1997-2017: Η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 20 χρόνια μετά

Κοιτάμε με ψυχραιμία από την απόσταση των 20 χρόνων όλα όσα άφησε εκείνη η μεγάλη ανακαίνιση της πόλης.

Κύα Τζήμου
1997-2017-η-πολιτιστική-πρωτεύουσα-της-ευρώπ-154304
Κύα Τζήμου

Λέξεις: Λόης Παπαδόπουλος, Κύα Τζήμου Εικόνες: Άγγελος Τσεκούρας, Άγγελος Ζυμάρας, Γιάνης Σιμητόπουλος

Ήταν παραμονή του σωτήριου έτους 1997 όταν υποδεχτήκαμε μέσα σε πυκνή ομίχλη (δυσοίωνη αλλά δεν μας πτόησε) το Πολιτιστικό έτος της πόλης. Και τώρα παραμονές του 2017, στον 21ο αιώνα πια, κοιτάμε με ψυχραιμία από την απόσταση των 20 χρόνων, όλα όσα άφησε εκείνη η μεγάλη ανακαίνιση της πόλης, στο αρχιτεκτονικό της αποτύπωμα, με τη βοήθεια του αρχιτέκτονα Λόη Παπαδόπουλου.

Thess 024

Το πολυσχιδές πρόγραμμα των έργων του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, ο οποίος συστάθηκε για να το υλοποιήσει ήταν μεγαλειώδες πέραν πάσης αμφιβολίας. Το στρατηγικό σχέδιο του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων έβλεπε τη Θεσσαλονίκη στο μέλλον ξεπερνώντας τα αυστηρά όρια της συγκεκριμένης χρονιάς. Το στοίχημα ήταν να αναδυθεί η Θεσσαλονίκη ως Μητρόπολη και να εδραιωθεί ως νέος προορισμός στην Ευρώπη του Νότου. Να αναδειχθεί το παρελθόν της μέσω της υλοποίησης ενός προγράμματος αναπλάσεων, ανακατασκευών και συντηρήσεων αρχαιολογικών χώρων που μαζί με νέες πολιτιστικές υποδομές θα παρέδιδαν μια άλλη πόλη στο μέλλον.

676-Ιανουαρίου 28, 2015

Το τότε ΥΠΕΧΩΔΕ πόνταρε σ΄αυτό το στοίχημα με το αμύθητο ποσό των 100 δις (δραχμών φυσικά), ένα μεγάλο μέρος των οποίων ήταν ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Μεταξύ κυρίως του χρονικού διαστήματος 1995-97 στη Θεσσαλονίκη πραγματοποιήθηκε ένα σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό πείραμα με την πόλη να μετατρέπεται σε ένα τεράστιο εργοτάξιο. Το 1997 ήταν η οριακή χρονική στιγμή για τη συνολική αναβάθμιση της Θεσσαλονίκης με απώτερο στόχο να αναδειχθεί εκ νέου η πολυπολιτισμική της ταυτότητα, με περίπου 300 έργα και μελέτες να είναι σε εξέλιξη.

Το όραμα χώρεσε σχεδόν τα πάντα. Το στοίχημα ήταν μεγάλο. 20 χρόνια μετά, η ζυγαριά δεν είναι σίγουρο ότι έχει γείρει προς την χασούρα παρά τα σκάνδαλα που μέσα στα έξι χρόνια λειτουργίας του Οργανισμού εκτόξευσαν τον προϋπολογισμό στα 250 δις., ενώ τεράστιες καθυστερήσεις ανάγκασαν αρκετές εκδηλώσεις να μείνουν άστεγες και αρκετά από τα έργα να παραδίδονται μετά το πέρας της Πολιτιστικής.

20 χρόνια μετά ξεφυλλίσαμε τον τεράστιο κατάλογο των έργων και ανακαλύψαμε εκ νέου όλα όσα χρωστά η πόλη στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα παρόλο που ο τίτλος κινδυνεύει να εντυπωθεί στο θυμικό μας σαν επικεφαλίδα μιας ακαθόριστα ενοχλητικής σελίδας που οι συνεχείς αποκαλύψεις των οικονομικών σκανδάλων και των πολιτικών «εξυπηρετήσεων» στα χρόνια που ακολούθησαν κιτρίνισαν επικίνδυνα. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι το κέρδος από εκείνη τη χρονιά που χάρισε έναν ακόμη τίτλο στην παραγκωνισμένη συμπρωτεύουσα θα μπορούσε να ήταν απείρως μεγαλύτερο, αλλά και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι κέρδος υπήρξε, και μάλιστα μεγάλο και αποτυπωμένο στο αρχιτεκτονικό και πολιτιστικό πρόσωπο της σημερινής πόλης.

20 χρόνια μετά κάναμε 4 ερωτήσεις στον Λόη Παπαδόπουλο*, αρχιτέκτονα και ομότιμο καθηγητή πανεπιστημίου Θεσσαλίας, έναν από τους πλέον κατάλληλους ανθρώπους να κρίνει από απόσταση το έργο της Πολιτιστικής με ψυχραιμία, πίσω από τα σκάνδαλα, τα ατοπήματα και τις εκτροπές και παρεκτροπές των έργων. Βάλαμε τις απαντήσεις του στη μεγάλη ζυγαριά με τα συν και τα πλην και κάναμε τη σούμα για όσα κερδήθηκαν, όσα χάθηκαν, όσα ματαιώθηκαν, όσα καταστράφηκαν, όσα έμειναν στο σήμερα. 20 χρόνια μετά.

unnamed (5)

Ποιο θεωρείτε ως σημαντικότερο από τα έργα της Πολιτιστικής;

Χωρίς δισταγμό, λέω ότι το σημαντικότερο αποτέλεσμα του Προγράμματος της Πολιτιστικής είναι το άνοιγμα της πόλης στο τοπίο του ΟΛΘ. Πιστεύω ότι, παρά τον δραστικό περιορισμό αυτού του ανοίγματος, που αρχικά περιελάμβανε εκτάσεις και Αποθήκες όχι μόνο του Α΄ αλλά και του Β΄ Προβλήτα, καθώς και το Κτίριο του πρώην Τελωνείου (ας θυμηθούμε τη μεγάλη συναυλία των U2 ή τις μεγαλειώδεις εκθέσεις απολογισμού των Έργων της Πολιτιστικής στην Αποθήκη 10 και στον όροφο του Τελωνείου), η απόδοση στην πόλη του Α΄ Προβλήτα, με τις πέντε ανασχεδιασμένες Αποθήκες του, επεκτείνει σημαντικά, περίπου κατά πέντε τοις εκατό, το Μητροπολιτικό χώρο του Κέντρου της Θεσσαλονίκης.

Επιπλέον, και ίσως και το πιο σημαντικό, χάρη στη θέση του απέναντι στην πόλη, ο Προβλήτας φέρνει τους πολίτες σε μια ενδιαφέρουσα επικοινωνία με το νερό, προσφέρει σπουδαίες θέες του μετώπου της Παλιάς Παραλίας και όλης της γραμμής μέχρι το Μικρό Εμβολο και εξοικειώνει τις καθημερινές ρουτίνες με το τραχύ λιμενικό τοπίο, ενώ η έντονη αρχιτεκτονική του ταυτότητα εμπλουτίζει την τυπολογική πολυπλοκότητα του κέντρου της πόλης.

Ποιο από τα έργα του Προγράμματος σας στενοχωρεί που δεν υλοποιήθηκε;

Θα μπορούσα εύκολα να πω: μα, η θαλάσσια αστική συγκοινωνία από το Λιμάνι στο Αεροδρόμιο – πατρότητας Σπύρου Βούγια αλλά και Μιχάλη Τριανταφυλλίδη – κάτι που θα ολοκλήρωνε όσα έλεγα μόλις πριν: τη γνωριμία της πόλης με τη θάλασσά της – η εμπειρία του σύντομου, απολαυστικού θαλάσσιου ταξιδιού από στάση σε στάση θα ήταν από μόνη της αρκετή. Δε θα ήθελα να ξανά-αναφερθώ στη χαμένη δυνατότητα συμμετοχής σπουδαίων Ευρωπαίων αρχιτεκτόνων – θυμηθείτε: Aldo Van Eyck, Geippel, Botta Siza, Himmelblau, Mirailles, Koolhaas, Giancrlo de Carlo – που θα προσέθεταν σ΄αυτό το ωραίο, τολμηρό και ελάχιστα δαπανηρό σχεδιαστικό διάβημα έναν αέρα κοσμοπολιτισμού, ευθέως αντίστοιχο προς την κοσμοπολίτικη ιστορία και αρχιτεκτονική παράδοση της πόλης – Ernest Hebrard, Joseph Pleyber, Jacques Moshés, Max Rubens, Vitaliano Poselli … Είναι ενδιαφέρον ότι για την απώλεια αυτού του έργου, πρώτοι θρήνησαν όσοι είχαν πρωταγωνιστήσει στη ματαίωσή του – άλλοι επειδή δεν το πίστεψαν, άλλοι επειδή υπέκυψαν στο γενικευμένο bulling εναντίον της Πολιτιστικής.

Θέλω, όμως, αφού το ρωτήσατε, να αναφερθώ σε ένα άλλο σπουδαίο σχέδιο – πατρότητας Γιώργου Αθανασόπουλου – το οποίο ακυρώθηκε πριν καν προλάβει να γίνει ευρύτερα γνωστό. Στην ιδέα του «Δυτικού Τόξου», συνοψίζεται ένα προδρομικός για την εποχή αλλά ήδη δόκιμος προβληματισμός σχετικά με το χαρακτήρα της άτυπης πόλης. Μέσα στην ενιαία γεωγραφία της Θεσσαλονίκης, οι αυτογενείς δυτικές επεκτάσεις του Πολεοδομικού συγκροτήματος δε θεωρούνται μια ανωμαλία του σχεδίου, μια στιγμή που διέφυγε τον έλεγχο, αλλά ως το παραπλήρωμα, ως η άλλη όψη της σχεδιασμένης μοντέρνας πόλης.

thessaloniki_ditika

Άρα δεν αναζητούνται πολιτικές που θα κανονικοποιήσουν την αταξία της έρημης χώρας των Δυτικών Συνοικιών, αλλά σχεδιαστικά και διοικητικά διαβήματα, που όλη τη διάσπαρτη ετερογένεια θα τη θεωρήσουν όχι εμπόδιο, αλλά ευεργετική πολυμορφία που συγκροτεί την ταυτότητα του Πολεοδομικού Συγκροτήματος: τα πρώην ή υπό απομάκρυνση στρατόπεδα (Π. Μελά, Παπακυριαζή, Μ. Αλεξάνδρου), τα ιστορικά νεκροταφεία (εβραϊκό, ινδικό, συμμαχικό), τα υπερμεγέθη αδρανή βιομηχανικά κτίρια, κυρίως καπνεργοστάσια, οι αρχαιολογικοί τόποι (λόφος Πολίχνης…), οι παλαιές μονές (Λαζαριστών, Αδελφών του Ελέους) τα αποθέματα φυσικού τοπίου ( οι όχθες και η θαμμένη κοίτη του Δενδροποτάμου, η Δενδροφυτεία Συκεών) – περιγράφουν τα fati urbani μιας διεγερτικής μητροπολιτικής πολυφωνίας.

Είναι κρίμα. Διότι ο πλούτος των ιδεών που κατατέθηκαν στο μεγάλο και με τεράστια συμμετοχή διεθνή διαγωνισμό του Europan για το Δυτικό Τόξο, ιδέες που γενικά αφορούν στην εξασφάλιση μιας αλληλουχίας κοινόχρηστων χώρων μεταξύ των επτά Δυτικών Δήμων που τους διαπερνά το διάγραμμα αυτού του τόξου, είτε δημιουργούν κινητήρια πολεοδομικά παράδοξα, «αποκεντρωμένη κεντρικότητα» ή «διασπορά της αστικότητας», είτε όχι, είναι βέβαιο ότι προπαγανδίζουν μια αντιηρωική και καθόλου κανονιστική – ορθοπεδική προσέγγιση στα ζητήματα κατασκευής της σύγχρονης αστικής μυθολογίας και ότι προφητεύουν την πύκνωση της αστικής εμπειρίας και την υπεράσπιση των «κοινών», μιας έννοιας που κυριαρχεί ήδη στο σύγχρονο λόγο για την πόλη.

Μπεζεστένι
Μπεζεστένι

Πώς υπερασπίσθηκε η Πολιτιστική την ιστορική ταυτότητα της πόλης;

Προφανώς το έργο αυτό ανήκει στις Εφορείες Αρχαιοτήτων, οι οποίες το διεκπεραιώνουν με απόλυτη συστηματικότητα και γνώση. Το έργο των Εφορειών μόνο οικονομικά υποστηρίχθηκε μέσα από τις, συγκριτικά, πιο ευέλικτες δομές της Πολιτιστικής. Συνεπώς, η Πολιτιστική δεν το διεκδικεί, αν και κάποτε δόθηκε αυτή η εντύπωση: υπήρξε μια ευτυχής χρονική σύμπτωση, η ανακάλυψη μέσα στο χρόνο της Πολιτιστικής του Μακεδονικού Τάφου του Αγίου Αθανάσιου, με τις θαυμάσιες τοιχογραφίες ενός συμποσίου, προσέφερε το 1995 την εικονογράφηση στο Ημερολόγιο της Πολιτιστικής. Κατά τη γνώμη μου, στο εσωτερικό αυτής της σχέσης, η Πολιτιστική δύναται να διεκδικήσει τρία σημεία.

Το Πρώτο αφορά σε μια εκατό τοις εκατό δική της πρωτοβουλία: πιστεύω ότι ανήκει ειδικός τίτλος τιμής στο Διοικητικό της Συμβούλιο ότι, ευαισθητοποιούμενο απέναντι σε μια μακρά οφειλή της πόλης, συνέλαβε, μελέτησε και σε συνεργασία με την Ισραηλιτική Κοινότητα σε ένα από τα λίγα κτίρια της Θεσσαλονίκης που δεν είχαν καταστραφεί στην πυρκαγιά του 1917, ίδρυσε το «Μουσείο της Εβραϊκής Παρουσίας στη Θεσσαλονίκη».

Jewish_Museum_01

Το Δεύτερο, που αφορά αντίστοιχα σε μιαν άλλη πλευρά της απωθημένης ιστορικής ταυτότητας της πόλης, περιγράφει τη συγκρότηση ως ενός ενιαίου υποπρογράμματος, μιας πολιτικής για την αποκατάσταση των πέντε μεγάλων οθωμανικών μνημείων του Κέντρου της πόλης (Χαμζα Μπεη Τζαμί, Μπέη Χαμαμ, Μπεζεστένι, Αλατζά Ιμαρετ, Μπαζαρ Χαμαμ.

Το Τρίτο περιγράφει τον ειδικό ζήλο της Πολιτιστικής για την βοήθεια στο έργο της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων, που παράλληλα προς την ανάδειξη αστικών εκλεκτικιστικών ή/και μοντέρνων κτιρίων στο εσωτερικό του ιστού, διήγειρε το ενδιαφέρον για τη Βιομηχανική Αρχαιολογία (Μουσείο Υδρευσης).

Νομίζω ότι μέσα από την ισότιμη διαχείριση μνημείων από διάφορες στιγμές της διαδρομής της πόλης, περιορίσθηκαν ιδεοληπτικές αναφορές και αφελείς αναγωγισμοί (πχ η Θεσσαλονίκη «Βυζαντινή» πόλη) που είχαν με επίταση ακουσθεί κατά τη στιγμή της διεκδίκησης του τίτλου της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, φτωχαίνοντας τη συνείδηση για τη σύνθετη και παλίμψηστη ιστορία της Θεσσαλονίκης.

Μπέη Χαμάμ Λουτρά Παράδεισος
Μπέη Χαμάμ Λουτρά Παράδεισος

Ποιο από τα κτίρια που κατασκευάστηκαν στη διάρκεια της Πολιτιστικής είναι το αγαπημένο σας;

Μια θεαματική απάντηση θα ήταν: κανένα. Διότι κανένα δε μου δημιουργεί αρχιτεκτονική συγκίνηση, ούτε ανανεώνει την εμπιστοσύνη μου στην Αρχιτεκτονική, με τον τρόπο που αυτό συμβαίνει στην περίπτωση του σχεδιασμού της Νέας Παραλίας (Πρ.Νικηφορίδης, B.Cuomo) – ένα έργο που σχεδιάστηκε την ίδια πάνω κάτω εποχή με τα έργα της Πολιτιστικής. Υπάρχουν προφανώς κτίρια της Πολιτιστικής καλύτερα, λιγότερο καλά και καθόλου καλά. Για να μην κάνω το δύστροπο θα μπορούσα να αναφέρω, ανάμεσα σ΄αυτά που μου αρέσουν, το πολύ ενδιαφέρον «Πολύκεντρο» στο Δενδροπόταμο στο Δήμο Μενεμένης (Μ Παπανικολάου, Ρ. Σακελλαρίδου) ή το ημιτελές «Πολιτιστικό Κέντρο» του Δήμου Νεάπολης (B.Cuomo, Πρ.Νικηφορίδης).

