Η Λόλα Τότσιου επέλεξε να μείνει στη Θεσσαλονίκη (και δεν το μετάνιωσε ποτέ)
Μία συζήτηση γεμάτη μουσική και σημαντικές στάσεις μίας σπουδαίας διαδρομής με την καταξιωμένη πιανίστα
Για τη Θεσσαλονίκη είναι μία σπουδαία μουσικός που επέλεξε να παραμείνει στην πόλη και να διαδώσει τη μουσική και τις γνώσεις της στο κοινό αλλά και σε νέους μέσα από τα μαθήματα της. Για τη χώρα είναι μία μεγάλη καλλιτεχνική προσωπικότητα που είμαστε τυχεροί που βρίσκεται ανάμεσα μας και γράφει μουσική, παίζει και παρουσιάζει σπουδαία προγράμματα εντός και εκτός Ελλάδας.
Η Λόλα Τότσιου όμως, πέρα από την καλλιτεχνική υπόσταση, είναι ένας άνθρωπος που χαίρεσαι να μιλάς μαζί της, να συζητάς διάφορα και διαφορετικά θέματα και να την ακους να θίγει την πραγματικότητα, πλέκοντας την συχνά με μία μαγεία που πηγάζει από την αγάπη της για μουσική.
Άλλωστε αν δεν έχει μαγεία η τέχνη και αν αυτή δεν μπορεί να μεταφερθεί (ή και να μεταμορφώσει) τους ανθρώπους της, τότε αλήθεια από μόνη της, δε ξέρω αν έχει και μεγάλη σημασία. Κάτι που αναφέρει στη συζήτηση μας και η ίδια η Λόλα Τότσιου που δέχτηκε να θυμηθεί σημαντικά σημεία της ζωής και της πορείας της
“Εννοείται ότι ο καλλιτέχνης κυνηγάει την τελειότητα, αλλά από μόνη της δε ξέρω πραγματικά αν αξίζει…” θα πει σε κάποια στιγμή στη συζήτηση μας!
Την προηγούμενη φορά που συναντηθήκαμε, ήταν στις πρόβες του “Ερωτόκριτου” του ΚΘΒΕ όπου σκηνοθέτησε η Αργυρώ Χιώτη και είχε γράψει τη μουσική. “Όταν αποφασίσαμε να συνεργαστούμε με την Αργυρώ Χιώτη κι ενώ είχα δει ήδη δουλειά της, με ενέπνεε το σκηνοθετικό της βλέμμα και ήταν μία πρόκληση να γράψω μουσική σε ένα τόσο μουσικό κείμενο. Επειδή είναι ένας ανατρεπτικός “Ερωτόκριτος” έτσι όπως τον σκηνοθετεί η Αργυρώ και έχει ένα ιδιαίτερα διεισδυτικό βλέμμα, συζητήσαμε και έδωσε τις δικές της κατευθύνσεις και χαίρομαι επειδή εμπιστεύτηκε το μουσικό μου ιδίωμα και εγώ εμπιστεύτηκα το δικό της σκηνοθετικό βλέμμα” είχε αναφέρει τότε, σε ένα διάλειμμα των προβών.
Τώρα, λίγο πριν από μία σειρά σχεδίων που είναι στο πρόγραμμα της, καταφέραμε να βρούμε λίγο χρόνο και μιλήσαμε για όλα εκείνα τα φωτεινά της ζωής της. Από τότε, στα 5 της χρόνια όταν άρχισε να ανακαλύπτει τη μουσική, μέχρι σήμερα, μετά τους μεγάλους σταθμούς της και την “ανησυχία” της για όσα επόμενα θα δημιουργήσει
Μεταξύ άλλων, μιλάμε και για την τελευταία της δισκογραφική δουλειά, που κυκλοφόρησε μέσα στην καραντίνα. Ένα διπλό album με τίτλο «Meditation alternative I & II», το οποίο μάλιστα βρέθηκε για καιρό και στα not to be missed του έγκριτου μουσικού περιοδικού fanfare των ΗΠΑ.
Κυρίες και κύριου, η χαρισματική Λόλα Τότσιου!
Τα πρώτα χρόνια
“Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Στο πατρικό σπίτι υπήρχε πιάνο και οι γονείς μου άκουγαν πολλή κλασσική μουσική, το ίδιο και ο παππούς μου, η μητέρα μου έπαιζε πιάνο, οι δύο μεγαλύτερες αδερφές μου έπαιζαν πιάνο, οπότε ήταν λίγο αυτονόητο ότι αν μη τι άλλο, θα δοκιμάσω κι εγώ να παίξω πιάνο. Εκείνο που λέω πάντα και είναι για μένα το πιο κομβικό και σημαντικό σημείο στη σχέση μου με τη μουσική, είναι οτι καθώς ήμουν ένα από αυτά τα ανήσυχα και υπερδραστήρια παιδιά, η στιγμή που κάθισα στο πιάνο παραμένει πολύ καθαρή στο μυαλό μου μετά από τόσα χρόνια, επειδή αισθάνθηκα ένα αίσθημα γείωσης, ηρεμίας και συγκέντρωσης. Αυτό σηματοδότησε και όλη την πορεία μου. Παρά τους όποιους κλυδωνισμούς και τις αμφιβολίες που θα συναντήσει κανείς στα διάφορα στάδια της ενηλικίωσης του, αυτό το αίσθημα καθόρισε και την πίστη μου σε αυτή τη διαδρομή και αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα πολύ ισχυρό και δυνατό άξονα στη ζωή μου.
Ας αναλογιστούμε πόσα παιδιά δεν συναντούν την κλίση τους, ενώ κάποιες φορές δεν έχουν ούτε την ενθάρρυνση που χρειάζεται και βρίσκονται τελικά σε ένα άλλο πεδίο που δεν τους ενδιαφέρει πραγματικά.
Μετά το πιάνο στο σπίτι, έρχεται το Κρατικό Ωδείο ως μαθήτρια. Όλα τα χρόνια του δημοτικού, του γυμνασίου και του λυκείου ήμουν με την καθηγήτρια μου, την Ελένη Παπάζογλου η οποία μου έδωσε τις απαραίτητες βάσεις για να μπορέσω να συνεχίσω τη διαδρομή μου αργότερα στο εξωτερικό. Τελείωσα μαζί με το λύκειο. Σε ηλικία ούτε καλά καλά 18 ετών, έφυγα από την Ελλάδα και πήγα στην ιστορική, πανεπιστημιακή Σχολή Χαϊδελβέργης Μάννχαϊμ. Μία προοπτική που υπήρχε στο σπίτι από ακόμα όταν ήμουν δέκα ή έντεκα χρονών.
Εκείνο το 18χρονο παιδί, η Λόλα, να σας πω την αλήθεια ένιωθε πολύ χαρούμενο τότε που θα έφευγε, παρότι οι δεσμοί του με την οικογένεια ήταν πάντα δυνατοί και παραμένουν μέχρι σήμερα. Ωστόσο, αυτό το αίσθημα ότι θα φύγω από την πατρική και μητρική φωλιά και θα ορίζω μόνη μου την καθημερινότητα μου, παρά τις όποιες δυσκολίες και μελαγχολίες στην αρχή, μου έδινε ένα αίσθημα χαράς και δύναμης. Ένα αίσθημα ελευθερίας. Ήταν και η ηλικία τέτοια που όλα ξέρεις ότι είναι μπροστά σου και όλα σου ανήκουν…
Στην Χαϊδελβέργη, στην αρχή υπήρχε, όπως είπα, ένα μικρό σοκ. Παρότι εδώ ήμουν ένα από τα πιο ταλαντούχα παιδιά του Ωδείου, ξαφνικά εκεί το επίπεδο ήταν αλλιώς. Αισθάνθηκα αρχικά ότι είχα μια σειρά από ελλείψεις και πρέπει να πω ότι ο καθηγητής μου ο C. Back βοήθησε πάρα πολύ σε αυτό που αργότερα, η ίδια μόνη μου μέσω της γιόγκα, θέλησα να βρω και να συνδυάσω τη σχέση του σώματος, της αναπνοής και της μουσικής. Μου έδωσε πολύ σοβαρές οδηγίες τότε και η αλήθεια είναι ότι εκεί έχτισα ένα κομμάτι αυτού που τώρα μπορεί να πει κάποιος “τρόπο που η Λόλα Τότσιου παίζει τώρα”. Ήταν το θεμέλιο για τα επόμενα. Ωστόσο η γερμανική σχολή είχε και κάποιο είδος ελευθερίας, παρότι από τη μια μεριά έδινε μεγάλη σημασία στη λεπτομέρεια που είναι πολύ σημαντικό.
Η πρώτη (δύσκολη) επιστροφή
Επέστρεψα λοιπόν μετά από τα 4 χρόνια. Ξεκίνησα να διδάσκω αλλά ξεκίνησα και τις πρώτες μου συναυλίες, και με την Κρατική Ορχήστρα. Η επιστροφή ήταν δύσκολη εν μέρει. Η χώρα που επέστρεφα ήταν πολύ λιγότερο εκπαιδευμένη στη μουσική τότε από τη χώρα που ήμουν. Νομίζω πως τότε, έκανα κινήσεις για να μπορέσω να υπάρξω ως σολίστας. Μπορώ να πω ότι ήμουν όμως και τυχερή. Εκείνα τα χρόνια, για παράδειγμα, υπήρχαν και κάποιες περισσότερες ευκαιρίες. Εδώ θυμάμαι υπήρχε ο ραδιοφωνικός σταθμός Μακεδονία όπου γινόντουσαν ηχογραφήσεις σε στούντιο. Ηχογραφούσαμε, πληρωνόμασταν, είχαμε τα ένσημα μας και μπορούσαμε να θεωρούμε ότι είμαστε επαγγελματίες. Υπήρχε και το Τρίτο Πρόγραμμα στην Αθήνα, η περίφημη Ειρήνη Σαλονικιού που είχε ηχογραφήσεις Ελλήνων ερμηνευτών. Πολλές φορές ηχογράφησα και στον μεν σταθμό και στον δε. Ήταν μία κίνηση, ήταν ένα κίνητρο ότι μπορώ να υπάρχω ως καλλιτέχνης γιατί πρέπει να πω πως αυτό είναι το μεγάλο μείον ακόμα στην Ελλάδα. Δηλαδή, μπορεί η παιδεία να έχει ανέβει και να υπάρχουν εξαιρετικοί νέοι καλλιτέχνες όπως και πολλοί καλοί δάσκαλοι που διδάσκουν πλέον, όμως η Ελλάδα τι ευκαιρίες δίνει πραγματικά στους μουσικούς της κλασικής μουσικής. Σχεδόν μηδενικές. Το ότι υπάρχει ένα Μέγαρο εδώ και ένα Μέγαρο εκεί δεν λέει και πολλά πράγματα, χώρια που υπάρχουν και εξαιρετικοί συνάδελφοι που λόγω σχεδιασμού των Μεγάρων μπορεί να μην έχουν καταφέρει να παίξουν και ποτέ εκεί.
“Ο Έλληνας καλλιτέχνης δεν αντιμετωπίζεται με αξιοπρέπεια από την πολιτεία”
Ο δικός μας ο χώρος ο κλασσικός, απέπνεε έναν συντηρητισμό ή και έναν σνομπισμό. Δηλαδή, πολλοί – ακόμα και δικοί μου φίλοι – θεωρούσαν ότι αν έρθουν στη συναυλία μου, θα πρέπει να είναι γνώστες. Όμως, ποτέ δεν είναι έτσι στην τέχνη. Απλά πρέπει να αφεθούμε σε αυτό που συμβαίνει για να καταφέρουμε να συνδεθούμε μαζί του. Βέβαια, η κλασική μουσική όπως και κάποια άλλα είδη μουσικής και κάποια είδη θεάτρου, δεν εμπίπτουν σε αυτό που λέμε διασκέδαση, εμπίπτουν σε αυτό που λέμε ψυχαγωγία. Είναι απλά δύο διαφορετικά πράγματα αυτά. Αλλά μια και πιάσαμε όλο αυτό το θέμα του τι είναι η κλασική μουσική στην Ελλάδα, ας θυμηθούμε τα ΔΗΠΕΘΕ που έκανε κάποτε η Μελίνα Μερκούρη όπου έφτιαξε ένα δίκτυο ώστε να μπορεί να κυκλοφορήσει σε όλη τη χώρα η θεατρική τέχνη. Ξέρετε υπάρχουν πάρα πολλές αίθουσες στην Ελλάδα που μένουν ανενεργές και θα μπορούσε άνετα να στηθεί ένα δίκτυο που θα ετοιμάζει ένα κουαρτέτο ένα πρόγραμμα και να το παίζει σε είκοσι μέρη στην Ελλάδα. Έτσι θα μείνει στη χώρα έναν νέος μουσικός, αφού θα πληρώνεται. Το εξωτερικό είναι πολύ ωραίο και απαραίτητο, ανοίγουν «πόρτες», «παράθυρα», παίρνουμε άλλες προσλαμβάνουσες, όμως γιατί να μη μπορούμε να έχουμε τη βάση μας εδώ; Αισθάνομαι ακόμα, μετά από τόσα πολλά χρόνια ότι ο Έλληνας καλλιτέχνης δεν αντιμετωπίζεται με αξιοπρέπεια από την πολιτεία. Είναι ένας Δον Κιχώτης.
Δύο χρόνια στη Βουδαπέστη
Αφού λοιπόν έχω επιστρέψει και έχουν γίνει και οι πρώτες μου δουλειές, αισθάνομαι μετά την ανάγκη ενός δασκάλου. Ένα LP βρέθηκε θυμάμαι τότε στα χέρια μου από τον περίφημο πιανίστα Ζoltán Kocsis που έπαιζε Μπαχ, ο οποίος δίδασκε στην Ακαδημία «Ferenc Liszt» της Βουδαπέστης και είπα τότε, πως εγώ θέλω να πάω εκεί. Ήθελα να συνεχίσω μαζί του. Σηκώθηκα λοιπόν και πήγα στην Κομουνιστική τότε Βουδαπέστη και έζησα πραγματικά κοντά δύο χρόνια, τα πιο αφοσιωμένα χρόνια μου στον ρόλο της μαθήτριας. Ήταν πραγματικά πολύ έντονη εμπειρία το να είμαι δίπλα σε ένα τόσο ευφυές άτομο, έναν πιανίστα τέτοιου βεληνεκούς. Το να προσπαθώ να μπω μέσα στο πνεύμα που δίδασκε ο Ζoltán Kocsis και στην ελευθερία που έδινε στο πώς να πετύχει ο κάθε μαθητής αυτό που πρέπει να πετύχει.
Θυμάμαι ένα μάθημα, που είχα παίξει μπροστά στον Ζoltán Kocsis όλα τα Miroirs του Ραβέλ, σε ένα μεγάλο και απαιτητικό έργο και καθώς τελειώνω και γυρίζω να τον κοιτάξω, έμεινε σιωπηλός και μου λέει «ωραία, και τώρα θέλω να ακούσω το πνεύμα της δουλειάς». Ήταν το άλλο κομμάτι, πέρα από την τεχνική που πρέπει να δουλεύουμε.
Όταν τελειώνω από εκεί, επιστρέφω στην Ελλάδα και αποφασίζω πως βάση μου θα είναι η Θεσσαλονίκη και πάλι και όχι η Αθήνα και μέχρι και σήμερα, πρέπει να πω πως, είναι μία απόφαση που δεν έχω μετανιώσει. Ίσως στην Αθήνα να υπάρχουν όντως κάποιες παραπάνω ευκαιρίας, κάτι που δεν είμαι και πολύ σίγουρη αν συμβαίνει όντως. Νομίζω ότι όλη η χώρα σκεπάζεται από αυτό που είπα νωρίτερα, ότι ο καλλιτέχνης είναι ένας Δον Κιχώτης. Αρχίζω λοιπόν να διδάσκω πάλι γιατί δε μπορεί φυσικά κανείς να ζήσει ως ενήλικας μόνο με τις συναυλίες που θα κάνει. Διδάσκω τότε σε δύο Ωδεία και παράλληλα, φρόντισα ώστε να μη διδάσκω ποτέ πολύ, έτσι ώστε να έχω πραγματικά χρόνο μελέτης και να ετοιμάζω προγράμματα.
Ενώ έχω γράψει μουσική κατά καιρούς, κυρίως για θέατρο και κυρίως με βάση τους αυτοσχεδιασμούς, πρέπει να πω πως δεν θεωρώ τον εαυτό μου συνθέτη. Ούτε σύνθεση έχω σπουδάσει, ούτε αυτή ήταν ποτέ η διαδρομή μου και η προτεραιότητα μου, όμως με αφορμή τους αυτοσχεδιασμούς μου είδα ότι υπάρχει ένα υλικό που μπορεί να εφαρμοστεί, μπορεί να γίνει κι ένα μικρό αυτόνομο έργο αλλά μπορεί και να πλαισιώσει κι ένα θεατρικό έργο ή ένα κινηματογραφικό.
Το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας έρχεται το 1988 και δίδαξα εκεί γύρω στα 8 χρόνια ως συμβασιούχος ΠΔ. Εκεί μπόρεσα να δω τη μεγάλη καταστροφή που γίνεται στα παιδιά από τις Πανελλήνιες και να δω το πόσο σταδιακά η συγκέντρωση των παιδιών παθαίνει ανεπανόρθωτο πλήγμα. Επειδή δίδαξα από πολύ μικρή, είδα την αλλαγή των παιδιών που δίδασκα στα 23 μου, τα παιδιά στα 33 μου και πώς ήταν όταν δίδασκα στα 43 μου. Αυτό το είδα επίσης και στο Κρατικό Ωδείο τα 8 χρόνια που ήμουν διευθύντρια, από το 2011 μέχρι το 2019. Έζησα την τρέλα που ζουν τα παιδιά και προσπάθησα να έχω μία στοιχειώδες ισορροπία μεταξύ της εκπαίδευσης τους στα σχολεία και τη μουσική.
“Δεν είναι το θέμα να είμαστε οι καλύτεροι, ας κάνουμε το καλύτερο”
Η Άννη Τότσιου είναι η πρώτη μου ξαδέρφη και πολύ αγαπημένη κι ας ζούσαμε πάντα σε διαφορετικές πόλεις. Παλιότερα συνεργαζόμασταν πολύ πολύ περισσότερο, αλλά τώρα οι ανάγκες της ζωής της καθεμιάς μας έχουν δυσκολέψει αλλά όχι και να μας έχουν απομακρύνει εντελώς καθώς την επόμενη Άνοιξη πρόκειται να κάνουμε μία συναυλία μαζί στο Μέγαρο Αθηνών. Ακριβώς λόγω της αγάπης, είναι μία συνεργασία που δεν είχε ανταγωνισμό. Θέλαμε να στηρίζουμε η μία την άλλη, να συνομιλήσουμε μεταξύ μας. Ξέρετε, ο καλλιτεχνικός κόσμος έχει πάρα πολύ μεγάλο ανταγωνισμό, ίσως και μεγαλύτερο από άλλους χώρους ίσως γιατί ο καλλιτέχνης εκτίθεται και για να μπορέσει να το κάνει, δυναμώνει το εγώ του, τον ναρκισσισμό του και όταν κανείς αρχίσει και τρέφεται από αυτό γίνεται και ανταγωνιστικός. Θέλει να είναι αυτός που φαίνεται, να είναι ο καλύτερος ενώ στην πραγματικότητα, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Για όλους έχει χώρο και είναι κρίμα αυτό που συμβαίνει. Δεν είναι το θέμα να είμαστε οι καλύτεροι, ας κάνουμε το καλύτερο. Υπάρχει ένα ρητό στα αγγλικά που λέει «do the best, leave the rest».
Πέρα από τη μουσική, όλα αυτά τα χρόνια, υπάρχει χώρος και χρόνος ευτυχώς και για την Λόλα. Ήταν και ένα δικό μου, προσωπικό ζητούμενο. Η μουσική ήταν και είναι ένας πολύ σοβαρός άξονας στη ζωή μου, αλλά σοβαροί άξονες είναι επίσης η γιόγκα και ο χρόνος που διέθεσα για να μπορώ να έχω τα αποτελέσματα της μέσα μου και να μπορώ πια να τα διδάσκω κιόλας. Επίσης, είναι η σχέση, ο σύντροφος, είναι η επικοινωνία με πέντε πολύ καλούς φίλους, η σχέση με τις αδερφές μου. Ήθελα να υπάρχει ισορροπία, αλλά δεν υπήρχε πάντα. Ειδικά τα χρόνια που ήμουν διευθύντρια και προσπάθησαν να κρατήσω και το καλλιτεχνικό κομμάτι μου, εκεί η ισορροπία είχε χαθεί. Δε πειράζει όμως, κάποιες φορές χάνεται. Την βρίσκουμε όμως αλλού. Έτσι έπρεπε τότε. Για να μπορέσει το Ωδείο τότε να ορθοποδήσει, να κάνουμε όμορφα πράγματα και να το χαρούμε ήθελε αφοσίωση. Όλα τα πράγματα στη ζωή μας, θέλουν τη φροντίδα τους. Δε γίνεται να φροντίζω μόνο το πιάνο και να μη φροντίζω μία σχέση ή μια φιλία, γιατί εντέλει κάτι θα είναι λειψό και στο πιάνο. Όταν λέμε ο πολιτισμός χρειάζεται φροντίδα και πρέπει να τον σώσουμε, τι ακριβώς είναι αυτό που πρέπει να σώσουμε; Μία θαυμάσια εκτέλεση, μία σονάτα ή έναν άνθρωπο που ξέρει ή μαθαίνει να είναι άνθρωπος; Εννοείται ότι ο καλλιτέχνης κυνηγάει την τελειότητα, αλλά από μόνη της δε ξέρω πραγματικά αν αξίζει.
“Ήμουν πάντα ανοιχτή σε διαφορετικά μουσικά ακούσματα και σε μουσικές διαδρομές”
Στη δισκογραφία, ξεκίνησα με Erik Satie. Η πρώτη μεγάλη αγάπη το 1992 και μάλιστα για αυτό το cd υπάρχει και μία προσωπική ιστορία. Ήταν λίγο μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα μου, ο οποίος έφυγε νέος σχετικά και υπήρξε και μία μεγάλη θλίψη τότε και μέσα σε αυτό, είχα την ανάγκη από μία μουσική που να μην κάνει πολύ φασαρία, που να μην είναι εξωστρεφής και ενώ άκουγα διάφορους συνθέτες και έργα, κάποια στιγμή άκουσα Satie και ένιωσα ότι μου ταίριαζε και ήθελα να τον μελετήσω. Μετά νομίζω ήταν το cd με την Άννυ, μετά μία συμμετοχή με τη δουλειά του Κυριάκου Σφέτσα για πιάνο και σαξόφωνο, μετά ήρθε το cd με τους αυτοσχεδιασμούς μου, δύο cd με έργα του Θοδωρή Μοιρισκλάβου, έναν θεσσαλονικιό συνθέτη που είχαμε συνεργαστεί πολύ για κάποια χρόνια και ήταν μία μουσική πιο έθνικ.
Ήμουν πάντα ανοιχτή σε διαφορετικά μουσικά ακούσματα και σε μουσικές διαδρομές. Πιστεύω ότι σε όλα τα είδη μουσικής μπορεί να βρει κανείς πολύ όμορφες μουσικές. Δεν θεωρώ ότι η κλασική μουσική είναι κάτι καλύτερο. Σίγουρα είναι ένα διανοητικό επίτευγμα του ανθρώπου, όταν έχουν γραφτεί μνημειώδη έργα αλλά θεωρώ ότι σε κάθε είδος ειλικρινούς μουσικής και όχι δηθενιάς, μπορεί να βρει κανείς πολύ ωραία πράγματα και να σας πω την αλήθεια, με βοήθησαν αυτά τα άλλα ακούσματα στην ερμηνεία της κλασσικής μουσικής γιατί κατάλαβα ότι δεν είναι κάτι στεγανό.
Να αναφέρω βέβαια και το τελευταίο μου διπλό cd, παιδί της καραντίνας, το «Meditation Alternative». Ένα παραμύθι θα το έλεγα, με τα συναισθήματα εκείνης της περιόδου του εγκλεισμού που ζήσαμε όλοι μας.
Κάθε παράσταση που συνεργάστηκα, είχε τον δικό της χαρακτήρα. Είχε κάτι να πει. Δεν μπορώ σίγουρα να ξεχωρίζω μία. Θα μπορούσα όμως να μιλήσω για την πρώτη με τον πολύ αγαπημένο φίλο από τα παιδικά χρόνια, τον Ακύλα Καραζήση στο Εθνικό Θέατρο, «Ο χορός της μοναχικής καρδιάς». Εκεί έπαιζα μάλιστα μουσική επί σκηνής και τη θυμάμαι με πολλή γλύκα.
Την Λόλα Τότσιου, θα την απολαύσουμε στις 15 του Μάη στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης σε ένα αφιέρωμα στον Γεωργιανό συνθέτη Giya Kancheli με έργα για σόλο όργανο, ντούο, τρίο και κουαρτέτο. Μαζί της θα είναι οπ Ανδρέας Παπανικολάου (βιολί), ο David Alexander Bogorad (βιόλα) και ο Δήμος Γκουνταρούλης (βιολοντσέλο)