ΝΕΡΟ: Αντί διαβούλευσης…
Τα παράδοξα ενός νομοσχεδίου που κατατέθηκε εν μέσω εθνικού πένθους και μετά από ελάχιστη περίοδο διαβούλευσης
Λέξεις: Διονύσης Λατινόπουλος
Κατατέθηκε στη Βουλή, εν μέσω εθνικού πένθους και μετά από ελάχιστη περίοδο διαβούλευσης το νομοσχέδιο με το οποίο γίνεται μετονομασία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) σε Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ), διευρύνοντας έτσι το αντικείμενο της με αρμοδιότητες εποπτείας και ελέγχου των υπηρεσιών ύδατος (ύδρευσης και αποχέτευσης) και διαχείρισης αστικών αποβλήτων.
Διαβάζοντας το νομοσχέδιο διαπιστώνει κανείς ότι η στόχευσή του είναι ξεκάθαρα η οικονομική διαχείριση του νερού σε σχέση με την τιμολόγησή του, την αποτελεσματική οργάνωση των υπηρεσιών και προφανώς και τις νέες επενδύσεις σε έργα ύδρευσης/αποχέτευσης από το ΕΣΠΑ ή το ταμείο Ανάκαμψης. Μια ρυθμιστική αρχή ωστόσο έχει συνήθως ως αντικείμενο να εποπτεύει και να ρυθμίζει μια ελεύθερη αγορά που λειτουργεί υπό συνθήκες ανταγωνισμού.
Στην περίπτωση των υδάτων (και ειδικά του πόσιμου νερού) έχουμε ένα φυσικό πόρο που αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και ο οποίος ως σήμερα τελεί υπό καθεστώς νόμιμου μονοπωλίου που είναι υπό την εποπτεία των κρατικών φορέων και της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Το πρώτο λοιπόν ερώτημα που γεννάται είναι πώς μια ρυθμιστική αρχή θα διαχειριστεί έναν τέτοιο πόρο χωρίς να αλλοιώσει τα παραπάνω χαρακτηριστικά του;
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, η νέα ρυθμιστική αρχή θα μπορεί να πιστοποιεί την επάρκεια των παρόχων υπηρεσιών ύδατος, να καθορίζει τη γενική τιμολογιακή πολιτική, να παρεμβαίνει στην τιμολογιακή πολιτική κάθε παρόχου και να επιβάλει πρόστιμα σχετικά με παραβάσεις ως προς την τιμολόγηση του νερού.
Το παράδοξο στο σημείο αυτό είναι ότι μέχρι σήμερα, η τιμολόγηση του νερού στις περισσότερες περιπτώσεις θεωρείται ότι είναι χαμηλότερη από το πλήρες κόστος του νερού. Συνεπώς, η ρυθμιστική αρχή αντί να έχει ως αντικείμενο την προστασία των καταναλωτών, το πιο πιθανό θα είναι να έχει ως αντικείμενο (ή ως πρόσχημα) την προστασία των υδατικών πόρων μέσω της ορθής κοστολόγησης και τιμολόγησης. Με απλά λόγια είναι πολύ πιο πιθανό στο μέλλον το κόστος του νερού να αυξηθεί (και μάλιστα αρκετά) παρά να μειωθεί. Το γεγονός ότι η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας η οποία θα χρησιμοποιηθεί ως «όχημα» αυτής της νέας ρυθμιστικής αρχής για τα ύδατα δεν έχει δείξει και τα καλύτερα διαπιστευτήρια για την ρύθμιση της τιμής της ενέργειας εγείρει ακόμα περισσότερες αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο θα «προστατευτεί» τελικά ο καταναλωτής.
Ένα άλλο ζήτημα είναι το ότι η νέα ρυθμιστική αρχή έρχεται σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο για τις δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης-αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) καθώς αυτές έχουν δοκιμαστεί σκληρά από το αυξημένο κόστος της ενέργειας, με το κόστος αυτό να έχει πολλαπλασιαστεί τον τελευταίο χρόνο χωρίς να επιδοτηθεί κατάλληλα (αξίζει να σημειωθεί ότι η διαχείριση/προσφορά του νερού είναι αρκετά ενεργοβόρα και άρα η αύξηση του κόστους της ενέργειας συνεπάγεται σημαντική αύξηση του λειτουργικού κόστους των ΔΕΥΑ). Το αυξημένο κόστος ενέργειας, σε πολλές περιπτώσεις δεν μετακυλίεται στους καταναλωτές (για κοινωνικούς λόγους) και το επωμίζεται η δημοτική επιχείρηση ύδρευσης-αποχέτευσης, καθιστώντας ωστόσο δύσκολη τη μελλοντική της οικονομική βιωσιμότητα. Σε μια τέτοια χρονική συγκυρία, με τη νέα ρυθμιστική αρχή πολλές ΔΕΥΑ κινδυνεύουν εξαρχής να θεωρηθούν μη βιώσιμες και άρα να συγχωνευτούν.
Κατά πόσο όμως οι συγχωνεύσεις μπορούν να λύσουν το πρόβλημα βιωσιμότητας; Τί οικονομίες κλίμακας πέρα από το (όποιο) κόστος διοίκησης μπορούν να πετύχουν και με τί συνέπειες ως προς την απομάκρυνση της λήψης αποφάσεων από περιοχή που γίνεται η διαχείριση του νερού (αντίθετα δηλαδή από ότι επιβάλει η Κοινοτική Οδηγία); Από την άλλη, με τη νέα ρυθμιστική αρχή να εξετάζει λογιστικά (και όχι κοινωνικά) το κόστος του νερού, θα είναι πιθανότατα μονόδρομος η αύξηση των τιμολογίων του νερού σε κάθε πιθανή αύξηση του κόστους ενέργειας.
Η εφαρμογή του προστίμου που το νομοσχέδιο προβλέπει επί των ακαθάριστων εσόδων των ΔΕΥΑ μοιάζει ακόμα πιο παράλογη καθώς το πρόστιμο αυτό ή θα κληθεί να το πληρώσει ο καταναλωτής ή θα οδηγήσει σε μείωση των ανταποδοτικών έργων των ΔΕΥΑ (άρα πάλι θα το πληρώσει έμμεσα ο πολίτης) ή θα οδηγήσει σε πιθανή χρεοκοπία την ΔΕΥΑ (άρα προκύπτει το ερώτημα ποιος θα αναλάβει την υπηρεσία αυτή στο μέλλον;). Το νομοσχέδιο προβλέπει επίσης την κάλυψη του κόστους λειτουργίας της ρυθμιστικής αρχής από τις επιχειρήσεις ύδρευσης, άρα και πάλι προβλέπεται μια (αδιευκρίνιστη προς το παρόν) ποσοστιαία αύξηση των λογαριασμών των καταναλωτών!
Όλα τα παραπάνω δημιουργούν την αίσθηση ότι επιχειρείται για μια ακόμα φορά μια έμμεση ιδιωτικοποίηση του νερού, μια ιδιωτικοποίηση που μέχρι σήμερα έχει αποτραπεί αρκετές φορές, χάρη στην κινητοποίηση των πολιτών και σε μια σειρά από δικαστικές μάχες που οδήγησαν σε θετικές (ως προς το δημόσιο χαρακτήρα του νερού) αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (από το 2014 ως και πριν μερικούς μήνες). Και είναι πραγματικά παράδοξο το γεγονός ότι δεν αποτελεί μονόδρομο αυτή η επιλογή.
Αντίθετα, η ορθή διαχείριση των υδάτων (συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής τους διάστασης και της βέλτιστης τιμολόγησης του νερού) καθώς και η σύγχρονη υδατική διακυβέρνηση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσω της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων, όπως όριζε η εθνική νομοθεσία, αλλά και μέσω της αναβάθμισης της Γενικής Γραμματείας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων.
Πολλά λοιπόν τα παράδοξα του νέου νομοσχεδίου που επιβάλλουν την άμεση έναρξη μιας πραγματικής διαβούλευσης όλων των αρμόδιων φορέων (ακόμα και αν υπερψηφιστεί το νομοσχέδιο) με στόχο μια σύγχρονη και αποτελεσματική υδατική διακυβέρνηση, που θα εξασφαλίζει το δημόσιο χαρακτήρα του νερού.
*πηγή εικόνας: Unsplash