Η ημέρα που ο Μιχάλης, ένας μπάρμαν, τα έβαλε με το σύστημα και έχασε
Δύο (ακόμα) λόγια για το νέο εργασιακό που αποφασίστηκε αυτές τις ημέρες και για τις δυνάμεις που μπορούν να το επιβάλλουν ή να το άρουν…
Ο Μιχάλης είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο. Άλλαξα μόνο το όνομα του. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι είναι και άλλοι άνθρωποι σαν το Μιχάλη που τα βάζουν καθημερινά με το Σύστημα και χάνουν. Δύο (ακόμα) λόγια για το νέο εργασιακό που αποφασίστηκε αυτές τις ημέρες και για τις δυνάμεις που μπορούν να το επιβάλλουν ή να το άρουν…
Με το Μιχάλη γνωριζόμασταν από το Πανεπιστήμιο. Αν και οι δρόμοι μας χώρισαν μετά τις σπουδές, συναντηθήκαμε πριν την πανδημία στο δρόμο και πήραμε γρήγορα ένα καφέ. Μου είπε ότι δούλευε ως μπάρμαν σε ένα καφέ/μπαρ στο κέντρο. Και αφού αναπολήσαμε τα παλιά, πρόσεξα εκείνη τη γρατζουνιά στο πρόσωπο του.
«Κόντεψα πρόσφατα να σκοτωθώ» μου είπε ο Μιχάλης. «Κάθε μέρα πήγαινα στο μαγαζί. Μόνο την Κυριακή άφηνα για ξεκούραση».
Στην πραγματικότητα, και την Κυριακή, αλλά και τις υπόλοιπες μέρες, ο Μιχάλης πήγαινε είτε πριν είτε μετά τη δουλειά στη μάνα του, για να της κάνει παρέα. Η δουλειά στο κέντρο, αυτός στα δυτικά, η μάνα του έξω από την πόλη. Αν ήταν να μένει πιο κοντά στο μαγαζί έπρεπε να νοικιάσει μόνος. Θα έφερνε και καμία κοπέλα. Αλλά τον χρειάζονταν και η μητέρα του. «Όλη μέρα στο δρόμο».
Μία μέρα ο Μιχάλης είχε πάει από το πρωί στη μάνα του. Της έκανε τα ψώνια, φάγανε μαζί και στη συνέχεια πήγε από τη δουλειά. Σχολούσε στη μία. Σπάνια όμως τελείωνε τότε. Για πολύ καιρό ο Μιχάλης στη βραδινή βάρδια σχολούσε αργότερα. «Με βόλευε. Τα πρωινά είχε λίγο μικρότερη κίνηση. Τα βράδια παίρναμε και κάτι έξτρα, ανάλογα πάντα και με το τζίρο. Δεν χρειαζόταν δηλαδή να κάνω και δεύτερη δουλειά».
Και ο Μιχάλης ένα βράδυ είχε ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο. Επέστρεφε κουρασμένος στο σπίτι μετά από μία δύσκολη μέρα. Δεν ήταν όμως η μέρα μόνο. Ήταν γενικά ένας δύσκολος μήνας και ο Μιχάλης αποκοιμήθηκε στο τιμόνι.
«Ήμουν στο φανάρι. Άκουγα ένα απαλό τραγούδι. Ξεκίνησα και βγήκα στην περιφερειακή. Δεν κατάλαβα τίποτα. Την επόμενη στιγμή χτύπησα στο προστατευτικό. Το κεφάλι το χτύπησα στο τζάμι. Ευτυχώς δεν ερχόταν κανείς».
Την επόμενη ημέρα ο Μιχάλης πήγε και πάλι κανονικά στη δουλειά. Ήθελε να μαζέψει ένα ποσό για τις διακοπές του, έβαζε και λίγα στην άκρη για μία σχολή μαγειρικής. Δεν είχε νόημα να δαπανήσει χρόνο ή χρήματα για μεταπτυχιακά. Προκύπταν άλλωστε συνέχεια και καινούργια έξοδα – τώρα το αυτοκίνητο. Η δουλειά του του φαινόταν καλή με όλα όσα άκουγε («έβγαζα περισσότερα από έναν σε ένα γραφείο») και οι σχέσεις του άριστες με το αφεντικό και τα παιδιά. Το όνειρο του ήταν να ανοίξει ένα δικό του. Και είχε μελετήσει σχεδόν τα πάντα.
Την τελευταία φορά που μίλησα με το Μιχάλη ήταν έτοιμος. Του έλειπαν λίγα χρήματα, τα σχέδια του είχε κόψει μόνο ο ιός, αλλά το πλάνο ήταν έτοιμο. Δεν είχε άλλο ατύχημα πάνω στο τιμόνι, και με τη μάνα όλα σταθερά.
Με αφορμή την ιστορία του Μιχάλη, είχα κάνει δυο σκέψεις τότε, που μου ξανά ήρθαν με το νέο νομοσχέδιο.
Η πρώτη σκέψη ήταν ότι τη ζωή, την όποια ζωή, τη συντηρεί τελικά αυτό το όνειρο για κάτι άλλο και καλύτερο. Ο Μιχάλης έκανε αυτό που ο Ζακ Ρανσιερ ονομάζει «εργατικά όνειρα». Μικρές αντιστάσεις στην καθημερινή ζωή, όπως όταν εργάτες αξιοποιούσαν τις μηχανές του εργοστασίου που παρήγαγαν ένα ακόμα εμπορεύσιμο προϊόν σε εκατομμυριοστή ποσότητα για να παράγουν κρυφά κουτάλια και κατσαρόλες για ολόκληρες οικογένειες ώστε να καλύψουν τις μικρές τους ανάγκες. Και παράλληλα και μεγάλα όνειρα για μία άλλη ελευθερία, έστω και αδύνατη, για κάτι διαφορετικό. Τροφοδοτώντας γενιές και γενιές εργατών με προσωπικά και συλλογικά προγράμματα για μεγαλύτερη αυτοδιάθεση και δημοκρατία στην παραγωγή και στη ζωή.
Τα όνειρα αυτά, σκέφτηκα, ξεπερνούν κατά πολύ τα εργαλεία που συνήθως χρησιμοποιούν όσοι ισχυρίζονται ότι κατέχουν την τέχνη της διοίκησης. Θα τους ακούσεις να υπολογίζουν νούμερα. Να φτιάχνουν τυπολογίες. Να αποδίδουν ιδιότητες και προτιμήσεις σε εκείνες τις κατηγορίες που μελετούν, είτε αυτές καταγράφονται ως «πολίτες», «φορολογούμενοι», «εργαζόμενοι», «ψηφοφόροι» είτε ως κάτι άλλο και να τρέχουν δημοσκοπήσεις για να καταλάβουν.
Κι όμως υπάρχει και αυτό που ξεπερνά τις «επιστήμες». Που ξεπερνάει το νόμο των νομομαθών και τον αριθμό των οικονομολόγων. Ένα βίωμα στο οποίο έχει επενδυθεί ένα τόσο έντονο συναίσθημα – το όνειρο – που κάνει τελικά τον άνθρωπο να συνεχίζει (το «δικό μου» μαγαζί, λίγο πιο ήπια ωράρια και ένας καλύτερος μισθός μόλις «παλιώσω», μία «αναγνώριση της προσπάθειας μου»). Άλλωστε, δεν είναι η διαχρονική του ματαίωση που πολλές φορές μας δίνει μία μεγάλη εξέγερση, μία μαζική διαμαρτυρία κτλ.; Στη Γαλλία ακόμα ψάχνουν να βρουν πως και εξεγέρθηκαν άνθρωποι που κατά τα άλλα είχαν δουλειές. Συνέβη αυθόρμητα από το πουθενά χωρίς να μπορούν να το προβλέψουν τα ρολόγια και οι στατιστικές ένας φόρος να υπενθυμίσει στους πολλούς ότι η ζωή τους είναι στάσιμη εδώ και 20 χρόνια.
Ο Μιχάλης, από τη δική του προσωπική μεριά, τα έβαλε με το Σύστημα και είχε και ένα Όνειρο που (το)τον συντηρούσε. Ένας άνθρωπος ήπιων τόνων χωρίς μεγάλες πολιτικές ανησυχίες κάθε μέρα έπρεπε να βιώνει την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Το ίδιο να μην ένιωθε άλλωστε και ο εργοδότης του; Δέκα άτομα προσωπικό, μαγαζί στην εστίαση, ξεκίνησε από χαμηλά, ούτε αλαζόνας, ούτε τίποτα, τα φρόντιζε τα παιδιά και ήξερε ότι η επιχείρηση προκόβει όταν όλοι είναι ικανοποιημένοι. Όμως όσο ηθικός άνθρωπος και αν ήταν, μπροστά στον έκρυθμο ανταγωνισμό, μέσα στη ζούγκλα, ο εργοδότης καταντάει όλο και περισσότερο «το Αφεντικό».
Αν, για παράδειγμα, ο Μιχάλης, που έχει στη δουλειά του μόνο το σώμα του και την ποιότητα του ως ανθρώπου, αναλώσιμος, είχε χτυπήσει άσχημα εκείνη τη μέρα θα το χαρακτηρίζαμε ως εργατικό ατύχημα; Δεν πληρωνόταν υπερωρίες, αλλά είχε κάτι έξτρα, και ο εργοδότης του ήταν σίγουρα αναστατωμένος με όσα είχαν συμβεί. Δεν ήταν τέρας. Άλλα από πότε και μετά για την κατάσταση του Μιχάλη ευθύνεται όχι μόνο ο εργοδότης, που πάντα στο τέλος θέλει να γίνεται η δουλειά του, αλλά το Κράτος που ρυθμίζει τη σχέση μεταξύ αυτών των δύο; Πότε παύει να είναι ο κουρασμένος οδηγός που τράκαρε και γίνεται το παιδί που είναι και ζει στην κοινωνία με αυτά τα χαρακτηριστικά; Πότε είναι πλέον πολιτικό το πρόβλημα του και το όνειρο του;
Ο Μιχάλης είχε συνηθίσει τόσο πολύ να βλέπει το πολύ πολιτικό πρόβλημα ως καθαρά προσωπικό. Ότι η κούραση του ήταν αποτέλεσμα του κακού στρώματος ή των «επιλογών» του. Όμως δεν ήταν ακριβώς αυτό. Ήταν προϊόν δυνάμεων που δεν μπορούσε να ελέγξει μόνος του, και επειδή ακριβώς τις έζησε μόνος νόμιζε ότι ευθύνεται για αυτές. Διάσπαρτα άτομα, μικρά συστήματα και απρόσωπες δυνάμεις τον έκαναν να κοιμηθεί εκείνη τη μέρα στο τιμόνι ή να χάσει τον ύπνο του άλλες μέρες και εξηγούν μία σχέση με τον κόσμο και τη ζωή.
Αυτή ήταν η δεύτερη σκέψη που έκανα. Άξιζαν όλα αυτά ρε Μιχάλη;
Του είχα πει για παράδειγμα για την παρατήρηση, ήδη το 1980, ενός ακόμα πολύ σημαντικού για εμένα Γάλλου δημοσιολογούντα, του Αντρέ Γκόρζ, που ταίριαζε με την κατάσταση της χώρας μας – όλο και περισσότερο οι μηχανές και οι υπολογιστές θα αυξάνουν την παραγωγικότητα και θα μειώνουν τις θέσεις εργασίας. Αυτό θα έχει ως συνέπεια τη δημιουργία ενός κόσμου όπου οι μεν πρώτοι που θα φτιάχνουν και θα συντηρούν τις μηχανές και τα λογισμικά θα έχουν όλο και πιο πολύ ελεύθερο χρόνο, και οι δε δεύτεροι, θα βρίσκουν φριχτές χωρίς ωράρια δουλειές για να τους σερβίρουν στον ελεύθερο τους χρόνο παρέχοντας τους «υπηρεσίες». Ότι γίναμε ένα απέραντο ρεστοράν για τους τουρίστες και τους Σκανδιναβούς συνταξιούχους. Καμία δουλειά δεν είναι ντροπή, αλλά υπάρχουν κακές – στάσιμες, κακοπληρωμένες, μονότονες – δουλειές.
Και για να του δώσω μία ελπίδα, ότι δεν χρειάζεται να είναι πάντα έτσι, ότι δεν είναι έτσι επειδή έτσι μάθαμε τα τελευταία χρόνια να κάνουμε τα όνειρα μας, του ανέφερα ότι αυτό που λέμε καμία φορά, «γαμώ το Σύστημα», δεν είναι κάτι γενικό, αμετάβλητο, μεταφυσικό.
Το Σύστημα δίνει πρόσβαση στον κόσμο και κρατιέται ενωμένο από κανόνες που αποφασίζονται λίγο λίγο. Το Σύστημα είναι μία τεχνική. Νόμοι και αποφάσεις που στηρίζονται σε ιδέες που τις μαθαίνει κανείς χωρίς να σημαίνει ότι είναι σωστές επειδή τις κάνουν όλοι και τις λένε στα βιβλία. Τις παίρνουν συνειδητά; Ποιος γράφει τελικά τα βιβλία;
Όσο έχεις αποφασίσει εσύ να λειτουργεί από μόνο του, χωρίς νομικά και ηθικά αναχώματα στο νόμο και στην κοινωνία, απλά θα σε πολτοποιήσει. Όσο αυτό συντηρείται, αρρύθμιστο, με το κέντρο βάρος του στην αυθαιρεσία, με τις απλήρωτες υπερωρίες, με την πίεση και το άγχος που βιώνουν οι αναλώσιμοι, ο Μιχάλης και πολλοί σαν το Μιχάλη, αναγνωρίζοντας μόνο «άτομα», σαν τους ήρωες του Κάφκα που δεν ξέρουν τι τους καταδιώκει και κυρίως γιατί, άλλο τόσο πρέπει να ξανά σκεφτούμε τελικά τι ανθρώπινες σχέσεις θέλουμε να το ελέγχουν.
Στις μέρες μας, που τις συγκρίνουμε με το παρελθόν, την αμέσως προηγούμενη γενιά, ο ρυθμός της ζωής είναι ιλιγγιώδης, ανεξέλεγκτος, ανερμάτιστος. Παράγει διαρκώς όλο και μεγαλύτερες μισθολογικές ανισότητες, ανέργους, στρες, άγχος, θλίψη. Στη βάση του σημερινού Συστήματος βρίσκεις τελικά, μία σειρά ανθρώπων με πολλά ματαιωμένα ή παγωμένα όνειρα, σε όλους τους μικρόκοσμους της μεγάλης κοινωνίας μας. Με τη σημερινή νομοθεσία απλώς να προστίθεται σε παλαιότερες παρόμοιας φιλοσοφίας που όλες ήλπιζαν ότι θα αυξήσουν την απασχόληση χωρίς να θέτουν τους μεγάλους προβληματισμούς, όπως θα έπρεπε.
Γιατί, όπως δείχνουν οι σύγχρονες προκλήσεις, από την επάνοδο του ρατσισμού και της ξενοφοβίας και τις ριζικές ανισότητες, μέχρι την ρομποτοποίηση/αποβιομηχάνιση της Δύσης και την κατάσταση των εργαζομένων σε χώρες έξω από αυτήν, το Σύστημα μονίμως αποτυγχάνει κατά τόπους συντηρώντας παράλληλα μία υπόσχεση στον πυρήνα του ότι τα πράγματα θα στρώσουν, χωρίς αυτό να συμβαίνει… Δεν συμβαίνει για παράδειγμα πουθενά ότι τα μικρότερα κόστη για τον εργοδότη θα βελτιώσουν την ανεργία και θα αυξήσουν την παραγωγή. Γιατί, από την αρχή, αλλού ήταν το θέμα!
Και τι να κάνω εγώ για το σύστημα, μου είπε ο Μιχάλης; Γιατί καλές οι θεωρίες αλλά στην τελική η πράξη τα κρίνει όλα και δεν θέλω να σκέφτομαι όλη μέρα για αυτό. Έχω και άλλες δουλειές.
Ο Μιχάλης πρέπει να γνωρίζει ότι δεν χρειάζεται να χάνει, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Μπορεί τελικά να μην μπορέσουμε να ελέγξουμε τα πάντα επειδή «αφυπνιστήκαμε» και διαμαρτυρηθήκαμε, και ευτυχώς, αλλά μπορούμε να ανακτήσουμε πολύτιμες ανάσες. Να μπει ένα έδαφος σταθερότητας στο κενό της επισφάλειας, των κακών δουλειών, του τυφλού ανταγωνισμού. Να επαναπροσδιοριστούν τα καινούργια όρια εκεί που έχει χαθεί το μέτρο. Να αναλάβουν επιτέλους αυτοί που πρέπει τις ευθύνες τους και να μην κρύβονται πίσω από αόρατες δυνάμεις, από απρόσωπες τεχνικές «καλής διακυβέρνησης», από τα τάχα «προηγμένα έθνη», πίσω από ευχολόγια και ανέλεγκτες υποσχέσεις.
Μιχάλη μόνος σου δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, ακόμα και αν γίνεις ένα μικρό αφεντικό. Μαζί με άλλους που είναι κάτι παραπάνω από απλοί συνάδελφοι, σε μία κοινωνία με πυκνή συνοχή, σχεδόν τα πάντα. Απλώς χρειάζεται χρόνο, ενδιαφέρον, τύχη. Να θυμάσαι. Γύρω σου άνθρωποι σίγουρα θα προσπαθούν με θυσίες, ειλικρίνεια, και σεβασμό στις παραδόσεις των ανθρώπων των οποίων οι αγώνες κληρονόμησαν κάτι με αξία. Και κάποια στιγμή, όπως συνέβαινε πάντα – σχεδόν «αυθόρμητα» – θα πρέπει να διαλέξεις και μία πλευρά… Βρες εκείνη που επιθυμεί να αλλάξει το Σύστημα σήμερα, που ξανά γράφει τα βιβλία, που πειραματίζεται με νέα σχήματα, και μέχρι τότε μόνο υπομονή.