Ξεχείλισε από οργή και το δικό μας σπίτι με τη συναυλία των Τεμπών στην οθόνη
Ελπίζουμε, πως η συναυλία της Θεσσαλονίκης θα γίνει κανονικά και δεν θα υπάρχουν εμπόδια...γιατί τότε θα μιλάμε για συζητήσουμε για ακόμη μία φορά περί συγκάλυψης...
Ήταν μία Παρασκευή, σαν όλες τις άλλες, που η παρέα μαζεύτηκε σε σπίτι.
Συνήθως, τις Παρασκευές βλέπουμε σειρά, ταινία ή παίζουμε επιτραπέζια, την περασμένη όμως, όλοι θέλαμε να ακούσουμε την συναυλία των Τεμπών. Μπορεί το Καλλιμάρμαρο να απέχει χιλιόμετρα από την Χαριλάου, μπορεί να μην καταφέραμε να πάρουμε άδεια από τις δουλειές μας για να κατέβουμε στην Αθήνα και δώσουμε το παρών- όπως κάναμε στις πορείες εκείνες τις βουβές μέρες- όμως θέλαμε να είμαστε εκεί νοητά, να χτυπούν οι καρδιές μας πλάι στους γονείς που θρηνούν, να τρέμουμε πλάι στα παιδιά που επέζησαν και ζουν με την ενοχή του επιζώντα και τα μετατραυματικά επεισόδια.
Σε έναν γωνιακό καναπέ, πέντε άτομα, 25 και άνω, με εντελώς διαφορετικές μουσικές επιρροές, ο καθένας παρακολουθούσε με ένα ποτήρι κρασί για δικούς του λόγους την συναυλία – με ένα κοινό σύνθημα – να αποδοθεί επιτέλους δικαιοσύνη για εκείνους τους 57 που δεν θυσιάστηκαν αλλά δολοφονήθηκαν στον βωμό της ανικανότητας του συστήματος.
Στην πόλη μας, τη Σαλονίκη, τις ημέρες του Μάρτη του 2023, επικρατούσε σιγή. Όλοι πενθήσαμε, όλοι κάναμε χιλιόμετρα, όλοι φωνάξαμε “το έγκλημα στα Τέμπη δεν θα ξεχαστεί” όλοι βουλιάξαμε στα αιώνια “γιατί” που δεν έχουν πάρει απάντηση ακόμη, όλοι είπαμε ένα μεγάλο “αν ήμουν εγώ”, όλοι είχαμε κάποιον γνωστό. Εμείς που βρεθήκαμε στα διαλυμένα τρένα, μέχρι σήμερα μυρίζουμε την καμένη σάρκα και το αίμα που κυλούσε στα σίδερα. Είναι ίσως το πιο φρικαλέο γεγονός που έλαβε χώρα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και ένωσε μαζικά τόσους ανθρώπους, προκάλεσε τόση οργή, τόσο φόβο σε κάθε σπίτι.
Το livestreaming μόλις ξεκίνησε, “εύχομαι οι φωνές μας μέσα από την μουσική να φτάσουν στ’ άστρα”, αυτός ήταν ο σκοπός εκείνης της ημέρας, να γραφτεί ιστορία για όλους εκείνους που κόψανε εισιτήριο σε ένα ταξίδι δίχως επιστροφή.
Οι “Κοινοί Θνητοί”, νεαρά παιδιά της ραπ που μπερδεύεται με το έντεχνο τραγούδι, άνοιξαν την αυλαία για την πιο ουσιαστική συναυλία που έζησε ποτέ η γενιά μου. “Ήρθαμε να παίξουμε για τα παιδιά εκεί ψηλά, μας εξοργίζει η συγκάλυψη, στεκόμαστε σε όσους δεν μένουν σιωπηλοί.”
Ακόμη και να μην ήξερες τα τραγούδια τους στο τελευταίο κομμάτι έβλεπα γύρω μου δέρματα ανατριχιασμένα, “Ένα θα γίνω με τις ράγες και τους καπνούς/Το τελευταίο εισιτήριο κόψε/Γι’ αυτό το τρένο που θα αγγίξει τους ουρανούς/ Την κάνω φίλε μου, σαλπάρω απόψε/ Σε δρομολόγια δίχως επιστροφή/ Τον σεβασμό σου στην μνήμη μας δώσε/Το έγκλημα τους μην αφήσεις να ξεχαστεί” το ρεφρέν που έπαιζε στο repeat σε όλες τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και έπνιγε όλα τα μάτια εκείνες τις μέρες.
Ύστερα από λίγη ώρα, ανέβηκε ο Φοίβος στην σκηνή, “η ανάγκη για δικαιοσύνη κυλάει από τα μάτια μας”, και εκείνη την στιγμή, η κάμερα γυρνά στα παιδιά που βρίσκονται στο στάδιο, υψωμένες γροθιές, ένας νοερός αέρας επανάστασης. Υπάρχει τελικά λαός που θυμάται και δεν ξεχνά, που ακόμη ξαγρυπνά, γύρω από τα ουρλιαχτά των νεκρών. Τελευταίο του τραγούδι, ο ύμνος για τους γονείς τούτων των παιδιών, που γίναμε όλοι παιδιά τους.
Ένα απλό ρέκβιεμ για τον θρήνο και την απώλεια που το σύνθημα “πάρε με όταν φτάσεις δεν έφτασε ποτέ”, άλλαξε πρόσωπο και έγινε “Θα σε πάρω εγώ Παιδάκι μου όταν φτάσω”. Ό,τι και να ακολούθησε την επόμενη ημέρα, στο μυαλό των χυδαίων που σχολίασαν θα έπρεπε να παίζει μονάχα αυτός ο στίχος. “Μάτια του παιδιού μου/Που δεν θα φιλήσω”. Εκεί λοιπόν και χωρίς να έχουμε μπει στην θέση τον ανθρώπων που βρισκόταν πίσω από την σκηνή, στον μας καναπέ, ο ένας έπιασε το χέρι του άλλου, και επικράτησε σιωπή για μερικά λεπτά μέχρι.
Ώσπου, ανέβηκε στην σκηνή η σπουδαία Τάνια Τσανακλίδου, ντυμένη στα χρώματα της σημαίας της Παλαιστίνης, αφήνοντας ακόμη μία αιχμή για την κοινωνία που τελικά, δολοφονεί τους άμαχους. “Είμαι εδώ για να φωνάξω ότι δεν ξεχνάμε και δεν πρόκειται να ξεχάσουμε, δε θα ησυχάσουμε ποτέ αν οι ένοχοι δεν πάνε φυλακή”.
Φρόντισε λοιπόν με την περισσότερο πολιτική και λιγότερη καλλιτεχνική παρουσία της, να κινητοποιήσει όλο το στάδιο κι εμάς που δεν ήμασταν εκεί. Παιδιά μικρά, που δεν είχαν ιδέα για το τί εστίν Τάνια. Οι μπουνιές ξανάσηκωνωνται ακόμη πιο δυνατές στον Ανθρωπάκο της, το αίμα ξανακυλά, το μυαλό και το σώμα ξαναδιεκδικεί, χρειάστηκε μόνο μία σπουδαία ερμηνεύτρια να τραγουδήσει ακαπέλα και να ενώσει εκατομμύρια ανθρώπους σε όλη την Ελλάδα που θεωρήσαμε μέχρι τότε πως κοιμάται και μόνο αγκομαχά μένοντας άπραγη σε όσα της συμβαίνουν.
Ύστερα, η Μαρία Καρυστιανού, πλάι στο Σωκράτη, “Ένα ηχηρό όχι δεν ξεχνάμε δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Όλοι εμείς είμαστε πλέον ένα, νοιώθουμε το ίδιο καταλαβαίνουμε το ίδιο Αυτό που σκότωσε τα δικά μας παιδιά παραμένει ελεύθερο να σκοτώνει ξανά και ξανά. Ε λοιπόν ποτέ ξανά. Σήμερα όλη η Ελλάδα τραγουδάει τόσο δυνατά που σίγουρα ακουγόμαστε στους ουρανούς . Το μήνυμα είστε εσείς και ο αποδέκτης είναι ο ουρανός.” και εκείνη την στιγμή ακούστηκαν χειροκροτήματα στο σαλόνι. Ήταν σαν να μεταφερθήκαμε στο Καλλιμάρμαρο για λίγο.
“Άντε πάμε.” Είπε ο Σωκράτης και τελικά με την Ιουλία και τον Γιάννη και την Κοιλάδα των Τεμπών οι φωνές έφτασαν μέχρι πάνω και ξαναξύπνησαν εκείνη την θλιβερή ημέρα που ο καιρός ήταν γκρίζος και η υγρασία τρυπούσε τα κόκκαλα πλάι στα συντρίμμια μιας χώρας που έκτοτε δεν ξανάγινε ποτέ ίδια.
Τελευταίος ο Θανάσης, η τελευταία του συναυλία με το πιο ηχηρό κλείσιμο, όπως ακριβώς όφειλε να έχει. “Μακάρι, να μην χρειαζόταν να γίνει αυτή η συναυλία.” και μακάρι όλοι οι καλλιτέχνες να ήταν σαν αυτούς να σήκωναν στην πλάτη τους το εγερτήριο της αφύπνισης της οργής του κόσμου. Στο πλάι του, η υπέροχη Μάρθα Φριντζήλα, με το παλαιστινιακό της μαντίλι και ένα βραχιόλι με καρπούζια (συμβολικό).
Η Ανδρομέδα απλώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη σε κάθε σαλόνι, σε κάθε κερκίδα. Άστραψε και βρόντηξε τους πολίτες που θα έπρεπε να υπάρχουν εκεί έξω και να μην αφήνουν τίποτε να πέσει κάτω από το χαλί. Το τελευταίο τραγούδι για ένα αντίο που δεν θα έρθει, για ένα αντίο που τελικά είναι η αρχή για κάτι ακόμη πιο μεγάλο, για μαζικότητα που ψάχνουμε όλοι απεγνωσμένα, μέχρι η δικαιοσύνη να λειτουργήσει σωστά στην Ελλάδα, σε κάθε υπόθεση που το κράτος θα δολοφονεί αθώους.
Τα φώτα, σβήσανε, η τηλεόραση έκλεισε, το σαλόνι μας ήταν φουντωμένο με δεκάδες συναισθήματα, κανείς δεν μπορούσε άμεσα να σταυρώσει λέξη, δεν ξέραμε αν υπάρχει πρόταση να περιγράψει τις ώρες που πέρασαν. Ήταν τόσο έντονες, τόσο γεμάτες.
Μία σιωπή πριν από έναν αγώνα που ήρθε η ώρα να βοηθήσουμε όλοι να συνεχιστεί. Γιατί τελικά, στην Ελλάδα τουλάχιστον, αυτό που έχουμε, είναι ο ένας τον άλλον. Και τελικά, οι γονείς εκείνων των παιδιών έγιναν και δικοί μας.
Υ.Γ. Ελπίζουμε, πως η συναυλία της Θεσσαλονίκης θα γίνει κανονικά και δεν θα υπάρχουν εμπόδια…γιατί τότε θα μιλάμε για συζητήσουμε για ακόμη μία φορά περί συγκάλυψης…