Το αντί-Avatar: Η διαφορετική όψη των VFX
Ο Νικόδημος Τριαρίδης αναλύει την πραγματική καλλιτεχνική αξία των VFX
Μείνατε έκθαμβοι, αγαπητοί αναγνώστες, από την τολμηρή αισθητική του “Poor Things” του Γιώργου Λάνθιμου. Πρωτύτερα, εντυπωσιαστήκατε από το κομιξίστικο στυλιζάρισμα της μιλλερικής δυάδας “Sin City”-”300”.
Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ακόμη θυμούνται τον εξωπραγματικό συνδυασμό κινουμένων σχεδίων και ζωντανών ηθοποιών στο “Who Framed Roger Rabbit”, ενώ όλες οι γενιές, ανεξαρτήτως ηλικίας, εξακολουθούν να γοητεύονται από το θρυλικό καστ των Muppets, παρόλο που γνωρίζουν ότι είναι κούκλες. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, αποκηρύξατε το “Megalopolis”, αγνοήσατε το “Speed Racer”, παρερμηνεύσατε το “Tron”, και ούτε ένας από εσάς γνωρίζει καν το όνομα του Μάικ Τζίτλοβ (το οποίο θα μάθετε σε μελλοντικό άρθρο).
Έκανα αυτόν τον εκτενή πρόλογο για να φτάσω σε δύο διαπιστώσεις, μέσα από τις οποίες, σαν καινούργιος Σωκράτης, θα εκμαιεύσω από εσάς, αγαπητοί αναγνώστες, την πραγματική καλλιτεχνική αξία των VFX: Πρώτον, έχετε δει και αγαπήσει τουλάχιστον μία ταινία στη ζωή σας δίχως φωτορεαλιστικά ειδικά εφέ (δηλαδή το είδος εφέ που χρησιμοποιεί ο Κάμερον για τα “Avatar”, όπως έχω αναλύσει σε προηγούμενο άρθρο). Δεύτερον, όπως συμβαίνει εν αγνοία σας και όταν κρίνετε φωτορεαλιστικά VFX, δεν ανταποκρίνεστε με το ίδιο ενδιαφέρον σε κάθε ταινία με στυλιζαρισμένα VFX· μπορεί τα αψεγάδιαστα και λεπτοδουλεμένα ανιμέησιον του Ζεμέκις στο “Roger Rabbit” να σας ενθουσιάζουν, αλλά το λιγότερο ραφιναρισμένο “Cool World” του Μπάκσι σας προκαλεί αμηχανία.
Ανεξάρτητα από τις ξεχωριστές αρετές/αδυναμίες της εκάστοτε ταινίας, ο (φωτο)ρεαλισμός ανέκαθεν ήταν πιο, ελλείψει καλύτερης λέξης, “ελκυστικός” σε ένα ευρύτερο κοινό καθώς παρουσιάζει κάτι συγγενές με την πραγματικότητα, ακόμη και αν η θεματική ανήκει στη σφαίρα του φανταστικού. Για να μην αναλωθούμε σε μια ιστορία της Δυτικής Τέχνης, ας περιοριστούμε στο ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Κάμερον παρουσιάζει τους εξωγήινους της Πανδώρας φαντάζει πιο “πραγματικός” από το φαινομενικά πιο “προσγειωμένο” περιβάλλον του “Sin City”, καθώς ο Ροντρίγκεζ επέλεξε να υπερτονίσει την πλαστότητα του μέσου αντί να την αποκρύψει.
Μέχρι τώρα, αν αλλάζαμε τίτλους και πρόσωπα, θα μπορούσα κάλλιστα να μιλούσα για τους Εξπρεσιονιστές του 1920. Τα VFX είναι μάλλον άσχετα με μια συζήτηση που στον πυρήνα της αφορά τη σκηνοθεσία, τουλάχιστον μέχρι να σας θέσω το ακόλουθο ερώτημα: θεωρείται το μοντάζ, τρόπον τινά, “VFX”; Οι ασυναγώνιστες Λάνα και Λίλι Γουατσόφσκι απαντούν καταφατικά· η διάσημη σκηνή όπου ο Νίο αποφεύγει τις σφαίρες στο “The Matrix” αποτελεί τη μπαρόκ γουατσοφσκική εκδοχή του “εφέ Vertigo” που χρησιμοποίησε ο Χίτσκοκ στην ομώνυμη ταινία, ενώ το “Speed Racer” υπερπηδά τον πήχη που έθεσαν οι διπλές προβολές του Γκανς ενενήντα χρόνια πρωτύτερα για να δημιουργήσει ένα χαοτικό οπτικό ντελίριο που περισσότερο το σινεμά του Ομπαγιάσι προσεγγίζει παρά τη συμβατική φόρμα του μπλοκμπάστερ.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το μυστικό όπλο των Γουατσόφσκι ήταν τα καθαυτά VFX, καθώς η σκηνοθετική τους εφευρετικότητα υπερβαίνει τους φυσικούς περιορισμούς του πραγματικού γυρίσματος, και ως εκ τούτου θεμελιώνει τα VFX ως αναπόσπαστο τμήμα της καλλιτεχνικής φύσης της ταινίας αντί για ένα εμπόδιο που μετριότεροι σκηνοθέτες δεν γνωρίζουν καν πώς να “υπερβούν”, πόσο μάλλον να αξιοποιήσουν δημιουργικά. Στα κατάλληλα χέρια, μάλιστα, τα VFX γίνονται αυτοσκοπός ολόκληρης της ταινίας όπως συνέβη ήδη από τον προπάτορα ολόκληρου του είδους, το “Tron” του Λίσμπεργκερ (το οποίο θα αναλυθεί πιο λεπτομερώς σε μεταγενέστερο άρθρο).
Οφείλει, ωστόσο, κάθε ταινία, να έχει τη στυλιστική τόλμη (κάποιοι θα την έλεγαν και θρασύτητα) του “Speed Racer”; Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, σκηνοθέτης του “Megalopolis” (και μερικών άλλων άγνωστων ταινιών) θα ούρλιαζε “ναι” από τα μεγάφωνα, αλλά εγώ θα αρκεστώ σε ένα πιο μετριασμένο “εξαρτάται”· το ζητούμενο αυτής της τριλογίας άρθρων δεν είναι να καταδικάσουμε τον Κάμερον (σάμπως ο φωτορεαλιστικός κόσμος της Πανδώρας απαιτεί λιγότερη μαεστρία από τα πλαστικά σκηνικά του Λάνθιμου;), παρά να αρχίσετε να αντιλαμβάνεστε ότι τα VFX δεν χρησιμεύουν μονάχα για να εμφανιστούν δράκοι στην οθόνη, αλλά μπορούν να συμβάλλουν στην αισθητική της εκάστοτε ταινίας όπως συμβαίνει με τη διεύθυνση φωτογραφίας, τα κοστούμια, και τις ερμηνείες.
Για να γυρίσω, όμως, στα “Avatar” και να δώσω έτσι την ψευδαίσθηση κυκλικής δομής, η πεζή πραγματικότητα είναι ότι τα VFX, από πλευράς στούντιο και κοινού (το “Speed Racer” ήταν θρυλική οικονομική αποτυχία), λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο με το έπος του Κάμερον, καθώς, όπως αναφέρθηκε, είναι πιο γνώριμο ως ύφος. Το καινούργιο αναπόφευκτα εγκυμονεί τον κίνδυνο του αγνώστου, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και πρόσφορο έδαφος για να ανθίσει η μεγαλοφυΐα, ακόμη και στα πιο απροσδόκητα μέρη· όπως το Ουισκόνσιν των ΗΠΑ.
Συνεχίζεται…