Θεσσαλονίκη

Λαμέ, λακ και Boney M: Οι νύχτες στις ντισκοτέκ της Θεσσαλονίκης

Τα στέκια, οι άνθρωποι και τα τραγούδια που σημάδεψαν τη δεκαετία του ’80 στην πόλη μας

Μαριαλένα Κουσιδώνη
λαμέ-λακ-και-boney-m-οι-νύχτες-στις-ντισκοτέ-241761
Μαριαλένα Κουσιδώνη

Γυρνάμε για λίγο πίσω, σε μια εποχή αθώας υπερβολής.

Ήταν τα ’80s. Η εποχή που κάθε Σάββατο ήταν γιορτή και κάθε Πέμπτη πρόβα. Από το Studio 51 μέχρι το Amnesia, και από το Bodrum μέχρι το Cronos, η νυχτερινή Θεσσαλονίκη δεν κοιμόταν. Και δεν ήταν μόνο τα μαγαζιά – ήταν η αίσθηση ότι όλη η πόλη «ξυπνούσε» αφότου έδυε ο ήλιος.

Οι ντισκοτέκ ήταν καταφύγια διασκέδασης, γεμάτα καπνό, ρυθμό και υποσχέσεις. Εκεί, ανάμεσα σε πολύχρωμα φώτα, περιστρεφόμενες ντισκομπάλες, μπόμπες και φιστίκια, γεννιόνταν ιστορίες που ακόμα ψιθυρίζουν οι παρέες.

Οι ντισκοτέκ που έγραψαν ιστορία: Ένα ρετρό χρονικό

Η Θεσσαλονίκη άρχισε να «κουνιέται» στο ρυθμό της disco ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Οι πρώτες ντισκοτέκ έμοιαζαν με μικρούς ναούς ηδονής και ελευθερίας, με φωτορυθμικά που «χορεύαν» στο ρυθμό, καναπέδες δερματίνης, μεγάλους καθρέφτες και υπερυψωμένες πίστες. Ήταν η αρχή ενός φαινομένου που θα κορυφωνόταν στα ’80s και θα μετουσιωνόταν σε ιεροτελεστία στα ’90s.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
H μεγάλη νύχτα της πόλης

Τα πρώτα φώτα άναψαν τη δεκαετία του ’70.

Ήταν η εποχή των «πρωτοπόρων». Το Tiffany’s στην Ικτίνου λέγεται πως ήταν η πρώτη αυθεντική disco στο κέντρο της πόλης — γιατί στα ανατολικά, στη Νέα Κρήνη, υπήρχε η Αργώ του Τάσου Σία και του Θανάση Κυράτσου που διαφημιζόταν ως «η πρώτη δισκοτέκ από το 1964 για όλες τις ηλικίες».

Πηγή: Άγνωστη Θεσσαλονίκη (Facebook)

Ακολούθησαν το Club Δάφνες & Χλόη στην Αγίας Σοφίας, το Disco Τottis Baby στη Σοφούλη, η εξωτική ΧΑΒΑΗ και βέβαια το θρυλικό Studio 54 της Θεσσαλονίκης — όχι το αμερικανικό, αλλά εξίσου μυθικό για τα ελληνικά δεδομένα.

Εκεί άκουγες Gloria Gaynor, Bee Gees, Boney M., και στροβιλιζόσουν μέχρι τελικής πτώσεως. Στις πίστες έδινε ραντεβού όλη η πόλη – από φοιτητές μέχρι μικροεπαγγελματίες και κυριλέδες.

Disco ΧΑΒΑΗ. Πηγή: Άγνωστη Θεσσαλονίκη (Facebook)

Το πραγματικό «μπαμ» στην πόλη γίνεται το ’80, όταν η disco culture μετουσιώνεται πια σε επιστήμη και η Θεσσαλονίκη σε πρωτεύουσα της ντίσκο με τουλάχιστον 40 μαγαζιά να λειτουργούν στο κέντρο και τα πέριξ.

Palladium, Cronos, Amnesia, Pierro, Lavalbone, Bodrum: ονόματα που ακούγονται σαν στάσεις σε κάποιο φανταστικό τρένο με προορισμό τη νύχτα. Οι χώροι ήταν πλέον τεράστιοι, με φωτισμό που ανταγωνιζόταν τηλεοπτικό στούντιο, μεθυστικά αρώματα, και χορό μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.

Η Lavalbone, στην πλατεία Αριστοτέλους, έγινε γνωστή για τις περίφημες Ladies’ Nights της, αλλά και για τη ζεστή της ατμόσφαιρα, με τον κόσμο να χτυπάει κουτάλια και ποτήρια συγχρονισμένα στο ρυθμό σαν μια μεγάλη παρέα. Φυσικά, δεν υπήρχε θέση στο μαγαζί για τους «καρεκλάδες», όσους δηλαδή βιδώνονταν στα σκαμπό τους και αδιαφορούσαν για τον χορό.

Δεν υπάρχει άνθρωπος που πέρασε από τη Θεσσαλονίκη το ’80 και δε θυμάται το θρυλικό Palladium των Σάκη Μπέρδου, Πέτρου Μουρατίδη και Λάκη Βισσάρη στη γωνία Μακεδονίας και Αναλήψεως. Η διακόσμηση, εμπνευσμένη από το θρυλικό Le Palace του Φαμπρίς Εμέρ, έφερε στη Θεσσαλονίκη παριζιάνικο αέρα. Ήταν η πιο εντυπωσιακή και μεγάλη ντισκοτέκ που είχε γνωρίσει ποτέ η πόλη, εξοπλισμένη με ηχεία και φώτα τελευταίας τεχνολογίας για την εποχή. Η είσοδος της; Αξέχαστη. Μπαίνοντας συναντούσες ένα κουβούκλιο με κάγκελα, σαν γκισέ παλιάς τράπεζας του Φαρ Ουέστ, όπου ο κόσμος αντάλλασσε τα χρήματά του με μάρκες για τα ποτά – όπως στα καζίνο.

Η σάλα του Palladium. Πηγή: Άγνωστη Θεσσαλονίκη (Facebook)

Τη σκυτάλη από το Palladium πήρε η θρυλική Convoy, ένα μαγαζί που άφησε εποχή – και όχι μόνο για τη μουσική του. Λόγω της βιομηχανικής του αισθητικής, κάποιοι το φώναζαν χαριτολογώντας «βενζινάδικο», όμως αυτό δεν αποθάρρυνε κανέναν από το να το επισκεφθεί: κάθε βράδυ ήταν φίσκα. Εκεί, στην τεράστια οθόνη του Convoy, οι Θεσσαλονικείς παρακολούθησαν για πρώτη φορά το θρυλικό Thriller του Michael Jackson – μια εμπειρία σχεδόν κινηματογραφική.

Και στην πόρτα; Ο αδιαμφισβήτητος «φόβος και τρόμος» της νυχτερινής πόλης: ο Μάνος Φιλιππάς, ίσως ο πιο αυστηρός πορτιέρης που γνώρισε η Θεσσαλονίκη. Δεν κοιτούσε απλώς την εμφάνιση· αξιολογούσε τη συνολική ενέργεια, το στυλ και την «αύρα» σου. Αν δεν έπιανες το vibe, δεν έμπαινες. Τόσο απλά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Θρύλοι της νύχτας

Στην καρδιά της πόλης, στην οδό Αγίας Σοφίας, βρισκόταν η Panopticum – μια ντισκοτέκ που άφησε ιστορία όχι μόνο για το όνομά της, αλλά και για την καινοτομία της. Ήταν η πρώτη στη Θεσσαλονίκη που παρουσίασε στους πλάνητες της νύχτας τη ντισκομπάλα, τη μηχανή παραγωγής φυσαλίδων και τα φωτορυθμικά. Όλα αυτά τα «μαγικά» εξαρτήματα τα είχαν φέρει οι δύο συνέταιροι, Προύσαλης και Τσουλίδης, από ταξίδι στην Κολονία, όπου και επισκέφθηκαν μια ντίσκο που τους καθήλωσε, την αυθεντική Panopticum. Από εκεί δανείστηκαν το όνομα, κουβαλώντας μαζί και λίγη από τη λάμψη της ευρωπαϊκής νύχτας.

Ακόμη ένας ιδιοκτήτης που επηρεάστηκε από τις μόδες του εξωτερικού ήταν ο Αντώνης Τακτικός, ο οποίος εμπνευσμένος από τη Σκωτία, είχε επενδύσει τους τοίχους του Calcana’s με καρό υφάσματα, δίνοντας στο μαγαζί έναν ιδιότυπο χαρακτήρα. Η ντισκοτέκ αυτή, μάλιστα, είχε και τη δική της ξεχωριστή μυρωδιά, αφού ο ιδιοκτήτης φρόντισε μετά από ταξίδι του στην Αγγλία να φέρει μαζί του ένα ιδιότυπο αρωματικό χώρου με το οποίο ψέκαζε το κατάστημα. Το αποτέλεσμα; Ένα νυχτερινό στέκι που μαγνήτιζε όλες τις αισθήσεις σου.

Βγαίνοντας από το Μοonlight στην Αγία Τριάδα. Πηγή: Άγνωστη Θεσσαλονίκη (Facebook)

Προχωρώντας προς τα ’90s, η disco μετακινείται από το κέντρο προς τα προάστια.

Στην περιοχή του αεροδρομίου, γιγαντιαία κλαμπ φιλοξενούσαν 1.500 και πλέον άτομα. Το Amnesia, η disco Olympia, το Smeraldo και το Moonlight στην Αγία Τριάδα ήταν κάτι παραπάνω από νυχτερινά κέντρα – ήταν εμπειρίες. Με φωτισμούς laser, πίστες που άλλαζαν χρώματα και live εμφανίσεις-έκπληξη, η Θεσσαλονίκη έζησε ίσως την πιο φαντασμαγορική περίοδο της νυχτερινής της ζωής. Και, παρότι το ύφος είχε γίνει πιο «κλαμπίστικο», οι ρίζες της disco παρέμεναν ζωντανές: ο κόσμος ακόμα ήθελε να χορέψει, να ντυθεί καλά, να νιώσει πως βγαίνει.

Η ντισκοτέκ για τους Θεσσαλονικείς δεν ήταν απλώς βραδινή διασκέδαση – ήταν ιεροτελεστεία.

Ξεκινούσε με «κρεπάρισμα» στο μαλλί και τζελ, συνεχιζόταν με τα πρώτα σφηνάκια στο σπίτι και κορυφωνόταν στην πίστα, με Flashdance στο φουλ και ιδρώτα στους κροτάφους. Κανείς δεν έβγαινε «όπως όπως». Η πόλη έβγαινε έξω για να «φανεί».

Η χορευτική φιλοσοφία ήταν ξεκάθαρη: ο καθένας είχε το τραγούδι του – εκείνο που μόλις ακουγόταν, πεταγόταν όρθιος, σήκωνε τα χέρια και έκλεινε τα μάτια. Δεν υπήρχε κινητό να καταγράψει τη στιγμή — κι αυτό ίσως την έκανε πιο αυθεντική.

Το σημαντικότερο όμως: όλοι χόρευαν. Άντρες, γυναίκες, φοιτητές, εργαζόμενοι, μοναχικοί τύποι, αταίριαστες παρέες. Δεν υπήρχε VIP, δεν υπήρχε influencer. Υπήρχε μόνο μουσική.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
80s: Ήμουν κι εγώ εκεί

Έμεινε τίποτα από τη λάμψη;

Σήμερα, σχεδόν κανένα από αυτά τα μαγαζιά δεν υπάρχει. Κι αν κάποιο έχει αντέξει στη φθορά του χρόνου, σίγουρα έχει αλλάξει όνομα, ύφος, πελατεία. Ορισμένες πινακίδες στέκουν ξεθωριασμένες πάνω από κλειστά ρολά, σαν φαντάσματα του παρελθόντος. Μονάχα σ’ ένα-δυο στέκια, όπως το Blue Sky στη Θέρμη, γυρίζει ακόμη εκείνη η ντισκομπάλα των ’80s για όσους αναζητούν λίγη από την λάμψη του παρελθόντος.

Ίσως γι’ αυτό και μας συγκινεί τόσο η εποχή των παλιών ντισκοτέκ: γιατί δεν ήταν μόνο η μουσική ή τα φώτα, αλλά η αίσθηση μιας πιο αυθόρμητης και αληθινής διασκέδασης. Τότε που δεν μετρούσες likes και follow, αλλά βήματα followed by the music.

Πηγές:

Γούλιας, Ν., Στη Θεσσαλονίκη των ’80s, Α’ Τόμος (1980-1984).

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα