Ο Δημήτριος Κατούνης και ο δρόμος με το όνομα του

Δρόμοι της πόλης που περπατάμε, που γνωρίζουμε αλλά αγνοούμε από ποιους επιφανείς πήραν το όνομα τους. Συνεχίζουμε με την οδό Κατούνη.

Νίκος Γκάγιας
ο-δημήτριος-κατούνης-και-ο-δρόμος-με-το-808668
Νίκος Γκάγιας

Δρόμοι της πόλης που περπατάμε, που γνωρίζουμε αλλά αγνοούμε από ποιους επιφανείς πήραν το όνομα τους. 

Συνεχίζουμε με την οδό Κατούνη.

Ποιος ήταν ο Δημήτριος Κατούνης

Ο Δημήτριος Κατούνης γεννήθηκε το 1794 στη Γαλάτιστα Χαλκιδικής. Μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, πριν ακόμα ενηλικιωθεί, για να μάθει τη τέχνη του ράφτη, ενώ στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου.

Έγινε ναυτικός, ίδρυσε τη δική του ναυτιλιακή εταιρεία, απέκτησε δικά του καράβια και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Το 1844 σε ηλικία 50 ετών επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη.

Επένδυσε τα χρήματά του σε ακίνητα. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε απέκτησε παιδιά.  Καθίσταται όμως πατέρας ολόκληρης της Ελληνικής Κοινότητας, Μέγας ευεργέτης της Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότητας της Θεσσαλονίκης, αντιπρόσωπος της Κοινότητας Ελλάδος, εκ των ιδρυτών της Φιλοπτώχου Αδελφότητας Ανδρών Θεσσαλονίκης (Φ.Α.A.Θ.) και μέγας ευεργέτης αυτής προσφέρει τα εισοδήματά του για τη ίδρυση ελληνικών σχολείων, την ανέγερση ναών, την ανέγερση του Νοσοκομείου της Ελληνικής Κοινότητας (Θεαγένειο), προσφέροντας δωρεάν περίθαλψη αλλά και εργασία σε πολλούς Γαλατιστέους.

Μετά το θάνατό του διαθέτει την περιουσία του στην Ελληνική Κοινότητα, στη Φ.Α.Α.Θ., στο σχολείο της Γαλάτιστας, στο Νοσοκομείο της Σύρου, και στα δύο ανίψια του.

Η είδηση του θανάτου του δημοσιεύεται στις 28 Ιανουαρίου 1884. Η ταφή του γίνεται πρόχειρα. Στη συνέχεια, μετά από αντίδραση των συντεχνιών της Θεσσαλονίκης, η κηδεία του γίνεται μεγαλοπρεπώς στις 22 Φεβρουαρίου Χοροστατούντος του επισκόπου Αρδαμερίου–Γαλατίστης Κωνστάντιου, παρουσία του πρώην επισκόπου Αρδαμερίου-Γαλατίστης Άνθιμου, επιφανών της πόλης και πλήθος κόσμου.

Το 1888 η Ελληνική Κοινότητα κατασκευάζει μνημείο με τη σαρκοφάγο του σε κεντρική θέση στο Κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας.

Πηγή: galatista.gr / Ο τάφος του Δημητρίου Κατούνη στο Νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας στη Θεσσαλονίκη

Το 1951 το Κοινοτικό Συμβούλιο της Κοινότητας Γαλάτιστας ονομάζει το τμήμα της επαρχιακής οδού Θεσσαλονίκης-Πολυγύρου που περνά από τη Γαλάτιστα, οδό Δημητρίου Κατούνη, ενώ και ο Δήμος Θεσσαλονίκης δίνει το όνομά του σε μία σημαντική οδό της πόλης.

