γιατί-τα-χρόνια-τρέχουν-χύμα-διαβάσαμ-1298229

Parallax View

Γιατί τα Χρόνια Τρέχουν Χύμα: Διαβάσαμε την αυτοβιογραφία του Διονύση Σαββόπουλου και συγκινηθήκαμε

Ένα βιβλίο όπου τολμά να μιλήσει ανοιχτά για τις δύσκολες στιγμές και τις αλήθειες μιας πλούσιας διαδρομής που πλαισιώνουν τη ζωή του

Γιάννης Γκροσδάνης
Γιάννης Γκροσδάνης

«Ό,τι έγραψα είναι ένα τραύλισμα νομίζω. Αυτό είναι για μένα η μουσική: το θείο τραγούδι που ένα αδέξιο παιδί το λέει κομπιάζοντας, έχοντας στην καρδιά την ακατόρθωτη μελωδία μιας λαχτάρας για τελειότητα από ένα πλάσμα που δεν την έχει». Τι θα μπορούσε να σταθεί καλύτερα ως πρόλογος σε αυτό το κείμενο, πέρα από ένα μικρό, γλαφυρό απόσπασμα του ίδιου του βιβλίου στο οποίο ο Διονύσης Σαββόπολος αυτοβιογραφείται; Ο Γιάννης Τσαρούχης δανειζόμενος μια φράση από έναν ψαλμό θα συμπλήρωνε εδώ «Αγαθόν το εξομολογείσθαι…»

Κάπως έτσι ο Διονύσης Σαββόπουλος, με το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (που κυκλοφορεί ήδη από τις εκδόσεις Πατάκη) τολμά να μιλήσει ανοιχτά για τις δύσκολες στιγμές και τις αλήθειες μιας πλούσιας διαδρομής που πλαισιώνουν τη ζωή του. Αρχικά αιφνιδιάζει τον αναγνώστη του γιατί δεν επιλέγει τη συνηθισμένη πορείας μιας εξιδανικευμένης αυτοαγιογραφίας, που θα εξυμνούσε τα επιτεύγματά του, αλλά αντίθετα, κάνει μια ειλικρινή ενδοσκόπηση και μια γενναία αυτοκριτική σε όσα θεωρεί λάθος. Αναγνωρίζει τις στιγμές όπου υπήρξε εγωιστής ή άδικος και προσπαθεί να δει τον εαυτό του καθαρά γειωμένα και ανθρώπινα αλλά όσο μπορεί με αντικειμενική ματιά. Αυτή η επιλογή κερδίζει τον αναγνώστη, καθώς προσδίδει στο βιβλίο αυθεντικότητα και ειλικρίνεια.

Η αφήγησή του ξεκινά από τα παιδικά του χρόνια, με ένα περιστατικό όπου χάθηκε από τους γονείς του – ένα γεγονός που συμβολίζει την πορεία της ζωής του, μια διαδρομή γεμάτη με διαρκείς αναζητήσεις και απώλειες. Παρά τις δυσκολίες, ο Σαββόπουλος πάντα έμενε πιστός στον δικό του δρόμο, γεγονός που δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Μέσα από την πορεία του, περιγράφει με ευθύτητα και τολμηρότητα τις προκλήσεις, αλλά και τις επιτυχίες που σημάδεψαν την καριέρα και την προσωπική του ζωή.

Το βιβλίο ξεχωρίζει για την ζωντάνια της αφήγησης και την προφορικότητά του. Αυτό το στοιχείο το κάνει να διαβάζεται σαν να ακούς τον ίδιο τον Σαββόπουλο να μιλάει. Η αφήγησή του άλλοτε ρέει με χιούμορ και ζωντάνια – όπως όταν περιγράφει τη γνωριμία με τη σύζυγό του, Άσπα – και άλλοτε βαραίνει, όπως στις αναμνήσεις από τα βασανιστήρια της χούντας ή όταν μιλάει για τις πρόσφατες περιπέτειες της υγείας του. Μέσα από αυτό το προσωπικό χρονικό, ο Σαββόπουλος καταφέρνει να μεταφέρει όχι μόνο την ιστορία του, αλλά και το πνεύμα της εποχής του, κάνοντας το βιβλίο του ένα ξεχωριστό ανάγνωσμα. Ίσως να ξενίζουν και κάποιες επιλογές. Τι δουλειά έχει ένα κεφάλαιο που αναφέρεται στον Τέως Βασιλιά Κωνσταντίνο από έναν κατεξοχήν εκπρόσωπο της γενιάς του 1-1-4; Όμως η γραφή εδώ λειτουργεί κάπως χιουμοριστικά και ανάλαφρα, ακριβώς όπως κάνει ο ίδιος ο Σαββόπουλος και στις ζωντανές εμφανίσεις του, που εμβόλιμα ανάμεσα από τα τραγούδια, επιλέγει μια μικρή διασκεδαστική ιστορία για να κεντρίσει τον ενδιαφέρον των ακροατών του/ ή εδώ των αναγνωστών του.

Στο βιβλίο ο Διονύσης Σαββόπουλος ξεδιπλώνει επίσης τις συναντήσεις του με κορυφαίες προσωπικότητες της ελληνικής μουσικής και καλλιτεχνικής σκηνής. Περιγράφει τη γνωριμία του με τον Μάνο Χατζιδάκι (που τον θεωρεί ως έναν από τους μέντορες του), τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Σταύρο Ξαρχάκο, καθώς και με σημαντικούς παραγωγούς όπως ο Τάσος Φαληρέας. Συνομιλεί με ποιητές όπως ο Νίκος Γκάτσος και ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (άλλος ένας σημαντικός δάσκαλος του), αλλά και με φιλοσόφους όπως ο Στέλιος Ράμφος. Μέσα από τις αφηγήσεις του, ζωντανεύουν σκηνοθέτες, ηθοποιοί και μουσικοί που καθόρισαν το ελληνικό τραγούδι, από τον Κάρολο Κουν, τον Αλέκο Πατσιφά, που του έδωσε την ευκαιρία να δισκογραφηθεί, μέχρι και τον Νικόλα Άσιμο.

Ωστόσο, το βιβλίο δεν στέκεται μόνο εκεί και δεν είναι απλώς ένας κατάλογος σημαντικών γνωριμιών. Ο Σαββόπουλος τολμά να μιλήσει ανοιχτά για την καλλιτεχνική του διαδρομή και τον εαυτό του. Περιγράφει με ειλικρίνεια τις αδυναμίες, τα λάθη και τις εμμονές του, αλλά και τις στιγμές όπου βρέθηκε μόνος, άστεγος και πεινασμένος – ειδικά στην αρχή της πορείας του. Παρά τις δυσκολίες, παρέμεινε πιστός στις αρχές του: την ελευθερία, την αφοσίωση στην τέχνη του και την επιθυμία να εκφράζει τη δική του αλήθεια, ακόμα και όταν αυτή δεν ήταν δημοφιλής. Ο ίδιος διατήρησε έναν ιδιαίτερο τρόπο σκέψης, πάντα αναζητώντας την ουσία πίσω από τα πράγματα.

Μέσα από αυτή την προσωπική αφήγηση, ο Σαββόπουλος αναδεικνύεται όχι μόνο ως μουσικός, αλλά ως ένας άνθρωπος που έζησε με πάθος, ρίσκο και αφοσίωση στη δική του αλήθεια. Εκτίθεται με τόλμη, παραδεχόμενος καίρια λάθη της νιότης του, ζητώντας συγχώρεση από φίλους, συνεργάτες, ακόμα και από τα παιδιά του. Εδώ ίσως να έχει σημασία πως ο ίδιος εξηγεί σημαντικές μεταστροφές του όπως την θέση του για την Αριστερά και την κατοπινή αποστασιοποίηση του από αυτήν, το πολυσυζητημένο άλμπουμ του Κούρεμα και η θέση που πήρε τότε πολιτικά, ωθώντας αρκετό κόσμο της τότε Αριστεράς, που τον θεωρούσε οικείο, στο να τον παρεξηγήσει, και η παράδοξη, εκ των υστέρων θέση που εξέφρασε για τον στρατό – αν και υπήρξε αντιρρησίας στη νιότη του.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Γεννήθηκα στη Σαλονίκη

Εξηγεί επίσης την ουσία πίσω από τον μύθο σημαντικών τραγουδιών του από το Φορτηγό μέχρι τον Χρονοποιό, τον τρόπο που καταπιάστηκε με τα θέματα τους και πως συνέθεσε την μελωδία τους, την απερίγραπτη, ιλαροτραγική λογοκρισία που αντιμετώπισε δεκάδες φορές μέχρι και τις αρχές της Μεταπολίτευσης (και εδώ ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφοράς είναι το Μακρύ Ζεϊμπέκικο για το Νίκο και οι περιπέτειες που αντιμετώπισε και ο ίδιος αλλά και ομότεχνοί του που τον υποστήριξαν, ενθυμούμενος την σπαρταριστή περίπτωση του Μάνου Χατζιδάκι, που έδωσε γραμμή στους παραγωγούς του Τρίτου Προγράμματος τότε, να παίξουν το τραγούδι σε δημόσια ραδιοφωνική εκτέλεση και πως αυτό ενόχλησε στελέχη της κυβέρνησης Καραμανλή). Θυμάται ακόμη την πορεία του από ιστορικούς χώρους της Αθήνας όπως το Ροντέο και το Κύτταρο μέχρι την θριαμβευτική συναυλία στο ΟΑΚΑ το 1983 (αν και ο ίδιος εκεί αισθάνεται πως εκεί τίποτα δεν πήγε όπως έπρεπε). Και φυσικά δεν φοβάται να μιλήσει για μύχιες σκέψεις που τον απασχολούν, όπως για τη σχέση του με την σύζυγο του, Άσπα. Όλα αυτά γίνονται με εναλλαγές μιας ντραμεντι αφήγησης, που άλλοτε ελαφραίνει και άλλοτε βαραίνει αλλά ωστόσο παραμένει πάντα το ίδιο γοητευτική και εξομολογητικά αληθινή.

Ο επίλογος αυτού του κειμένου ας πάει με τον ρυθμό που έγινε και ο πρόλογος, με την γλαφυρή αφήγηση του ίδιου του Διονύση Σαββόπουλου : «Δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει· ό,τι μάθαμε να μιλάμε το μάθαμε στα τέσσερα – πέντε χρόνια που κάναμε καφενείο στα νιάτα μας. Στο καφενείο κουβεντιάζονται τα πάντα, ιδέες, γυναίκες, έρωτες, ποδόσφαιρο, πολιτική… μαθαίνεις να σκέφτεσαι, να διατυπώνεις σωστά τα λόγια σου, να είσαι ευρηματικός, να σκαρώνεις ατάκες, να ’σαι γλαφυρός, γρήγορος και πειστικός. Αυτά κατάλαβα απ’ τα τέσσερα – πέντε χρόνια της θητείας μου στο καφενείο. Μετά παντρεύεσαι, και κόβονται όλα αυτά. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι για τους οποίους μιλάμε τώρα, οι περισσότεροι ήταν γεροντοπαλίκαρα, οπότε τράβηξαν σαράντα – πενήντα χρόνια καφενείο. Είχαν γίνει πλέον πρυτάνεις, δεν τους έπιανες με τίποτα».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα