Ήξερες ότι τα μνημεία της Θεσσαλονίκης έχουν δωρεάν είσοδο μέχρι 15 Ιουνίου;
Όσα πρέπει να ξέρεις για τους αρχαιολογικούς χώρους της Θεσσαλονίκης αυτή την περίοδο.
Εσύ το ήξερες ότι μέχρι 15 Ιουνίου η είσοδος στους αρχαιολογικούς χώρους και τα μνημεία της Θεσσαλονίκης είναι δωρεάν;
Καθώς οι αρχαιολογικοί χώροι της χώρας επαναλειτουργούν στην πλειοψηφία τους ήδη από 18 Μαΐου με ειδικά μέτρα ασφαλείας, όσοι χώροι αρμοδιότητας της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης άνοιξαν στο κοινό, θεώρησαν φρόνιμο να προσφέρουν δωρεάν είσοδο στους επισκέπτες τους μέχρι τις 15 Ιουνίου, οπότε θα ανοίξουν και άλλοι αρχαιολογικοί χώροι της πόλης που προς το παρόν παραμένουν κλειστοί.
Αυτή τη στιγμή, στην Θεσσαλονίκη λειτουργούν οι αρχαιολογικοί χώροι: Αρχαία Ρωμαϊκή Αγορά, Ανάκτορο του Γαλερίου, Άγιος Νικόλαος Ορφανός, Επταπύργιο και Όσιος Δαυίδ. Ενώ από 15 Ιουνίου αναμένεται να ανοίξουν οι: Ροτόντα, Κρύπτη Αγίου Δημητρίου και Πύργος του Τριγωνίου, εφόσον προσληφθούν οι απαραίτητοι φύλακες για τον τελευταίο.
Οι αρχαιολογικοί χώροι που λειτουργούν ήδη στη Θεσσαλονίκη λοιπόν υποδέχονται το κοινό τους με ελεύθερη είσοδο, ενώ από 15 Ιουνίου θα επιστρέψει η γενική είσοδος.
Ποια θα είναι η τιμή εισόδου στα μνημεία από 15 Ιουνίου;
Η είσοδος θα είναι 8 ευρώ για τα δύο μνημεία της Αρχαίας Αγοράς και το Ανάκτορο του Γαλερίου μαζί. Πληρώνοντας δηλαδή το αντίτιμο των 8 ευρώ, ο επισκέπτης θα έχει είσοδο στα δύο αυτά μνημεία με το ίδιο εισιτήριο.
Επιπλέον, η είσοδος θα είναι 6 ευρώ για το Επταπύργιο και τον Πύργο του Τριγωνίου μαζί, όπου με την ίδια λογική πληρώνοντας το αντίτιμο των 6 ευρώ, ο επισκέπτης θα έχει είσοδο στα δύο αυτά μνημεία με το ίδιο εισιτήριο.
Σημειώνεται ότι και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, καθώς το ωράριο λειτουργίας των χώρων είναι διαφορετικό, αν ο επισκέπτης δεν προλάβει την ίδια μέρα να επισκεφτεί και τους δύο χώρους, μπορεί να επισκεφτεί τον δεύτερο και την επόμενη μέρα με το ίδιο εισιτήριο.
Η Ροτόντα, που θα ανοίξει τις πύλες της στο κοινό από 15 Ιουνίου, θα έχει είσοδο 6 ευρώ.
Επίσης, σημειώνεται πως οι χώροι: Κρύπτη Αγίου Δημητρίου, Άγιος Νικόλαος Ορφανός και Όσιος Δαυίδ, όντας χώροι λατρείας, είναι ανοιχτοί πάντα με ελεύθερη είσοδο στο κοινό.
Ωράριο λειτουργίας μνημείων Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης:
Αρχαία Αγορά: Καθημερινά (εκτός Τρίτης): 8:00-20:00 (εκτός Μουσείου Ρωμαϊκής Αγοράς)
Ανάκτορο Γαλέριου: Καθημερινά (εκτός Τρίτης): 8:00-20:00
Αψιδωτή αίθουσα ανακτόρου – Πληροφοριακό Κέντρο: Κλειστά
Επταπύργιο: Καθημερινά (εκτός Τρίτης): 8:00-20:00 (Πύργος και αίθουσα εκθέσεων κλειστά μέχρι 15/6)
Άγιος Νικόλαος Ορφανός: Καθημερινά (εκτός Τρίτης): 8:00-15:00
Όσιος Δαυίδ: Καθημερινά: 9:00-15:00
Ροτόντα: Κλειστά – Από 15/6: Καθημερινά (εκτός Τρίτης): 8:00-20:00
Κρύπτη Αγίου Δημητρίου: Κλειστά – Από 15/6: Καθημερινά (εκτός Τρίτης): 7:30-15:00
Πύργος Τριγωνίου: Κλειστά – Από 15/6 (αν βρεθούν φύλακες): Καθημερινά (εκτός Τρίτης): 9:00-17:00
Βυζαντινό Λουτρό και Λουτρά Παράδεισος Κλειστά
Τηλέφωνο επικοινωνίας για πληροφορίες: 2313 310400
Μέτρα: Σημειώνεται ότι στους αρχαιολογικούς χώρους, θα πρέπει να τηρούνται οι αποστάσεις στους επισκέπτες στο 1,5 μέτρο, θα εισέρχεται συγκεκριμένος αριθμός ατόμων ανά ώρα, όπου υπάρχει ηλεκτρονικό εισιτήριο θα δίνεται προτεραιότητα και, φυσικά, θα πρέπει να ακολουθούνται τα συνήθη πλέον μέτρα: σύσταση χρήσης προστατευτικής μάσκας και αλκοολούχου αντισηπτικού διαλύματος, ειδικοί κανόνες για τους χώρους υγιεινής και εδική διαδικασία ρύθμισης της ροής εισόδου-εξόδου του κοινού.