Ο δρόμος είχε την δική του ιστορία

Τα Λαδάδικα είναι από τα πιο γνωστά σημεία της πόλης. Η οδός Κατούνη, είναι πολυσύχναστη κυρίως το βράδυ. Εκτείνεται από την Βασιλέως Ηρακλείους έως την Ναυάρχου Κουντουριώτη. Η Τσιμισκή χωρίζει την οδό ουσιαστικά στα δύο. Στο πάνω μέρος της μπορούν να κυκλοφορήσουν αυτοκίνητα, ενώ στο κάτω μέρος της θα δεις μόνο πεζούς, καθώς υπάρχει ένας υπέροχος πεζόδρομος, στον οποίο μπορείς να απολαύσεις την βόλτα σου, να φας το σουβλάκι σου και να πιείς την δροσερή σου μπίρα.

Τα Λαδάδικα, υπήρξαν η μοναδική συνοικία της πόλης έξω από τα τείχη μέχρι το 1870.

Εκεί καΐκια φορτωμένα με λάδια, φρούτα και εδώδιμα-αποικιακά από όλη την Ελλάδα ξεφόρτωναν κάθε μέρα στην πρώτη προβλήτα και γέμιζαν με φαγώσιμα εμπορεύματα τα μικρά διώροφα κτίρια. Δημιουργήθηκε μετά τον 16ο αι. ως αγορά αποικιακών προϊόντων και τόπος αποθηκών για την εξυπηρέτηση του λιμανιού, στη θέση του βυζαντινού λιμανιού, που επιχωματώθηκε. Από την διασταύρωση Βενιζέλου με Εγνατία μέχρι το Λιμάνι.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αυτό ήταν το κέντρο. Εκεί υπήρχαν στεγασμένοι δρόμοι με μαγαζιά, περάσματα με εργαστήρια, καφενεία και πάνω από το λιμάνι, τα Ιστιρά, η αγορά των δημητριακών. Οι αγορές τότε (όπως και σήμερα) έπαιρναν το όνομά τους από από το είδος των εμπορευμάτων που εμπορεύονταν, οι συντεχνίες καταλάμβαναν ορισμένες θέσεις συγκεντρωμένες. Στα 1668 έχουμε αναφορά για 500 καταστήματα της αιγυπτιακής αγοράς στη θέση που σήμερα γνωρίζουμε ως Λαδάδικα.

Η περιοχή ορίζεται από την οδό Κουντουριώτη ως την οδό Ολυμπίου Διαμαντή και από την παλιά οδό Χίου ως την Λήμνου. Οι τριακόσιοι περίπου έμποροι πουλούσαν λινάρι, κινά, ζάχαρη, ρύζι, καφέ και άλλα είδη που εισάγονταν από Αίγυπτο. Στην κεντρική πλατεία (Lonca) υπήρχε ένα τζαμί (Kadi Kemal) και το κέντρο των Συντεχνιών. Από τον 18ο αιώνα εκεί γινόταν η συγκέντρωση των σιτηρών που στέλνοντας στην Πόλη ή αγοράζονταν από ξένους εμπόρους με κατεύθυνση τις δυτικές αγορές. Ο χαρακτήρας της αγοράς παραμένει ενιαίος μέχρι το 1866, τότε που ξεκινά η κατεδάφιση του παραθαλάσσιου τείχους. Τότε η περιοχή στρώνεται με γρανίτη και αρχίζει νέα ανοικοδόμηση των Λαδάδικων και της Φράγκων μετά την πυρκαγιά του 1856, με υλικά το ντόπιο κόκκινο τούβλο και χαρακτηριστικό τις σιδερένιες πόρτες.

