Γιάννης Παπαδόπουλος: «Ο δημοσιογράφος δεν είναι απλά ταχυδρόμος μιας πληροφορίας»
Ο ταλαντούχος δημοσιογράφος της Καθημερινής απαντά στις ερωτήσεις της Parallaxi για το μέλλον της δημοσιογραφίας
Ο Γιάννης Παπαδόπουλος ανήκει σε μια νέα, πολύ ταλαντούχα γενιά των δημοσιογράφων, με ερευνητικά ρεπορτάζ που έχουν ισχυρό αντίκτυπο και με σημαντικές διακρίσεις, όπως το 3ο βραβείο έντυπου ρεπορτάζ στο EU Migration Media Award το 2017.
Άρχισε την καριέρα του από τη Θεσσαλονίκη και την εφημερίδα Αγγελιοφόρος, υπήρξε ανταποκριτής των Νέων και του Ταχυδρόμου στις ΗΠΑ, ενώ στην Ελλάδα έχει δημοσιεύσει πλήθος ρεπορτάζ στα Νέα (παλαιότερα) και στην Καθημερινή (από το 2014 μέχρι και σήμερα).
Παράλληλα συμμετέχει στην τηλεοπτική εκπομπή ΦΑΣΜΑ στην ΕΡΤ, ενώ παλαιότερα είχε συνεργασία και με τον ΑΝΤ1.
Απαντά σήμερα στις ερωτήσεις μας για την κρίση αξιοπιστίας, αλλά και το μέλλον της δημοσιογραφίας.
Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το μεγαλύτερο πρόβλημα της δημοσιογραφίας σήμερα;
«Η συρρίκνωση της απήχησής της με προβληματίζει. Η αίσθησή μου είναι ότι ο κόσμος στην Ελλάδα δεν διαβάζει όπως άλλοτε.
Οι κυκλοφορίες των εφημερίδων έχουν περιοριστεί πολύ τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν σημεία στη χώρα -όχι απαραίτητα δυσπρόσιτα- στα οποία δεν φτάνουν πλέον έντυπα ούτε για διανομή και δεν νομίζω ότι η εμφάνιση διαφόρων ενημερωτικών ιστοσελίδων ανέκοψε αυτές τις αναγνωστικές απώλειες.
Δεν έχουμε δει στην Ελλάδα το φαινόμενο που παρατηρήθηκε στις ΗΠΑ, όταν μετά την πρώτη εκλογή Τραμπ πολλαπλασιάστηκαν οι ψηφιακοί συνδρομητές στους New York Times, την Washington Post και άλλα ΜΜΕ.
Ούτε είμαι αισιόδοξος ότι κάτι αντίστοιχο θα συμβεί και στα μέρη μας στο άμεσο μέλλον.
Τα ελληνικά ΜΜΕ και ειδικά η έντυπη δημοσιογραφία θα πρέπει να καταφέρουν να προσεγγίσουν και νεότερο ηλικιακά κοινό που δεν έχει μεγαλώσει με τη συνήθεια της ανάγνωσης.
Πρέπει να βρουν τρόπους να αντιμετωπίσουν τη διάσπαση προσοχής που εντείνεται από την κυριαρχία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του κινητού τηλεφώνου στην καθημερινότητά μας.
Πρέπει, όμως, να κερδίσουν αυτό το κοινό χωρίς να κάνουν εκπτώσεις στο περιεχόμενο ή στη θεματολογία τους. Δεν είναι εύκολο».

Οφείλει ένας δημοσιογράφος να παίρνει θέση για ένα γεγονός; Αν ναι, υπάρχουν εξαιρέσεις, δηλαδή περιπτώσεις που δε θα έπρεπε να το κάνει;
«Υπάρχει μια παρανόηση, ότι ο δημοσιογράφος λειτουργεί μόνο ως ταχυδρόμος της πληροφορίας, ότι μεταφέρει απλά απόψεις ή δηλώσεις, ότι θα πρέπει να αφιερώνει ισάριθμο χώρο ή χρόνο σε κάθε πηγή, λες και όλα τα θέματα μοιάζουν με debate. Δεν είναι ακριβώς έτσι.
Στο ρεπορτάζ αποστολή του δημοσιογράφου είναι να αξιολογεί και να φιλτράρει τις πληροφορίες που δέχεται, να τις ελέγχει για την εγκυρότητά τους και να τις διασταυρώνει.
Για παράδειγμα σε ζητήματα υγείας δεν μπορεί να δώσει την ίδια βαρύτητα στις δηλώσεις ενός γιατρού με τις απόψεις κάποιου πολιτικού ο οποίος διακινεί θεωρίες συνωμοσίας.
Εάν κάποιος λέει ψέματα, τότε ο δημοσιογράφος οφείλει να το επισημάνει. Δεν μεταφέρει την προσωπική του άποψη ο δημοσιογράφος, αλλά κατά κάποιο τρόπο παίρνει θέση, δεν είναι τελείως αμέτοχος. Αυτή η θέση, όμως, προκύπτει από την προσπάθειά του να φτάσει όσο πιο κοντά γίνεται στην αλήθεια, συλλέγοντας στοιχεία, δεδομένα και μαρτυρίες.
Ξεκάθαρη θέση για ένα ζήτημα μπορεί να πάρει κάποιος συντάκτης σε ένα άρθρο γνώμης. Δεν πρέπει, όμως, να συγχέουμε σε αυτή την περίπτωση το σχόλιο και την άποψη με το ρεπορτάζ. Είναι τελείως διαφορετικά».

Η γραμμή του μέσου ενημέρωσης στο οποίο εργάζεται ένας δημοσιογράφος σε ποιο βαθμό πρέπει να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο σκέπτεται;
«Δεν θα έπρεπε ο δημοσιογράφος να επηρεάζεται από οποιαδήποτε γραμμή. Πρέπει να έχει έμφυτη περιέργεια για τα πάντα. Εάν εγκλωβίσει τη σκέψη του σε στεγανά ή προσπαθήσει να αυτολογοκριθεί αγνοώντας σημαντικά θέματα της επικαιρότητας ή αποσιωπώντας ορισμένες πτυχές τους, τότε θα έχει αποτύχει στην αποστολή του.
Στο κύριο άρθρο μιας εφημερίδας, καθώς και στις απόψεις και στα σχόλια, μπορεί να δημοσιεύονται κείμενα που απηχούν ή έρχονται πιο κοντά στην εκάστοτε «γραμμή». Αυτό είναι κάτι σύνηθες.
Ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις ΜΜΕ τα οποία φιλοξενούν και διαφορετικές φωνές στην αρθρογραφία τους, μακριά από αυτή τη «γραμμή». Από την πολυφωνία μόνο κερδισμένο μπορεί να βγει κάποιο έντυπο».
Γιατί η κοινή γνώμη δεν έχει πια την καλύτερη άποψη για το λειτούργημα του δημοσιογράφου;
«Δεν είναι λειτούργημα η δημοσιογραφία. Είναι επάγγελμα που πρέπει να ακολουθεί κανόνες ηθικής και δεοντολογίας.
Για την απαξίωση της δημοσιογραφίας υπεύθυνος είναι κυρίως ο κλάδος μας. Επί σειρά ετών, εξαιτίας λανθασμένων επιλογών, ευτελίστηκε σε ορισμένες περιπτώσεις το δημοσιογραφικό προϊόν.
Στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, κάποιες εφημερίδες κυκλοφορούσαν με προσφορές για τους αναγνώστες τους οι οποίες δεν είχαν σχέση με το περιεχόμενό τους.
Χάριζαν φούρνους μικροκυμάτων, εκπτωτικά κουπόνια για ψώνια στο σουπερμάρκετ και δωροεπιταγές. Προφανώς και δεν λειτούργησε μακροπρόθεσμα αυτή η εμπορική έμπνευση που είχαν τότε ορισμένες εφημερίδες.
Σε όλο το φάσμα των Μέσων σήμερα υπάρχουν πολλά παραδείγματα δημοσιογράφων που δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Δεν τηρούν κανόνες, δεν διεισδύουν σε βάθος, συγχέουν το σχόλιο με το ρεπορτάζ, εναγκαλίζονται με πολιτικούς, βλέπουν τον κόσμο μέσα από κομματικό πρίσμα.
Έχω την αίσθηση ότι στο κοινό μένουν αυτές οι περιπτώσεις, ίσως γιατί ορισμένες είναι και αρκετά προβεβλημένες, με αποτέλεσμα να απαξιώνονται συνολικά τα Μέσα.
Υπάρχουν, όμως, και φωτεινά παραδείγματα, δημοσιογράφοι που κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους. Ευτυχώς δεν είναι λίγοι αυτοί, δεν μετριούνται στα δάχτυλα».
Πώς προφυλάσσεται ένας δημοσιογράφος από τα fake news;
«Προσπαθώντας να διασταυρώσει κάθε είδηση. Ακόμη κι αν μια πληροφορία προέρχεται από κάποια θεωρητικά έμπιστη πηγή θα πρέπει πάντα να υπάρχει ο σπόρος της αμφιβολίας στον δημοσιογράφο και να μην εφησυχάζει.
Είναι σημαντικό ο δημοσιογράφος να βρίσκεται στο πεδίο των γεγονότων για να μπορεί άμεσα να διαπιστώσει εάν ισχύει κάτι και να μην ασκεί το επάγγελμά του μόνο από το τηλέφωνο.
Βοηθάει και κάτι ακόμη, να σκέφτεται ο δημοσιογράφος ποιο είναι το κίνητρο κάθε πηγής που τον προσεγγίζει. Να αναρωτιέται γιατί κάποιος του μιλάει ή μοιράζεται μια κρίσιμη πληροφορία.
Η δημοσιογραφία είναι και άσκηση υπομονής. Ακόμη κι αν ο χρόνος πιέζει, είναι προτιμότερο να είσαι δεύτερος στη μετάδοση μιας είδησης, αλλά έγκυρος, παρά πρώτος και παραπλανημένος.
Ορισμένες φορές, ειδικά στην Ελλάδα όπου η πρόσβαση σε δεδομένα δεν είναι εύκολη, μπορεί κάποιες πτυχές ενός θέματος να μη δύναται να διασταυρωθούν. Τότε ο δημοσιογράφος θα πρέπει να είναι ξεκάθαρος με το κοινό και να εξηγεί τι κατάφερε να ελέγξει και τι όχι».

Πώς βλέπετε τη σχέση των Social Media και της Τεχνητής Νοημοσύνης με τη Δημοσιογραφία;
«Σαφώς και τα Social Media μπορούν να λειτουργήσουν ως χρήσιμο εργαλείο στο πλαίσιο ενός ρεπορτάζ. Αποτελούν μέσο επικοινωνίας, αναζήτησης και άντλησης στοιχείων.
Το πρόβλημα, όμως, προκύπτει όταν η δημοσιογραφική ματιά εγκλωβίζεται στον μικρόκοσμο των μέσων κοινωνικής δίκτυωσης, όταν οι πηγές ενός δημοσιογράφου ή η θεματολογία του καθορίζονται μόνο από τους followers που έχει στη σελίδα του. Συμβαίνει πλέον αυτό, ίσως και πιο συχνά απ’ όσο νομίζουμε.
Για την Τεχνητή Νοημοσύνη δεν έχω διαμορφώσει ακόμη ξεκάθαρη άποψη. Δεν νιώθω κάποια άμεση απειλή, αλλά για την ώρα δεν μπορώ να δω ούτε πώς θα μπορούσε να βοηθήσει έναν δημοσιογράφο.
Όσα ρεπορτάζ κι αν συλλέξει μαζικά από το Διαδίκτυο και τα χρησιμοποιήσει ως βάση δεδομένων για να εκπαιδεύσει τα γλωσσικά της μοντέλα, δεν θεωρώ ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι σε θέση να παράξει ένα ξεχωριστό κείμενο που θα μπορεί να πλησιάσει τη γραφή και τις αφηγηματικές τεχνικές κάποιου δημοσιογράφου. Μπορεί συντακτικά να είναι άρτιο, θα του λείπει όμως η «φωνή».
Έχετε μετανιώσει για κάποιο χειρισμό σας σε ένα δημοσιογραφικό θέμα και αν ναι τι ήταν αυτό που είχατε κάνει λάθος και δε θα επαναλαμβάνατε;
«Δεν μπορώ να πω ότι έχω μετανιώσει για κάτι. Σε κάθε θέμα, όμως, έχω πάντα την αγωνία να είμαι σωστός, να μην κάνω κάποιο λάθος και το κυριότερο να μην αδικήσω κάποιον άνθρωπο. Να είμαι διακριτικός εκεί που πρέπει και πιο τολμηρός εκεί που χρειάζεται. Δεν είναι εύκολο, αλλά κάθε φορά το προσπαθώ. Υπήρξαν πάντως στιγμές στις οποίες δεν θα ήθελα να βρισκόμουν εκεί. Σε μαζικές καταστροφές, έξω από μονάδες εντατικής θεραπείας, να πρέπει να μιλήσω με ανθρώπους που βίωναν ένα τραυματικό γεγονός. Εκείνη τη στιγμή, όσο προσεκτικός κι αν είσαι, διεκδικείς έναν χώρο που δεν σου ανήκει».