Η ιστορία των μνημείων
Αρχαία Αγορά
Η αγορά των αυτοκρατορικών χρόνων έχει δύο κύριες οικοδομικές φάσεις, στα μέσα του 2ου και στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Πρόκειται για ένα συγκρότημα σε σχήμα “Π”, αποτελούμενο από δύο συνεχόμενες πλατείες, με είσοδο από τη βόρεια πλευρά (σημερινή οδό Ολύμπου). Αποτελείται από τρεις κιονοστήριχτες πτέρυγες, με κίονες κορινθιακού ρυθμού στο ισόγειο και ιωνικού στον όροφο, ενώ στο βάθος υπήρχε μια ζώνη με διάφορα δωμάτια. Στη νότια πλευρά της αγοράς και εξαιτίας της φυσικής κλίσης του εδάφους κατασκευάστηκε διπλή ημιυπόγεια θολοσκεπής στοά (cryptoporticus), η οποία στήριζε την κανονική κορινθιακή στοά. Πιθανόν λειτουργούσε ως δημόσια αποθήκη, ενώ αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη των καταστημάτων της αγοράς. Τα καταστήματα που υπήρχαν είχαν σχεδιαστεί ήδη από την πρώτη οικοδομική φάση της αγοράς, ωστόσο κατασκευάστηκαν στη δεύτερη φάση της. Ο ελεύθερος χώρος της αγοράς ήταν επιστρωμένος με ορθογώνιες μαρμάρινες πλάκες και ήταν ανοιχτός μόνο από τη βόρεια πλευρά του, από όπου περνούσε ένας από τους βασικότερους δρόμους της πόλης, ”η μέση οδός”. Από τις στοές που πλαισίωναν το χώρο αυτό έχουν αποκαλυφθεί η νότια και η ανατολική στοά, σχεδόν στο σύνολό τους. Η ανατολική στοά που έχει διατηρηθεί καλύτερα διαθέτει ψηφιδωτό δάπεδο, διακοσμημένο με γεωμετρικά σχήματα. Ακόμη βρέθηκαν στη θέση τους βάσεις κιόνων, ένας κίονας και ένα κορινθιακό κιονόκρανο.
Πίσω από την ανατολική πτέρυγα διασώζεται το νομισματοκοπείο, το ωδείο και το αρχείο εγγράφων. Το νομισματοκοπείο της πόλης ταυτίστηκε από τις πήλινες μήτρες μια χρήσης που βρέθηκαν σε έναν κλίβανο, με τις οποίες κατασκεύαζαν πέταλα χάλκινων νομισμάτων με τη μέθοδο του ”χυμένου κεριού”. Η νοτιότερη αίθουσα της ανατολικής πλευράς ήταν το αρχείο εγγράφων, καθώς αποτυπώματα των ξύλινων ραφιών διαπιστώθηκαν στον ανατολικό τοίχο του χώρου αυτού. Στο κεντρικό τμήμα της πλευράς αυτής κατασκευάστηκε το ωδείο που σώζεται σήμερα. Η πρόσβαση γινόταν από πέντε μαρμάρινες θύρες, από τις οποίες οι δύο ακραίες προορίζονταν αποκλειστικά για τους καλλιτέχνες. Κλίμακες οδηγούσαν τους θεατές στο διάζωμα του ωδείου. Η ορχήστρα δεν ήταν ημικυκλική, αλλά τμήμα έλλειψης. Από το δάπεδό της έχουν διασωθεί μερικές μαρμάρινες λευκές πλάκες. Το κοίλο εδράζεται σε καμαροσκέπαστες στοές. Από τα εδώλια διατηρούνται σήμερα επτά σειρές.
Περίπου στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ. η αγορά της Θεσσαλονίκης αποκρυσταλλώθηκε, διαθέτοντας δημόσιους χώρους στις τρεις στεγασμένες πλευρές της. Τα δάπεδα των στοών ήταν τότε στρωμένα με ισχυρό κονίαμα. Έναν αιώνα αργότερα, στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ., στη δεύτερη οικοδομική φάση της, διακοσμούνται τα δάπεδα με ψηφιδωτά, ενώ παράλληλα επισκευάζονται και τμήματα των κιονοστοιχιών. Στα χρόνια του Ιουλιανού επεκτείνεται το ωδείο και μετατρέπεται σε θέατρο, με τη δημιουργία ενός δεύτερου κοίλου και την επέκταση της σκηνής. Το νέο θέατρο μπορούσε πλέον να δεχτεί 2000-2500 θεατές.
Το συγκρότημα της αγοράς δεν καταστράφηκε από το μεγάλο σεισμό του 7ου αι. μ.Χ., αλλά εγκαταλείφτηκε σταδιακά. Οι μεταγενέστερες προσθήκες στο χώρο της αγοράς είναι πολύ λίγες, συγκεκριμένα εργαστήρια κεραμικής που δημιουργήθηκαν στη βυζαντινή εποχή. Σιγά σιγά επήλθε η υποβάθμιση του χώρου, ενώ κατά την Τουρκοκρατία παραχωρήθηκε το ιστορικό κέντρο σε Εβραίους από την Ισπανία.
Ανάκτορο Γαλέριου
Το τελευταίο τέταρτο του 3ου αι. μ.Χ. και μετά από μια μεταβατική περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με τους στρατιώτες-αυτοκράτορες ξεκινά ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός διοικητικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αποσκοπούν στη σταθερότητα και διαιώνισή της. Μια από τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις που επέβαλε ήταν η διοίκηση της αυτοκρατορίας από δύο αυγούστους και δύο καίσαρες. Στο τέλος του 3ου αι. μ.Χ. αύγουστοι είναι ο Διοκλητιανός με τον Μαξιμιανό, έχοντας ως βοηθούς τους καίσαρες Γαλέριο και Κωνστάντιο Χλωρό. Ο Γαλέριος καταγόταν από τη Δακία (τη σημερινή Σερβία), κατάφερε να αναρριχηθεί σε υψηλά αξιώματα μέσω της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας και του γάμου του με την κόρη του Διοκλητιανού. Μετά την επιτυχή έκβαση της εκστρατείας εναντίον των Περσών επιλέγει το 299 μ.Χ. ως έδρα του τη Θεσσαλονίκη.
Ο Γαλέριος ξεκινάει, λοιπόν, ένα σημαντικό και, παράλληλα, μεγαλεπίβολο οικιστικό πρόγραμμα στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. Τα οικοδομήματα προορίζονταν, κυρίως, για προσωπική του χρήση. Το πρόγραμμα εντασσόταν σε μια προσπάθεια αναμόρφωσης της πόλης στα ανατολικά της όρια, που επέκτεινε για το σκοπό αυτό. Το συγκρότημα καταλάμβανε μια έκταση περίπου 150.000 τ.μ., τα κτήριά του ήταν διατεταγμένα σε ευθεία με άξονα από βορρά προς νότο, εκτεινόταν από τη Ροτόντα ως τη θάλασσα και από το ανατολικό τείχος της πόλης ως την περιοχή μεταξύ Πλατείας Ναυαρίνου – Αγίας Σοφίας και αποτελούσε το διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της πόλης. Το συγκρότημα περιελάμβανε τη Ροτόντα (ναός ή μαυσωλείο), τη θριαμβική αψίδα, το ανακτορικό σύνολο με προσαρτημένο σ’ αυτό το Οκτάγωνο, και τον Ιππόδρομο.
Το ανάκτορο του Γαλερίου βρίσκεται στην Πλατεία Ναυαρίνου της θεσσαλονίκης και περιλαμβάνει ένα κεντρικό περιστύλιο, αίθριο πλαισιωμένο από στοές με ψηφιδωτά, βασιλική, οκτάγωνο και Νυμφαίο. Πρόκειται για ένα από τα βασικά τετραρχικά συγκροτήματα, με συχνότατη μνεία στη βιβλιογραφία και το μοναδικό στην Ελλάδα. Η ανασκαφική έρευνα των δεκαετιών του 1950 και 1960 έφερε στο φως το νοτιοανατολικό τμήμα του ανακτόρου. Αποκαλύφθηκε ένα κεντρικό περίστυλο αίθριο, το οποίο πλαισιωνόταν στις τρεις πλευρές του από δωμάτια. Στοές με ψηφιδωτά δάπεδα απομόνωναν το αίθριο από τα υπόλοιπα κτίσματα. Μετά από σεισμό τον 5ο αι. μ.Χ. καταστρέφονται η νότια και δυτική στοά και ανακατασκευάζονται τα δάπεδα με μαρμάρινες πλάκες και χονδροψηφιδωτό.
Ανατολικότερα και πριν τον ιππόδρομο υπήρχε ένα καμαροσκεπές διώροφο κτίσμα και μια μνημειακή βασιλική, η οποία λειτουργούσε ως αίθουσα για επίσημες ακροάσεις. Στο νοτιοανατολικό τμήμα του συγκροτήματος αποκαλύφθηκε ο χώρος λατρείας του συγκροτήματος, ένα Νυμφαίο. Στο νότιο τμήμα του κεντρικού περιστιλίου ανακαλύφθηκε το 1950 από τον Χ. Μακαρόνα μια οκταγωνική αίθουσα με λαμπρή εσωτερική διακόσμηση, πιθανόν διοικητικής φύσης. Οι πρόσφατες έρευνες στο σημείο αυτό αποκάλυψαν ότι το οκτάγωνο με το δίκογχο προθάλαμό του επικοινωνούσαν μέσω ενός προπύλου και ενός δεύτερου μεγάλου περιστυλίου με τη θάλασσα. Από αυτό το νότιο περιστύλιο προέρχεται ένα αριστούργημα της υστερορωμαϊκής τέχνης, ένα μικρό μαρμάρινο τόξο, το οποίο διαθέτει και προτομή του Γαλέριου.
Στο βόρεια του ανακτόρου υπήρχε το θριαμβικό τόξο του Γαλερίου, το οποίο διέθετε πληθώρα παραστάσεων και εξυμνούσε τους Τετράρχες αλλά και τις στρατιωτικές επιτυχίες του Γαλέριου. Πιθανόν να αποτελούσε μια μνημειακή πύλη, τη βόρεια είσοδο του ανακτορικού συγκροτήματος. Στον ίδιο άξονα, λίγο πιο βόρεια, κατασκευάστηκε ένα κυκλικό κτήριο, η Ροτόντα, πιθανόν ένας ναός όπου λάμβαναν χώρα οι επίσημες τελετές λατρείας. Ίδιας μορφής και λειτουργίας είναι και το Πάνθεον στη Ρώμη. Το ανατολικότερο τμήμα του συγκροτήματος συμπληρώνεται με τον Ιππόδρομο, ο οποίος αποτελούσε πόλο έλξης των πολιτών ως κέντρο ψυχαγωγίας και κοινωνικής δραστηριότητας. Σώζεται εντελώς αποσπασματικά. Εκεί έγινε η σφαγή των θεσσαλονικέων το 390 μ.Χ. μετά από διαταγή του αυτοκράτορα θεοδοσίου, γεγονός που σήμανε και το τέλος της λειτουργία του.
Από το 2002 τμήμα του ανακτορικού συγκροτήματος είναι επισκέψιμο χωρίς εισιτήριο, με έκθεση εποπτικού υλικού στο αίθριο, που αφορά στις αρχαιολογικές και αναστηλωτικές εργασίες που λαμβάνουν χώρα από το 1993 και εξής. Έχουν αναστηλωθεί μεγάλα τμήματά του (αίθριο, στοές, βασιλική) και έχουν αποκατασταθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος τους τα ψηφιδωτά και μαρμαροθετημένα δάπεδα. Σε εξέλιξη βρίσκεται η αναστήλωση του Νυμφαίου και του Οκταγώνου.
Ροτόντα
Η Ροτόντα ανήκει στα περίκεντρα οικοδομήματα, στο κυκλικό της σχήμα άλλωστε οφείλει και την ονομασία της. Κτίστηκε στα χρόνια του καίσαρα Γαλερίου, γύρω στα 306 μ.Χ., ως ναός του Δία ή του Κάβειρου ή κατ΄ άλλους ως Μαυσωλείο του ιδίου. Στον άξονά της κατέληγε πομπική οδός που συνέδεε τη θριαμβική αψίδα του Γαλερίου με το ανακτορικό συγκρότημα, που έχει ανασκαφεί νοτίως της Εγνατίας οδού. Το κτήριο, διαμέτρου 24,50μ καλύπτει ισοδιάστατος θόλος από οπτόπλινθους, που φθάνει σε ύψος τα 29,80μ.. Ο κυλινδρικός τοίχος, πάχους 6,30μ., διασπάται εσωτερικά σε οκτώ ορθογώνιες κόγχες, από τις οποίες η νότια αποτελούσε την κύρια είσοδο.
Η μετατροπή του σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο πιθανότατα στους Ασωμάτους ή Αρχαγγέλους, συντελέστηκε στη διάρκεια των παλαιοχριστιανικών χρόνων, άγνωστο πότε ακριβώς. Την ίδια περίοδο διανοίχθηκε και διευρύνθηκε η ανατολική κόγχη και κατασκευάστηκε το ιερό βήμα, ένας ορθογώνιος χώρος με ημικυκλική αψίδα στα ανατολικά. Γύρω από το κτήριο προστέθηκε κλειστή στεγασμένη στοά (πλάτους 8μ.) που επικοινωνούσε με τον κεντρικό χώρο μέσω επτά κογχών που διανοίχθηκαν στον αρχικό πυρήνα. Στη δυτική κόγχη διαμορφώθηκε νέα είσοδος με νάρθηκα και προστέθηκε πρόπυλο με δύο παρεκκλήσια, ένα κυκλικό ανατολικά και ένα οκταγωνικό δυτικά. Καμία από τις παραπάνω προσθήκες, με εξαίρεση τη διαμόρφωση της ανατολικής κόγχης, δεν σώζεται σήμερα.
Τα λαμπρότερα όμως λείψανα από την παλαιοχριστιανική φάση του μνημείου είναι τα εξαίρετης ποιότητας ψηφιδωτά. Τις φωτιστικές θυρίδες και τα εσωρράχια των καμαρών στη βάση του θόλου κοσμούν ψηφιδωτά, των οποίων ο πλούτος των θεμάτων με φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα και η λαμπρότητα των χρωμάτων εντυπωσιάζει. Στο θόλο αναπτύσσονταν οι μεγάλες συνθέσεις σε τρεις επάλληλες ζώνες. Η χαμηλότερη, γνωστή στη βιβλιογραφία και ως ζώνη των μαρτύρων, διαιρείται σε οκτώ διάχωρα, στα οποία εικονίζονται δεόμενοι μάρτυρες μπροστά από μνημειακά αρχιτεκτονήματα. Στο ανατολικό διάχωρο που καταστράφηκε όταν κατέρρευσε το εκεί τμήμα του θόλου, τα κατεστραμμένα τμήματα του ψηφιδωτού συμπληρώθηκαν με τοιχογραφία από τον ιταλό ζωγράφο S. Rossi το 1889. Η μεσαία ζώνη των ψηφιδωτών του θόλου είναι σχεδόν κατεστραμμένη. Σώζεται μόνο το κατώτατο τμήμα, όπου διακρίνονται πάνω στο έδαφος πόδια ανδρικών μορφών σε έντονη κίνηση, πιθανότατα αγγέλων. Από την ψηφιδωτή παράσταση της τρίτης ζώνης σώζονται τα κεφάλια τριών εκ των τεσσάρων αγγέλων που ανακρατούν τριπλή ”δόξα” από πολυποίκιλτα στεφάνια με πολυάκτινα αστέρια, πλοχμό με καρπούς και κλαδιά και πολύχρωμη ίριδα. Μεταξύ των αγγέλων εικονίζεται το μυθικό πτηνό φοίνικας να προβάλλει πάνω σε ερυθρό ακτινοβόλο δίσκο. Στο κέντρο της ”δόξας” από την παράσταση του Χριστού σε χειρονομία θριάμβου διακρίνεται το προσχέδιο με κάρβουνο πάνω στις πλίνθους του θόλου.
Οι μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις που έγιναν στο μνημείο κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο επιβάρυναν τη στατική του επάρκεια. Οι σεισμοί των αρχών του 7ου αι. κατέστρεψαν την αψίδα του ιερού και το υπερκείμενο τμήμα του θόλου. Η αψίδα, μετά την αποκατάστασή της, ενισχύθηκε εξωτερικά με δύο αντηρίδες και διακοσμήθηκε τον 9ο αι. με την τοιχογραφία της Αναλήψεως. Το 1590/1 μετατράπηκε σε τζαμί από τον Σεΐχη Σουλεϊμάν Χορτατζή Εφέντη. Οι σεισμοί που έπληξαν την πόλη της Θεσσαλονίκης το 1978, προξένησαν σοβαρές βλάβες στο μνημείο. Οι αναστηλωτικές εργασίες απαίτησαν μεγάλες επεμβάσεις στο κτήριο και τον διάκοσμό του.
Κρύπτη Αγίου Δημητρίου
Η είσοδος της κρύπτης βρίσκεται δίπλα από τον δεξιό πεσσό του ιερού βήματος και οδηγεί στο χώρο εκείνο που σύμφωνα με την παράδοση φυλακίσθηκε, μαρτύρησε και τάφηκε ο Άγιος Δημήτριος. Πρόκειται για το ανατολικό τμήμα του μεγάλου ρωμαϊκού λουτρού που βρισκόταν κοντά στην αγορά και το στάδιο για την εξυπηρέτηση των αθλητών.
Σήμερα κάτω από το ιερό βήμα βρίσκεται ο κεντρικός χώρος της κρύπτης, η οποία κρύπτη ήταν και αποτελεί μέχρι σήμερα λατρευτικό χώρο, με κέντρο το Ναΐδριο* που υπάρχει αριστερά καθώς κατεβαίνουμε και που πιθανότατα είναι και ο τόπος όπου ακριβώς μαρτύρησε ο Άγιος.
Το μαρμάρινο Κιβώριο που βρίσκεται στο κέντρο της κρύπτης είναι το σημείο όπου έρρεε το αγίασμα και το μύρο, από αγωγούς που ξεκινούσαν από το φρέαρ και από το κιβώριο του Αγίου, καταλήγοντας στη μαρμάρινη φιάλη, η βάση της οποίας φαίνεται μπροστά από το Κιβώριο.
Στο χώρο εκτίθενται διάφορα αγγεία, πήλινα, γυάλινα ή μεταλλικά, όπου συνέλεγαν οι πιστοί το αγίασμα και το μύρο. Σε χαρακτηριστικά σημεία της κρύπτης υπάρχουν υπολείμματα τοιχογραφιών, επιγραφές και γλυπτά που προέρχονται κυρίως από το ναό του 5ου αιώνα και τα οποία μαρτυρούν την ιστορία του Ναού του Αγίου Δημητρίου και το μεγαλείο της τιμής του Μυροβλήτη και Προστάτη Αγίου της Θεσσαλονίκης και όλης της οικουμένης.
Άγιος Νικόλαος Ορφανός
Κοντά στα ανατολικά τείχη της Άνω Πόλης, ανάμεσα στις οδούς Ηροδότου και Αποστόλου Παύλου, περικλείεται από περίβολο ο Άγιος Νικόλαος Ορφανός, μετόχι της Μονής Βλατάδων, υπαγόμενο στο Πατριαρχείο, και άλλοτε καθολικό μονής. Από το μοναστηριακό συγκρότημα σώζονται λείψανα του προπύλου προς την οδό Ηροδότου.
Η προσωνυμία “Άγιος Νικόλαος Ορφανός” και “Άγιος Νικόλαος των Ορφανών” απαντά σε πηγές του 17ου και 18ου αιώνα και συσχετίστηκε είτε με τον άγνωστο ιδρυτή του ναού και την οικογένειά του είτε με την ιδιότητα του Αγίου Νικολάου ως προστάτη των χηρών και των ορφανών. Η ανέγερση του μνημείου πιθανώς προσδιορίζεται χρονικά από την τοιχογράφηση του που εντάσσεται ανάμεσα στα 1310-1320.
Σήμερα ο ναός είναι ένα μονόχωρο ξυλόστεγο κτίσμα με περίστωο που απολήγει σε δύο παρεκκλήσια στα ανατολικά. Η τοιχοδομία είναι ακανόνιστη από σειρές πλίνθων και λίθων και λίγα κεραμοπλαστικά στα ανατολικά. Εσωτερικά ο κεντρικός χώρος επικοινωνεί με τις πλάγιες στοές μέσω δίλοβων ανοιγμάτων που κοσμούνται από θεοδοσιανά κιονόκρανα με ζωγραφικό διάκοσμο. Το μαρμάρινο τέμπλο που φέρει γραπτό διάκοσμο συνδέεται με τη φάση κατασκευής του ναού. Κάτω από το δάπεδο του περιστώου βρίσκονται πολλοί τάφοι.
Ο αριστουργηματικός τοιχογραφικός διάκοσμός του είναι ένα από τα πληρέστερα διατηρούμενα σύνολα στη Θεσσαλονίκη. Στον κυρίως ναό απεικονίζονται σκηνές του Δωδεκαόρτου, των Παθών, του Αναστάσιμου και του λειτουργικού κύκλου και μορφές αγίων. Σκηνές του Ακαθίστου Ύμνου κοσμούν τη βόρεια στοά, ο Βίος του αγίου Νικολάου και Μηνολόγια τη δυτική, ενώ ορισμένα θαύματα του Χριστού, οι προεικονίσεις της Θεοτόκου και ο βίος του Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτη τη νότια. Οι αφηγηματικές σκηνές χαρακτηρίζονται από γραφικότητα και ζωηρότητα, ενώ οι σκηνές του Πάθους από δραματική ένταση. Στις μεμονωμένες μορφές αναδεικνύεται ο όγκος, η λεπτότητα των χαρακτηριστικών και ο χρωματικός πλούτος. Οι τοιχογραφίες του ναού αποτελούν έργο της ώριμης παλαιολόγειας Αναγέννησης που συνδέεται με τον καλλιτεχνικό κύκλο των Θεσσαλονικέων ζωγράφων Γεωργίου Καλλιέργη, Μιχαήλ Αστραπά και Ευτύχιου. Ο δημιουργός τους πιθανώς ταυτίζεται με εκείνον που φιλοτέχνησε το καθολικό της σερβικής μονής Χελανδαρίου την εποχή του Μιλιούτιν (1314).
Η απεικόνιση στον κυρίως ναό του αγίου Γεωργίου του Γοργού, προστάτη της οικογένειας του Μιλιούτιν, και του αγίου Κλήμη Αχρίδας -θέματα αγαπητά στη σερβική εικονογραφία- και οι σχέσεις του Σέρβου κράλη με τη Θεσσαλονίκη και την αυτοκρατορική οικογένεια του Ανδρόνικου Β΄ οδήγησαν στo συσχετισμό της τοιχογράφησης του ναού με το Σέρβο ηγεμόνα αποδεικνύοντας τον κεντρικό ρόλο της Θεσσαλονίκης στην τέχνη των Βαλκανίων.
Η λειτουργία της μονής συνεχίστηκε και επί Τουρκοκρατίας. Οι τοιχογραφίες της αποκαλύφθηκαν το 1957-1960 κατά τις εργασίες αποκατάστασης του μνημείου.
Όσιος Δαυίδ
Στην Άνω πόλη στο αδιέξοδο της οδού Αγίας Σοφίας βρίσκεται ο μικρός ναός, άλλοτε καθολικό της μονής του Χριστού Σωτήρα του Λατόμου ή των Λατόμων, προσωνυμία που οφείλεται στην ύπαρξη λατομείων πέτρας στην περιοχή. Ο ναός κτίστηκε στα τέλη του 5ο αι. στον τύπο του εγγεγραμμένου σε τετράγωνο σταυρού με κόγχη στα ανατολικά.
Δυο παράδοξα κρύβει αυτός ο ναός, ανακηρυγμένο μνημείο της UNESCO: α. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για την ψηφιδωτή παράσταση με το όραμα του Προφήτη Ιεζεκιήλ στην κόγχη, ένα από τα σημαντικότερα ψηφιδωτά έργα της παλαιοχριστιανικής περιόδου.Το ψηφιδωτό που είναι τοποθετημένο στο θόλο του ιερού, παριστάνει το “όραμα” του προφήτη Ιεζεκιήλ με το Χριστό “αγένειο” να κάθεται πάνω σε ένα πολύχρωμο φωτεινό τόξο. Το έργο σκεπάστηκε με “βόειον” δέρμα, για να σωθεί κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας και ανακαλύφθηκε τυχαία στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα του Αρμένιου (813-820). Από τότε και ως την τουρκοκρατία το μοναστήρι πήρε το όνομα “Χριστού Σωτήρος”, ίσως από την παράσταση του περίφημου ψηφιδωτού του καθολικού του. Κατά την τουρκοκρατία και πάλι σκεπάστηκε με κονίαμα το ψηφιδωτό από τους Τούρκους, για να αποκαλυφθεί μόλις το 1921. Τότε δόθηκε στο ναό το όνομα του Οσίου Δαβίδ περισσότερο από ανάγκη να τιμηθεί ο “εν Θεσσαλονίκη ασκήσας ούτος Άγιος”.
β. Στο δάπεδο του Όσιου Δαβίδ υπάρχουν 3 καταπακτές που οδηγούσαν σ’ αυτό το υπόγειο περίπλοκο δίκτυο. Εικάζεται λοιπόν ότι κάτω απ΄την πόλη υπήρχε ένα καλά οργανωμένο δίκτυο στοών, που ανάγεται στην ελληνιστική εποχή. Υπόγειες διαβάσεις που κατασκευάστηκαν από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, ως δευτερεύον οχυρωματικό έργο. Οι υπόγειες αυτές διαβάσεις χρησίμευαν κυρίως για την διέλευση επιφανών προσώπων, αυλικών, αγγελιοφόρων, στρατιωτών και κατασκόπων, που διέσχιζαν έτσι αθέατοι την πόλη και έβγαιναν στην επιφάνεια από πολλαπλές καλά κρυμμένες εισόδους. Την περίοδο της Pax Romana οι στρατιωτικές σήραγγες έπεσαν σε αχρηστία. Η ύπαρξη τους όμως χρησίμευσε πολύ στους τους πρώτους Χριστιανούς ώστε να δημιουργήσουν ένα παράλληλο δίκτυο κατακομβών την εποχή των διωγμών, που χρησιμοποιούνταν ως τόποι θρησκευτικής λατρείας και μυστικής συνάθροισης. Οι κατακόμβες αυτές συνέδεαν τους πρωτοχριστιανικούς ναούς. Οι καταπακτές αυτές οδηγούν στις υπόγειες αυτές στοές που σήμερα δεν υπάρχουν πια.
