Η αόρατη αστεγία στο δήμο Νάουσας
Στη βάση του προβλήματος βρίσκεται ένας αράγιστος μύθος: Οι μικροί τόποι δεν έχουν αστέγους.
Αόρατη Πίεση
Στον στενό πεζόδρομο που φέρει το όνομα «Σολωμού», στο κέντρο της Νάουσας, είναι μερικά χρόνια τώρα, που τα προηγουμένως άδεια ισόγεια των λιγοστών κτιρίων, έχουν αλλάξει χρήση, έγιναν καφετέριες, με την ευγενική χορηγία ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων.
«Όλοι ανοίγουν καφέ και γυράδικα. Αν είναι να βγαίνει τίποτα να ανοίξω και εγώ ένα», μου λέει η Κατερίνα σχολιάζοντας έμμεσα την οικονομική της κατάσταση, παρότι δίνει την εντύπωση ότι ανήκει σε μια κατηγορία ανθρώπων που θεωρεί τη συμμετοχή σε αυτή την ομάδα μικρο-επιχειρηματιών, κοινωνικά υποβιβαστική.
Nτυμένη με ένα κομψό, καλοκαιρινό φουστάνι με ποδόγυρο, με τα μαλλιά της προσεκτικά δεμένα σε μια κοτσίδα που μου φαίνεται αρκετά περίπλοκη, ανταποκρίνεται στην εικόνα των μεσοαστών φιλόδοξων νέων της ελληνικής επαρχίας με καλή εκπαίδευση.
Παρότι κάθεται ακριβώς απέναντί μου και τα προσεκτικά διαλεγμένα λόγια δείχνουν ότι είναι συγκεντρωμένη στον διάλογό μας, συμμετέχει χωρίς να με κοιτάζει, έχοντας το βλέμμα της στραμμένο στον τετράχρονο γιο της που παίζει με μια μπάλα στον πεζόδρομο. Ανάμεσα στα ανήσυχα βλέμματα προς το αγόρι και τις διαρκείς υπενθυμίσεις που του απευθύνει για να προσέχει τα μηχανοκίνητα, μου εξομολογείται τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στο σπίτι της.
Η Κατερίνα υπήρξε μια από τις λίγες γυναίκες που απάντησαν στο ανώνυμο ερωτηματολόγιο που η ερευνητική μας ομάδα διένειμε ηλεκτρονικά στον μικρό δήμο της Νάουσας για να εντοπίσει τα στεγαστικά προβλήματα των γυναικών. Υπήρξε η μοναδική που απάντησε οικειοθελώς στο ερώτημα, με το οποίο ζητούσαμε τα προσωπικά στοιχεία των ερωτηθεισών, σε περίπτωση που ήθελαν να συζητήσουν το ζήτημα που αντιμετωπίζουν.
Η ιστορία της, παρότι αδημοσιοποίητη, είναι δυστυχώς αρκετά κοινή. Παρά τις επιτυχημένες προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές της στα οικονομικά, αποφάσισε να επιστρέψει στην πόλη της Νάουσας όταν αυτές ολοκληρώθηκαν, προκειμένου να είναι κοντά στον σύντροφό της, ενώ παράλληλα αναζητούσε εργασία. Η προσπάθειά της δεν έφερε τους αναμενόμενους καρπούς. Σήμερα, στα τριάντα πέντε της, δουλεύει σε μια τοπική επιχείρηση, για πολλές ώρες και ελάχιστα χρήματα. Η οικονομική βοήθεια από τον σύντροφό της μετατράπηκε σε οικονομική εξάρτηση και ο άνθρωπος από τον οποίο εξαρτάται πλέον δεν της προσφέρει συντροφιά αλλά διαρκείς επικρίσεις για την ανεπάρκειά της ως σύζυγο και ως μητέρα: «Μέσα στην πανδημία αυτό επιδεινώθηκε. Έπινε, με έβριζε, έγινε ακόμα πιο τοξικό το περιβάλλον. Θέλω να φύγω, αλλά να πάω που;».
