Θεσσαλονίκη: Οι ιστορικοί τρούλοι που άντεξαν στον χρόνο!
Πάμε μια βόλτα μαζί!
Aνάμεσα σε δεκάδες ψηλές και άχαρες πολυκατοικίες, κρύβονται ιστορίες της παλιάς Θεσσαλονίκης.
Τότε που η πόλη είχε την δόξα της πολυπολιτισμικότητας, τότε που σπουδαίοι αρχιτέκτονες σχεδίαζαν τον χαρακτήρα μίας κοσμοπολίτισσας. Μέχρι σήμερα, έχουν διασωθεί κτίρια διαμάντια και από την συνοικία των Εξοχών μέχρι και το ιστορικό κέντρο με ένα βλέμμα μας “ψυθιρίζουν” τις ιστορίες τους.
Κτίρια που διασώθηκαν από το 500 μέχρι το 1850 αγκομαχώντας να κρατήσουν την θρυλική τους αρχιτεκτονική.
Η πόλη περιλάμβανε πολυάριθμα οθωμανικά κτήρια, μερικά εκ των οποίων έχουν καταφέρει να αντέξουν στον χρόνο, μέχρι σήμερα.
Έχουν διατηρηθεί αρκετά τζαμιά, όπως το Χαμζά Μπέη του 1467 – 68, το Αλατζά Ιμαρέτ του 1484, το Γενί τζαμί των αρχών του 20ου αιώνα, καθώς και άλλα δημόσια κτίρια όπως το εντυπωσιακό Μπέη Χαμάμ, που αποτελεί το μεγαλύτερο Χαμάμ της Θεσσαλονίκης και ένα από τα σημαντικότερα στα Βαλκάνια, γνωστότερο με την ονομασία Λουτρά Παράδεισος και η περίφημη Σκεπαστή Αγορά “Μπεζεστένι”.
Δεν μπορούν να συγκριθούν σε μέγεθος, επιμέλεια κατασκευής και πλούτο διακόσμου με τα μεγάλα κτίρια της Κωνσταντινούπολης, ειδικά επειδή στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, τα σημαντικότερα τζαμιά στεγάστηκαν σε παλιές χριστιανικές εκκλησίες (Ροτόντα, Αχειροποίητος, Άγιος Δημήτριος, Αγία Σοφία, κλπ.). Παρ ‘όλα αυτά, χρησιμεύουν ως αξιοσημείωτα παραδείγματα οθωμανικής αρχιτεκτονικής και ανήκουν στην ιστορική μνήμη της πόλης.
Με μία μικρή περιπλάνηση στην πόλη, συλλέξαμε τις στάσεις που αξίζει να κάνεις πλάι στους ιστορικούς της τρούλους.
Η ιστορία του
Χτίστηκε πιθανόν στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα και είναι το μαυσωλείο του Μουσά Μπαμπά. Βρισκόταν στο κέντρο του τεκέ (μοναστήρι Μπεκτασήδων*). Στα χρόνια του Μαχμούτ Β (1808-1839) το τάγμα των δερβίσηδων έπεσε σε δυσμένεια και ο τεκές σε παρακμή. Ο Μουσά Μπαμπά είναι ένας θρύλος για τους μουσουλμάνους, με διάφορες λαϊκές ιστορίες να τον συνοδεύουν και να “τεκμηριώνουν” την αγιοσύνη του. Λέγεται πως, ο δερβίσης, θάφτηκε εδώ και ο τουρμπές ήταν προσκύνημα για τους μουσουλμάνους ήδη από τον 17ο αιώνα.
Το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι κάτοικοι της περιοχής φρόντισαν να πάρουν μαζί και τα οστά του αγίου τους, στην Κων/πολη. Η σχέση των κατοίκων με το μνημείο πέρασε πολλά στάδια, καθώς υπήρξε σεβασμός για τον τάφο, υπήρξε καμπάνια υπέρ της κατεδάφισης του (στο πλαίσιο της εκκαθάρισης της πόλης από το μουσουλμανικό παρελθόν της), χρησιμοποιήθηκε για εμπορικούς και διοικητικούς σκοπούς (μπακάλικο, λέσχη ομάδας), εγκαταλείφθηκε και τελικά αποκαταστάθηκε, μετά και από αγώνα των περίοικων.
To 1994 χαρακτηρίστηκε ως μνημείο, το 2011 εντάχθηκε στο ΕΣΠΑ “Μακεδονίας-Θράκης 2007-2013” και η αποκατάσταση του ολοκληρώθηκε το 2015 (συντήρηση του τρούλου, συντήρηση του γείσου, καθαίρεση σαθρών κονιαμάτων των όψεων, αρμολόγημα, διάνοιξη των παραθύρων, αποκατάσταση των εσωτερικών κουφωμάτων, καθώς και έλεγχος της θεμελίωσης και συντήρηση των εσωτερικών ζωγραφικών διακοσμήσεων) και κατά τις εργασίες μέσα στο Μαυσωλείο αποκαλύφθηκε η μαρμάρινη πλάκα που υπήρχε στο προσκεφάλι του λειψάνου του αγίου και επάνω της ήταν χαραγμένη η μορφή ενός Γρύπα (το κλασικό τέρας της ελληνικής μυθολογίας).
Αρχιτεκτονική
Οκταγωνικό κτίσμα, με μολυβδοσκέπαστο θόλο. Στην αρχική του μορφή υπήρχε και εφαπτόμενος ορθογώνιος προθάλαμος (τυπική μορφή τεκέ, όπως φαίνεται και στις παλιές φωτογραφίες). Σε κάθε πλευρά του οκταγώνου αντιστοιχεί κι ένα άνοιγμα και τα παράθυρα βρίσκονται όλα κάτω από χαρακτηριστικό οξυκόρυφο τόξο.
Ναός Αγίας Σοφίας
Η ιστορία του
Ο ναός αποτελεί σημαντικό παλαιοχριστιανικό μνημείο και χτίστηκε περίπου στα μέσα του 7ου αι μ.Χ, στην θέση παλαιότερης βασιλικής που καταστράφηκε σε σεισμό το 620. Στη διάρκεια της λατινοκρατίας στη Θεσσαλονίκη (1204-1224) ο ναός έγινε καθεδρικός των Λατίνων.
Μετά την παλινόρθωση της βυζαντινής κυριαρχίας στην πόλη αποτέλεσε και πάλι την ορθόδοξη επισκοπική έδρα της Θεσσαλονίκης έως το 1523/24, επί Μακτούλ Ιμπραήμ Πασά, οπότε και μετατράπηκε σε τζαμί. Το 1890 η μπυρκαγιά προκάλεσε καταστροφές στο κτίσμα, το οποίο αναστηλώθηκε το 1907 και τελείωσε το 1909 από το βυζαντινολόγο Κάρολο Ντηλ. Έμεινε ανέπαφη από την μεγάλη φωτιά του 1917 αλλά υπέστη ζημιές κατά τους βομβαρδισμούς του Β’ Παγκόσμιου.
Ο Ναός υπέστη σοβαρή καταπόνηση από τον σεισμό του 1978 και η αποκατάσταση των ζημιών διήρκεσε περίπου είκοσι χρόνια, ο δε τρούλος αποκαταστάθηκε το 1980. Το 1981 βρέθηκαν πίσω από τα στασίδια του δεξιού χορού, τα λείψανα του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Βασιλείου (9-10ος μ.Χ αι.) καθώς εντός των καθεδρικών ναών ήταν σύνηθες να ενταφιάζονται επίσκοποι, σύμφωνα με την 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
*Μέχρι σήμερα πολλοί λένε πως ο Ιερός Ναός της Αγίας Σοφίας θυμίζει εκείνον της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.
Αρχιτεκτονική
Ο ναός αποτελεί τυπικό δείγμα μεταβατικού σταυροειδούς με τρούλο και περίστωο, εξέλιξη του νέου αρχιτεκτονικού ρυθμού της τρουλαίας βασιλικής. Ο ψηφιδωτός διάκοσμος του ναού έχει εκτελεστεί σε τρεις διαφορετικές περιόδους. Στα χρόνια της Εικονομαχίας ανήκει ο ανεικονικός διάκοσμος της καμάρας του ιερού βήματος με τους σταυρούς και τα φύλλα σε επάλληλα τετράγωνα, όπως πιστοποιούν και τα τρία ψηφιδωτά μονογράμματα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Στ’, της μητέρας του Ειρήνης της Αθηναίας και του επισκόπου Θεσσαλονίκης Θεοφίλου.
Στην ίδια περίοδο χρονολογείται και ο μεγάλος σταυρός στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας, ίχνη του οποίου μόλις που διακρίνονται κάτω από την μεταγενέστερη, μέσα στον 11ο – 12ο αιώνα παράσταση της ένθρονης Παναγίας Βρεφοκρατούσας. Στον τρούλο η μεγαλειώδης σύνθεση της Ανάληψης ανάγεται στα τέλη του 9ου αιώνα και αποτελεί κορυφαίο δείγμα της λεγόμενης ”Αναγέννησης της εποχής των Μακεδόνων αυτοκρατόρων”. Η επιγραφή στη βάση του τρούλου, που αναφέρει το όνομα του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Παύλου (880-885), δεν συσχετίζεται με την κατασκευή του ψηφιδωτού.
Οι τοιχογραφίες του ναού ανάγονται στον 11ο αιώνα και συνδέονται με την ανέγερση του νάρθηκα μετά το 1037. Διατηρούνται λίγες μορφές μοναχών αγίων τα τόξα των παραθύρων του και ανάμεσά τους η Αγία Θεοδώρα της Θεσσαλονίκης (δίπλα στη βόρεια είσοδο).
Ο γλυπτός διάκοσμος του ναού δεν είναι έργο μίας φάσης. Στους κίονες του ισογείου και στα κιονόκρανά τους χρησιμοποιήθηκε υλικό του 5ου και 6ου αιώνα. Ο άμβωνας, έργο του 5ου αιώνα, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1905. Οι μαρμάρινοι κοσμήτες φαίνεται πως είναι σύγχρονοι της ανέγερσης του ναού.
Η ιστορία του
Στη Θεσσαλονίκη – επιβεβαιωμένα – μια από τις παλιότερες στοές είναι η εμπορική στοά Μπεζεστένι, ετών 600. Το όνομά της βασίζεται στην τουρκική γλώσσα αφού ”μπεζ” σημαίνει το ύφασμα. Διατηρεί τον παλιό και παραδοσιακό χαρακτήρα της έστω και σε μικρότερη κλίμακα. Είναι ίσως ένα από τα πιο γνωστά μνημεία της οθωμανικής αρχιτεκτονικής στη Θεσσαλονίκη. Βρίσκεται στη συμβολή των οδών Βενιζέλου με Σόλωνος.
Τα μπεζεστένια είναι κτίρια με συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία, θολοσκέπαστα με 4, 6, 8 μέχρι και 20 τρούλους. Τα συγκεκριμένα, χτίστηκαν κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα τον 15ο και 16ο αιώνα, επί Σουλτάνου Μεχμέτ Β’, για να στεγάσει τα πολυτελή προϊόντα των υφασματοπωλών και χρυσοχόων. Εκείνα τα χρόνια πωλούνταν πολύτιμα αντικείμενα, φυλάσσονταν έγγραφα της ποιότητας των εμπορευμάτων και καθορίζονταν οι ισοτιμίες των νομισμάτων. Οι περιηγητές του 16ου αιώνα, το θεωρούσαν ως την ομορφότερη αγορά των Βαλκανίων. Ευρήματα στο Μνημείο δείχνουν ότι η αγορά λειτουργούσε οργανωμένα και με συντεχνιακούς κανονισμούς. Η κλειστή αγορά αποτελούσε ιδιοκτησία του κράτους.
Στα τέλη του 19ου αιώνα , όταν οι παλιές οθωμανικού τύπου αγορές παρήκμαζαν, η συγκεκριμένη στοά πουλήθηκε στην εβραϊκή κοινότητα έναντι 100 χρυσών λιρών. Πριν από την πυρκαγιά του 1917, το Μπεζεστένι αριθμούσε 113 καταστήματα. Μετά την πυρκαγιά περιμετρικά του κεντρικού χώρου προστέθηκαν εξωτερικά 34 καταστήματα. Στο εσωτερικό του κεντρικού χώρου λειτουργούσαν 32 καταστήματα. Τις δεκαετίες του 1980-1990 έγιναν εργασίες στερέωσης του κτιρίου καθώς είχε υποστεί καθίζηση και απόκλιση από την κατακόρυφο. Σήμερα στεγάζει ακόμα μαγαζιά τόσο στο εσωτερικό όσο και περιμετρικά και αποτελεί μια ζωντανή μαρτυρία της οθωμανικής περιόδου της Θεσσαλονίκης, ενώ, το πάνω μέρος ενδείκνυται ως εκθεσιακός χώρος. Το βράδυ παραμένει κλειστό για λόγους ασφαλείας.
Αρχιτεκτονική
Ορθογώνιο κτίριο με εισόδους και στις 4 πλευρές του. Εσωτερικά χωρίζεται σε έξι τετράπλευρους χώρους με επτά διπλά τόξα που στηρίζονται σε δύο κεντρικούς πεσσούς. Το κτίσμα έχει έξι μολυβδοσκέπαστους θόλους, παρατεταγμένους σε 2 σειρές. Η είσοδος επί της Βενιζέλου φέρει επιγραφή γεγονός που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε οτι αυτή ήταν η κεντρική είσοδος.
Παζάρ Χαμάμ ή Γιαχουντί Χαμάμ
H ιστορία του
Το Παζάρ Χαμάμ («Λουτρό της Αγοράς») ή Γιαχουντί Χαμάμ («Λουτρό των Εβραίων») ονομάστηκε έτσι γιατί η περιοχή αυτή δίπλα στα παραθαλλάσια τείχη ήταν εβραϊκή συνοικία. οικοδοµήθηκε ως αφιέρωµα τoυ Xαλίλ Aγά, αξιωµατούχου του χαρεµιού της Πύλης, ενώ έκτοτε έχει υποστεί αρκετές ζημιές. Το χαμάμ ήταν διπλό (χρησιμοποιούνταν και από άνδρες και από γυναίκες, σκανδαλώδες για την εποχή του) και ήταν σε χρήση ώς το 1912, ενώ στην πυρκαγιά του 1917 υπέστη σοβαρές ζημιές. Στα νεότερα χρόνια, από το 1948 και μετά, προστέθηκαν στην περιοχή, από την πλευρά της Β. Ηρακλείου, ανθοπωλεία (εξού και η ονομασία «Λουλουδάδικα»). Εκείνη την περίοδο έγιναν και πολλές κακής αισθητικής πολεοδομικές παρεμβάσεις που το περικύκλωσαν.
Κατά τη δεκαετία του ’90 και στα πλαίσια του Πιλοτικού Προγράµµατος Ανάπλασης του Ιστορικού Κέντρου της Θεσσαλονίκης παράλληλα µε τις εργασίες αποκατάστασης του µνηµείου, πραγµατοποιήθηκαν παρεµβάσεις και στον υπαίθριο περιβάλλοντα χώρο του. Αυτές περιλάµβαναν την διαµόρφωση του πεζόδροµου Φραγκίνη, την κατασκευή των περιπτέρων των λουλουδιών και την µετατροπή της οδού Κοµνηνών σε οδό ελεγχόµενης κυκλοφορίας και την επίστρωσή της µε γρανιτοκυβόλιθους.Οι εργασίες αποκατάστασης του µνηµείου δεν ολοκληρώθηκαν πλήρως µε αποτέλεσµα να παραµένουν φυλαγµένα γύρω από το κτίριο τµήµατα δοµικών στοιχείων του, µέσα από µεταλλική περίφραξη που είχε τοποθετηθεί αρχικά για την προστασία του.
Μετά την πρόσφατη ολοκλήρωση της ανάπλασής του από την 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, σήμερα αναμένει την ολοκλήρωση της αναστήλωσης του εσωτερικού του, ενώ υπήρξε και η πρόταση να επαναλειτουργήσει με την αρχική του χρήση, πράγμα το οποίο μάλλον δεν θα ευοδωθεί αφού υπάρχει πρόβλημα με την στατικότητα του κτιρίου.
Η αρχιτεκτονική του
Ως διπλό λουτρό, έχει τη χαρακτηριστική οθωµανική αρχιτεκτονική µε τις βυζαντινές επιδράσεις στο σύστηµα κατασκευής και δόµησης, µε πλούσιο εσωτερικό διάκοσµο από σταλακτίτες και σταµπωτές διακοσµήσεις στο κονίαµα και µε ενδιαφέρουσες κατασκευαστικές λύσεις. Είναι θαµµένο περί τα δύο µέτρα στο έδαφος και είχε µέχρι πρόσφατα κλεισµένες τις κύριες όψεις του από προκτίσµατα τα οποία αποµακρύνθηκαν.