Επταπύργιο
Χτίστηκε το 1300 μ.Χ κατά την περίοδο διακυβέρνησης των Παλαιολόγων και αποτελούσε την ακρόπολη της Θεσσαλονίκης με σκοπό την στρατοπέδευση των στρατευμάτων αλλά και την ασφαλή προσφυγή των κατοίκων σε περίπτωση επίθεσης. Πήρε την ονομασία του πιθανώς από το Γεντί Κουλέ της Κων/πολης (Επτά Πύργοι) παρόλο που το φρούριο έχει δέκα (μαζί με τα μεσοπύργια). Κατά τη οθωμανική περίοδο προστίθεται η μεγάλη κεντρική πύλη στο εσωτερικό του φρουρίου. Το 1890, οι Τούρκοι μετέτρεψαν το φρούριο σε φυλακή, γκρεμίζοντας τα εσωτερικά κτίσματα της ακρόπολης και χτίζοντας νέες κατασκευές για να στεγάσουν τους κοιτώνες. Γεμίζουν τον χώρο με νέα κτίρια, τόσο στον πυρήνα όσο και περιμετρικά των τειχών και δημιουργούνε μια από τις χειρότερες φυλακές της χώρας. Περιελάμβανε ανδρική, γυναικεία και στρατιωτική πτέρυγα καθώς επίσης και κελιά απομόνωσης. Η χρήση τους ως φυλακές συνεχίζεται και από το ελληνικό κράτος μέχρι και το 1989. Οι περίοδοι της Κατοχής,του Εμφυλίου και της Χούντας υπήρξαν οι χειρότερες της ιστορίας του καθώς πάρα πολλοί άνθρωποι φυλακίστηκαν για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και πολλοί εκτελέστηκαν έξω από το φρούριο. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν απάνθρωπες, οι κρατούμενοι συνωστίζονταν στους ενιαίους θαλάμους και τις τριπλές κουκέτες, στις οποίες ο επάνω κρατούμενος δεν μπορούσε καν να αλλάξει πλευρό, αφού ο ώμος του ακουμπούσε στο ταβάνι! Οι συνθήκες υγιεινής ήταν επίσης τραγικές και οι κρατούμενοι δεν μπορούσαν ούτε να κάνουν μπάνιο, αφού δεν υπήρχε ζεστό νερό. Η υγρασία ήταν έντονη και οι θάλαμοι ζεσταίνονταν μόνο με μια ξυλόσομπα. Το 1989, η εισαγγελέας Χρυσούλα Γιαταγάνα κίνησε τις διαδικασίες για το σφράγισμα της απαράδεκτης αυτής φυλακής και της μεταφοράς των κρατουμένων αλλού. Έκτοτε ο χώρος λειτουργεί ως μουσείο και είναι επισκέψιμος και σε διαρκή αναστύλωση.
Πύργος του Τριγωνίου
Εντυπωσιακό σημείο των τειχών της Θεσσαλονίκης από τα πλέον πολυσύχναστα και δημοφιλή στην πόλη είναι ο Πύργος του Τριγωνίου. Κτίστηκε πιθανότατα το δεύτερο μισό του 15 αιώνα, μετά την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους, μαζί με τον Λευκό Πύργο, τον Πύργο του Βαρδαρίου, και τον κεντρικό πύργο στο Επταπύργιο, κρίσιμα σημεία για την ενίσχυση της αμυντικής θωράκισης της πόλης. Κατά την οθωμανική περίοδο ήταν γνωστός ως πύργος της Αλύσεως (zincirlikule) και Ζωσμένος πύργος (Κουλέ) πιθανότατα λόγω της διακοσμητικής ταινίας που έφερε στην περιφέρειά του. Το εσωτερικό του έχει τρία πολυβολεία που ήλεγχαν ανατολικά και βόρεια την πόλη . Τα κανόνια μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον εχθρό ως την θάλασσα. Σήμερα επιστήμονες θεωρούν ότι ο πραγματικός πύργος του Τριγωνίου ήταν παραπλεύρως του υπάρχοντος Πύργου, και δε σώζεται, εκτός από τις περιμετρικές του τοιχοποιίες οι οποίες φέρουν μεγάλες θύρες που συνδέουν την Άνω Πόλη με την Ακρόπολη.Το κτίσμα αυτό είχε τριγωνική κάτοψη, και γιαυτό αποκαλούνταν Πύργος του Τριγωνίου. Από ένα βιβλιογραφικό λάθος, το οποίο συνεχίζεται να αναπαράγεται μέχρι και σήμερα στους κύκλους αρχαιολόγων, ιστορικών, αρχιτεκτόνων, ο σωζόμενος έως σήμερα πύργος της Αλύσεως απεκλήθη πύργος του Τριγωνίου και η ονομασία αυτή επικράτησε. Από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο που χρησιμοποιήθηκε ως ασφαλής χώρος στους βομβαρδισμούς, δεκαετίες ολόκληρες παρέμεινε κλειστός, κρατώντας επτασφράγιστα τα μυστικά του. Η μόνη εξαίρεση ήταν στις εθνικές επετείους όπου από εκεί ρίπτονταν κανονιοβολισμοί. Ο ι σεισμοί επιβάρυναν περισσότερο την κατάστασή του, βεβαρημένη ήδη από το πέρασμα του χρόνου.
Πηγές: Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, thessarchitecture.wordpress.com, Wikipedia