Η αναντιστοιχία αυτού που φαίνεται και αυτού που συμβαίνει είναι μεγάλη. Η όμορφη, κομψά ντυμένη κοπέλα, με τις έξυπνες απαντήσεις και το επιτηρητικό βλέμμα σπαράζεται μέσα σε μια πίεση που βιώνεται ιδιωτικά.
Ο Τέλης
Ανάμεσα στους λιγοστούς πεζούς που διασχίζουν τον πεζόδρομο της Σολωμού, το καλοκαιρινό πρωινό του Ιουλίου, ένας εξηντάρης, με περιποιημένο, λευκό μούσι, δυσδιάκριτα τατουάζ στο χέρι και φόρμα εργασίας, μεταφέρει ένα δίκυκλο καρότσι, γεμάτο με πακέτα που μοιράζει στα γύρω καταστήματα. Βλέποντάς μας καθισμένους με την Κατερίνα, νεύει διακριτικά και απευθύνει ένα «γεια σας», πριν συνεχίσει την πορεία του προς το επόμενο κατάστημα. — Γνωρίζεις αυτόν τον κύριο; διακόπτω την Κατερίνα
— Όχι. Ποιος είναι;
— Δεν έχει σημασία. Θα μπορούσες να πεις ότι είναι άστεγος;
— Μου κάνεις πλάκα;
— Ζει σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι έξω από την πόλη.
— Αποκλείεται, φαίνεται μια χαρά.
— Μια χαρά φαίνεται.
Γνώρισα τον Τέλη σε μια επιτόπια έρευνα μια εβδομάδα νωρίτερα, στο συσσίτιο που προσφέρει στους απόρους η εκκλησία και από όπου εξασφαλίζουν την τροφή τους καθημερινά περίπου εκατό άτομα — αριθμός υψηλός αν αναλογιστεί κανείς το συνολικό πληθυσμό αυτής της περιφερειακής πόλης που δεν ξεπερνάει τους είκοσι χιλιάδες.
Ο Τέλης, χρόνια άστεγος, είχε βρεθεί στο συσσίτιο τη μέρα εκείνη, για να δώσει το «παρών» και να κάνει μια συμφωνία με τους μάγειρες: «Να έρχεται ένας φίλος, άστεγος και αυτός και να παίρνει και τη δική μου μερίδα, να μου τη δίνει μετά, για να μη χάνω το μεροκάματο». Δυσκολεύεται να είναι εκεί όταν διανέμονται οι μερίδες, αυστηρά στις 12:00 με 13:00, γιατί εκείνες τις ώρες είτε εργάζεται είτε περιμένει στο στέκι του, ένα παγκάκι μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, από όπου τον μισθώνουν επιτόπου περαστικά φορτηγά, για να τους βοηθήσει ως αχθοφόρος. «Άλλες φορές έχει δουλειά και βγάζω κανά δεκάρι, άλλες φορές δεν βγάζω τίποτα… Στις 12:00 που μοιράζουν το φαγητό, είναι ώρα που περνάνε φορτηγά και μπορεί να χάσω κάποια δουλειά».
Ο Τέλης, με το καλοφροντισμένο του μούσι, ευγενική χορηγία ενός φίλου του μπαρμπέρη, το γυμνασμένο του κορμί καθαρό, χορηγία φίλων που έχουν το προνόμιο ενός σπιτιού με λειτουργικό μπάνιο, και την φόρμα εργασίας του, απομεινάρι της προηγούμενης δουλειάς του, δεν ανταποκρινόταν στο στερεότυπο του αστέγου, του ατημέλητου, αξύριστου και εξαντλημένου ατόμου.
Και όμως μένει σε ένα ακατάλληλο, μικρό δωμάτιο, σε ένα εγκαταλειμμένο κτίριο στην περιφέρεια της πόλης, εδώ και πέντε χρόνια, από τότε που έκλεισε η επιχείρηση όπου εργαζόταν και όπου κοιμόταν, αφού η σύζυγός του, του είχε ζητήσει να αποχωρήσει από την κατοικία που της ανήκε, μετά τον χωρισμό τους, ήδη από το 2010: «Το βρήκα τυχαία, αφού κοιμήθηκα λίγες μέρες στα παγκάκια. Μου το έδειξε ένας φίλος. Μετά από κανέναν χρόνο έμαθα και σε ποιον ανήκει το κτίριο. Τον ήξερα και θεώρησα σωστό να τον ρωτήσω.
Μου είπε: ‹Αν μπορείς να μείνεις εκεί μέσα, εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα›. Είναι χάλια το μέρος, μπάζει. Ντρέπομαι να φέρω κόσμο, ακόμα και ο γιος μου δεν το έχει δει». Ο αχθοφόρος με το περιποιημένο μούσι και το ευγενικό νεύμα, σπαράζεται από τη διαρκή πίεση που προκαλεί η έλλειψη σταθερής, επαρκούς στέγης. Τα καλέσματά του στη διοίκηση για βοήθεια παραμένουν αναπάντητα: «Έχω ζητήσει να με βάλουν και εμένα στο θέατρο. Τους άλλους γιατί τους έβαλαν και εμένα όχι; Τι θέλουν; Να βάλω φωτιά στην πλατεία και να καώ για να συγκινηθούν;»
Το δημοτικό θέατρο ως άτυπη πολιτική στέγασης
Το δημοτικό θέατρο της Νάουσας παραμένει συνήθως κλειστό. Οι παραστάσεις δεν είναι πολλές, το φιλότεχνο κοινό είναι περιορισμένο και ο χώρος μένει άδειος περισσότερες μέρες του χρόνου από όσες λειτουργεί. Αλλά όχι εντελώς άδειος. Στα τρία δώματα που λειτουργούν ως καμαρίνια, ζουν τρεις κύριοι.
Ο κύριος Βαγγέλης, ο οποίος εργαζόταν στο θέατρο επί δεκαετίες, ως εισπράκτορας και ταξιθέτης και επειδή με το χαμηλό εισόδημά του δε μπορούσε να πληρώνει ενοίκιο, αποφάσισε, αφού η παράσταση τελείωνε, να χρησιμοποιεί ένα καμαρίνι ως υπνωτήριο, με τη συγκατάθεση εκπροσώπων του δήμου.
Ο κ. Μάριος, ο οποίος είναι οικοδόμος, αλλά μετά την κρίση του 2008 αντιμετώπισε μεγάλες εργασιακές δυσκολίες και όταν έχασε τη μητέρα του και δε μπορούσε να καλύψει τα έξοδα του σπιτιού που προηγουμένως νοίκιαζαν μαζί, έμεινε άστεγος. Κοιμόταν σε παγκάκια της πόλης, μέχρι που κάποιος γνωστός του μίλησε για το θέατρο: «Από στόμα σε στόμα, πριν έξι χρόνια περίπου, μου είπαν πως υπάρχει αυτό το μέρος να κοιμηθώ. Ένιωσα καλύτερα. Κοιμόμουν έξω και έχει χιόνια και κρύο. Σου προσφέρουν ένα μέρος πιο στεγανό και λες είμαι καλά».
Ο κ. Στέλιος προστέθηκε πρόσφατα στη συντροφιά τους. Εγκλωβισμένος από το 2001 σε μια διαρκή ανεργία που «έσπαγε» μέσα από τα οκτάμηνα προγράμματα του δήμου και με μόνη σταθερή εισοδηματική πηγή τα επιδόματα που ξεκίνησε να παίρνει στα μέσα του 2018, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το προηγούμενο σπίτι του και να ζήσει στον δρόμο. Μέχρι που, τώρα στα πενήντα τρία του, βρήκε τη λύση του θεάτρου: «Με έβαλε ο αντιδήμαρχος, πέρυσι τέτοιο καιρό.»
Τα τρία καμαρίνια του θεάτρου δεν αποτελούν κάποια επίσημη δομή φιλοξενίας και στήριξης των ανθρώπων που δεν έχουν σπίτι. Τα καμαρίνια παραχωρούνται άτυπα μόνον σε ορισμένους από τους αστέγους της Νάουσας και η διαμονή εκεί είναι προσωρινή και επισφαλής.
Για παράδειγμα, όταν καταφθάνει ο θίασος κάποιας παράστασης, οι τρεις άνθρωποι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον χώρο και να ζήσουν πάλι έξω για όσο διαρκούν οι πρόβες και οι παραστάσεις: «Α ξέρεις τι καλά που περνάς έξω, στον Άγιο Νικόλαο, στο πάρκο, σε ένα φιλικό σπίτι, στο κτήμα ενός φίλου; Φέτος, λόγω κορωνοιού δε ζήτησαν τα καμαρίνια, μόνο σε μια εκδήλωση τα χρειάστηκαν και τα αδειάσαμε, για πέντε μέρες». Συν αυτώ, η άτυπη στεγαστική παροχή των καμαρινιών αποτελεί και πηγή πολιτικού οφέλους γι΄αυτούς που αποφασίζουν άτυπα να επιτρέψουν σε κάποιους και να αποκλείσουν σε άλλους, την είσοδο στα καμαρίνια, εκμαιεύοντας την ευγνωμοσύνη των «οφελούμενων».
Η μη ορατότητα της έλλειψης στέγης Η ακαδημαϊκή έρευνα γύρω από το ζήτημα της στεγαστικής επισφάλειας έχει επικεντρωθεί κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα με αποτέλεσμα το ζήτημα να παραμένει στην αφάνεια στους μικρότερους σε πληθυσμό και έκταση δήμους. Ωστόσο το πρόβλημα υπάρχει. Στον Δήμο Νάουσας, σύμφωνα με πρόσφατα δεδομένα (2020) του Κέντρου Κοινότητας, οκτώ άτομα διαβιούν στον δρόμο, πενήντα επτά άτομα ζούν σε δωρεάν παραχωρημένες κατοικίες, ενώ τα απογραφικά δεδομένα του 2011 δείχνουν πως ήδη από τότε πάνω από το 10% του πληθυσμού αντιμετώπιζε μεγαλύτερης ή μικρότερης έντασης στεγαστικά προβλήματα. Στη βάση του προβλήματος βρίσκεται ένας αράγιστος μύθος: Οι μικροί τόποι δεν έχουν αστέγους. Παρά το μύθο, η αστεγία, στην ακραία της μορφή, υπάρχει αλλά παραμένει αόρατη. Η κοινωνία την αγνοεί — γι’ αυτό και η έκπληξη της Κατερίνας — η πολιτική ηγεσία, όταν την αναγνωρίζει, τη διαχειρίζεται ασχεδίαστα, ενώ υπάρχουν διοικητικοί υπάλληλοι και εκλεγμένοι σύμβουλοι που τη θεωρούν δίκαιη ανταμοιβή αντικοινωνικών ανθρώπων, συμπυκνωμένη στα λόγια μιας δημοτικής υπαλλήλου, εκφρασμένα με ανησυχητική σιγουριά: «Αυτούς δεν τους θέλουν ούτε οι οικογένειές τους, ακόμα και οι δικοί τους άνθρωποι τους έδιωξαν».
Το ερευνητικό κενό αντανακλάται και στον πολιτικό σχεδιασμό. Για παράδειγμα, το πιο φιλόδοξο πρόγραμμα που έχει σχεδιαστεί στην χώρα για την αντιμετώπιση της ακραίας αστεγίας, με τίτλο «στέγαση και επανένταξη», που στοχεύει στην παραχώρηση κατοικίας σε αστέγους και στην ένταξή τους με τρόπο που δεν τους ιδρυματοποιεί, απευθύνεται σε δήμους με πάνω από εκατό χιλιάδες κατοίκους. Στο δήμο Νάουσας, οι υπάλληλοι και πολιτικοί αντιπρόσωποι που έχουν τοποθετηθεί στις προνοιακές δομές της διοίκησης, δε γνωρίζουν καν την ύπαρξη του προγράμματος.
Ενδεικτική είναι και η μη-προσβασιμότητα σε βασικές δομές πρόνοιας. Το κέντρο κοινότητας, αρμόδιο για την ενημέρωση, στήριξη και μεσολάβηση για τις επιδοματικές πολιτικές στήριξης των ανθρώπων, βρίσκεται σε ένα σημείο έξω από την πόλη, σε εγκαταστάσεις όπου πριν βρισκόταν το παράρτημα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, το οποίο έκλεισε το 2012. «Ζητήσαμε να μας πάνε στο κέντρο της πόλης, όπου θα ήμασταν πιο προσβάσιμοι π.χ. σε ανθρώπους με κινητικά προβλήματα, αλλά το κτίριο που ζητήσαμε αποφάσισαν να το κάνουν κέντρο πληροφόρησης για τους τουρίστες», μου λέει μια υπάλληλος. Αλλά οι δομές πρόνοιας δεν είναι μόνο φυσικά μη προσβάσιμες από πολλούς οφελούμενους. Σε πολλές περιπτώσεις οι επιδοματικές ενισχύσεις και βοηθητικές προβλέψεις είναι σχεδιασμένες ώστε να δυσκολεύουν και να αποκλείουν ανθρώπους. Όπως μου λέει η ίδια υπάλληλος: «Για παράδειγμα, υπάρχει μια πρόβλεψη με την οποία μπορεί να σβηστεί ακόμα και έξι χιλιάδες ευρώ χρέους σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη από ρεύμα. Αλλά με μια υποσημείωση: να μην έχει γίνει κλοπή ρεύματος από τον οφελούμενο. Ποιος άνθρωπος που βλέπει την ανάγκη των παιδιών του για ενέργεια, δε θα κλέψει; Έχουν μείνει πάμπολοι άνθρωποι εκτός».
Για μια ευρύτερη κατανόηση της στεγαστικής επισφάλειας
Η έλλειψη στέγης θεωρείται κοινωνικά συνώνυμη με την ακραία αστεγία. Ωστόσο η κατανόηση της με αυτόν τον στενό τρόπο διατηρεί το πολύ περιορισμένο ρεπερτόριο θεσμικών αποκρίσεων στο πρόβλημα που είναι αρκετά εκτενές και για το οποίο δεν αρκούν τρια καμαρίνια άτυπα παραχωρημένα σε τρεις αστέγους. Η έλλειψη στέγης έχει πολύ ευρύτερες διαστάσεις και η διαβίωση στον δρόμο αποτελεί μονάχα μια, την πιο ακραία και πιο ορατή όψη της.
Η ευρωπαϊκή τυπολογία ETHOS (European Typology of Homelessness and Housing Exclusion) της FEANTSA προτείνει τέσσερις κύριες κατηγορίες έλλειψης στέγης: (i) αστεγία στο δρόμο, (ii) έλλειψη κατοικίας (π.χ. άτομα που διαμένουν σε ξενώνες), (iii) επισφαλής στέγαση (π.χ. άτομα που ζουν υπό την απειλή έξωσης ή υπό την απειλή βίας), (iv) ανεπαρκής ή ακατάλληλη στέγη (π.χ. άνθρωποι που ζουν σε αυτοκίνητα). Σύμφωνα με αυτή την τυπολογία υπάρχουν 13 κατηγορίες έλλειψης στέγης: (i) άνθρωποι που ζουν στο δρόμο, (ii) που διαμένουν σε χώρους για επείγουσες περιπτώσεις, (iii) που διαμένουν σε ξενώνες για άστεγους , (iv) που φιλοξενούνται σε ξενώνες γυναικών, (v) που διαμένουν σε κέντρα για μετανάστες πρόσφυγες , (vi) που φεύγουν από ιδρύματα, (vii) που λαμβάνουν μακροχρόνια υποστήριξη, (viii) που ζουν σε επισφαλή κατοικία, (ix) που ζουν υπό την απειλή έξωσης, (x) που ζουν υπό την απειλή βίας, (xi) που ζουν σε προσωρινά ή πρόχειρα καταλύματα, (xii) που ζουν σε ακατάλληλα καταλύματα, (xiii) που μοιράζονται χώρους με υπερβολικά μεγάλο αριθμό άλλων ανθρώπων. Aν ληφθεί υπόψη αυτή η ευρύτερη και εύστοχη εννοιολόγηση της έλλειψης στέγης, μπορεί να γίνει ευκολότερα κατανοητό το εύρος του προβλήματος. Σύμφωνα με την τυπολογία αυτή, εκείνο το πρωινό του Ιουλίου, στον πεζόδρομο της Σολωμού, εγώ δε συνάντησα ένα άτομο που στερείται στέγης (τον Τέλη, ο οποίος είναι άστεγος) αλλά δυο (και την Κατερίνα η οποία αναγκάζεται να υφίσταται τη βία του συντρόφου της ελλείψει εναλλακτικής λύσης).
Συντεταγμένες αλλαγής Η διευρυμένη και σαφής αποτύπωση του τι είναι και πως εμφανίζεται η έλλειψη στέγης σε διαφορετικούς πληθυσμούς είναι ένα πρώτο βήμα για την «εμφάνιση» της πολυπροσωπίας των προβλημάτων αλλά και τη δημιουργία μιας κοινής γλώσσας για το δικαίωμα όλων σε επαρκή στέγαση, που είναι προϋπόθεση για μια αξιοπρεπή ζωή. Συχνά, άτομα υφίστανται έλλειψη επαρκούς στέγης δεν αντιλαμβάνονται το πρόβλημα ως δομικό, αλλά ως προσωπικό. Η ιδιωτικοποίηση της στεγαστικής επισφάλειας παγιδεύει τους ανθρώπους που υφίστανται στεγαστική πίεση, στον στρόβιλο της σιωπής και της ντροπής και τους απομακρύνει από μια κοινή γλώσσα, από εργαλεία συλλογικής κινητοποίησης και διεκδίκησης.
Χρειάζονται μια σειρά από άλλες πρωτοβουλίες, όπως η διεύρυνση του πλαισίου για τα ήδη υφιστάμενα κεντρικά σχεδιασμένα προγράμματα ώστε να συμπεριλαμβάνονται σε αυτά οι μικρότεροι δήμοι. Ωστόσο είναι αναγκαία και μια τοπική πολιτική για τη στέγαση. Ο δήμος Νάουσας, όπως και πολλοί άλλοι περιφερειακοί δήμοι της Ελλάδας, είναι ένας δήμος σε δημογραφική και κοινωνική συρρίκνωση. Ο νεαρότερος πληθυσμός απομακρύνεται σε μεγαλύτερα αστικά κέντρα της Ελλάδας και του εξωτερικού, ενώ αυτή η μετανάστευση δημιουργεί ένα πλήθος ανενεργών στεγαστικών πόρων. Ήδη, σύμφωνα με τα δεδομένα της απογραφής του 2011, φαίνεται ότι σχεδόν το 1/5 του κτιριακού αποθέματος στον δήμο παραμένει κενό και αχρησιμοποίητο, ενώ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού αντιμετωπίζουν στεγαστική πίεση, ενώ υπάρχουν ακόμα και άνθρωποι που ζουν στον δρόμο. Αυτό το παράδοξο απαιτεί την εμπλοκή της διοίκησης, προκειμένου να γίνει μια λεπτομερής καταγραφή των στεγαστικών και εδαφικών πόρων που είναι διαθέσιμοι προς αξιοποίηση στους δήμους, μια εκτίμηση της ποιότητάς τους και σύσταση φορέων αναβάθμισης και διαχείρισης τους με κοινωνικά και οικονομικά προσιτούς όρους.
Το πρόβλημα είναι πολύ ευρύ για να θεωρείται ιδιωτική υπόθεση μεμονωμένων περιπτώσεων και πολύ εκτεταμένο για να αρκούν τρία καμαρίνια σε ένα καταρρέον δημοτικό θέατρο.
*Ο Νίκος Βράντσης είναι ανεξάρτητος ερευνητής για ζητήματα στέγασης και ιδιοκτησίας, και υπότροφος του Alfend Landecker Democracy Fellowship στο πλαίσιο του προγράμματος Humanity in Action
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