Το λουτρό, έκτασης 750 περίπου τ.μ. διαιρείται σε δύο τμήματα (ένα για τους άνδρες και ένα για τις γυναίκες. Κάθε τμήμα αποτελείται από μία αίθουσα τετράγωνης κάτοψης, καλυμμένη με μεγάλο ημισφαιρικό τρούλο, και από ένα σύνολο μικρότερων διαμερισμάτων με τρουλίσκο. Στα δύο τμήματα διαμορφώνονταν οι τυπικοί χώροι των λουτρών (ψυχροί, χλιαροί και ζεστοί, καθώς και τα υπόκαυστα). Στο πίσω μέρος του κτηρίου υπήρχε η δεξαμενή του νερού, η εστία και ο χώρος των θερμαστών, οι οποίοι τροφοδοτούσαν τη φωτιά με ξύλα. Ολόκληρο το οικοδόμημα είναι κτισμένο από πέτρες και πλίνθους και μιμείται το βυζαντινό σύστημα δόμησης. Εσωτερικά το μνημείο είναι πλούσια διακοσμημένο. Οπές φωτισμού βρίσκουμε στις οροφές των τρούλων, ενώ επαναλαμβανόμενες ζώνες με φυτικά κοσμήματα πρέπει να υπήρχαν στις επιφάνειες των τοίχων.
Mπέη Χαμάμ – Λουτρά Παράδεισος
Η ιστορία του
Δίπλα στην πολύβουη Εγνατία Οδό, που, είτε μαρμαροστρωμένη ή χωμάτινη ή ασφαλτοστρωμένη, διασχίζει την Θεσσαλονίκη εδώ και αιώνες, στέκεται, σιωπηλό συνήθως, το χαμάμ Μπέη. Παρόλο που αποτελεί ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα μνημεία της πόλης ελάχιστες φορές τον χρόνο, ανοίγει τις πόρτες του στο κοινό.
Όσοι το έχουν επισκεφτεί ξέρουν ότι τα κορναρίσματα και τα μαρσαρίσματα των αυτοκινήτων δεν διαπερνούν τους τοίχους του μνημείου, που κλείνουν μέσα τους, ανέπαφο, έναν άλλο κόσμο. Οι ζωγραφισμένοι τοίχοι, τα ψηφιδωτά, οι κεντητοί θόλοι, που ρίχνουν φως στο ημίφως των λουτρών φανερώνουν την αίγλη ενός χαμάμ, που στέκεται σε αυτήν την θέση σχεδόν έξι αιώνες, πριν ακόμα την Άλωση της Κων/πολης και λειτουργούσε μέχρι το 1968. Τα «Λουτρά Παράδεισος» ή «Μπέη Χαμάμ» κτίστηκαν το 1444 από τον σουλτάνο Μουράτ Β’ (γνωστός και απλά ως Μπέης), όπως μας πληροφορεί μια αραβική κτητορική επιγραφή και είναι το πρώτο δημόσιο κτίριο που έκτισαν στην πόλη οι Οθωμανοί γκρεμίζοντας επτά παρακείμενες στο χώρο εκκλησίες.
Βρίσκεται ακριβώς δίπλα από τον βυζαντινό Μεγαλοφόρο, την αγορά των βυζαντινών χρόνων και πατάει επάνω στην Via Reggia (ρωμαϊκή Εγνατία). Στο κτίριο έχει γίνει επαναχρησιμοποίηση υλικών (πχ σαρκοφάγοι). Λειτουργούσε και για τους άνδρες αλλά και τις γυναίκες και διατηρεί μέχρι σήμερα όλα του τα στοιχεία. Το αντρικό λουτρό είναι μεγαλύτερο και πολυτελέστερο από το γυναικείο. Η είσοδος για το γυναικείο βρίσκεται στα βόρεια ενώ για το αντρικό στη νότια πλευρά. Μέσα στο οικοδόμημα υπάρχει και ένας μικρότερος ορθογώνιος χώρος, ο οποίος προοριζόταν για το ιδιαίτερο λουτρό του σουλτάνου και έχει ιδιαίτερο διάκοσμο.
Όλες οι αίθουσες του Χαμάμ φωτίζονται με φυσικό φως μέσω οπών στην οροφή. Το συγκρότημα των λουτρών λειτουργούσε ως χαμάμ μέχρι το 1968, το 1972 περιήλθε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και έκτοτε μετά τα έργα αποκατάστασης του κτιρίου, αποτελεί χώρο ανοικτό για το κοινό.
Αρχιτεκτονική
Αποτελείται από τρεις μεγάλους οκταγωνικούς χώρους οι οποίοι στηρίζονται σε αψίδες και ενώνονται με διπλανούς μικρότερους. Ο μεγαλύτερος χώρος, με είσοδο από την οδό Εγνατία ήταν ο χώρος των ανδρών. Ακριβώς από πίσω βρίσκονται τα διαμερίσματα των γυναικών των οποίων η είσοδος βρίσκεται στην πίσω πλευρά. Όλες οι αίθουσες καλύπτονται από θόλους και φωτίζονται φυσικά μέσω ανοιγμάτων στην οροφή. Ο πρώτος χώρος που συναντάμε είναι ο ψυχρός χώρος και στον όροφο βλέπουμε τα αποδυτήρια. Ο χώρος φωτίζεται φυσικά με ανοίγματα στον τρούλο. Δεξιά του ψυχρού χώρου συναντάμε τα χλιαρά δωμάτια και στην συνέχεια τον θερμό θάλαμο με μικρότερες αίθουσες γύρω του. Ο κεντρικός χώρος της θερμής περιοχής φιλοξενεί και τον μαρμάρινο πάγκο όπου οι θαμώνες απολάμβαναν το μασάζ. Ακριβώς δίπλα στον θερμό χώρο βρίσκονταν οι καυστήρες και η δεξαμενή. Το πάτωμα είναι υπόκαυστο, που σημαίνει οτι είναι ουσιαστικά διπλό, με μια απόσταση 30 εκ ανάμεσα στα δυο πατώματα, όπου κυκλοφορούσε ο ζεστός αέρας και θέρμαινε το μάρμαρο του πατώματος. Στην συνέχεια ο ζεστός αέρας διοχετεύονταν μέσω πήλινων σωληνώσεων που βρίσκονται μέσα στους τοίχους, ζεσταίνοντας έτσι και τους τοίχους. Το πρώτο μικρότερο δωμάτιο που συναντάμε εισερχόμενοι στον θερμό χώρο είναι το δωμάτιο του Σουλτάνου, που ξεχωρίζει από το σκαλιστό σύμβολο στο υπέρθυρο αλλά και από την πλούσια διακοσμημένη οροφή με τους χαρακτηριστικούς, γύψινους, κυψελωτούς μουκαρνάδες.
Η ιστορία του
Το πραγματικό όνομα του μνημείου λίγοι το χρησιμοποιούν στην Θεσσαλονίκη. Το Χαμζά Μπέη Τζαμί, που βρίσκεται μπροστά από το Παλιό Δημαρχείο, γωνία Βενιζέλου με Εγνατία και απέναντι από το έτερον ισλαμικό μνημείο, το Μπεζεστένι, είναι ευρύτερα γνωστό στους Θεσσαλονικείς ως Αλκαζάρ. Χτίστηκε στα 1467 (επί του σουλτάνου Μουράτ Β’) από την κόρη του στρατιωτικού διοικητή Χαμζά Μπέη, Χαφσά Χατούν, με σκοπό την χρήση του ως Μετζίτ, δηλαδή μικρό συνοικιακό τέμενος χωρίς μιναρέ (στο οποίο τότε δεν τελούταν η επίσημη μεσημβρινή προσευχή της Παρασκευής). Την πληροφορία μας δίνει η κτητορική επιγραφή που βρίσκεται εντοιχισμένη στη δυτική πλευρά του κτιρίου, στα δεξιά τής εισόδου και αναγράφει: “Οι χώροι λατρείας ανήκουν στον Αλλάχ. Γι’ αυτό, μην επικαλείσαι κανέναν εκτός από τον Αλλάχ/ Αυτό το ευλογημένο τέμενος χτίστηκε από τη Χαφσά, κόρη του Χαμζά Μπέη -μακάρι ο τάφος της να είναι εξαγνισμένος-/ Μακάρι ο Θεός να ελεεί όσους επισκέπτονται το τέμενος και προσεύχονται για την ιδρύτρια. Το έτος (Εγίρας), οκτακόσια εβδομήντα δύο”. Το έτος 872 αντιστοιχεί στο γρηγοριανό έτος από 2/8/1467-21/7/1468.
Εικάζεται ότι στη θέση του προϋπήρχε γυναικείο μοναστήρι, παράδοση την οποία σεβάστηκαν οι Οθωμανοί μετά την άλωση της Πόλης χτίζοντας ένα τέμενος με ιδρυτή γυναίκα. Δεν αποκλείεται μάλιστα το αρχικό μικρό τέμενος να κτίσθηκε με οικοδομικά υλικά από το μοναστήρι.
Το Χαμζά Μπέη τζαμί αποτελεί τον παλαιότερο σωζόμενο ισλαμικό χώρο λατρείας που χτίστηκε στη Θεσσαλονίκη. Τα πρώτα χρόνια μετά την άλωσή της πόλης, το 1430, οι πρώτοι μουσουλμάνοι που εποίκησαν εξυπηρετούσαν τις θρησκευτικές τους ανάγκες σε χριστιανικούς ναούς που είχαν μετατραπεί σε τζαμιά. Το συγκεκριμένο είναι από τα πρώτα τζαμιά που κτίστηκαν στη Θεσσαλονίκη μετά την Άλωση και από τα ελάχιστα δείγματα πρώιμης οθωμανικής αρχιτεκτονικής στα Βαλκάνια. Η μορφή του κτιρίου, όταν ολοκληρώθηκε η ανέγερση του, διέφερε πολύ από την σημερινή και διαφοροποιήθηκε στη διάρκεια των χρόνων με διάφορες κτιριακές προσθήκες. Το τζαμί αρχικά αποτελούνταν από μια μονόχωρη,τετράπλευρη αίθουσα προσευχής καλυμμένη με μολυβδοσκέπαστο τρούλο. Ολόγυρα το τέμενος περιβαλλόταν από κήπο με συντριβάνι Στη διάρκεια του 16ου αιώνα έγινε προσθήκη δύο ορθογώνιων θολωτών χώρων στη βόρεια και νότια πλευρά του αρχικού τζαμιού, κατασκευάστηκε μια ασύμμετρη περιμετρική στοά με περίβολο στα δυτικά, μοναδική του είδους σε τζαμί στον Ελλαδικό χώρο, και μιναρές στην νοτιοδυτική γωνία. Το 1620, ύστερα από σεισμό ή πυρκαγιά, έγινε η τρίτη ανακατασκευή του τεμένους, από τον Καπί Μεχμέτ Μπέη, σύμφωνα με άλλη επιγραφή που βρίσκεται επάνω από την είσοδο.
Το Χαμζά Μπέη Τζαμί είναι γνωστό στους περισσότερους Θεσσαλονικείς ως “Αλκαζάρ”, από τον ομώνυμο λαϊκό κινηματογράφο που στεγάστηκε για χρόνια στην περίστυλη αυλή του τεμένους. Μαρτυρίες μας δίνουν μια εικόνα της “χρυσής εποχής του κινηματογράφου: “Στον κινηματογράφο σύχναζαν πολλοί εβραίοι με μαύρα σπόρια και γκαζοζίκος που δεν έφευγαν πριν κλείσει ο κινηματογράφος, βλέποντας αχόρταγα τα ίδια έργα” ((Η “Χαμένη” Εγνατία των Αναστασιάδη-Χεκίμογλου). Ο κινηματογράφος λειτούργησε από τα τέλη του 1932, στον στεγασμένο πλέον αίθριο χώρο, τη βόρεια και την ανατολική στοά, καθώς και σε τμήματα της δυτικής και νότιας στοάς του αίθριου (υπό την διεύθυνση των αδελφών Σεγούρα) και έκλεισε οριστικά στα μέσα της δεκαετίας του 80. Στο χώρο του έχουν ακόμα στεγαστεί εμπορικά καταστήματα, κυρίως καταστήματα υποδημάτων. Έτσι το κτίριο εκτός από τις φυσικές φθορές του χρόνου παρουσίαζε αλλοιώσεις από την αρχική του μορφή και λόγω επεμβάσεων που εκτελέστηκαν κυρίως από τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων.
Το κτίριο έπαψε να λειτουργεί ως τζαμί αρκετά χρόνια μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και σταμάτησε τη λειτουργία του στα 1923, οπότε και ολοκληρώθηκε η ανταλλαγή πληθυσμών. Κηρύχθηκε διατηρητέο τον Μάιο του 1926 στο πλαίσιο των ανταλλαγών περιουσιών της μουφτείας Θεσσαλονίκης. Το 1927 περιήλθε στην κυριότητα της Εθνικής Τράπεζας, η οποία παρά την απόφαση που το χαρακτήριζε ως διατηρητέο μνημείο (ΦΕΚ 191/Α/11-6-1926), το 1928 το δημοπράτησε σε ιδιώτη, που ξεκίνησε την μίσθωσή του για χρήσεις καταστημάτων και λίγο αργότερα και του κινηματογράφου Αλκαζάρ. Προς τιμήν τους οι κληρονόμοι το δώρισαν το 1977 στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Το 2006 ο Ερυθρός Σταυρός το παραχώρησε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Τότε κλείνουν σιγά σιγά κι απομακρύνονται και τα καταστήματα ενώ τοποθετήθηκε γύρω του ένας μεταλλικός φράκτης. Τελικά, στα μέσα του φθινοπώρου του 2006 οι αρχαιολόγοι της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ξεκίνησαν τις εργασίες αποκατάστασης του μνημείου. Σήμερα οι λαμαρίνες κρύβουν τη θέα του αξιόλογου αυτού μνημείου, ενώ οι εγκαταστάσεις του εργοτάξιου έχουν εξαφανίσει και το μικρό πάρκο που υπήρχε στα δεξιά του τεμένους από το 1920.
Aρχιτεκτονική
Αυτή τη στιγμή θεωρείται το μεγαλύτερο σωζόμενο τζαμί που βρίσκεται σε ελληνικό έδαφος και εκτείνεται σε συνολική έκταση 1150 τ.μ. Η τετράγωνη θολοσκεπής αίθουσα ύψους 17 μ. φωτίζεται από οκτώ τοξωτά παράθυρα και έναν κυκλικό φεγγίτη. Είκοσι δύο μαρμάρινες κολώνες με 15 κιονόκρανα παλαιοχριστιανικών χρόνων (5ος – 6ος αι.) στηρίζουν τις στοές που περιβάλλουν τον αίθριο χώρο. Επίσης το Χαμζά Μπέη τζαμί είναι το μοναδικό στα Βαλκάνια που διαθέτει αίθριο, με εξαίρεση τα τζαμιά της Αδριανούπολης και της Κωνσταντινούπολης (που υπήρξαν πρωτεύουσες της οθωμανικής αυτοκρατορίας). Το κτίριο μπορεί να διασώθηκε από μικρούς και μεγάλους σεισμούς, να γλίτωσε από πυρκαγιές με μεγαλύτερη εκείνην του 1917, αλλά έγινε αγνώριστο εσωτερικά και εξωτερικά στα νεώτερα χρόνια από τις ανεξέλεγκτες σύγχρονες επεμβάσεις.
H ιστορία της
Το Γενί Χαμάμ (τουρκ. Yeni Hamam, νέο χαμάμ) είναι κτήριο της Οθωμανικής περιόδου στη γωνία των σημερινών οδών Κασσάνδρου και Αγίου Νικολάου στη Θεσσαλονίκη.
Εικάζεται ότι κτίστηκε το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα από τον Χουσρέφ Κεντχουντά, κάτοχο ακινήτων στη Θεσσαλονίκη ο οποίος πιθανώς τελούσε χρέη Κεχαγιά (διαχειριστή) για τον Βεζύρη Σοκολού Μεχμέτ πασά. Λειτούργησε ως διπλό λουτρό με ξεχωριστά διαμερίσματα για άνδρες και γυναίκες, με τη συνηθισμένη διάταξη χώρων, μέχρι τo 1912.
Το κτήριο έπαψε να λειτουργεί ως λουτρό μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα χαμάμ της πόλης. Το 1919 περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο και το 1937 αγοράστηκε από κάποιον ιδιώτη που το χρησιμοποίησε ως αποθήκη.
Για πολλά χρόνια στο εσωτερικό του χαμάμ λειτουργούσε χειμερινό σινεμά (μέχρι to 1978) και στον κήπο της λειτουργούσε και ο θερινός κινηματογράφος. Αμέσως μετά λειτούργησε ως ταβέρνα με το όνομα “Σεβίλλη”
Εκεί οργάνωσε η parallaxi στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα και κινηματογραφικούς μαραθώνιους στη διάρκεια του καλοκαιριού. Για μια μεγάλη περίοδο λειτούργησε ως συναυλιακός χώρος φιλοξενώντας σπουδαία ονόματα της ελληνικής μουσικής. Σήμερα γνωρίζει τη νέα της περίοδο. Χαμένος πίσω από τα τείχη του μνημείου, σε σημείο να μην υποψιάζεται ο περαστικός της πολύβουης Κασσάνδρου την ύπαρξη του, με θέα τον τρούλο της Αίγλης. Σήμερα παραμένει στην ιδιοκτησία ιδιώτη και χρησιμοποιείται ως Café bar and Restaurant με το όνομα “Αίγλη γενι χαμαμ”.
Αρχιτεκτονική
Είναι δύσκολο να έχουμε εικόνα της αρχικής μορφής του λουτρού, καθώς αυτό που διασώζεται σήμερα είναι σχεδόν το μισό. Οι 2 χώροι ψυχρού αέρα, καλύπτονται με τρούλους που πατάνε σε οκταγωνικό τύμπανο. Οι χώροι μετατράπηκαν σε έναν ενιαίο με την κατεδάφιση του μεταξύ τους τοίχου. Εκεί που σήμερα βρίσκεται η αυλή, υπήρχαν οι θερμοί χώροι. Οι τρούλοι ήταν σκεπασμένοι με φύλλα μόλυβδου, ωστόσο η αποκατάστασή τους δεν έγινε ποτέ. Από παλιές καρτ ποστάλ συμπεραίνουμε οτι ίσως ο θερμός χώρος ήταν καλυμμένος με μικρότερους τρούλους.
Σύμφωνα με επιγραφή στην είσοδο του κτιρίου, το Αλατζά Ιμαρέτ ιδρύθηκε το Φεβρουάριο του 1484 από τον Ινογκιολού Ισ(χ)άκ Πασά, ο οποίος ήταν Μεγάλος Βεζίρης επί Μωάμεθ Β’ και αργότερα επί Βαγιαζίτ Β’ βαλής της Θεσσαλονίκης.
Ο χώρος λειτουργούσε ως ιμαρέτ (πτωχοκομείο), μεντρεσές (ιερατική σχολή) και χώρος προσευχής ενώ έλαβε σταδιακά τη σημερινή του μορφή. Το όνομα Αλατζά το οφείλει στον πολύχρωμο μιναρέ του (αλατζά=χρωματιστός). Μάλιστα, κατά τον 17ο αιώνα το Αλατζά Ιμαρέτ είχε αναδειχθεί ως ένα από τα σημαντικότερα ιδρύματα της πόλης. Το 1970, με αφορμή την κατάρρευση του βόρειου τμήματος του προστώου κατά το προηγούμενο έτος, πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά έργα συντήρησης τα οποία επαναλήφθηκαν το 1993-1996, περίοδο κατά την οποία έγινε μεταξύ άλλων και αποκατάσταση της εξωτερικής τοιχοποιίας. Το μνημείο ανακαινίστηκε και στερεώθηκε με τη φροντίδα του Δήμου Θεσσαλονίκης. Σήμερα το Αλατζά Ιμαρέτ χρησιμεύει ως εκθεσιακός χώρος της Δημοτικής Πινακοθήκης στον οποίο παρουσιάζονται διάφορες εκδηλώσεις και περιοδικές εκθέσεις.
Η ονομασία Αλατζά Ιμαρέτ οφείλεται στους πολύχρωμους λίθους (alaça) σε ρομβοειδή σχήματα που κοσμούσαν το μιναρέ του τζαμιού. Από τον πολύχρωμο μιναρέ σήμερα σώζεται μόνο η βάση του. Η τοιχοποιία είναι ιδιαίτερα επιμελημένη: ορθογώνιοι πωρόλιθοι περίκλειστοι με πλίνθους.
Το κτίριο έχει σχήμα ανεστραμμένου Τ με κεντρικό χώρο, δύο μεγάλους θόλους, πλάγια διαμερίσματα στη δυτική πλευρά και κιονοστήρικτη στοά. Ο κεντρικός χώρος του κτιρίου ήταν ο χώρος προσευχής, ενώ στους τέσσερις παράπλευρους γινόταν η διδασκαλία και τα συσσίτια. Εσωτερικά μια μεγάλη καμάρα χωρίζει το χώρο αυτό σε δύο τετράγωνα τμήματα, που το καθένα είναι στεγασμένο με τρούλο. Στο μνημείο υπήρχε πλούσια εσωτερική ανάγλυφη διακόσμηση και ζωγραφική.
Διασώζεται ένα μέρος της στους θόλους (γεωμετρικά συμπλέγματα), στα “σφαιρικά τρίγωνα” ιδιαίτερα του δεύτερου τρούλου και στους τοίχους, όπου υπάρχουν και ρήσεις από το κοράνι. Στο βάθος του κεντρικού χώρου, απέναντι από την είσοδο και στον τοίχο που βρίσκεται προς την μεριά της Μέκκα, υπάρχει το Μιχράμπ. Στα βόρεια και στα νότια, υπάρχουν από δύο μικρότεροι τετράγωνοι χώροι στεγασμένοι με τρούλους. Στα δυτικά μπροστά στην κύρια είσοδο, υπάρχει ανοιχτή στοά με τόξα που στηρίζονται σε έξι κίονες. Η στοά είναι καλυμμένη με πέντε τρούλους, από τους οποίους ο κεντρικός είναι ο ψηλότερος. Στη βορειοδυτική γωνία του κτιρίου σώζεται η βάση, κατασκευασμένη με ορθογώνιους πωρόλιθους.
Πασά Χαμάμ ή Λουτρά «Φοίνιξ»
Ανάμεσα στις παλιές πολυκατοικίες της περιοχής των Αγιων Αποστολων ανακαλύπτεις το Πασά Χαμάμ (τουρκ.: Pasha Hamam). Πρόκειται για ένα παλαιό χαμάμ της Οθωμανικής περιόδου στη Θεσσαλονίκη. Βρίσκεται στη συμβολή των σημερινών οδών Πηνειού, Κάλβου και Π.Καρατζά, κοντά στο Ναό των Αγίων Αποστόλων.
Κτίστηκε στη δεκαετία 1520-1530 από τον Τζεζερί-ζαντέ Κοτζά Κασίμ πασά, έναν από τους βεζύρηδες των σουλτάνων Βαγιαζίτ Β΄ και Σελίμ Α΄, που διορίστηκε διοικητής της Θεσσαλονίκης όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Σουλεϊμάν ο Α΄ ο Μεγαλοπρεπής. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, ο Κασίμ πασάς μετέτρεψε την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων σε τζαμί. Αρχικά επρόκειτο για απλό λουτρό με την κλασική αρχιτεκτονική διάταξη, ενώ αργότερα λειτούργησε ως διπλό (μετά τις αναγκαίες προσθήκες).
Το νέο τμήμα προοριζόταν για τους άνδρες, ενώ το αρχικό για τις γυναίκες. Το Πασά Χαμάμ ήταν περισσότερο γνωστό ως Λουτρά «Φοίνιξ» πέρασε στην ιδιοκτησία του δημοσίου το 1977 και είναι το τελευταίο που λειτουργούσε στη Θεσσαλονίκη μέχρι και το 1981, αλλά έκλεισε λόγω των εκτεταμένων ζημιών από το σεισμό του 1978, αφού τελικά κρίθηκε επικίνδυνο. Το χαμάμ έχει κηρυχτεί ιστορικό και διατηρητέο αλλά κινδύνευε σοβαρά με κατάρρευση μέχρι που η «Αττικό Μετρό ΑΕ» βοήθησε στη συντήρηση και αποκατάστασή του. Σήμερα χρησιμοποιείται ως χώρος για τη συντήρηση των ευρημάτων που έρχονται στο φως από τις ανασκαφές στο μετρό.
Καθολική εκκλησία (Φράγκων)
Η επίσημη ονομασία της είναι Καθολική Εκκλησία Αμίαντου Συλλήψεως της Παναγίας. Η κατασκευή της ξεκίνησε το 1897, σε σχέδια του Vitalliano Poselli και κράτησε 2 χρόνια. Χτίστηκε για να αντικαταστήσει την παλαιότερη εκκλησία των Καθολικών που είχε υποστεί σημαντικές ζημιές στην φωτιά του 1897. Μάλιστα σκάβοντας για την κρύπτη της παρούσας εκκλησίας βρέθηκαν τα θεμέλια της πρώτης. Η εκκλησία βρίσκονταν στο κέντρο της Φράγκικης γειτονιάς που έσφυζε από ζωή και εμπορική δραστηριότητα. Το καμπαναριό της, με ύψος 40μ. ξεχώριζε από μακριά και το ρολόι του έδειχνε την φράγκικη ώρα στην βαλκανική Θεσσαλονίκη. Η εκκλησία έπαθε ζημιές κατά τον βομβαρδισμό της πόλης με σημαντικότερη την κατάρρευση της οροφής, που ήταν θολωτή στο εσωτερικό αλλά κατά την αποκατάσταση μετατράπηκε σε πλάκα τσιμέντου με δίρρηχτη, ξύλινη στέγη. Βρίσκεται στην οδό Φράγκων, στο 19, κρυμμένη από τα ψηλότερα κτίρια γύρω της. Βρίσκεται στην παλιά συνοικία του Φραγκομαχαλά. Αρχιτεκτονική
Τρίκλιτη βασιλική, με το μεσαίο κλίτος να είναι και το μεγαλύτερο. Το κεντρικό κλίτος έχει ύψος 18μ ενώ τα δύο πλαϊνά 8,20μ. Η διαφορά στο ύψος των κλιτών μας δίνει εξωτερικά κλιμακωτή στέγαση με αποτέλεσμα τον φυσικό φωτισμό του κεντρικού κλίτους από μεγάλα τοξωτά παράθυρα. Τα παράθυρα είναι διακοσμημένα με βιτρό και στο εσωτερικό της εκκλησίας παρατηρούμε το εξομολογητήριο και τα παραβήματα.
Γενή Τζαμί-Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο
Tο «Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο» ή αλλιώς το «Γενί Τζαμί» που χτίστηκε το 1904 σε σχέδια του περίφημου Ιταλού αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι. Το Γενί (Νέο) Τζαμί θεωρείται ως ένα από τα χαρακτηριστικά μνημεία της περιόδου της Τουρκοκρατίας στη Θεσσαλονίκη, κατάλοιπο του οθωμανικού παρελθόντος και δείγμα της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής της πόλης. Το Γενί Τζαμί αποτελούσε το λατρευτικό χώρο των Ντονμέδων, μιας ιδιότυπης θρησκευτικής ομάδας αποτελούμενης από εξισλαμισμένους Εβραίους.
Είναι το τελευταίο τζαμί που χτίστηκε στη Θεσσαλονίκη και ξεχωρίζει για την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του, καθώς είναι ένα μίγμα ανατολίτικων, αναγεννησιακών, βυζαντινών, ισλαμικών και μπαρόκ στοιχείων με αρκετές νεοκλασσικές επιρροές.
Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών (1923-1924) στέγασε για μικρό διάστημα πρόσφυγες και από το 1925 έως το 1962 χρησιμοποιήθηκε ως αρχαιολογικό μουσείο της πόλης. Σήμερα φιλοξενεί εκθέσεις και πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώνει η Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης.
Το κτίριο συνδυάζει τη μουσουλμανική παράδοση με τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της εποχής του, εκλεκτικιστικά στοιχεία που χρησιμοποίησε ο αρχιτέκτονας και σε πολλά άλλα κτίριά του, που σώζονται στην πόλη, όπως το Διοικητήριο, το κτίριο της παλιάς Φιλοσοφικής Σχολής, το Γ’ Σώμα Στρατού, τη βίλα Αλλατίνι κ.ά. Στο προαύλιό του φυλάσσεται πλούσια συλλογή μαρμάρινων γλυπτών της Ρωμαϊκής εποχής και των πρωτοχριστιανικών χρόνων, σαρκοφάγοι, επιτύμβια, ανάγλυφα, τιμητικές και ταφικές στήλες κ.λπ. από ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη.