Φτώχεια δεν είναι μόνο η αστεγία – Οι απανωτές κρίσεις δημιουργούν μια νέα κοινωνία
Όλο και εξαπλώνεται το φαινόμενο της ανέχειας - Ας μιλήσουμε όμως με αριθμούς και γεγονότα
“Σκοπός μας είναι, η στήριξη όλων των ανθρώπων εδώ στην Θεσσαλονίκη, με οποιαδήποτε οικονομική δυσκολία αντιμετωπίζουν καθημερινά” αναφέρει στην parallaxi η Νανά Μιχαλοπούλου, ψυχολόγος και στέλεχος της κοινωνικής υπηρεσίας υποστήριξης ευπαθών κοινωνικών ομάδων, ΑΡΣΙΣ.
Η 17η Οκτωβρίου συμβολίζει μια σημαντική ημέρα. Είναι η Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Φτώχειας. Η φτώχεια δεν είναι ένα φαινόμενο που δεν αγγίζει την ελληνική κοινωνία, απεναντίας σύμφωνα με στοιχεία το πρόβλημα έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις στην ελληνική πραγματικότητα. Η κατάσταση της φτώχειας και των ανισοτήτων στην Ελλάδα παρουσιάζει ανησυχητικά δεδομένα.
Στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2022, το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ανέρχεται στο 26,3% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, που αντιστοιχεί σε 2.722.000 άτομα.
Έτσι αναδεικνύεται ότι πάνω από ένας στους τέσσερις Έλληνες αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας. Το γεγονός αυτό είναι ακόμη πιο ανησυχητικό, δεδομένου ότι αναφέρεται στο έτος 2022 (με βάση τα εισοδήματα του 2021), χωρίς να συμπεριλαμβάνει την περίοδο της έκρηξης των τιμών σε ενέργεια, ρεύμα, καύσιμα και τρόφιμα. Αυτή η έκρηξη οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση των εισοδημάτων των πολιτών. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η Ελλάδα παρουσιάζει τη δεύτερη χειρότερη επίδοση, μετά από τη Βουλγαρία.
Μάλιστα η ΕΛΣΤΑΤ αναφέρει ότι στις ηλικίες 18 έως 64 ετών το ποσοστό των ατόμων που στερούνται βασικών αγαθών και υπηρεσιών το 2022 ανέρχεται σε 14,6%. Επομένως οι συνθήκες διαβίωσης γίνονται εξαιρετικά δύσκολες για αυτούς.
Στην ΑΡΣΙΣ, μια από τις κοινωνικές υπηρεσίες που απεργάζονται για την υποστήριξή ανθρώπων που ζουν με ελάχιστα ή καθόλου αγαθά και πόρους, οι δράσεις είναι αρκετές. “Επιπροσθέτως υπάρχει συμβουλευτική υποστήριξη και ενημέρωση για επιδόματα, έκδοση εγγράφων, ζητήματα με δημόσιες υπηρεσίες. Κάποτε είχαμε και τη δωρεάν λογιστική υποστήριξη, αλλά όχι σήμερα. Δυστυχώς παρατηρείται τελευταία πως αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που αναζητούν την κάλυψη ειδών πρώτης ανάγκης και πολλοί εξ αυτών είχαν έρθει στο παρελθόν. Αρκετοί από αυτούς στο παρελθόν είχαν δεχτεί τη βοήθειά μας και στο τέλος κατάφεραν να ορθοποδήσουν και να αυτονομηθούν έχοντας και τις δουλειές. Όμως επανήλθαν στα επίπεδα της οικονομικής δυσχέρειας“, συμπλήρωσε η κ. Μιχαλοπούλου.
“Το πιο σημαντικό μέλημα στην οργάνωσή μας είναι πρώτα απ’ όλα η ψυχολογική υποστήριξη και έπειτα η υλική, ώστε οι άνθρωποι που έρχονται σε εμάς να μη φεύγουν απλά με τα είδη πρώτης ανάγκης αλλά να γνωρίζονται με τους κοινωνικούς λειτουργούς και τους ψυχολόγους. Να γίνεται η διερεύνηση με τη βοήθεια των ειδικών ώστε να εστιάσουμε και στην πηγή προβλημάτων και όχι απλά να καλύψουμε προσωρινά τις ανάγκες ενός ανθρώπου. Να μπορεί στο τέλος από μόνος του να τα παρέχει στον εαυτό του.”
Πέρα από τις δράσεις των κοινωνικών υπηρεσιών και μη κυβερνητικών οργανώσεων, υπάρχουν και δράσεις από τον δήμο Θεσσαλονίκης που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση των απόρων ή ανθρώπων που αντιμετωπίζουν εξαιρετικές οικονομικές δυσκολίες. Πρόκειται για:
- Το Ανοικτό Κέντρο Ημέρας Αστέγων Δήμου Θεσσαλονίκης είναι μια ανοικτή δομή άμεσης πρόσβασης για την αντιμετώπιση των βασικών αναγκών των ατόμων που ζουν σε συνθήκες έλλειψης στέγης. Λειτουργεί επτά -7- ημέρες την εβδομάδα.
- Το Κοινωνικό Φαρμακείο αποτελεί μια ανοικτή δομή άμεσης πρόσβασης η οποία παρέχει σε ωφελούμενα άτομα, φάρμακα, υγειονομικό υλικό και παραφαρμακευτικά προϊόντα με σκοπό την πρόσβαση στην φαρμακευτική περίθαλψη πολιτών που ανήκουν σε οικονομικά αδύναμες κοινωνικές ομάδες.
- Η Δομή Κοινωνικό Παντοπωλείο, Παροχή Συσσιτίου του Δήμου Θεσσαλονίκης, είναι μία ανοικτή δομή άμεσης παρέμβασης που συμβάλει ουσιαστικά στην άρση των φαινομένων περιθωριοποίησης καλύπτοντας βασικές ανάγκες των δικαιούχων παρέχοντας τους, σε συνδυασμό με τις υπηρεσίες του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων του Δήμου, ολοκληρωμένη υποστήριξη.
- Το Υπνωτήριο Αστέγων. Σκοπός της λειτουργίας του Υπνωτηρίου είναι η προσωρινή νυχτερινή φιλοξενία αστέγων καθώς και η κάλυψη εκτάκτων αναγκών. Η Δομή υλοποιεί συστηματικές ενέργειες ψυχοκοινωνικής ενδυνάμωσης και υποστήριξης των αστέγων.
Μιλώντας για την κατάσταση σε όλη τη χώρα, σχετικά με τα ποσοστά φτώχειας, η Γεωργία Παράσχου εμπνεύστρια του Humanity Greece, του δικτύου εθελοντών που δημιουργούν αλυσίδες βοήθειας για όσους και όσες περιοχές έχουν ανάγκες διαβίωσης, αναφέρει:
“Βοηθάμε οικογένειες και ανθρώπους που βρίσκονται πραγματικά στα όρια της φτώχειας, που είτε είχαν από πριν αρκετά οικονομικά προβλήματα, είτε αποτελούν θύματα της κλιματικής κρίσης. Τα τελευταία χρόνια η ευαλωτότητα των κοινωνικών ομάδων έχει ενταθεί. Φτώχεια δεν είναι μόνο η αστεγία αλλά και να είσαι στα όρια πριν την απώλεια της στέγασής σου. Δυστυχώς έρχεται τα τελευταία 15 χρόνια, η μια κρίση μετά την άλλη και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να ορθοποδήσουν. Είναι επιτακτική η ανάγκη πολύπλοκων παρεμβάσεων” αναφέρει η κ. Παράσχου, συμπληρώνοντας πως “Εμείς συγκεκριμένα για να βοηθήσουμε έναν άνθρωπο, χρειάζεται να εγγραφεί στα μητρώα μας ώστε να μπορούμε να του παρέχουμε για ένα χρονικό διάστημα την απαραίτητη υποστήριξη. Παράλληλα εκτός από την υλική υποστήριξη βοηθούμε σιγά-σιγά να αυτονομηθεί, με την εύρεση εργασίας, επιδομάτων ώστε να “βγει” από τα όρια της φτώχειας”.
“Έπειτα είναι πιο δύσκολο τούτο το διάστημα να βρούμε όλο και περισσότερα αγαθά για να προσφέρουμε στην ολοένα και αυξανόμενη ζήτηση των απόρων που πληθαίνουν. Παρόλο που η βάση μας είναι στην Αθήνα, όπου μπορούμε να παρέχουμε στήριξη σε ανθρώπους και οικογένειες που το έχουν ανάγκη, το κάνουμε και μάλιστα πανελλαδικά. Σε συσσίτια δε που κάνουμε τις Δευτέρες μάλιστα, φροντίζουμε να μαγειρέψουμε για 150 ανθρώπους vegan γεύματα ώστε να παρέχουμε και όλα τα απαραίτητα θρεπτικά υλικά“, ολοκλήρωσε η ιδρύτρια του Humanity Greece.
Από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τον κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, προκύπτουν επίσης τα εξής:
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 742.235 σε σύνολο 4.049.102 νοικοκυριών, και τα μέλη τους σε 1.945.199 στο σύνολο των 10.399.329 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της χώρας που διαβιεί σε ιδιωτικά νοικοκυριά.
Σε πέντε περιφέρειες (Κρήτη, Αττική, Νότιο Αιγαίο, Ήπειρος και Θεσσαλία) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της χώρας, ενώ στις υπόλοιπες οκτώ περιφέρειες (Ιόνια Νησιά, Βόρειο Αιγαίο, Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος, Δυτική Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Κεντρική Μακεδονία και Ανατολική Μακεδονία και Θράκη) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.
Ο κίνδυνος φτώχειας εκτιμάται σε 25,9% για όσους έχουν ολοκληρώσει προσχολική, πρωτοβάθμια και το πρώτο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε 18% για όσους έχουν ολοκληρώσει το δεύτερο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και σε 7,2% για όσους έχουν ολοκληρώσει το πρώτο και το δεύτερο στάδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 46,1%, ενώ όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα μειώνεται στο 23,6%. Αναφορικά με τα κοινωνικά επιδόματα, επισημαίνεται ότι αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, το επίδομα στέγασης, το επίδομα θέρμανσης κλπ), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας ή και εκπαιδευτικές παροχές. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 18,8%, και ως εκ τούτου διαπιστώνεται ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 4,8 ποσοστιαίες μονάδες ενώ, εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 22,5 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 27,3 ποσοστιαίες μονάδες.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας είναι υψηλότερο για τις γυναίκες (19,4%) σε σχέση με τους άνδρες (18,2%). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους άνδρες και για τις γυναίκες μειώθηκε κατά 0,4 και 1,2 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα, το 2022 σε σχέση με το 2021.
Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών εκτιμάται σε 17,6% για τις γυναίκες και σε 13,6% για τους άνδρες. Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 16,8%, ενώ για άτομα ηλικίας κάτω των 75 ετών σε 19,1%. Ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 19,5%, ενώ για τους άνδρες της αντίστοιχης ηλικιακής ομάδας εκτιμάται σε 13%.
Ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών με έναν ενήλικα και τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί ανέρχεται σε 37,7%, ενώ των νοικοκυριών με τρεις ή περισσότερους ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά ανέρχεται σε 21,7% και των νοικοκυριών με δύο ενήλικες και 2 εξαρτώμενα παιδιά σε 18,9%.
Οι εργαζόμενοι 18 ετών και άνω αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (νοικοκυρές κλπ). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18 ετών και άνω ανέρχεται σε 10,6%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021. Μείωση κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες 18 ετών και άνω, ενώ μειώθηκε κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους άνδρες, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 7,7% και 12,7%.
Για τους ανέργους, ο κίνδυνος φτώχειας είναι σημαντικά μεγαλύτερος και ανέρχεται σε 43,6%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (51,8% και 37% αντίστοιχα). Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονομικά μη ενεργοί (μη συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων) αυξήθηκε κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 και ανήλθε σε 29,1 %.
Ο κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση ανέρχεται σε 9,9%, ενώ για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση ανέρχεται σε 18,4%.
Στην περίπτωση των νοικοκυριών που διαμένουν σε ιδιόκτητη κατοικία, ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 18,8%, ενώ για τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 19%. Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0- 17 ετών που η κατοικία τους είναι ιδιόκτητη ανέρχεται σε 23,6%, ενώ για τα άτομα της ίδιας ομάδας ηλικιών που η κατοικία τους είναι ενοικιασμένη, ο κίνδυνος ανέρχεται σε 19,9%. Ο κίνδυνος φτώχειας ατόμων ηλικίας 18-64 ετών που η κατοικία τους είναι ιδιόκτητη ανέρχεται σε 19%, ενώ για τα άτομα της ίδιας ηλικιακής ομάδας που η κατοικία τους είναι ενοικιασμένη, ο κίνδυνος εκτιμάται σε 18,8%.
Παράλληλα, o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, σύμφωνα με τον αναθεωρημένο ορισμό ανέρχεται στο 26,3% του πληθυσμού της χώρας (2.722.000 άτομα), παρουσιάζοντας μείωση κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 (28,3%). Σημειώνεται ότι, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ευρώπη 2030», αναφορικά με την καταπολέμηση της φτώχειας, έχει τεθεί ως στόχος «να μειωθούν κατά 15 εκατομμύρια τα άτομα που βρίσκονται ή που κινδυνεύουν να βρεθούν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, εκ των οποίων τα 5 εκατομμύρια να είναι παιδιά», έως το 2030.
Με βάση τον ισχύοντα έως το 2020 ορισμό του παραπάνω δείκτη, o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 29,1% (3.006.300 άτομα) του πληθυσμού της χώρας, παρουσιάζοντας μείωση κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021. Επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ευρώπη 2020» αναφορικά με την καταπολέμηση της φτώχειας, ο στόχος ήταν «να μειωθούν κατά 20 εκατομμύρια τα άτομα που βρίσκονται ή που κινδυνεύουν να βρεθούν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό» έως το 2020.
Η μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (δείκτης που συντίθεται από τους επιμέρους δείκτες του κινδύνου φτώχειας, της υλικής και κοινωνικής στέρησης και της χαμηλής έντασης εργασίας) οφείλεται στη μείωση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας σε 9,5% το 2022 από 12,1% το 2021, και του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας σε 18,8% το 2022 από 19,6% το 2021. Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω (28,1%).