Το πολιτιστικό κέντρο του Δήμου Μενεμένης.
Το πολιτιστικό κέντρο του Δήμου Μενεμένης.

Αν θέλω να αποφύγω την απάντηση, είναι γιατί πιστεύω ότι ο μικρός αριθμός των κτιρίων με ενδιαφέρον, μέσα στο μεγάλο πλήθος που κατασκευάσθηκαν, δεν οφείλεται κατ’ ανάγκην στην αρχιτεκτονική ολιγωρία των μελετητών τους, αλλά πρωτίστως στην αδυναμία της Πολιτιστικής να εγκαταστήσει ένα μηχανισμό διασφάλισης της αρχιτεκτονικής ποιότητας των έργων. Η έλλειψη αυτού του μηχανισμού είναι εμφανής ιδιαίτερα σε περιπτώσεις απόλυτης απόκλισης του σχεδιασμού από τα προφανή ζητούμενα της ανάθεσης – όπως συμβαίνει με το ύφος βελούδινου εσωτερικού χώρου, που επιλέχθηκε για τις κινηματογραφικές αίθουσες στην Α΄ Προβλήτα, σε απόλυτη διάστιξη προς το τραχύ λιμενικό τοπίο – κάτι που, βεβαίως, δεν ισχύει στην ωραία επίλυση του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης του ΚΜΣΤ στην ίδια περιοχή.

Το ίδιο άστοχη στην περίπτωση της πεζοδρομημένης Αριστοτέλους η φλυαρία των υλικών, οι άχρηστες ανισοσταθμίες στις δαπεδοστρώσεις και οι διακοσμητικές φυτεύσεις, που υπερδιαιρούν το δημόσιο χώρο και υπονομεύουν το κύρος του μνημειακού άξονα της πόλης. Δε θέλω καθόλου να μιλήσω για τις επεμβάσεις στα δύο πιο ορατά κτίρια της Πολιτιστικής – τον ανασχεδιασμό του Θεάτρου της ΕMΣ και την εξαρχής κατασκευή του Βασιλικού Θεάτρου – διότι όλη η λογική του σχεδιασμού σ΄ αυτές τις κορυφαίες περιπτώσεις υπαγορεύθηκε αποκλειστικά από επιλογές της «Διοίκησης Εργου» (project management) και από μια αρχιτεκτονική αμεριμνησία.

αριστοτέλους

‘Η, για να το πω επιεικέστερα, από μια α-θεωρητική στάση απέναντι στην Αρχιτεκτονική, από μια παντελή απουσία μιας αναγνωρίσιμης αρχιτεκτονικής ιδεολογίας. Ούτε θέλω να μιλήσω για την ανεξήγητη απομάκρυνση από μια ρωμαλέα Αρχιτεκτονική πρόταση (Μ. Χρυσομαλλίδης, Ε. Σπάνια), αποτέλεσμα μάλιστα Διαγωνισμού, στην περίπτωση του συγκροτήματος της Μονής Λαζαριστών.

Εκ των υστέρων γίνεται παραπάνω από σαφές ότι, λόγω των μετατοπισμένων εμφάσεων στον Κανονισμό Ανάθεσης Έργων, η Αρχιτεκτονική, ως ευγενής εκφραστική της αστικότητας, έμεινε ανυπεράσπιστη. Ότι η Αρχιτεκτονική, ως αναγκαίος και θεμιτός εκφρασιακός πειραματισμός, περίπου ετέθη σε αναστολή. Οι μελέτες εστιάσθηκαν μονομερώς στη λειτουργική επίλυση και στην κατασκευαστική διαχείριση των επιμέρους έργων και όχι στην υποστήριξη μιας διακριτής Αρχιτεκτονικής ταυτότητας.

Ως συνέπεια, το καλά ζυγισμένο και φιλόδοξο Πρόγραμμα της Πολιτιστικής, με ελάχιστες εξαιρέσεις, που οφείλονται στην ικανότητα των σχεδιαστών αυτών των έργων, οδηγήθηκε στο θρίαμβο μιας εικόνας εταιρικής αρχιτεκτονικής (corporate architecture), με τάση προς την χλιδή και τον κατασκευαστικό περφεξιονισμό ή, ορθότερα, προς την εικόνα χλιδής και κατασκευαστικού περφεξιονισμού, χαραμίζοντας και συχνότερα συκοφαντώντας εμπνευσμένες δυνατότητες που περιείχε ο Προγραμματικός σχεδιασμός του αναθέτη.

Η δικαιοσύνη απαιτεί να θυμίσουμε ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του Προγράμματος δεν αφορούσε σε σχεδιασμό νέων κτιρίων, αλλά στην αποπεράτωση ημιτελών πολιτιστικών υποδομών (θέατρα, ωδεία, αίθουσες εκθέσεων, κέντρα νεότητος κτλ.) που, στην πρώτη Μεταπολίτευση, η αφελής ή η εκ του πονηρού δημαγωγική αισιοδοξία των Δήμων του Πολεοδομικού Συγκροτήματος ή άλλων φορέων είχε, με πρόχειρες μελέτες και χωρίς διασφάλιση των πόρων, ξεκινήσει για να τα εγκαταλείψει εν συνεχεία επί δεκαετίες στην τύχη τους, σε κατάσταση γιαπιού.

Η Πολιτιστική έθεσε ως προτεραιότητά της να θεραπεύσει αυτό το χαίνον τραύμα. Κατά τη γνώμη μου, ό,τι κυρίως ευθύνεται για τον αρχιτεκτονικό συντηρητισμό αυτών των κτιρίων, είναι ακριβώς αυτές οι αρχικές προβληματικές αρχιτεκτονικές μελέτες.

unnamed (4)

Μπορώ, με την ευκαιρία, να αναφερθώ και σε ένα ειδικότερο πρόβλημα, το οποίο αποτέλεσε και εύκολο σημείο κριτικής, για τον υποτιθέμενο υπερπληθωρισμό κατασκευής θεατρικών αιθουσών – περίπου μία αίθουσα των τριακοσίων θέσεων σε κάθε Δήμο – και υπαίθριων αμφιθεάτρων. Τα μεγέθη κατά τη γνώμη μου δεν είναι μεγάλα, αντιστοιχούν στις ανάγκες μιας αναδυόμενης Μητρόπολης. Άλλωστε, τα χρόνια που μεσολάβησαν κατέρριψαν αυτό το επιχείρημα: όλες οι θεατρικές αίθουσες, κάποιες από τις οποίες, μάλιστα, έχουν επιλυθεί καλά (Σταυρούπολη, Καλαμαριά, Ανετον) λειτουργούν, συχνά εντατικά, φιλοξενώντας δραστηριότητες ποικίλων χαρακτηριστικών και φιλοδοξιών. Αποτυχία του Προγράμματος, συνεπώς, δεν είναι ότι εξόπλισε την πόλη με πολλές θεατρικές Αίθουσες, ούτε ότι φρόντισε για τη δυνατότητα υπαίθριων παραστάσεων που απευθύνεται κατά περίπτωση, σε μικρότερο ή πολυπληθέστερο κοινό. Οπωσδήποτε όμως, αποτυχία του Προγράμματος είναι ότι όλες οι Αίθουσες έχουν επιλυθεί σε «Ιταλική σκηνή», ότι δεν προνόησε για τη μελέτη κάποιων από αυτές σε χώρους, που να μπορούν να εξυπηρετούν παραστάσεις θεατρικού πειραματισμού.

Εν κατακλείδι… Ζημιά ή κέρδη μετράμε 20 χρόνια μετά; Ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί από τους Θεσσαλονικείς.

Σκέφτομαι ότι είκοσι χρόνια μετά το 1997 – είναι πράγματι καλός χρόνος για να σκεφτούμε ξανά πιο ψύχραιμα για την Πολιτιστική Πρωτεύουσα, που με τη βοήθεια όλων (…) έχει αφήσει την ανάμνηση μιας μάλλον κακόφημης υπόθεσης.

Πώς τεκμηριώνεται αυτή η βαριά φήμη; Ασαφείς υποθέσεις για κάποιους που μέσα στη ροή των κεφαλαίων πλούτισαν συμφύρονται με φήμες για άλλους οι οποίοι, αν και μετριότατα στελέχη της δημόσιας διοίκησης, αποκόμισαν credits σπουδαίων managers, για άλλους που διαχειριζόμενοι πεδία στα οποία δεν ήταν οι πιο κατάλληλοι θησαύρισαν πολιτιστικό κεφάλαιο, για άλλους που άλλοτε μιλώντας πολιτικά και άλλοτε ως τεχνοκριτικοί άπασας της ύλης, συχνά από κρατικά μέσα επικοινωνίας, έκαναν καριέρες αντιπολιτευόμενοι.

Αν η αναζήτηση μιας εξήγησης για το τραύμα της Πολιτιστικής περιορισθεί στις κτιριακές υποδομές, παρά το κατά τη γνώμη μου ορθά ιεραρχημένο Πρόγραμμά της, η συγκομιδή, σε αρχιτεκτονικό κτιριακό πλούτο, όπως προσπάθησα να συζητήσω απαντώντας στις ερωτήσεις σας, είναι μάλλον πενιχρή. Από την άλλη, κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι, μέσα σ΄αυτά τα είκοσι χρόνια, η πολιτιστική ζωή της πόλης στεγάζεται κυρίως, και μάλιστα με όρους αξιοπρεπούς τεχνικής εξυπηρέτησης των καλλιτεχνικών γεγονότων, σε υποδομές της Πολιτιστικής: θέατρα, συναυλιακοί χώροι, εκθεσιακοί χώροι, μουσεία,… που η Πολιτιστική Πρωτεύουσα συνέλαβε, προγραμμάτισε, μελέτησε και κατασκεύασε στον πυκνό χρόνο της πενταετίας 1995-2000.

χ (6)
Εικόνα: Γιάννης Σιμητόπουλος

Η ιστορικοποίηση, βέβαια του παρόντος παίζει περίεργα παιχνίδια, τρέχει με ρυθμούς που παράγουν λήθη: φαντάζομαι ότι κανείς, όχι μόνο από τους αθώους σημερινούς εικοσάρηδες, κινηματογραφόφιλους του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, που δε ζούσαν το 1997, δεν έχει λόγους να γνωρίζει ότι το «Κινηματογραφικό Χωριό του Μισέλ Δημόπουλου», που δοξάζονταν στον ειδικό ευρωπαϊκό τύπο, είναι έργο της Πολιτιστικής. Ούτε ότι η Αριστοτέλους, πριν από την πεζοδρόμησή της, ήταν μια κόλαση από παρκαρισμένα αυτοκίνητα και μπουκωμένη από ρυπογόνα, αεικίνητα, δαιμονιώδη μηχανάκια. Ούτε ότι η Άνω Πόλη πριν το συντονισμένο Πρόγραμμα εξαγορών και συντήρησης μεγάλου αριθμού σπιτιών και αποκατάστασης βασικών διαδρομών της ήταν μια ερειπιώδης εκδοχή του γραφικού. Ούτε όμως κάποιος από τους παλαιούς κατοίκους της πόλης μπορεί να ανακαλέσει πώς ήταν η Θεσσαλονίκη χωρίς το Τελλόγλειο, το Βασιλικό Θέατρο, τη Μονή Λαζαριστών, τα Θέατρα Καλαμαριάς, Σταυρούπολης, Άνετον, τη Villa Bianca, το Θέατρο Κήπου, το Θέατρο Δάσους ακόμη και το Θέατρο Γης… Η, να σκεφθεί με ποιο Αεροδρόμιο η πόλη θα εξυπηρετούσε τα εκατομμύρια επισκεπτών της ετήσιας επιβατικής κίνησης.

