Πού πηγαίνουν τα τραγούδια όταν «κόβονται» από τα ραδιόφωνα;
Πότε ένα τραγούδι χαρακτηρίζεται "παλιακό" και πόσο αυτή η τακτική των ραδιοφώνων απομάκρυνε ένα μεγάλο κοινό που περιορίζεται πλέον να τα ακούει στο αυτοκίνητο
Με αφορμή την κυκλοφορία μίας παλιάς ηχογράφησης της Χαρούλας Αλεξίου από τον συνθέτη Θοδωρή Παπαδόπουλο, μαθαίνω πως υπήρξε μεγάλο ραδιόφωνο της Αθήνας που χαρακτήρισε «παλιακό» αυτό το τραγούδι, τονίζοντας μάλιστα στους ανθρώπους που κινούν τις διαδικασίες προβολής και διανομής του πως δεν θα το συμπεριλάβουν στις λίστες τους.
Κοινώς, δεν θα το παίξουν στο πρόγραμμα τους, γιατί… «Είναι παλιακό». Δηλαδή, πρόκειται για τραγούδι που δεν συμβαδίζει με την εποχή που διανύουμε.
Και η αλήθεια είναι πως όντως το συγκεκριμένο τραγούδι, είναι από μία ηχογράφηση προ δεκαετίας, που ενδεχομένως τα μουσικά πράγματα και οι μουσικές μόδες να ήταν αλλιώτικες. Ίσως, και θα το βάλω κι αυτό ως ενδεχόμενο, ένα τόσο μεγάλο μουσικό ραδιόφωνο να γνωρίζει καλύτερα από εμένα τον αφελή που λειτουργώ με το συναίσθημα και εντυπωσιάζομαι κάθε φορά που κυκλοφορεί κάτι καινούριο με τη φωνή της Χαρούλας.
Από την άλλη όμως, δε μπορώ να κατανοήσω αυτή την καινούρια νοοτροπία των ραδιοφώνων, που λειτουργούν αποκλειστικά με playlist ορίζοντας μέσα σε ένα 24ωρο ποια – τραγικά λίγα – τραγούδια θα παίξουν στο πρόγραμμα τους, αποκλείοντας άλλα με αιτιολογίες όπως είναι «παλιακά». Άραγε, θα ήθελα μετά από αυτές τα σκέψεις μου να μου απαντήσει κάποιος από αυτούς τους πολύ ικανούς διευθυντές προγραμμάτων των must ραδιοφώνων, αν υπάρχουν και άλλες αιτιολογίες απόρριψης ενός τραγουδιού που «κόβεται» πριν καλά καλά δοκιμαστεί πριν στο αυτί του ακροατή του.
Γιατί – θα σας πω κάτι και μη πείτε ότι το μάθατε από μένα – τα τραγούδια γράφονται και κυκλοφορούν για να φτάσουν στα αυτιά των ανθρώπων. Κι όταν το μέσο που για χρόνια στάθηκε ο αγωγός αυτής της διαδρομής από το στούντιο στο σπίτι του ακροατή, παύει να εκτελεί τον ρόλο του – να μεταδίδει δηλαδή τραγούδια καινούρια – αργά ή γρήγορα ο ακροατής θα αναζητήσει αλλού τον τρόπο.
Κάτι βέβαια που συνέβη τα τελευταία χρόνια, συρρικνώνοντας την δυναμική των ραδιοφώνων αλλά και τις ώρες που οι άνθρωποι τα ακούν, αντικαθιστώντας την έκπληξη του νέου – που εμείς παλιότερα βιώναμε καθιστοί στο πάτωμα, μπροστά από ένα ραδιοφωνάκι που έπαιζε αγαπημένα αλλά και καινούρια τραγούδια που μόλις κυκλοφορούσαν και κάποιος εκφωνητής αναλάμβανε τον ρόλο να μας τα συστήσει – με πλατφόρμες όπως παλιότερα το MySpace και σήμερα το Spotify ή το Bandcamp για τους πιο ψαγμένους. Δεν είναι τυχαίο που όλο και λιγότεροι άνθρωποι ακούν πλέον ραδιόφωνο στο σπίτι, αλλά το προτιμούν όταν θέλουν «απλά κάτι να παίζει» στη δουλειά ή στο αυτοκίνητο. Δεν είναι τυχαίο που και τα ίδια τα ραδιόφωνα έχασαν με τον καιρό τον μουσικό τους χαρακτήρα, βασίζοντας το πρόγραμμα τους σε όλο και περισσότερες εκπομπές λόγου που τα τραγούδια απλά έχουν τον ρόλο «γέφυρας» μεταξύ των διαλόγων.
Για να μιλήσουμε όμως και με αριθμούς, ο μέσος Ευρωπαίος σύμφωνε με έρευνα ακούει ραδιόφωνο 138 λεπτά την ημέρα, τo 69% των Γερμανών και το 67% των Ιρλανδών ακούει ραδιόφωνο καθημερινά. Κατά μέσο όρο το 53% των Ευρωπαίων ακούει ραδιόφωνο καθημερινά, ενώ μόνον το 40% των Ελλήνων κάνει το ίδιο, και οι περισσότεροι από αυτούς το ακούν κυρίως στο αυτοκίνητο και βεβαίως από τα κινητά τηλέφωνα. Η ψηφιακή ραδιοφωνία αρχίζει να αναπτύσσεται έντονα και στην Ευρώπη, σε ένα διαδίκτυο που αφήνει ακόμα τα πράγματα πιο ελεύθερα και – μοιραία – και πιο δημιουργικά.
Το να βάζεις λοιπόν τον χαρακτηρισμό «παλιακό» σε ένα τραγούδι, σε μία εποχή μάλιστα που το καλό τραγούδι περνάει τις δικές του υπαρξιακές κρίσεις, είναι τουλάχιστον αστείο, όταν μάλιστα αυτό έχει και τη φωνή μίας από τις σπουδαιότερες ερμηνεύτριες που πέρασε ποτέ από αυτή την χώρα. Όταν θα έπρεπε κάθε ραδιόφωνο, να προωθεί νέες κυκλοφορίες και να κρίνει το κοινό τελικά αν θα το αγαπήσει ή όχι αυτό το νέο τραγούδι.
Θυμήθηκα μάλιστα, πως πριν δύο περίπου χρόνια, ακριβώς την ίδια λέξη είπε ραδιόφωνο σε έναν νεότερο ερμηνευτή με αξιόλογη πορεία, όταν τους πήγε το νέο του τότε τραγούδι. Ο όρος «παλιακό» φαίνεται για αυτά τα ραδιόφωνα να χαρακτηρίζει μία γκάμα τραγουδιών που για κάποιους λόγους δεν μπορούν να «κάνουν αλλαγή» με άλλα τραγούδια που επιλέγουν, χαρακτηρίζοντας τα «πασέ». Από την άλλη βέβαια, ξέρουμε πως τα μισά από τα τραγούδια που παίζονται στα καλά ραδιόφωνα της χώρας, προέρχονται από το παρελθόν, αλλά αυτά… για κάποιον άλλον λόγο δεν είναι «παλιακά».
Στη λογική λοιπόν του αυγού και της κότας, την όποια μεγάλη κρίση περνάει το ελληνικό τραγούδι, και πέρα από όποια προβλήματα υπάρχουν όντως ακόμα και στο δημιουργικό κομμάτι του, αναρωτιέμαι τελικά ποιος είναι υπεύθυνος για το ότι σήμερα δεν ακούμε πολλά καινούρια τραγούδια που να μας συγκινούν. Φταίνε οι δημιουργοί ίσως που δεν τολμούν; Φταίνε οι τραγουδιστές με ό, τι επιλέγουν; Φταίνε οι δισκογραφικές ή φταίνε τα ραδιόφωνα που λειτουργούν με μία λογική φασόν πλέον, απορρίπτοντας ένα μεγάλο αριθμό νέων κυκλοφοριών που τελικά ο ακροατής δεν έχει την ευκαιρία ούτε να τα ακούσει;
Ερωτήματα που δε γνωρίζω αν μπορούν να απαντηθούν εύκολα, αν και για μένα προέχει το μεγάλο ερώτημα: Που πηγαίνουν τα τραγούδια που «κόβονται» από τα ραδιόφωνα;
Η ιστορία του ραδιοφώνου
Το ραδιόφωνο στην ουσία ήταν το μέσο μαζικής επικοινωνίας που γεννήθηκε, ήκμασε και εν μέρει παρήκμασε στον εικοστό αιώνα. Πριν από την έλευση της τηλεόρασης, το ραδιόφωνο αποτελούσε την κύρια μορφή μαζικής ψυχαγωγίας, ενημέρωσης και επιμόρφωσης προσφέροντας όχι μόνο μια συναρπαστική και καινούργια εμπειρία στον άνθρωπο, αλλά και έναν κόσμο γεμάτο από ήχους, φωνές και μουσικές. Ήταν το μέσο που εκμηδένιζε αποστάσεις, προσφέροντας ταυτόχρονα τεράστιες δυνατότητες στην πολιτιστική ανάπτυξη και σημαντικές ευκαιρίες στη ψυχαγωγία και την ενημέρωση των ανθρώπων. Αν και το ραδιόφωνο σε όλες τις χώρες αποτέλεσε τον προπομπό της τηλεοπτικής έκρηξης, η έκρηξη αυτή ήταν ο ανασταλτικός παράγοντας της ανάπτυξής του.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1910 έως το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, διάφοροι ραδιοερασιτέχνες προκάλεσαν «νέο θόρυβο» στις γειτονιές, όπου ραδιοερασιτέχνες σε διάφορες περιοχές συναρμολογούσαν τους πολύ απλούς, για τα σημερινά δεδομένα, ραδιοφωνικούς πομπούς και δέκτες. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος έδωσε τη μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη του ραδιοφώνου, κυρίως για στρατιωτικούς λόγους και για την εκπαίδευση των χειριστών της ασύρματης επικοινωνίας. Οραματιστές της εποχής εκείνης θεώρησαν τις δυνατότητες που διαφαίνονταν για την ασύρματη μετάδοση προγραμμάτων όχι μόνο μια συναρπαστική και καινούργια εμπειρία του ανθρώπου, αλλά και μια υπηρεσία προς όφελος του κοινού με τη δημιουργία ενός κόσμου γεμάτου από ήχους, φωνές και μουσική.
Τις επόμενες δεκαετίες, το ραδιόφωνο έγινε η παρέα των ανθρώπων. Την δεκαετία του ’80 και του ’90, στην Ελλάδα η ραδιοφωνία ανθεί και δημιουργεί μέχρι και σταρ. Παραμένει η απόλυτη παρέα των νέων ανθρώπων που ακούν όλη μέρα τραγούδια στην αγαπημένη τους συχνότητα. Είναι η εποχή που το ραδιόφωνο γίνεται από ανθρώπους που αγαπούν πολύ τη μουσική. Ανακαλύπτουν, προτείνουν και μεταδίδουν. Στο πέρασμα των χρόνων και λόγω ενδεχομένως της ανάγκης για επιβίωση, τα ραδιόφωνα έχασαν τον αθώο χαρακτήρα τους, φτάνοντας σήμερα να μιλάμε πια για… “κομμένα” τραγούδια από κάποια ραδιόφωνα που προτιμούν να παίζουν τα ίδια και τα ίδια.