Τα Λαδάδικα πριν την ανάπλαση – Αμάξια παρκαρισμένα μπροστά στο Ζύθος

Τα Λαδάδικα σώζονται από την πυρκαγιά του ’17 αλλά η καταστροφή τους ξεκινά με την εφαρμογή του νέου σχεδίου πόλεως. Η πυρκαγιά σταματά στο σημείο που υπάρχει σήμερα η Τράπεζα της Ελλάδας. Το οικοδομικό τετράγωνο που σχημάτιζε η παλιά οδός Μ. Αλεξάνδρου (σημερινή Κατούνη) με την Κουντουριώτη ουσιαστικά καταστρέφεται. Μετά την πυρκαγιά θυσιάζεται ένα τμήμα του Ιστιρά για την διάνοιξη της Ιώνος Δραγούμη ενώ η διάνοιξη της Σαλαμίνος και της επέκταση της Τσιμισκή κόβει στη μέση την παλιά αγορά. Έτσι κατεδαφίζονται υποχρεωτικά όλα τα ρυμοτομούμενα μαγαζιά της παλιάς οδού Χίου και ουσιαστικά το μεγαλύτερο μέρος αποκόπτεται από τη φυσική συνέχεια με τον Φραγκομαχαλά και το Λιμάνι.

Το κτίριο, στην γωνία Κατούνη με Τσιμισκή, με το ντουβάρι να προεξέχει είναι το μοναδικό κατάλοιπο που θυμίζει ότι η γειτονιά κάποτε ήταν ενιαία. Στις αρχές του 60′ γκρέμισαν τα διπλανά κτίρια και αυτό το κόψανε στην μέση για να περάσει ο δρόμος.

Το οικοδομικό τετράγωνο, νότια της Τσιμισκή, μεταξύ Ιώνος Δραγούμη και Κατούνη, και η ανατολική πλευρά της Κατούνη είναι οικιστικά νεότερο κομμάτι (μετά το ’17) και διαφοροποιείται ως προς την αρχιτεκτονική και τις χρήσεις με κτίρια τραπεζών και ξενοδοχεία.

Εξαίρεση αποτελεί το ανακαινισμένο στολίδι που στεγάζει το ξενοδοχείο Μπρίστολ (όπως και στην αρχική του χρήση) το οποίο υπήρξε κατάλυμα της διάσημης κατασκόπου της Θεσσαλονίκης από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο της περιβόητης φροϊλάιν Ντόκτορ και χρονολογείται από το 1860. Η περιοχή αυτή είναι ιστορικής σημασίας και διατηρεί ακόμη μνήμες της αγοράς του 19ου αιώνα αλλά εκεί συμπλέκονται τύποι και ρυθμοί κτιρίων διαφόρων εποχών. Εκεί συναντάς τα λιτά διώροφα κτίρια της αγοράς αλλά και νεότερα εκλεκτικιστικού ρυθμού του 20ου αιώνα (1925) και είναι ιδιαιτέρως σημαντική για την διατήρηση της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς. Η περιοχή ως τα μέσα της δεκαετίας του ’70 είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί, μέχρι το 1985 οπότε και ανακηρύχθηκαν διατηρητέα περίπου 70 κτίσματα σ΄ αυτήν.

Η περιοχή κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μετατρέπεται σε μία από τις ερωτικές πιάτσες της πόλης, με οίκους ανοχής και καπηλεία να έχουν έντονη παρουσία. Από την μεγάλη φωτιά μέχρι τα τέλη του 70’ η περιοχή βιώνει την παρακμή. Την δεκαετία του 80’, μετά την ανακήρυξη των Λαδάδικων ως περιοχή με πολιτιστική αξία από το Υπουργείο Πολιτισμού, η εικόνα αλλάζει ριζικά, με τις διαδικασίες αναπαλαίωσης να βοηθούν στην αναβάθμιση.

Τσιμισκή 2 με Κατούνη
Το εμβληματικό κτίριο στην συμβολή της Τσιμισκή 2 με την Κατούνη αναμένεται να αλλάξει χέρια και πιθανότατα χρήση, καθώς το διατηρητέο έχει τεθεί προς πώληση.
Το κτίριο κατασκευάστηκε εντός της δεκαετίας του 1920 και ανακαινίστηκε πλήρως το 1995 με επιπλέον εργασίες ανακαίνισης στο εσωτερικό του το 2009. Το κτίριο διαθέτει συνολική επιφάνεια 1.570 μ2 και αποτελείται από ένα κατάστημα, ισογείου και 1ου ορόφου συνολικής επιφάνειας 477 μ2 και τέσσερις επιπλέον ορόφους με χρήση γραφείου συνολικής επιφάνειας 1.093 μ2. Το κτίριο βρίσκεται στο κέντρο της Θεσσαλονίκης επί της οδού Τσιμισκή μεταξύ του κτιρίου της Τράπεζας της Ελλάδος και του πεζοδρομημένου τμήματος της οδού Κατούνη στην περιοχή των Λαδάδικων.

Ακόμα τα Λαδάδικα βρίσκονται αμέσως μετά το τεράστιο κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος, το οποίο κατασκευάστηκε την περίοδο 1928-1933, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αριστομένη Βάλβη. Η αρχική μελέτη άλλαξε λίγο πριν από την έναρξη των εργασιών, γιατί αποφασίστηκε να στεγαστεί στο κτίριο και η Τράπεζα της Ελλάδος, που μόλις είχε ιδρυθεί. Για την κατασκευή του κτιρίου χρησιμοποιήθηκαν πρωτοποριακές για την εποχή εκείνη μέθοδοι και υλικά. Η Εθνική Τράπεζα χρησιμοποιεί το τμήμα του κτιρίου προς την οδό Μητροπόλεως και η Τράπεζα της Ελλάδος το τμήμα προς την Τσιμισκή.

Εικόνα αρχείου

Στην οδό Κατούνη επίσης βρίσκεται και το Συνεδριακό Κέντρο Τράπεζας Πειραιώς, το οποίο είναι ένας φιλόξενος και λειτουργικός χώρος για τη διοργάνωση συνεδρίων, εκθέσεων ζωγραφικής, αγιογραφίας, γλυπτικής, φωτογραφίας. Ο χώρος επίσης διατίθεται για παρουσιάσεις βιβλίων, πολιτιστικές και επιχειρηματικές συναντήσεις, bazaar με χειροποίητες κατασκευές, κοσμήματα και έργα τέχνης. Παράλληλα είναι ιδανικός χώρος για διοργάνωση μουσικών εκδηλώσεων υψηλού επιπέδου.

Ντόπιοι και τουρίστες λάτρεψαν τα Λαδάδικα για τα οποία τραγούδησε το 1994 ο Δημήτρης Μητροπάνος, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. Ένα τραγούδι του Θεσσαλονικιού στιχουργού Φίλιππου Γράψα, πολλά από τα τραγούδια του οποίου έχουν ως σημείο αναφοράς την πόλη.

Στο σήμερα

Η οδός Κατούνη στα Λαδάδικα συγκεντρώνει αρκετά από τα δεκάδες καταστήματα εστίασης που λειτουργούν στην περιοχή. Είναι το μέρος που προσελκύει διαφορετικές ηλικίες και μπορείς να καλύψεις κάθε σου επιθυμία. Από χαλαρή βόλτα με την παρέα και φαγητό σε διάφορα μεζεδοπωλεία που υπάρχουν μέχρι νυχτερινή έξοδο σε clubs και εστιατόρια.

Συνήθως θα δεις νεαρό κόσμο να κάνει την περατζάδα του στο πλακόστρωτο της Κατούνη, αλλά σίγουρα θα πετύχεις και μεγαλύτερες ηλικίες λόγω της διαχρονικότητας της περιοχής. Πρωί και βράδυ, κάθε εποχή, όλα τα μαγαζιά της γεμίζουν και σίγουρα αποτελούν ένα σημείο που θέλεις να επισκεφθείς ξανά, αν βρεθείς μία φορά εκεί.

Το μόνο σίγουρο είναι πως θα φας καλά, θα πιείς καλά και θα περάσεις ακόμα καλύτερα. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την

Διαβάστε επίσης:

O Μακένζυ Κίνγκ και ο δρόμος με το όνομα του

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα