Έρωτας
Ο Βασίλης Μόσχος υπογράφει ένα καταπληκτικό κείμενο για την «καρδιά» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Λέξεις: Βασίλης Μόσχος | Εικόνες: Motion Team
Χθες, Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019, ολοκληρώθηκε το επετειακό 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στις 04.00 το πρωί ακριβώς, στην αποθήκη Γ’.
Τυπικά. Γιατί, ως γνωστόν, το φεστιβάλ δεν τελειώνει ημερολογιακά, με το ρολόι. Η αυλαία πέφτει όταν ξυπνήσεις την επόμενη μέρα, το επόμενο απόγευμα, την επόμενη νύχτα, όποτε∙ όταν ανοίξουν τα μάτια σου κι ασυναίσθητα ψάξεις το πρόγραμμα με τα εισιτήρια για σελιδοδείκτες, το κινητό για να δεις τι ώρα πήγε κι αν προλαβαίνεις εκείνη την προβολή ή εκείνο το masterclass και συνειδητοποιείς ότι δεν έχει άλλο, αυτό ήτανε, τώρα απλά συνεχίζει η υπόλοιπη ζωή σου όπως συνέχιζε πριν από το φεστιβαλικό δεκαήμερο. Καλημέρα μεταφεστιβαλική θλίψη…
Για μένα το φεστιβάλ είναι κάτι το ιδιαίτερο σε αυτή την βόλτα που ονομάζουμε ζωή. Όχι μόνο επειδή τυχαίνει να ζω στην Θεσσαλονίκη ή γιατί συμπίπτει, σχεδόν πάντα, με τα γενέθλιά μου. Η σχέση είναι πολύ βαθύτερη, οργανική. Όταν στα δεκαεφτά πήρα την απόφαση να σπουδάσω κινηματογράφο είχα, όπως κάθε παιδί στο κατώφλι της ενήλικης ζωής, προσδοκίες, όνειρα, φιλοδοξίες, τόσο γενικά όσο και ειδικότερα για την επιλογή μου αυτή να δοκιμάσω να ακολουθήσω την κινηματογραφική τέχνη και όπου με βγάλει.
Στην διαδρομή διαπίστωσα πως τελικά το σινεμά είναι πολλά περισσότερα από γνωστικό αντικείμενο ή χόμπι ή δουλειά ή καύλα ή δεν ξέρω γω τι άλλο. Το σινεμά για μένα είναι πάθος, είναι έρωτας. Και όσο διαρκεί βλέπω τον έρωτα αυτόν να διαχέεται στους δρόμους, τις πλατείες, τα στέκια της πόλης, να πλημμυρίζει βλέμματα, να σαγηνεύει κορμιά, να μεταδίδεται πυρετικά και να κυριεύει τα πάντα. Η απόλυτη ταύτιση καταγωγής και ιδιοσυγκρασίας αναπόφευκτη.
Γιατί δεν έχει και πολλές αφορμές για να γιορτάσει αυτή η πόλη. Η ΔΕΘ είναι από καιρό εκφυλισμένη σε μια εμποροπανήγυρη υποσχέσεων αποικιακού χαρακτήρα από την εκάστοτε παλαιοελλαδίτικη κυβέρνηση και τους ντόπιους παρατρεχάμενούς της. Το Reworks είναι σκιά του παλιού καλού εαυτού του, μια πλήξη αφόρητη, μια παρέλαση celebrity μουσικών που δεν κομίζουν τίποτα νέο κι ενδιαφέρον στην σκηνή. Η Έκθεση Βιβλίου τώρα, δειλά-δειλά, τείνει να αποκτήσει τον διεθνή και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα που της αρμόζει. Ακόμα και ο ΠΑΟΚ, που τα τελευταία χρόνια σαρώνει τις κούπες, καλώς ή κακώς δεν προσφέρει καθολική χαρά και αγαλλίαση∙ εκ των πραγμάτων οι επιτυχίες του δικεφάλου αφήνουν κομμάτια της πόλης στην απέξω.
Όμως κάθε Νοέμβριο η Θεσσαλονίκη φοράει τα καλά της για να υποδεχτεί την μεγαλύτερη κινηματογραφική γιορτή της χώρας. Και για όσο κρατάει η γιορτή αυτή, για ένα δεκαήμερο (σκάρτο αν βγάλεις τις εργάσιμες) η ατμόσφαιρα στην Θεσσαλονίκη αλλάζει∙ είναι που είναι κούκλα στα φθινοπωρινά της, με τον φεστιβαλικό ενθουσιασμό εκτοξεύεται κανονικά κι αφήνει, για λίγο έστω, τους συνήθεις ελεγειακούς και μελαγχολικούς ρυθμούς της για να διασκεδάσει σα να μην υπάρχει αύριο.
Οι ντόπιοι σινεφίλ, τα ψαγμένα φοιτητόνια, οι μοιραίες κουλτουριάρες, οι φιλότεχνοι μεγαλοαστοί του κέντρου, τα λαϊκά παιδιά που γουστάρουν πάρτι, οι γραφικοί με τα κασκόλ και τα μπερέ, οι ηλικιωμένες κυρίες με την αλεπού και τα μπιζού, διάολε, μέχρι και τα ΠΑΟΚια και τα Αρειανά καγκούρια, σύσσωμη η ανθρωπογεωγραφία της φτωχομάνας, όλα ανεξαιρέτως τα καρντάσια και οι καρντασίνες ανακατεύονται με τους Αθηνέζους φασέους, τους/τις επαγγελματίες του χώρου που ξεχνούν κάθε σοβαροφάνεια και κάνουν σαν σχολιαρόπαιδα σε πενταήμερη, τον κάθε λογής ξερόλα που παριστάνει τον μύστη της 7ης Τέχνης με περισπούδαστο ύφος, τους ξένους και τις ξένες που έφεραν τις ταινίες τους στο φεστιβάλ, τους τυχαίους τουρίστες που είδαν φως και μπήκαν σε ένα ξέφρενο, οργιαστικό σχεδόν γλέντι που δεν σου αφήνει παρά δυο-τρεις ώρες την ημέρα για να φας και να κοιμηθείς ανάμεσα σε προβολές, εκθέσεις, σεμινάρια, workshops, επαγγελματικά ραντεβού, πάρτι.
Για διάφορους προσωπικούς λόγους, δεν μπόρεσα φέτος να φεστιβαλιστώ όσο θα ήθελα, να βυθιστώ στις σκοτεινές αίθουσες, να ξεροσταλιάσω στις ατέλειωτες ουρές για εισιτήρια, να λιώσω σόλες πάνω-κάτω από το Ολύμπιον ως το λιμάνι, να πονέσω σε όλα μου τα κόκκαλα από τον χορό, να κανονίσω καμιά επαγγελματική συνεργασία ή, έστω, να ανταμώσω με φίλους και φίλες από τα παλιά. Ήμουν σε τόσο άσχημη ψυχολογική κατάσταση που σχεδόν δεν ήθελα ούτε απ’ έξω να περάσω, δεν είχα όρεξη ούτε να ξεφυλλίσω το πρόγραμμα.
Ευτυχώς έπειτα από προτροπή φίλων (εξίσου φανατικών φεστιβαλιστών) και από λίγο καημό να την ζήσω την φασάρα έστω και φευγαλέα, κατηφόρισα προς το λιμάνι το τελευταίο τριήμερο της διοργάνωσης. Στο καλύτερο τμήμα της διαδρομής. Με τερματικό σταθμό το πάρτι λήξης. Ευτυχώς. Ειδάλλως δεν θα γινόμουν μάρτυρας της όμορφης εκείνης εικόνας που επιβεβαιώνει έτσι απλά, χωρίς φτιασίδια, όλη τούτη την υπέροχη σχέση αυτού του θεσμού με την πόλη που τον φιλοξενεί και τους ανθρώπους που τον τιμούν με προσκυνηματική αφοσίωση.
Την Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019, λοιπόν, στις 04.00 τα ξημερώματα στην αποθήκη Γ’ έκλεισε η μουσική, άναψαν τα φώτα, το προσωπικό ασφαλείας και καθαριότητας άρχισε σιγά-σιγά το συμμάζεμα, οι μεθυσμένοι φεστιβαλιστές συμφιλιώθηκαν με το γεγονός ότι το πάρτι τέλειωσε κι αφού έδωσαν ραντεβού στα ξενυχτάδικα και τα φαγάδικα της πόλης, άρχισαν να απομακρύνονται από την προβλήτα παρέες-παρέες, φωνάζοντας, τραγουδώντας, ψάχνοντας κινητά, τσιγάρα, τσάντες, προσπαθώντας να φορέσουν πανωφόρια, ζακέτες, και να ισορροπήσουν στο λιμανίσιο καλντερίμι με πόδια πονεμένα από τον πολύ χορό, το πολύ τρέξιμο από αίθουσα σε αίθουσα, από την πολλή δουλειά, τα ψιλοτάκουνα ή όλα μαζί.
Οι πιο τυχεροί έμειναν στα σκαλιά της αποθήκης και στα παγκάκια της προβλήτας, χωμένες σε φιλιά και σε χέρια και σε πρόσωπα, υπό την κρύα μα προστατευτική αγκαλιά του Θερμαϊκού. Ποιός ξέρει, μπορεί να βρίσκονται ακόμα εκεί, ξεζουμίζοντας κάθε στιγμή ενός φεστιβαλικού έρωτα, ενός έρωτα που μπορεί σε λίγες ώρες να αναχωρεί για Αθήνα με το τρένο των εννέα ή να πετάει την επαύριο για Παρίσι.
Αυτό είναι και το φεστιβάλ, στην τελική: πέρα από προβολές, εκθέσεις, σεμινάρια, workshops, επαγγελματικά ραντεβού, πάρτι, ήταν είναι και θα είναι ένας έρωτας διαχρονικός. Όπως και η τέχνη που υπηρετεί πιστά, σε τούτη ‘δω την μικρή γωνιά των Βαλκανίων.
Μέχρι τον επόμενο Νοέμβριο και το επόμενο επετειακό ορόσημο, τα εβδομήντα, τα ογδόντα, μέχρι τα εκατοντάχρονα και το ιωβηλαίο από ατόφια πλατίνα.
Χρόνια του πολλά.
*Ο Βασίλης Μόσχος γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1987. Είναι συγγραφέας και σεναριογράφος. Το πρώτο του βιβλίο, συλλογή διηγημάτων, με τίτλο Θραύσματα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ:
Το αμαρτωλό Σινέ Θεανώ στα ανατολικά δεν υπάρχει πια