258-Νοεμβρίου 11, 2014

Αν, πάλι, ψάχνοντας για μια εξήγηση της «κακής φήμης», ανοίξουμε τη συζήτηση για τους θεσμούς Πολιτισμού που εξεπήδησαν από το Γαλαξία των δράσεων του Πολιτιστικού Προγράμματος που στο διάστημα 1995-1997 διαπέρασε τον ουρανό της πόλης, είμαστε προφανώς απρόθυμοι να φαντασθούμε την πόλη χωρίς το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου με δική του έδρα, το ΟΛΥΜΠΙΟΝ, το Μουσείο Φωτογραφίας, το Μουσείο Ύδρευσης, την Χαρτοθήκη της Ελλάδος με δική της έδρα στην Άνω Πόλη. Και θα μας είναι αδύνατο να καταλάβουμε το κλίμα της εποχής του ’97, μέσα στο οποίο όλα αυτά που σήμερα συγκροτούν τη θεσμική μορφή της Πολιτιστικής ζωής της πόλης είχαν αντιμετωπισθεί με χλεύη, όταν όσοι ενεπλάκησαν σε Διοικητικά Συμβούλια ή σε όποιες θέσεις Πολιτιστικών φορέων είχαν στιγματισθεί ως περίπου δωσίλογοι και όταν τον Υπουργό Πολιτισμού που είχε την Πρωτοβουλία αγοράς της συλλογής Κωστάκη ως περιουσίας του ΚΜΣΤ, τον περιέβαλε αυτομάτως η φήμη μιας σκανδαλώδους σπατάλης υπέρ της εκλογικής του περιφέρειας.

Τώρα, είκοσι χρόνια μετά, ανακατασκευάζοντας το δηλητηριώδες κλίμα εύλογης ή/και υποκριτικής καχυποψίας και ανέξοδου καταγγελτισμού, ίσως μπορέσουμε να δούμε όλη την κλίμακα των ματαιώσεων που ζήσαμε, πχ από την εγκατάλειψη του project για τη θαλάσσια αστική συγκοινωνία μέχρι, το δραματικότερο, τη θεαματική απουσία των φοιτητών και των φοιτητριών, ακόμη και της Σχολής καλών Τεχνών, από ό,τι θα αργούσε πολύ να τους ξανασυμβεί – αν κάποτε έχουν την τύχη να τους ξανασυμβεί – μέσα στα πόδια τους, στην καθημερινή τους βόλτα, εκθέσεις Caravaggio, Bresson, Isozaki, ….. Ή, ακόμη, τη θεαματική απουσία του κόσμου του θεάτρου και των παραστατικών τεχνών από την ιλιγγιώδη τετράωρη performance του Bob Wilson στην Αποθήκη Α΄, ή από την ομιλία του Giorgio Strehler του Piccolo Teatro, την τελευταία, μάλλον ομιλία της ζωής του, στα εγκαίνια της μνημειώδους έκθεσης σκηνογραφίας στην Αποθήκη 10 στο Λιμάνι.

Νομίζετε έστω σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, μπορούμε να δεχθούμε ότι η μόνη, που ζήμιωσε από μια κριτική τέτοιου χαρακτήρα, είναι η πόλη; Και επειδή αυτό ακούγεται λίγο αφηρημένο: κερδίσαμε τουλάχιστον την επίγνωση ότι όσοι, τότε, εμπιστευθήκαμε αγωνιστικά τον αποκαλυπτικό λόγο των καταγγελιών, σήμερα, είκοσι χρόνια μεγαλύτεροι, έχουμε αποστερηθεί σπάνιες διαμορφωτικές εμπειρίες; Και, επιπλέον, ότι η πόλη έχασε την ευεργετική επίδραση μιας αναγκαίας όσο και αυστηρής κριτικής, που θα υποχρέωνε σε καλύτερους προγραμματισμούς, σε λιγότερη σπατάλη και σε λιγότερη φαντασμαγορία; Και αν η ζημιωμένη είναι η πόλη, αλήθεια, ο κερδισμένος ποιος είναι;

*Ο Λόης Παπαδόπουλος υπήρξε σύμβουλος προγράμματος αρχιτεκτονικών έργων του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Θεσσαλονίκη 1997 και συντάκτης του Προγράμματος: 200 έργα για τη Θεσσαλονίκη του 2000 (1995), του Καταλόγου “Θεσσαλονίκη 2000 – στο χάρτη των ευρωπαϊκών μητροπόλεων”, της Εκθεσης απολογισμού των Έργων στις Αποθήκες Α και 10 (1998) και του τόμου “Μετασχηματισμοί του Αστικού Τοπίου” (Λιβάνης, 2000), αναλυτική τεκμηρίωση του συνόλου των έργων της Πολιτιστικής.

Διαβάστε επίσης: 

Το γεγονός που η πόλη δεν χάρηκε

Είκοσι χρόνια μετά-Όσα θυμάμαι από την Πολιτιστική Πρωτεύουσα

Η χρονιά των προσδοκιών και των διαψεύσεων 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα