Μίκης Θεοδωράκης: Οικουμενικός Επαναστάτης σε καιρούς αποσύνθεσης
Μερικές σκέψεις για το αιματοκύλισμα στη Γάζα και το παγκόσμιο αποτύπωμα του Μίκη Θεοδωράκη
Λέξεις: Στέλλα Βασιλακάκη
Στη Γάζα του σήμερα δεν παίζεται απλώς μια γεωπολιτική παρτίδα. Παίζεται το μέλλον της ανθρώπινης συνείδησης, η αντοχή της μνήμης, η ικανότητα του να αναγνωρίζουμε τον Άλλον, του να τον βλέπουμε από ίδιο ύψος.
Η ισραηλινή πολεμική μηχανή συνθλίβει έναν λαό εγκλωβισμένο στη λωρίδα της Ιστορίας, με την πλήρη ανοχή της Δύσης και την εκκωφαντική διπλωματική αφωνία των ισχυρών, που μεταφράζουν τη γενοκτονία σε «αυτοάμυνα» και την εξόντωση σε «αναγκαία επέμβαση».
Κι όμως, δεν είναι η πρώτη φορά που ο κόσμος βυθίζεται στη βαρβαρότητα, που το διεθνές δίκαιο παραβιάζεται κι ένας ολόκληρος πολιτισμός βαδίζει προς την κατάρρευση. Είναι όμως η πρώτη φορά, που η κόπωση της συλλογικής ψυχής ή αλλιώς η απώλεια του συλλογικού ασυνείδητου, είναι γεγονός.
Ταυτόχρονα με τούτη την παγκόσμια παραλυσία, η Ελλάδα του 2025, γιορτάζει τα 100 χρόνια γέννησης του μεγάλου συνθέτη, Μίκη Θεοδωράκη. Τη σπάνια περίπτωση ανθρώπου, που έχει χαράξει στη μνήμη όλων μας μια μορφή, με μάτια σχεδόν κλειστά και χέρια ανυψωμένα. Όπως διεκδικούσε δηλαδή, να υπάρχει στη ζωή.
Όχι για να κάνει πως δε βλέπει, αλλά γιατί έτσι συναντούσε την Ύπαρξη στον δονούμενο προορισμό της. Προσωπικά θεωρώ, ότι αυτός θα ήταν και ο τρόπος που θα στεκόταν σήμερα μπροστά σε αυτή τη σφαγή.
Όχι από απόγνωση, αλλά από προσήλωση στη βαθειά του πίστη, ότι η Τέχνη δεν είναι διακόσμηση του κόσμου.
Είναι διάνοιξή του. Όπως και η Δημιουργία, δεν είναι πράξη μόνον τεχνική ή αισθητική – είναι μια οντολογική δέσμευση. Να υπάρχεις μέσα από ένα άλλο πρόσωπο. Να αναγνωρίζεις το τραύμα του ως καθρέφτη μιας δικής σου βαθιάς πληγής.
Η μουσική του Θεοδωράκη, ως πολιτική ουσίας, αντί εξουσίας, και διαποτισμένη από αρχέτυπα αντίστασης, δεν υπήρξε μονάχα ελληνική.
Αλλά και οικουμενική. Και λίγο πιο πέρα, κι συμπαντική. Γι’ αυτό και κατάφερε να ακουστεί χιλιόμετρα μακριά. Ως μελωδία εκείνου που αρνείται να ζήσει χωρίς δικαιοσύνη, ακόμα κι αν χρειαστεί να πληρώσει το τίμημα της ελευθερίας του. Στη μουσική του συνθέτη, κάθε μορφή βίας είναι πρωτίστως βία απέναντι στο Είναι – απέναντι στην πιο θεμελιώδη σχέση που μπορεί να αποκτήσει ο άνθρωπος με το Σύμπαν: αυτή της Αρμονίας.
Κι όπως το Σύμπαν παλλόταν μέσα του, σαν ένας αόρατος, αλλά εντελώς παρόν ρυθμός, έτσι και ο ίδιος βίωνε την ύπαρξή του ως συμμετοχή σε μια μεγάλη συμφωνία του κόσμου, που το νόημα έρχεται μόνο όταν ενώνεσαι. Όταν υπάρχεις και υπάρχω.
Πώς όμως να υπάρξει ένα παιδί που γεννιέται κάτω από τα χαλάσματα της Γάζας; Ποια μελωδία είναι αυτή που μπορεί να παραχθεί, όταν οι συμφωνικές νότες της ψυχής του του διακόπτονται συνεχώς από το ανυπόφορο διάφωνο των εκρήξεων;
Μπροστά σ’ αυτές τις εκρήξεις, ίσως η πιο ειλικρινής στάση του Θεοδωράκη, δεν θα ήταν να τις υπερβούμε. Αλλά να παραδεχτούμε, ότι κάποιοι άνθρωποι αυτή τη στιγμή, σ’ ένα μέρος του πλανήτη, αρκετά κοντά μας, τις βιώνουν. Και ‘μεις κοιτώντας κατάματα αυτή την πραγματικότητα, σε μια ριζική και απενοχοποιημένη αναγνώριση της φρίκης, είμαστε αυτοί που μας καλούν να δημιουργήσουμε κάτι που να μπορεί να σταθεί απέναντί της. Μπροστά της. Και Εντός της. Όπως, δηλαδή, λειτουργούσε και η μουσική του συνθέτη: ένας ψυχικός μηχανισμός υπέρβασης, που μετασχηματίζει το Χάος σε Αρμονία – χωρίς να το ακυρώνει, αλλά διαπερνώντας το.
Διότι, στον κόσμο του Θεοδωράκη, δεν υφίσταται ουσία χωρίς συμμετοχή. Δικαιοσύνη χωρίς συγκίνηση. Δημιουργία χωρίς πνευματική ευθύνη. Και κυρίως, δεν υφίσταται «Εγώ» που να στέκεται μόνο του – γιατί η αλήθεια γεννιέται πάντα στη συνάντηση. Η λογική της εκδίκησης, της συλλογικής τιμωρίας, του εθνοκρατικού ναρκισσισμού, είναι ασύμβατη με αυτήν τη βαθιά ουσία της ύπαρξης που ο ίδιος, ως κοσμοαντίληψη, αναζητούσε.
Γι’ αυτό κι όποιος σήμερα βλέπει στη Γάζα «μια περίπλοκη κατάσταση», αρνείται να δει. Όποιος μιλά για «αναγκαία βία», έχει ήδη καταπατήσει την ουσία της ανθρωπότητας – που είναι σχέση, είναι συνύπαρξη, είναι αντίσταση στην κτηνωδία.
Κι ο Θεοδωράκης, ακόμα κι αν σήμερα δε βρίσκεται ανάμεσά μας, μας έχει αφήσει μια παρτιτούρα ολόκληρης της ζωής του για να μην ξεχνάμε ότι η μουσική του και η ίδια του η πορεία, δε σταματούσε στη συγκίνηση, αλλά έφτανε κι ένα βήμα πιο πέρα: στη μετακίνηση. Κι όπως το Σύμπαν, δεν είναι στατικό αλλά διαστέλλεται, δημιουργώντας διαρκώς ένα καινούριο χώρο γύρω του, έναν τόπο όπου το τίποτα γίνεται κάτι, έτσι κι ο άνθρωπος είναι αυτός που τώρα οφείλει να μετακινηθεί. Μέχρι που να μη σωπαίνουμε άλλο. Μέχρι που όταν κάποιος ξεκινάει να σκοτώνει, κάποιος άλλος ξεκινά να συντονίζεται σε μια τροχιά, μακριά από το απόλυτη κακό της ανθρωπότητας – την απάθεια.
Έως ότου, η αφύπνιση να μην είναι πολυτέλεια, αλλά επιτακτική ανάγκη κι ένστικτο βαθύ που δε τιθασεύεται.