«Δεν τολμούσα να το σκεφτώ, αλλά γύρισα»: Έλληνες του εξωτερικού επιστρέφουν στη χώρα τους γιατί τους αρέσει
Όταν το «Brain Drain» που μετατρέπεται σε «Brain Gain» - Ποιοι είναι οι λόγοι που οι Έλληνες του εξωτερικού επιστρέφουν στην πατρίδα;
«Σπούδασε εδώ και φύγε στο εξωτερικό», «Τι κάθεσαι και ψάχνεις δουλειά στην Ελλάδα, καλύτερα να πας έξω» και άλλα πολλά τέτοια ακούν οι νέοι που παλεύουν να βιοποριστούν στην ίδια τους τη χώρα και δεν τα καταφέρνουν.
Η «εύκολη λύση» θεωρείται εδώ και χρόνια (ειδικά μετά την κρίση) η φυγή στο εξωτερικό, με τους νέους να πακετάρουν τις βαλίτσες τους με τα πιο πολύτιμα και αναγκαία πράγματά τους και να αφήνουν πίσω τους την Ελλάδα για μία πιο ποιοτική ζωή, που μπορεί να τους εξασφαλίσει κάτι παραπάνω από τα προς το ζην.
Και παρά τα θετικά της ζωής σε χώρες εκτός Ελλάδας, είναι αρκετοί αυτοί που επιστρέφουν πίσω στην πατρίδα τα τελευταία χρόνια, όσο και αν ακούν το άλλο: «Όλοι φεύγουν και εσύ γυρνάς;», που συνήθως συνοδεύεται με το κλασικό: «Θα το μετανιώσεις σε λίγους μήνες και θα κλαις».
Για μερικούς, οι οικονομικοί τους στόχοι έχουν επιτευχθεί, έχουν βάλει στην άκρη το ποσό που ήθελαν να αποταμιεύσουν και θέλουν να δημιουργήσουν κάτι δικό τους, μία επιχείρηση, με τις εμπειρίες και τις γνώσεις που απορρόφησαν σαν σφουγγάρι από το εξωτερικό.
Άλλοι πάλι, νοσταλγούν το σπίτι, την πατρίδα, την ελληνική κουλτούρα – που όλοι κοροϊδεύουν με τους πέντε καφέδες την ημέρα και την ατελείωτη νυχτερινή ζωή – το αίσθημα του ανήκειν, τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τους φίλους και την οικογένεια τους. Και τον ελληνικό ήλιο…
Νιώθουν τα χρόνια να περνούν, τους γονείς τους να μεγαλώνουν και να χρειάζονται τη φροντίδα που κάποτε τους είχαν προσφέρει οι ίδιοι. Άλλοι, γίνονται γονείς για πρώτη φορά, κάνουν τα δικά τους παιδιά και αισθάνονται την ανάγκη να τα μεγαλώσουν σε ένα ελληνικό περιβάλλον, κοντά στους παππούδες και τις γιαγιάδες, όπως μεγάλωσαν και αυτοί.
Το φαινόμενο του «brain drain» σε αρκετές περιπτώσεις μετατρέπεται σε «brain gain».
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, από τους περίπου 660.000 Έλληνες που μετανάστευσαν στο εξωτερικό από το 2010, περισσότεροι από 420.000 έχουν ήδη επιστρέψει στη χώρα.
Η έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης της Kapa Research προσπάθησε να απαντήσει στο ερώτημα «Τι είναι αυτό που έπεισε τους Έλληνες του εξωτερικού να γυρίσουν πίσω;».
Το κύμα φυγής έως το 2016 είχε υπολογιστεί από την Τράπεζα της Ελλάδας στους 680.000. Από εκείνους που επέστρεψαν, 6 στους 10 (63%) δήλωσαν ότι το έκαναν από το 2019 κι έπειτα. Εμφανίζουν μέσο μισθό πάνω από 2.300 ευρώ, οι περισσότεροι αισθάνονται αισιόδοξοι για το μέλλον, ενώ δίνουν «ψήφο εμπιστοσύνης» στην Ελλάδα ως τόπο για να ζεις.
Το 38% σημείωσε πως η βελτίωση της ελληνικής οικονομίας και αγοράς τους επηρέασε πάρα πολύ ή αρκετά στην απόφασή τους να επιστρέψουν. Το 23% δήλωσε ότι η εύρεση θέσης εργασίας στην Ελλάδα με αντίστοιχες αποδοχές και προοπτικές με το εξωτερικό διαδραμάτισε πάρα πολύ ή αρκετά σημαντικό ρόλο. Το 20% απάντησε πως η βελτιωμένη πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα είχε πάρα πολύ ή αρκετά μεγάλη επίδραση στο σκεπτικό τους.
Σύμφωνα με έρευνα του ΕΚΤ για το Brain Gain το 2024, οι χώρες προορισμού που επέλεξε η πλειονότητα των Ελλήνων που έφυγε στο εξωτερικό κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα (2010-2012), είναι η Γερμανία (25%) και ακολουθούν η Μεγάλη Βρετανία (16%) και η Ολλανδία (8%).
Οι περισσότεροι (73%) δήλωσαν ότι η εμπειρία στο εξωτερικό τους έκανε πιο ανταγωνιστικούς, και εφαρμόζουν στην τωρινή τους εργασία (74%) την τεχνογνωσία και τις δεξιότητες που απέκτησαν εκείνη την περίοδο.
Η τάση επιστροφής στην Ελλάδα ξεκίνησε και εντάθηκε σημαντικά μετά το 2019. Οι κύριοι λόγοι που επηρέασαν την απόφαση για επιστροφή και εργασία στην Ελλάδα, είναι οικογενειακοί και προσωπικοί («Η ανάγκη να βρίσκομαι κοντά στην οικογένεια και τους φίλους», 82%), και το κλίμα και το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας (63%), σε συνδυασμό με τη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς (38%).
Το 67,6% όσων επέλεξαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα έχει οικογένεια. Επίσης, το 52% των ερωτώμενων έχει παιδιά.
Η επιστροφή στην Ελλάδα φαίνεται ότι έχει ενισχύσει συνολικά την ελληνική οικονομία, με τους κυριότερους τομείς απασχόλησης όσων επέστρεψαν να είναι οι ακόλουθοι:
- Κατασκευές (11%),
- Εκπαίδευση (10%),
- Νέες Τεχνολογίες – Πληροφορική (10%),
- Συμβουλευτικές Υπηρεσίες (7),
- Υγεία (7%),
- Χονδρικό – Λιανικό Εμπόριο (6%),
- Τουρισμός (6%).
Το μεγαλύτερο ποσοστό του ανθρώπινου δυναμικού (46%) απασχολείται σε ελληνικές επιχειρήσεις και οργανισμούς, ενώ το 21% δηλώνει «αυτοαπασχολούμενος/ελεύθερος επαγγελματίας». Το 7% εργάζεται εξ αποστάσεως για εταιρεία/οργανισμό του εξωτερικού.
Ποιοι είναι οι λόγοι της επιστροφής για τους Έλληνες του εξωτερικού;
Η Νεφέλη μετακόμισε πίσω στην Ελλάδα μετά από σχεδόν τρία χρόνια στο Άμστερνταμ, στο οποίο πήγε αρχικά ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια και στη συνέχεια ως εργαζόμενη.
«Τον περασμένο Αύγουστο, μετά από 6 δύσκολους μήνες αναποφασιστικότητας, αμφιβολίας και αγωνίας, αποφάσισα να αφήσω το διαμέρισμα και τη δουλειά μου στην Ολλανδία και να γυρίσω στη Θεσσαλονίκη. Χάρηκα και απόλαυσα όλα όσα ήρθαν στο δρόμο μου, γνώρισα ανθρώπους από όλο τον κόσμο, είπα όσα περισσότερα “ναι” μπορούσα, ταξίδεψα, έμαθα και μεγάλωσα. Ένιωθα πολίτης του κόσμου. Μα, βαθιά μέσα στην καρδιά μου, πάντα κάτι έλειπε», παραδέχεται η ίδια.
«Δεν τολμούσα ωστόσο να σκεφτώ την επιστροφή μου στην Ελλάδα – όλοι οι νέοι προσπαθούν να φύγουν, κι εγώ θα γυρνούσα;», αναφέρει η Νεφέλη σχετικά με την απόφαση να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη:
«Σε κάθε μου άδεια ερχόμουν στην Ελλάδα. Διακοπές, αργίες, γενέθλια, ορκωμοσίες, με κάθε ευκαιρία γυρνούσα, και με κάθε πτήση επιστροφής στην Ολλανδία, το βάρος ήταν ασήκωτο. Πίστευα πως με τον καιρό, θα μου γίνει πιο εύκολο, αλλά γινόταν δυσκολότερο. Δεν τολμούσα ωστόσο να σκεφτώ την επιστροφή μου στην Ελλάδα – όλοι οι νέοι προσπαθούν να φύγουν, κι εγώ θα γυρνούσα; Μα, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν είμαστε όλοι οι νέοι. Είμαστε μόνο ο εαυτός μας. Κι εγώ αποζητούσα τους δικούς μου ανθρώπους, τη ζωή και την καθημερινότητα μας στην Ελλάδα. Τις μικρές στιγμές, που όχι απλά δεν έβλεπα πια ως δεδομένες, αλλά ως την μεγαλύτερη ευλογία. Μετά από αμέτρητες συζητήσεις, συνεδρίες ψυχοθεραπείας και χρόνο με τις σκέψεις μου, αποφάσισα να πάρω το ρίσκο και να γυρίσω. Να δώσω μια ευκαιρία στην Ελλάδα και στον εαυτό μου. Ήταν η δυσκολότερη απόφαση της ζωής μου, γιατί για πρώτη φορά, διάλεγα με μοναδικό κριτήριο την καρδιά μου».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Για την Νεφέλη «το Εξωτερικό γράφεται με κεφαλαίο – είναι ένας άλλος κόσμος, γεμάτος ευκαιρίες να γνωρίσεις, να μάθεις, να εξελιχθείς, να κρατήσεις ό,τι μπορεί να σε εμπνεύσει ως άνθρωπο και να σε πάει ένα βήμα παραπέρα»:
«Το κλειδί είναι να μένεις ανοιχτός. Δεν θα σου αρέσουν όλοι ή όλα, μα αυτό άλλωστε δεν είναι το ζητούμενο. Ωριμάζεις έξω με έναν τρόπο διαφορετικό, μαθαίνεις να χτίζεις τη ζωή και τον κύκλο σου από το μηδέν. Κι αυτό είναι ένα σπουδαίο μάθημα ζωής που χάνεις αν δεν φύγεις ποτέ από την Ελλάδα.
Από την άλλη, η χώρα μας είναι το σπίτι μας, εδώ μεγαλώσαμε, εδώ χτίσαμε χαρακτήρα κι εδώ έχουμε κρύψει κομμάτια της καρδιάς μας. Αγαπώ τα στέκια της παρέας μου. Τους δρόμους που εξερεύνησα έφηβη, τις ιστορίες που κρύβουν οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης μόνο για μένα. Νομίζω πως δεν θα παραπονεθώ ξανά για τον ήλιο. Πέρσι το καλοκαίρι, έκανα ποδήλατο στο Άμστερνταμ κάτω από την βροχή με 9 βαθμούς. Φέτος, έκανα μετακόμιση σπιτιού με 35. Το προτιμώ».
@nefeli_kommata Γιατί έφυγα, αφού ήθελα τόσο να γυρίσω; Γιατί το ένα να αναιρεί το άλλο; Μια στιγμή στον χρόνο θέλαμε να φύγουμε, και μια άλλη να γυρίσουμε. Θέλω να πλαναρω με βάση το τώρα. Το τι θέλω αυτή τη στιγμή. Το τι χρειάζομαι. Εσύ; #μερα14 #storytime #ελλαδα #ολλανδια #ελληνεστουεξωτερικου #εξωτερικο #greece #φοργιου #θεσσαλονικη #foryougreece #greektiktok ♬ 初光 (golden hour 中文版) – 刘宪华/JVKE
«Περίμενα και ονειρευόμουν μήνες την επιστροφή μου, κι αφότου γύρισα, έχω μια βαθιά εκτίμηση για τα πάντα γύρω μου», καταλήγει η Νεφέλη:
«Ξεκίνησα να φτιάχνω τη ζωή μου με τους δικούς μου όρους. Δεν ήθελα να δουλέψω άλλο corporate κι έτσι ξεκίνησα τη δική μου μικρή επιχείρηση, με t-shirts και κάλτσες εμπνευσμένα από το αιώνιο ελληνικό καλοκαίρι που τόσο μου είχε λείψει. Τώρα έχω τη δική μου επιχείρηση, το καινούριο μου σπιτάκι στην Άνω Πόλη. Άρχισα να ακούω το μέσα μου και να βάζω προτεραιότητα εμένα. Όχι, η ζωή στην Ελλάδα δεν είναι μόνο ρόδινη. Αλλά όσο είναι στο χέρι μου, φροντίζω να προσέχω το γύρω και το μέσα μου. Γύρισα, κι αφού γύρισα, θέλω να φτιάξω τη ζωή μου εδώ όσο ρομαντική γίνεται».
Ο Δημήτρης μετακόμισε στην Στοκχόλμη της Σουηδίας, ως… ερωτικός μετανάστης το 2013 και επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από 10 χρόνια ζωής στο εξωτερικό.
Οι λόγοι που έφυγε από την Ελλάδα δεν ήταν αρχικά οικονομικοί, όπως λέει ο ίδιος:
«Έφυγα με ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή, δεν γνώριζα πόσο θα μείνω ή αν θα γυρίσω σύντομα. Ήμουν πολύ μικρός, στα 18 μου τότε, δεν ήξερα και πολύ τι έκανα. Έβλεπα τότε ότι τα πράγματα ζορίζουν στην Ελλάδα, ήδη ακούγαμε χρόνια για την οικονομική κρίση, οπότε ήταν σίγουρα κάτι που είχα στο μυαλό μου.
Όταν πήγα στη Σουηδία ήταν η πρώτη φορά που έφευγα από το σπίτι και έκανα ταξίδι στο εξωτερικό. Στην αρχή, όλα μου φαίνονταν ωραία, ξεκίνησα να βλέπω και να θαυμάζω πράγματα. Σίγουρα έβλεπα πολλές αλλαγές στον τρόπο ζωής αλλά περισσότερο στο οικονομικό κομμάτι, σχετικά με τις ευκαιρίες που μας δίνονταν. Βλέπαμε ένα οργανωμένο κράτος που δεν υπήρχε στην Ελλάδα, από το πιο απλό πράγμα, ότι οι οδηγοί σταματούσαν στις διαβάσεις και μας εντυπωσίαζε».
Ο Δημήτρης πάντα είχε στο μυαλό του ένα πλάνο δεκαετίας για τη ζωή στο εξωτερικό: «Πάντα είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου να γυρίσω μετά από 10 χρόνια. Όσο περνούσαν τα χρόνια, έμενα εκεί και βίωνα το δύσκολο κομμάτι της ζωής έξω, τόσο αυξανόταν αυτή η επιθυμία της επιστροφής. Νομίζω ότι τελικά είναι πιο δύσκολο να γυρίσεις σε μία… τέτοια Ελλάδα, όταν έχεις μείνει για 10 χρόνια στο εξωτερικό, γιατί βλέπεις τις διαφορές, από ότι είναι να φύγεις εξαρχής».
Οι λόγοι επιστροφής στην Ελλάδα για τον Δημήτρη, δεν ήταν μόνο επαγγελματικοί αλλά κυρίως προσωπικοί: «Αφού συγκέντρωσα εμπειρία πάνω στο επάγγελμα μου στο εξωτερικό, είδα κάτι το οποίο θα μπορούσα να υλοποιήσω και στην Ελλάδα. Ήθελα να βοηθήσω στην επίλυση ενός προβλήματος που υπάρχει στη χώρα μας, που αφορά την φροντίδα των ηλικιωμένων ανθρώπων στα σπίτια τους. Να ανοίξω τη δική μου επιχείρηση και να βάλω το λιθαράκι μου σε αυτόν τον τομέα. Και αυτό ακριβώς κατάφερα ανοίγοντας τη δική μου επιχείρηση, έδωσα δουλειά σε έξι ανθρώπους, κάτι που είναι σημαντικό για μένα. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα όμως να γυρίσω, σε μία δουλειά με λιγότερες απολαβές και μία μέτρια ποιότητα ζωής, δεν ήθελα να πάω πίσω στην εξέλιξη μου τα τελευταία 10 χρόνια. Ήξερα ναι μεν που ερχόμουν, αλλά γνώριζα ότι θα μπορούσα να πετύχω – δεν είναι όλα χάλια στην Ελλάδα, όπως πολλές φορές παρουσιάζονται.
Ο δεύτερος και κυριότερος λόγος, είναι προσωπικοί παράγοντες. Είναι δύσκολο να έχεις την οικογένειά σου πάντα μακριά. Να τυχαίνουν προβλήματα υγείας και θάνατοι συγγενών και να μην είσαι εκεί. Δεν άντεχα να βλέπω τους γονείς μου να μεγαλώνουν και να μην είμαι εκεί και τη μάνα μου μετά από 10 χρόνια που έλειπα, ακόμα να μην το έχει αποδεχτεί και να κλαίει κάθε φορά που έφευγα.
Αυτοί είναι πιο σημαντικοί λόγοι από τους επαγγελματικούς που στην ουσία όταν τα ζυγίζεις, για μένα τουλάχιστον, το να είμαι μακριά από τους ανθρώπους μου κι ας βγάζω καλύτερα χρήματα στο εξωτερικό, στην τελική, δεν αξίζει. Έβλεπα ότι έχανα στιγμές, κάτι που με επηρέαζε πολύ και ψυχολογικά».
Ο Δημήτρης τονίζει ότι υπερτερεί η ιατρική περίθαλψη στην Ελλάδα σε σχέση με το εξωτερικό: «Είναι κάτι που έχουμε ως δεδομένο, αλλά στην Ελλάδα είναι πολύ πιο εύκολα τα πράγματα. Στο εξωτερικό για να βρεις έναν γιατρό, πρέπει να έχεις κάτι πολύ σοβαρό και να σου κλείσουν ραντεβού μετά από δύο μήνες. Έπρεπε να βγάλω τις αμυγδαλές μου στη Σουηδία και μου κλείσανε ραντεβού μετά από δυόμιση χρόνια. Εδώ, οποιοσδήποτε πάει στο νοσοκομείο, θα λάβει περίθαλψη. Δεν μιλάω φυσικά για το κομμάτι των υποδομών, αυτό είναι κάτι στο οποίο υστερούμε».
Η αύξηση της εγκληματικότητας, με το έντονο αίσθημα του φόβου τα τελευταία χρόνια στη Σουηδία, σε συνδυασμό με την κακή ψυχολογία λόγω του καιρού και της ατμόσφαιρας, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην απόφαση του Δημήτρη να γυρίσει στην Ελλάδα: «Στο εξωτερικό, όσο καλά και να μάθεις τη γλώσσα, θα είσαι για πάντα ξένος. Εννοείται ότι θα βγάλεις χρήματα εκεί, αλλά η ζωή δεν είναι μόνο τα χρήματα. Είναι τελείως διαφορετικό το συναίσθημα να είσαι στη χώρα σου, με τη δουλειά σου και κοντά σου να έχεις τους φίλους και την οικογένειά σου, να έχεις δίπλα σου ανθρώπους που αγαπάς και σε αγαπάνε».
Από την πλευρά της, η Μαρίνα γύρισε πίσω στην Ελλάδα μετά από 7 χρόνια στην Αγγλία, με τους λόγους να είναι κυρίως προσωπικοί και συναισθηματικοί:
«Πέρσι ήταν η πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια που ξεκίνησα να στέλνω αιτήσεις για δουλειά στην Ελλάδα, με την ελπίδα να βρω κάτι που να με γεμίζει και να μπορέσω να γυρίσω σύντομα.
Στα 7 χρόνια που έμενα στην Αγγλία δεν ένιωσα στιγμή ότι ανήκω. Είμαι κοινωνικός άνθρωπος, δεν δυσκολεύτηκα να αποκτήσω παρέες, συντρόφους και φίλους, όμως η ζωή – όσο και να το προσπαθείς – δεν γίνεται ποτέ ίδια με αυτή της πατρίδας. Δεν νιώθεις ότι μπορείς να είσαι ποτέ 100% ο εαυτός σου, όταν δεν μπορείς να εκφραστείς στην ίδια σου τη γλώσσα – παρά το γεγονός ότι τα αγγλικά είναι πλέον σαν τη μητρική, για πολλούς από εμάς. Οι φίλοι που έκανα στην Αγγλία θα είναι πάντα η οικογένειά μου εκεί, όμως τίποτα δεν συγκρίνεται με την πραγματική μου οικογένεια και τους φίλους που αφήνεις πίσω στην Ελλάδα.
Ο συναισθηματικός παράγοντας ήταν καταλυτικός για εμένα. Τα τελευταία χρόνια ένιωθα ότι δεν ήμουν καλά με τίποτα, είχε σταματήσει απλά να είναι “μία φάση που θα περάσει”, κάτι που έλεγα στον εαυτό μου για πολύ καιρό. Α! Και να μην αναφέρω τον καιρό που με τις βροχές και τη μουντίλα έκανε την κατάσταση δέκα φορές χειρότερη!»

Η οικονομική επιβίωση στην Αγγλία είναι δύσκολη, όπως εξηγεί η ίδια: «Πολλοί συγκρίνουν τη ζωή στο εξωτερικό με βάση την οικονομική κατάσταση και τα χρήματα που βάζουν στην άκρη. Προσωπικά, δεν ξέρω κατά πόσο αξίζει η αποταμίευση, όταν η υπόλοιπη ζωή σου είναι χαμηλής ποιότητας. Η Αγγλία ναι μεν, έχει πολλά καλά να σου προσφέρει, αλλά έχει και πολλά προβληματικά.
Ο τομέας της υγείας είναι απαράδεκτος, θα πας στο νοσοκομείο και θα σε αφήσουν στην αναμονή να πονάς με τις ώρες – ή ακόμα χειρότερα, θα σε διώξουν. Αν θες να κλείσεις ραντεβού σε ιδιωτικό γιατρό, θα σου πάρει το λιγότερο 300 λίρες για ένα ραντεβού των 15 λεπτών και θα αποφύγει να σου δώσει τα χάπια που μπορεί να χρειάζεσαι.
Όσο περίεργο και να ακούγεται στα αυτιά του Έλληνα, η κατάσταση με τα σπίτια και τα ενοίκια είναι ίδια και χειρότερη. Τα ενοίκια είναι πιο ακριβά, ακόμα για τους υψηλούς μισθούς που βγάζουν οι άνθρωποι και γι’ αυτό σε ένα διαμέρισμα – συνήθως κατασκευής του 1930 – μένουν πέντε έξι άτομα μαζί, πολλές φορές ξένοι μεταξύ τους, κάνοντας τη συμβίωση ανυπόφορη. Έχω φύγει από πολλά σπίτια γιατί δεν άντεχα τους συγκατοίκους που μου έτυχαν».
«Όσο εύκολη απόφαση ήταν συναισθηματικά, άλλο τόσο δύσκολη ήταν πρακτικά. Από την μία ένιωθα ότι αν φύγω από την Αγγλία θα λυτρωθώ και από την άλλη έλεγα στον εαυτό μου “Μα τι πας να κάνεις; Όλοι φεύγουν από την Ελλάδα και εσύ γυρνάς πίσω;”».