τέτοιου είδους εξεγέρσεις έμειναν στην ιστορία για έναν λόγο: αν όχι βραχυπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα άνοιξαν τον δρόμο για εμάς, ώστε να μπορούμε να ζούμε σε έναν κόσμο λίγο πιο δίκαιο, όπου ο εργάτης δεν είναι υπόδουλος του αφεντικού. “Να ‘στε ρεαλιστές, ζητήστε το αδύνατο” ήταν ένα από τα συνθήματα του Μάη του ’68. Καταλαβαίνουμε, άραγε, σήμερα το νόημα αυτό;

Πηγές: Wikipedia

sansimera.gr

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα