Όσα κατέγραψα στο ημερολόγιό μου την πρώτη ημέρα λειτουργίας του Μετρό Θεσσαλονίκης
5 αντιδράσεις που ξεχωρίσαμε και ένας ενθουσιασμός όμοιος με το πρώτο φιλί
Το ημερολόγιο γράφει Σάββατο 30/11, έχουν περάσει μόλις 40 χρόνια από τότε που η πόλη άκουσε την λέξη μετρό πρώτη φορά.
Σηκώνομαι από το κρεβάτι και ανοίγω τα πατζούρια, με άλλον αέρα, ευρωπαϊκό -κοιμηθήκαμε Βαλκάνιοι, ξυπνάμε Ευρωπαίοι, όπως όλοι γράφουν στις αρχικές σελίδες των social media- ο καιρός έξω απόκοσμος, 8 μποφόρ, μαύρος ουρανός, βροχή. Γεμίζω μία κούπα καφέ και κάθομαι για λίγα λεπτά και χαζεύω την Ολύμπου.
Κάνω το λάθος να βγάλω το κινητό μου από λειτουργία πτήσης. Χάος, ειδοποιήσεις από όλα τα site Ελλάδας-Θεσσαλονίκης “αντίστροφη μέτρηση για τα εγκαίνια του μετρό”, “ο Μητσοτάκης πάτησε το κουμπί”, “πτώσεις δέντρων στο κέντρο της πόλης”, “οι πρώτοι επιβάτες του μετρό”, “δελφίνια στον Θερμαϊκό”, “πτώση γέφυρας Δενδροποτάμου” – ξαφνικά η πόλη είχε μετατραπεί σε σκηνικό χολιγουντιανής ταινίας και πρωταγωνιστές ήμασταν εμείς. Η λάμψη της ήταν όμοιας με του Σεπτεμβρίου, μόνο που τώρα δεν είχαμε πια υποσχέσεις.
Ύστερα από λίγο, ξεκίνησαν τα μηνύματα από φίλους “τι ώρα θα βρεθούμε;”, “σε ποια στάση θα κατέβουμε;”, “θα πάρετε μετρό”, “εγώ θέλω να πάω βόλτα”, “βλέπετε τι γίνεται στις αποβάθρες;” οι ομαδικές του messenger είχαν γεμίσει ειδοποιήσεις, μετρούσαν τουλάχιστον 10 ανά δευτερόλεπτο.
Δεν ήξερα τι να πρωτοαπαντήσω, βιντεάκια από το tik-tok πήγαιναν και ερχόντουσαν, ξαφνικά είχαμε γίνει η πιο viral πόλη στον κόσμο – γιατί, όχι;. Κάπου εκεί ξεκίνησε και το beef στα social media με την Αθήνα, “πώς νοιώθετε που το μετρό μας είναι καλύτερο”, φωτιά τα hate commends από Αθηναίους. Μία σύγκριση που ποτέ κανένας δεν χρειάστηκε και παρ’ όλα αυτά τραβάει χρόνια. Σουβλάκι- Καλαμάκι, Μανό-Όζα, Μετρό-Μετρό.
Ομολογουμένως, ναι, εμείς τα παιδιά που μένουμε και μεγαλώσαμε Θεσσαλονίκη, πάντα στην Αθήνα παίρναμε μετρό για βόλτες, γιατί ακούγαμε πως θα έρθει και ποτέ δεν εμφανιζόταν. Ζηλεύαμε πολύ αυτή την πολυτέλεια της συγκοινωνίας, ταξιδεύαμε 4 μέρες εκεί και μας φαινόταν παράδεισος, γυρνούσαμε πίσω πάλι τα ίδια -στιβαγμένοι σε λεωφορεία που έκαναν να φτάσουν 20-25 λεπτά. Νομίζω λοιπόν, μας αξίζει η περίσσια χαρά και ας ξεχάσαμε για λίγες μέρες τις πληγές που άφησε στην πόλη και τα λεφτά που φαγώθηκαν.
Αφού λοιπόν, απόλαυσα τον καφέ μου, με φόντο την καταστροφή του Νώε που ξερίζωνε ένα-ένα τα δέντρα της Ίωνος Δραγούμη, ξεκίνησα να ετοιμάζομαι, για να κατέβω στον πολύπαθο σταθμό της Βενιζέλου. Μετά από τόσα χρόνια, οι λαμαρίνες έφυγαν από το Αλκαζάρ και το Μπεζεστένι, οι κρυφές -για μας τους νεότερους- ιστορικές ομορφιές της πόλης αποκαλύφθηκαν. Γύρω από το Κάραβαν και το Στέρεο δεν έχει πια λαμαρίνες, τα τραπεζοκαθίσματα βλέπουν την πληγωμένη Εγνατία. “Πόσο περίεργο” λέω από μέσα μου.
Στις σκάλες στέκονταν δεκάδες διαφορετικών ηλικιών, κάποιοι από αυτούς μπορεί να μην είχαν ποτέ την ευκαιρία να πάρουν μετρό, κάποιοι άλλοι, μπορεί απλά να κατέβηκαν στην αποβάθρα και να μην το εμπιστεύτηκαν, ένα ξέρω, πως όλοι εκείνη την ημέρα ήταν χαμογελαστοί, είχα να δω καιρό τόσο φως σε μία ακατάπαυστη μαυρίλα.
Κατέβηκα σαν βάρκα που επιπλέει στο ποτάμι, ένα-ένα τα σκαλιά. Στεκόμουν σε κάθε όροφο, μπορεί να μην είχε και τίποτα, όμως παρατηρούσα και ρουφούσα την κάθε λεπτομέρεια.
Ώσπου έφτασα στα αρχαία – που σε αυτή την ημέρα δεν θα σχολιάσω το πόσο πόνεσαν- θα πω μονάχα ότι με διαπέρασε ένα ρίγος συγκίνησης και στο μυαλό μου έτρεξε ο κυρ-Γιάννης που μέχρι τελευταία στιγμή πολέμησε γι’ αυτά.
Εκεί μία μαμά, είπε στο παιδί της “αυτή είναι η ιστορία της πόλης μας – ο Θησαυρός μας και αν σκάψουμε γύρω τριγύρω θα βρούμε κι άλλα έπαθλα”, τα μάτια του παιδιού έλαμψαν και την ρώτησε “μπορούμε δηλαδή να παίξουμε στο μετρό κυνήγι θησαυρού;” Χαμογέλασα και περιηγήθηκα μόνη, γύρω τους, κάποιοι έβγαζαν φωτογραφίες, άλλοι έλεγαν ατάκες του στιλ “γι’ αυτά δεν είχαμε μετρό τόσα χρόνια; ένα μάτσο πέτρες είναι”- ε, και τι να κάτσεις να εξηγήσεις τώρα. Όσο κατέβαινα οι εικόνες ήταν ακόμη πιο έντονες.
Ένα αγόρι φίλησε την κοπέλα του και της είπε “σου είπα πως θα είμαστε μαζί μέχρι να ανοίξει το μετρό”, μία παρέα νέων ατόμων χάζευε τις τζαμαρίες μέχρι να φτάσει ο συρμός και έλεγαν μεταξύ τους χαμογελαστά “απίστευτο”, ένας μπαμπάς πήρε τον μικρό του γιο αγκαλιά και του είπε “με αυτό το τρένο που θα έρθει τώρα θα πηγαίνουμε από την Δευτέρα στο σχολείο” και ο μικρός του γέλασε ξεφύσηξε και του είπε, “πάλι καλά, κρύωνα πάνω στο μηχανάκι”, μία γιαγιά με έναν παππού αγκαζέ σχολίαζαν “ζήσαμε να το δούμε κι αυτό”.
Μέχρι που έφτασε ο συρμός κι εκεί κι εγώ ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει, μόνο στο άκουσμα του. Άνοιξαν οι πόρτες, μπήκαμε μέσα και χάζευα από το παράθυρο την διαδρομή. Μπορεί να είναι τόσο μικρή, να έχει μόνο μία γραμμή, όμως είναι μία μικρή ανάσα και μία ελπίδα πως θα μπορέσει αυτή η πόλη να συναγωνιστεί άλλες μεγάλες όμοιές της.
Έφτασα στα πανεπιστήμια, συναντάω την φίλη μου η οποία είναι από την Αλεξανδρούπολη και μου λέει “είναι η καλύτερη ημέρα της ζωής μου, έφτασα από την Μαρτίου στο κέντρο σε 11 λεπτά, δεν το πιστεύω. Δεν μπορώ να καταλάβω καν εσύ πως νοιώθεις που μεγάλωσες εδώ και μόνο το άκουγες σαν να είναι φάντασμα τόσα χρόνια.”
Όντως για εμάς ήταν ένας αστικός μύθος που, στο πέρασμα του, έκλεισε δεκάδες καταστήματα, δίχασε, εξόντωσε, άφησε γειτονιές στην απ’ έξω και τελικά ήρθε – μπορεί μισοτελειωμένο, όμως είναι εδώ.- Ένας ενθουσιασμός, που δεν μπορώ να περιγράψω, σαν ένα φιλί ανανέωσης σε κάτι καλύτερο που ίσως καταφέρει να κρατήσει τα παιδιά της ηλικίας μου εδώ.