Αντίο κυρ Γιάννη μας. Ευλογημένοι που σε γνωρίσαμε.
Την πιο ωραία ατάκα την είπε η μητέρα του στο ντοκιμαντέρ του Δημήτρη του Αθυρίδη. ''Δεν χωράς παντού Γιάννη'' του είπε on camera. Παντού είναι για κείνον το σύμπαν...
Γνωριζόμασταν αλλά ποτέ δεν είχαμε έρθει κοντά. Μέχρι το χειμώνα του 2002. Ανεβήκαμε στο Νυμφαίο να κάνω ένα κομμάτι για το Λα Μοάρα. Φθάσαμε σούρουπο. Μέσα στην κουζίνα, η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, έτρωγε αργά μια σούπα. Μου έγνεψε να πάω κοντά. Σ΄ακούω τα πρωϊνά στο ράδιο, κάτσε να τα πούμε.
Για τα επόμενα 22 χρόνια έζησα μια αγνή φιλία που πέρασε και από διάφορα κύματα. Τα πιο ζόρικα από αυτά ήταν τη δεύτερη τετραετία της δημαρχίας του, που δεν τον άφησα σε χλωρό κλαρί. Με κείμενα και εκπομπές. Μια φορά σε ένα γάμο μου είπε είσαι σκατόπαιδο, δεν με αφήνεις μια μέρα ήσυχο. Ήταν η κορύφωση. Όταν τέλειωσε ο καιρός της δημαρχίας του ήρθαμε πάλι κοντά.
Τα τηλεφωνήματα του ήταν σαν ένα ανθισμένο περιβόλι σε μια πόλη που δεν ανθίζει τίποτε.
Ένα μήνα πριν του τηλεφώνησα για τελευταία φορά, είχαμε συνεννοηθεί να γράψει ένα κείμενο για το επετειακό τεύχος των 35 χρόνων μας. Παρακολουθούσα ένα χρόνο τώρα την πτωτική πορεία της υγείας του, όμως μου έκανε τη χάρη να έρθει στο Ολύμπιον σε μια δημόσια κουβέντα που κάναμε για την πόλη. Όμως στο τελευταίο τηλεφώνημα άκουσα έναν άνθρωπο που αναχωρούσε. Εκείνη τη μέρα κατάλαβα πως μάλλον δεν θα ξαναμιλούσαμε. Ο Κυρ-Γιάννης μας έφυγε χθες βράδυ.
Τι ήταν για μένα αυτός ο άνθρωπος; Ο τελευταίος κοσμοπολίτης μιας πόλης που έχασε τον κοσμοπολιτισμό της. Ένας ατρόμητος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που δεν ήξερε μόνο να ονειρεύεται αλλά να μοιράζεται και να εμπνέει στους άλλους τα όνειρα του, αλλά και να μοιράζεται τα όνειρα των άλλων. Ένας άνθρωπος που δεν φοβήθηκε ποτέ, που δεν δίστασε να συγκρουστεί. Που ενέπνεε μέχρι τέλους. Που ξανάκανε την πόλη να έχει ορίζοντα. Να αναπνέει. Ο άνθρωπος που έβαλε τη Θεσσαλονίκη στο χάρτη και το κρασί στην τροχιά της απογείωσης.
Μια φορά, όταν κάναμε το Λιμάνι Αλλιώς, τον Ιούνιο του 2011, ήρθε να μας τιμήσει. Μου λέει φεύγοντας έχεις μηχανάκι, με πετάς στο δημαρχείο. Καθώς διασχίζαμε τη Νίκης και ο κόσμος τον χαιρετούσε εγκάρδια από τα πεζοδρόμια, γυρίζει και μου λέει: Δεν θα την άλλαζα ποτέ αυτή την πόλη με καμιά στον κόσμο.
Το Δεκέμβρη του 21 πήγα στο γραφείο του και κάναμε μια ακόμα συνέντευξη. ”Τη διασκέδασα τη ζωή μου. Δεν είμαι δογματικός. Θα πάω και σε χαμαιτυπεία θα πάω και σε φράκα. Και το διασκεδάζω παντού. Είχα την ατυχία να χάσω τη γυναίκα μου, ο δεύτερος γάμος δεν κάθισε καλά. Σε αυτή την ηλικία η θηλυκή παρουσία, πέρα από το σεξ, που κλείνει ο κύκλος, όταν μένεις μόνος δεν είναι ωραία. Είμαι μοναχικός τύπος. Πολλούς φίλους δεν έχω. Γνωστούς πολλούς. Έχω μια αγωνία για το υπόλοιπο της ζωής μου πως θα είναι. Ευχαριστιέμαι με την πορεία των παιδιών μου, με τα εγγόνια μου. Μιλάω μαζί τους, προσπαθώ να τους μεταφέρω σκέψεις και εμπειρίες. Όχι συμβουλές. Η συμβουλή είναι κακό πράγμα.” μου πε.
Φεύγοντας εκείνο το πρωινό με πήγε μέχρι το ασανσέρ και μου πε: Σε ευχαριστώ που δεν μου χαρίστηκες ποτέ. Δάκρυσα, πάντα πίστευα ότι υπήρξα πολύ αυστηρός μαζί του. Ο άνθρωπος όμως είχε ένα τεράστιο μεγαλείο ψυχής. Ήταν bigger than life. Νοιώθω ευλογημένος που τον γνώρισα, τον συναναστράφηκα και είχα την τύχη να μοιραστώ λίγη από τη μεγάλη του καρδιά.
Θα μπορούσα να γράψω χιλιάδες λέξεις για κείνον. Για τις πολλές ζωές που έζησε σε μια.