Χρυσόστομε, μας έμαθες ότι ο έρωτας είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η αλήθεια μιλά
Το κείμενο του Μάνου Λαμπράκη που εκφωνήθηκε στη σημερινή εκδήλωση μνήμης για τον σπουδαίο ακαδημαϊκό Θεολόγο, μουσικό, ανθρωπιστή και σινεφίλ
Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης
Το παρακάτω κείμενο εκφωνήθηκε στη σημερινή εκδήλωση τιμής και μνήμης για τον σπουδαίο Χρυσόστομο Σταμούλη, ακαδημαϊκό Θεολόγο, μουσικό, ανθρωπιστή και σινεφίλ που διοργανώθηκε από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και την parallaxi.
Αγαπημένε μας Χρυσόστομε,
Δυστυχώς από όλους μας επάνω σε αυτή την σκηνή μόνο εγώ δεν σε γνώρισα ποτέ. Δεν σε είδα να περπατάς σ’ ένα πανεπιστημιακό προαύλιο, δεν σου μίλησα, δεν σου έσφιξα το χέρι. Σε γνώρισα όμως μέσα από τα κείμενά σου. Σε γνώρισα από τη θερμή, σχεδόν ραγισμένη γλώσσα σου, που δεν μιλά για τον Θεό ως αοριστία, αλλά ως πρόσωπο που προσφέρεται και μένει, που υπάρχει όχι με την υπεροχή του απρόσιτου αλλά με την τρυφερότητα της εγγύτητας. Κάθε σου πρόταση είχε το βάρος μιας προσευχής και την οξύτητα ενός ερωτήματος. Από τότε που έφυγες —τρεις μήνες τώρα— διαβάζω τη γραφή σου και νιώθω πως η απουσία σου δεν μικραίνει τον λόγο αλλά τον διαυγάζει. Υπάρχουν άνθρωποι που ο θάνατος τούς συρρικνώνει και άνθρωποι που ο θάνατος τούς απλώνει… εσύ ανήκεις σε αυτούς.
Σε διαβάζω και επιστρέφω, αναπόδραστα, στον Πλωτίνο. Εκείνος είδε στον έρωτα την οντολογική ορμή της ψυχής προς το Ένα, το ίδιο το ρεύμα του κόσμου που αναζητεί την πηγή του. Η διπλή εκδοχή του έρωτα —ουράνιος και πάνδημος— δεν είναι γι’ αυτόν δύο ηθικές διαθέσεις αλλά δύο όροι μιας ίδιας κίνησης: η επιθυμία που καθαίρεται, η αισθαντικότητα που μεταστοιχειώνεται σε θέα του νοητού κάλλους, η ανάβαση από το πολλαπλό στο ενιαίο. Η ψυχή ποθεί να επιστρέψει και ο έρωτας είναι η μνήμη αυτού του πόθου, η ανάμνηση του Όλου μέσα στο θραύσμα.
Εσύ, Χρυσόστομε, πήρες την ίδια μυστική γραμμή και την αντέστρεψες εκκλησιολογικά: δεν είπες «να επιστρέψουμε στο Ένα», αλλά «να αφήσουμε το Ένα να κατοικήσει ανάμεσά μας». Δεν πρότεινες διαφυγή αλλά έδειξες συγκατάβαση. Εκεί όπου ο Πλωτίνος ανυψώνει την ψυχή προς το υπερβατικό, εσύ βλέπεις το υπερβατικό να κατέρχεται και να μένει στο σώμα. Ο έρωτάς σου δεν είναι τεχνική αγνότητας. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός γίνεται ταπεινός, ο τρόπος με τον οποίο η αλήθεια μαθαίνει τη γλώσσα της αφής. Κι έτσι η λύτρωση δεν είναι φυγή από τη σάρκα, αλλά η σάρκα που γίνεται τόπος φανέρωσης. Αν στον Πλωτίνο η έκσταση είναι έξοδος από τα πολλά, σε σένα είναι είσοδος στα πολλά —είναι κοινωνία.
Κι εδώ θέλω να σε διαβάσω μαζί με τον δικό σου σκληρό κοινωνικό στοχασμό: ο πολιτισμός που εξορίζει τον θάνατο καταλήγει να εξορίζει και τον έρωτα. Η παντοτινή «καταχώνιαση» του θανάτου στο αζήτητο, η πορνογραφική απαγόρευση της ίδιας της λέξης, δεν γεννά μόνο μια ψευδή αθανασία, αλλά και μια τύφλωση απέναντι στη σχέση. Έτσι φτάνουμε στο παράλογο: να «κάνουμε έρωτα χωρίς το πρόσωπο της σχέσης», να τελούμε μια πράξη απογυμνωμένη από το βλέμμα, την ευθύνη, την αμοιβαιότητα· μια πράξη δίχως την παρουσία του άλλου ως άλλου. Όταν ο θάνατος απωθείται, όταν το πεπερασμένο αποσύρεται από τη ζωή, τότε το σώμα —ως τόπος συνάντησης— βρίσκεται υπό διωγμό, απειλείται. Ο έρωτας, αποκομμένος από τη μνήμη της θνητότητας, γίνεται εργαλείο της αμυντικής μας φαντασίωσης: μια καταναλωτική σύμβαση χωρίς πληγή, χωρίς κίνδυνο, χωρίς τον ανοιχτό ορίζοντα της απώλειας που μόνος επιτρέπει την αλήθεια της προσφοράς.
Γι’ αυτό και επιμένεις πως ο Θεός δεν σώζει με εξουσία αλλά με επιθυμία. Ο Θεός, γράφεις, δεν υπάρχει μόνος αλλά εν σχέσει. Δεν παραμένει στην υπερβατικότητα, κατέρχεται, συναντά, συνοικεί. Το θείο δεν είναι απονεκρωμένο Ένα, είναι πρόσωπο που ποθεί και μεταμορφώνει. Εδώ η σύγχρονη σκέψη συναντά τη θεολογία σου: ο άλλος δεν είναι αντικείμενο πληρώσεως αλλά φανέρωση. Ο έρωτας δεν είναι εργαλείο αυτοεπιβεβαίωσης αλλά κίνηση εκτός εαυτού. Κι έτσι ο δρόμος του όντος προς το Είναι γίνεται ο δρόμος του Θεού προς τον άνθρωπο — κι εκεί συναντώνται ο Πλωτίνος και εσύ: στην πεποίθηση ότι η ύπαρξη είναι πάντοτε επιστροφή, μόνο που η δική σου επιστροφή είναι η επιστροφή του Θεού στον κόσμο.
Και καθώς θεολογείς «από μέσα» —μέσα στον χρόνο, μέσα στην πόλη, μέσα στις ανοιχτές πληγές— δεν κρύβεις το πιο άβολο σύμπτωμα της εποχής: η εξορία των κεκοιμημένων από τον οικείο χώρο, η υγειονομική και αισθητικοποιημένη απομάκρυνση του νεκρού σώματος, δεν είναι ουδέτερες πρακτικές αφού μεταμορφώνουν σιωπηρά και τον τρόπο που επιθυμούμε. Όταν ο νεκρός «φυλάσσεται» σε ψυχρούς χώρους, όταν το κοιμητήριο εκτοπίζεται από το κέντρο του βίου, όταν η κοινότητα θρηνεί «εν απουσία», τότε στο ίδιο κενό εκπαιδεύεται και η ερωτική μας γλώσσα: μαθαίνουμε να σχετιζόμαστε «εν απουσία», να αγγίζουμε χωρίς παρουσία, να επιθυμούμε χωρίς συγκατοίκηση με το τραύμα και το όριο. Γι’ αυτό και οι κοινωνίες της απώθησης παράγουν έναν έρωτα χωρίς σώμα, μια επιθυμία χωρίς χρόνο. Αφού διαλύθηκε η μυστηριακή ενότητα των ζώντων και των κεκοιμημένων, διαλύεται και η μυστηριακή ενότητα των προσώπων που αγαπιούνται. Η σχέση γίνεται εικόνα, η αφή γίνεται υπόνοια, ο πόθος μεταφράζεται σε θέαμα.
Δεν σε γνώρισα, κι όμως σε ένιωσα οικείο κάθε φορά που άνοιγες μια τέτοια πληγή για να μας μάθεις ξανά το σώμα. Γιατί η θεολογία σου δεν δικαιολογεί, θεραπεύει. Δεν αποστειρώνει, αγκαλιάζει. Μιλά για τον Θεό με τη φωνή αυτού που έχει αγαπήσει μέχρι τέλους: χωρίς εγγύηση, χωρίς ασφάλεια, με το ρίγος της πραγματικής συνάντησης. Η έννοια του κάλλους δεν είναι αισθητικισμός, είναι οντολογία τρυφερότητας: η ομορφιά ως τρόπος αλήθειας, ως ορατή μορφή της κίνησης που ενώνει. Έτσι, ενώ στον Πλωτίνο το ωραίο λειτουργεί ως σκαλοπάτι προς το νοητό, σε σένα το ωραίο λειτουργεί ως κατοικία του θείου στον χρόνο — η ευγένεια του βλέμματος, η λεπτότητα της χειρονομίας, η μεγάλη σιωπή που ανοίγει χώρο στον άλλον. Και ξέρεις πόσο απαιτητικό είναι αυτό που ζητάς από την εποχή μας: να πάψει να κρύβει το όριό της. Στο τέλος του δρόμου της απώθησης δεν στέκει η λύτρωση, αλλά μια ανέραστη στατικότητα: η νευρωτική αναζήτηση μιας επίπεδης αθανασίας στο απόλυτο παρόν, το ατέλειωτο lifting της φθοράς, η διαρκής άρνηση του ορίου. Η απώθηση του θανάτου αποδεικνύεται απώθηση της ίδιας της ζωής· και όπου η ζωή αρνείται τον εαυτό της, ο έρωτας εκπίπτει σε τεχνική, σε προσομοίωση, σε χειρισμό. Μόνο η αποδοχή της θνητότητας —η επιστροφή του θανάτου στην καρδιά της κοινότητας— επιτρέπει την επιστροφή του έρωτα: την επανανακάλυψη του προσώπου, της τρυφερότητας, της αμοιβαίας έκθεσης. Αν «επιστρέψει ο θάνατος», αν ξαναβρούμε την οδό του πένθους και της μνήμης, τότε «ίσως επιστρέψει και ο έρωτας» ως μυστήριο και όχι ως διασκέδαση, ως δωρεά σώματος και χρόνου, και όχι ως άσκηση διαφυγής από αυτά.
Μας έμαθες ότι ο έρωτας είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η αλήθεια μιλά. Ότι η πίστη δεν είναι σύστημα ιδεών αλλά ικανότητα να μένεις εκτεθειμένος, να παραδίδεσαι στον άλλο χωρίς να τον καταναλώνεις. Ότι η σωτηρία δεν είναι πράξη αλλά κίνηση: είναι το να συναντηθούν οι δύο εκδοχές του ίδιου ρεύματος, η έκσταση που ανεβαίνει και η συγκατάβαση που κατεβαίνει, η νοσταλγία του ανθρώπου και η επιθυμία του Θεού. Εκεί, στη συμβολή των δύο ρευμάτων, η ύπαρξη παύει να είναι φόβος και γίνεται ευγνωμοσύνη.
Πριν το τέλος, θέλω να σε αφήσουμε να μιλήσεις ο ίδιος, όπως μίλησες τότε: είπες πως ο βίος μας ορίζεται από δύο οριακά γεγονότα — τον έρωτα και τον θάνατο — κι ό,τι απλώνεται ανάμεσά τους το λέμε πολιτισμό. Κι ότι στην καρδιά όλων των θρησκειών πάλλεται αυτή η διπλή αγωνία, με τον χριστιανικό λόγο να επιμένει πως ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για τη ζωή και όχι για τον θάνατο. Δεν αρνήθηκες τη βιολογική φθαρτότητα· την έβαλες όμως σε διάλογο με μια σχέση που νικά τον φόβο: «παρά φύσιν» γεγονός ο θάνατος, έλεγες, και έσχατος εχθρός που νικιέται όταν ο άνθρωπος συναντά τον ζώντα Θεό — όχι ως ιδέα, αλλά ως κοινή ανάσα. Έτσι ο έρωτας δεν μένει ατομικό αίσθημα, γίνεται ο τρόπος με τον οποίο το πρόσωπο αντέχει το όριο χωρίς να το κρύβει· ο τρόπος με τον οποίο η πίστη γίνεται πράξη σχέσης μέσα στον χρόνο.
Κι επέμενες — κόντρα σε εύκολους πνευματισμούς — στον «υλιστικό» χαρακτήρα της Εκκλησίας: «σέβω οὖν τὴν ὕλην». Η τιμή του σώματος δεν είναι αισθητικισμός, αλλά οντολογία της σάρκωσης: η αποχαιρετιστήρια αφή με λάδι και κρασί, η γείωση του πένθους στο σώμα του κεκοιμημένου, η ευθύνη της ταφής ως σημείο προσδοκίας και όχι ως λατρεία του παρελθόντος. Γι’ αυτό και η γλώσσα της Εκκλησίας δεν μιλά για «νεκροταφεία» αλλά για «κοιμητήρια», και δεν μνημονεύει «νεκρούς» αλλά «κοιμηθέντες» — όχι για να ωραιοποιήσει την απώλεια, αλλά για να κρατήσει ζωντανό το «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», εκείνη την λεπτή κίνηση ελπίδας που διατηρεί το πένθος δημιουργικό και το σώμα πολύτιμο. Στο ίδιο πνεύμα έβλεπες και την Πολιτεία: άλλα τα εθιμικά, άλλα τα νομικά, μα το θεολογικό κέντρο μένει αμετάθετο — η ύλη αγιάζεται, το σώμα τιμάται, ο θάνατος δεν ιδιωτεύει.
Τέλος, έδινες μορφή στον Παράδεισο και την Κόλαση όχι ως τόπους, αλλά ως τρόπους σχέσης: η γιορτή του «μαζί» και η αγωνία της ακοινωνησίας. Κι έλεγες ότι ακόμη και μετά το τέλος η επικοινωνία δεν διακόπτεται· η προσευχή της κοινότητας μπορεί να αλλάξει όχι «μαγικά» τον τόπο, αλλά ελεύθερα τη διάθεση του προσώπου. Γι’ αυτό και χώριζες τη θλίψη από την κατάθλιψη: η πρώτη ελπίζει, η δεύτερη παραιτείται. Έβαζες δίπλα στον θάνατο τη φράση «κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη», και έδινες στον έρωτα τον σταυρό του — «ὁ ἔρως ἐσταύρωται» — για να μη γίνει ποτέ αυτάρκεια. Έτσι μας έμαθες πως η σωτηρία δεν είναι φυγή από το σώμα αλλά αποκατάσταση της σχέσης, και πως η κοινότητα δεν είναι διακόσμηση του ιδιωτικού, αλλά ο μόνος τόπος όπου το ιδιωτικό δεν συντρίβεται.
Κι όταν φτάνω στο τέλος αυτού του γράμματος, νιώθω πως δεν τελειώνω αλλά σταματώ από δέος. Δεν σε γνώρισα μα σε κουβαλώ, σαν να ήσουν πάντοτε εδώ. Αισθάνομαι τη φωνή σου όχι ως ηχώ, αλλά ως παρουσία που γλυκαίνει τις λέξεις, σαν κάποιος να ανάβει ένα μικρό φως μέσα στο δωμάτιο και ξαφνικά να ξεχωρίζουν τα πρόσωπα. Μας άφησες την πιο δύσκολη, την πιο απλή εντολή: να αγαπάμε χωρίς να κρυβόμαστε. Να θυμόμαστε το όριο για να μη χάσουμε τη σχέση. Να εμπιστευόμαστε το σώμα ως τόπο αλήθειας. Κι ίσως —ίσως— αυτό να είναι το θαύμα που δεν χρειάζεται ονόματα: ότι εκείνοι που έζησαν τον Θεό ως αγάπη δεν λείπουν. Μένουν αλλού, αλλά μένουν. Κι εκεί, σε αυτό το «αλλού» που μοιάζει με μεγάλη σιωπή και λεπτή ανάσα, είμαι βέβαιος πως συνεχίζεις να μας διδάσκεις χωρίς λόγια, αφήνοντας μόνο να φαίνεται, μέσα απ’ το βλέμμα σου, η πιο βαθιά αλήθεια: πως μόνον ό,τι ερωτεύεται σώζεται — και μόνον ό,τι αγαπά μένει ζωντανό.
Κι όμως, Χρυσόστομε, εκεί όπου σβήνουν οι φωνές και μένει μόνο η ανάσα του φωτός, αρχίζει αυτό που ονόμαζες Ανάσταση. Όχι ως γεγονός χρονικό, αλλά ως ρυθμό του όντος, ως εσωτερική μουσική της δημιουργίας. Η Ανάσταση δεν είναι το τέλος του θανάτου, αλλά η μετάβασή του σε φως. Δεν είναι η άρνηση της φθοράς, αλλά η μεταστοιχείωσή της σε οδό κοινωνίας. Είναι ο Θεός που επιστρέφει στο χώμα για να το αγιάσει εκ νέου, ο Θεός που αγκαλιάζει τον Άδη χωρίς ν’ αποστρέφεται τη σκοτεινιά του. Γιατί δεν υπάρχει Ανάσταση χωρίς πληγή, όπως δεν υπάρχει αγάπη χωρίς ρήγμα. Εκεί, μέσα στην ίδια την πληγή του κόσμου, αναβλύζει το φως — όχι ως θρίαμβος, αλλά ως συγχώρηση. Κι έτσι η Ανάσταση παύει να είναι μνήμη· γίνεται τρόπος. Ο άνθρωπος που αγαπά ανασταίνεται ήδη, γιατί έχει αποδεχθεί ότι ο έρωτας δεν γνωρίζει τέλος, μόνο μεταμορφώσεις.
Και ίσως τελικά, Χρυσόστομε, αυτή να είναι η τελευταία σου διδασκαλία: ότι η Ανάσταση είναι το άλλο όνομα του έρωτα. Ότι το φως δεν κατοικεί στα ύψη αλλά στα βλέμματα· ότι η αιωνιότητα δεν είναι παρά η παρατεταμένη στιγμή της αγάπης, η στιγμή όπου ο χρόνος νικιέται από τη σχέση. Στην Ανάσταση συναντιούνται όλα όσα δίδαξες —το σώμα, ο θάνατος, ο πόθος, η σιωπή— και αναμειγνύονται σε μία κίνηση επιστροφής. Είναι ο Θεός που κατέρχεται και ο άνθρωπος που ανασταίνεται μαζί του· είναι το σύμπαν που ανοίγει και ξαναβρίσκει τη φωνή του· είναι το βλέμμα που συναντά το βλέμμα και, μέσα απ’ αυτή τη συνάντηση, καταργεί τον θάνατο. Κι έτσι, στο τέλος του λόγου και της σιωπής, μένει μόνο αυτό: η γλυκιά βεβαιότητα πως τίποτε που αγαπήθηκε αληθινά δεν χάνεται — γιατί η Ανάσταση είναι ο έρωτας που δεν περνά.
Χρυσόστομε,
αν μας ακούς — κι ίσως να μας ακούς, μέσα από εκείνη τη λεπτή, άυλη μεμβράνη που χωρίζει το φως απ’ το σκοτάδι — θέλω να σε ρωτήσω: μας βλέπεις; Μας βλέπεις τώρα που παλεύουμε να αγαπήσουμε χωρίς να χαθούμε; Τώρα που ψάχνουμε στα ερείπια των λέξεων το σώμα της πίστης, τη ζωντανή ανάσα της σχέσης; Μας ακούς όταν προφέρουμε τα ονόματα εκείνων που φύγανε, όπως πρόφερες κι εσύ το όνομα του Θεού, με εκείνη την ίδια ευγένεια του φόβου και της λαχτάρας; Αν είσαι εδώ, αν περνάς έστω για λίγο από τα βλέμματα μας, πες μας κάτι απλό —όχι για να μας παρηγορήσεις, αλλά για να μας θυμίσεις πως δεν είναι αργά. Πως δεν χαθήκαμε εντελώς μέσα στη φλυαρία της απουσίας. Πες μας, αν μπορείς, πως η αγάπη ακόμη επιμένει, πως το φως ακόμη αναπνέει κάτω απ’ τις στάχτες, πως η Ανάσταση δεν έπαψε ποτέ να συμβαίνει.
Γιατί, αν όντως είσαι εδώ, έστω και ως ψίθυρος, τότε ξέρουμε: η αιωνιότητα δεν είναι αλλού· είναι αυτός ο αναστεναγμός που ενώνει για μια στιγμή τον ουρανό με τη γη.
Σε ευχαριστούμε, ας μου επιτρέψεις τις λέξεις, φίλε και δάσκαλε…
*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής



