Όλα εκείνα που μου έχουν λείψει από το ελληνικό καλοκαίρι
Ελληνικό καλοκαίρι προς... οριστικήν πώλησιν
Χθες έφτασα στο εξοχικό μας σπίτι, στο δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής, σε ένα συγκρότημα, σε ένα ψαροχώρι που κάποτε είχε λιγοστά ενοικιαζόμενα δωμάτια και τρεις ταβέρνες.
Ήρθα στο σπίτι να το καθαρίσω, να μπει ο αέρας του δάσους που ακόμη δεν έχει καεί και τόσα χρόνια μας προσφέρει απλόχερα την δροσιά του. Να φύγει από μέσα του η υγρασία του χειμώνα που φουσκώνει τους τοίχους.
Κάθε φορά που έρχομαι σε αυτό το σπίτι, ακόμη, ακούω τις παιδικές φωνές του συγκροτήματος, βλέπω εμάς να παίζουμε μήλα και κρυφτό και τους γονείς μας να κάθονται στα μπαλκόνια και τις αυλές και να μας χαζεύουν.
Σαν να πέρασε μίαν ολόκληρη ζωή από τότε. Ένα άδειο χωριό που γέμιζε μονάχα με όσους είχαν τα εξοχικά τους, μία πλατεία με ένα mini market και φθηνά υλικά αγαθά, ζουμερά ψάρια και τηγανιτά μαλάκια να μαγειρεύονται στα μαγειριά των ταβερνών και πάντοτε κενά τραπέζια για να κάτσεις και να αγναντέψεις το λιμανάκι και να γεμίσεις με την μυρουδιά του βρεμένου χώματος από την αλμύρα.
Μέσα Ιουλίου -τότε- να βουτάς στην 3 χιλιόμετρα θάλασσα και δίπλα σου να μην υπάρχει ψυχή, να γυρνάς στο σπίτι και να ακούς την γιαγιά από την κουζίνα να φωνάζει “τα γεμιστά είναι έτοιμα” και ο καπνός από την κοινόχρηστη ψησταριά να σε κάνει να ζηλεύεις τις πανσέτες ή τα σχαράτα ψάρια των δίπλα. Να μαζεύεστε όλα τα παιδιά του συγκροτήματος στο σπίτι, για ώρες κοινές ησυχίας – ή για να κοιμηθούν οι μεγάλοι- και να βλέπετε τα μπαλκόνια των άλλων, ρίχνωντας κλεφτές ματιές για να πάει 5 μ.μ. και να κατευθυνθείτε με τα ποδήλατα στην θάλασσα για beach volley.
Να επιστρέφετε με το που βυθιστεί ο ήλιος στην θάλασσα και το βράδυ να συγκεντρώνεστε στις αυλές με μία κιθάρα και επιτραπέζια, κάτω από τον υπέρλαμπρο απ’ άστρα ουρανό της τότε Χαλκιδικής. Μέσα Ιουλίου τώρα και πια το αμάξι σου δεν χωρά στο parking, παιδικές φωνές δεν κάνουν αντίλαλους στο συγκρότημα, το ήσυχο ταβερνάκι που έτρωγες με την φαμίλια κάθε Κυριακή θέλει κράτηση και το τηγανιτό καλαμαράκι με την χωριάτικη που επιπλέει στο λάδι έχει αντικατασταθεί με καρπάτσιο στα μόλις 18 ευρώ το πιάτο. Μέσα Ιουλίου και από τα μπαλκόνια βλέπεις τα παιδιά της επόμενης γενιάς να βυθίζονται στην οθόνη, με στερήσεις φαντασίας για παιχνίδια θεατρικά. Μέσα Ιουλίου και οι μισοί παιδικοί σου φίλοι πούλησαν τα σπίτια τους σε Βαλκάνιους.
Μέσα Ιουλίου και το ελληνικό καλοκαίρι πια, ξεψυχά στα τελευταία τρανς πάρτι που γέμισαν την απέραντη παραλία που την θυμάσαι άδεια. Μέσα Ιουλίου και ψάχνεις ένα κενό ανάμεσα σε beach bar και ομπρέλες να δροσίσεις το κορμί σου σε μία θάλασσα που μοιάζει σαν να έχει βουτήξει στον θερμοσίφωνα. Μέσα Ιούλιου και το δάσος δίπλα σας κόβεται στα δυο από μεζονέτες πολυτελείας και δεν αναπνέει. Μέσα Ιουλίου και η κάθε κρυφή παραλία που ήξερες έχει πια γίνει ιδιωτική. Μέσα Ιουλίου και την βάρκα πια δεν την παίρνεις, ξέρεις πως τα ψάρια έφυγαν. Μέσα Ιουλίου και ένα ψωμί στο mini market της πλατείας κοστίζει μόλις 4 ευρώ.
Μέσα Ιουλίου και το μπαράκι που πήγαινες στα 18 σου, που έμοιαζε με καφενείο σερβίρει ναργιλέ. Μέσα Ιουλίου και οι γιαγιάδες, δεν τηγανίζουν πια μελιτζάνες να μυρίσει το συγκρότημα όλο. Μέσα Ιουλίου και παραδίπλα καίγεται ένας οικισμός.
Το ελληνικό καλοκαίρι υπήρχε μέχρι το 2015, μετά έγινε τουριστικό, φθηνό και απρόσωπο. Καμία ακτή, κανένα ψαροχώρι δεν θα ξανανοιώσει όπως ένιωθε τότε. Θα βυθίζεται σε έναν ατελείωτο βούρκο, που θα διώχνει εκείνους που το αγάπησαν και θα αγκαλιάζει το χρήμα, λυπάμαι που τα νέα παιδιά δεν θα ζήσουν την Χαλκιδική όπως μας την έμαθαν εμάς οι γονείς μας και λυπάμαι που η γενιά μου, δεν θα μπορέσει να ταξιδέψει στα νησιά της γενέτειράς της.
Ελληνικό καλοκαίρι προς οριστικήν πώλησιν.
*Υ.Γ. Επιστρέφω πάντοτε στο μέρος που με μεγάλωσε στην άδεια μου, στο μέρος που ερωτεύτηκα πρώτη φορά, που έσκισα τα γόνατα μου, που έγινα λίγη, που έγινα μεγάλη, μ’ αυτό, όλο με πληγώνει.