Θεσσαλονίκη

Λεωφόρος Νίκης: Η ακτινογραφία της βιτρίνας της πόλης

Όσα θες να μάθεις για τον δρόμο-σήμα κατατεθέν της πόλης.

Νίκος Γκάγιας
λεωφόρος-νίκης-η-ακτινογραφία-της-βιτ-963997
Νίκος Γκάγιας

Η Λεωφόρος Νίκης αποτελεί αδιαμφισβήτητα την βιτρίνα της Θεσσαλονίκης. Το μέτωπο της πόλης προς τον έξω κόσμο. Το σήμα κατατεθέν και το στολίδι της με την εικόνα του Λευκού Πύργου να είναι η πιο αντιπροσωπευτική της πόλης.

Ο πιο γνωστός, πολυσύχναστος, φωτογραφισμένος, ζωγραφισμένος και πιο ακριβός για αγορά κατοικίας οδικός άξονας στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ξεκινάει από την πλατεία Ελευθερίας και το Λιμάνι και διασχίζοντας όλο το παραλιακό μέτωπο καταλήγει στον Λευκό Πύργο και στη Λεωφόρο Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο μοναδικός δρόμος που υπάρχουν μόνο από την μία πλευρά καταστήματα καθώς από την απέναντι πλευρά είναι η παραλία που ο κόσμος κάνει την βόλτα του.

Είναι γνωστή και ως Παλιά Παραλία. Διασταυρώνεται με σημαντικούς άξονες όπως η Ίωνος Δραγούμη, Ελ. Βενιζέλου, η Αγίας Σοφίας, η Παύλου Μελά και η Νικ. Γερμανού. Είναι επίσης ένας από τους πιο εμπορικούς δρόμους της πόλης καθώς σε όλο το μήκος της διαθέτει δεκάδες καφετέριες και μερικά καταστήματα.

Η Λεωφόρος Νίκης κουβαλά πάνω της μία ιστορία χρόνων και αποτελεί μέχρι και σήμερα το πιο ακριβό κομμάτι της πόλης. Εκεί όπου τα διαμερίσματα είναι για λίγους και εκλεκτούς, αλλά στα καφέ και τα μπαράκια της συγκεντρώνεται κόσμος από όλη την πόλη.

Από τον δρόμο πέρασαν επιχειρήσεις που έγραψαν ιστορία. Η ανάπλαση της παραλίας και του λιμανιού άλλαξαν την γεωγραφία της πόλης και έκαναν την οδό ένα από τα ωραιότερα σημεία για βόλτα. Αυτό βέβαια πολλές φορές ανατρέπεται και η παραλιακή έρχεται στην επικαιρότητα για λάθους λόγους, όταν ο Θερμαϊκός γεμίζει σκουπίδια, αρουραίους, πλακτόν και η μυρωδιά δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστη.

Πριν ονομαστεί Νίκης, αφιερωμένη στις νίκες του Ελληνικού στρατού και στην απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους και την είσοδο του στρατού έπειτα από τους Βαλκανικούς πολέμους από την αφετηρία της, ήταν γνωστή ως Λεωφόρος Μπεγιάζ Κουλέ (δρόμος του Λευκού Πύργου). Μετονομάστηκε σε λεωφόρος Βασιλέως Κωνσταντίνου έως τον μεσοπόλεμο, για να γίνει η λεωφόρος της Νίκης. Η διάνοιξή της πραγματοποιήθηκε περίπου το 1870 και πάνω της περπάτησε η Στρατιά της Ανατολής, Τούρκοι, Εβραίοι, Βούλγαροι, Γερμανοί, αγωνιστές, επαναστάτες, κατακτητές. Την περπάτησαν εργάτες του λιμανιού, καροτσέρηδες, έμποροι, αχθοφόροι, καπετάνιοι, αριστοκράτες, κυρίες της υψηλής κοινωνίες, πρόσφυγες και μετανάστες. Μέχρι και σήμερα, είναι το πιο προσφιλές και οικείο σημείο για ντόπιους και ξένους. Από την λεωφόρο περνούσε και το τραμ, ιππήλατο και αργότερα ηλεκτροκίνητο.

Από την 3ο-4ο αι. μ.Χ. η Θεσσαλονίκη ανέπτυξε έντονη εμπορική δραστηριότητα και δημιουργήθηκαν δύο λιμάνια στις δύο απολήξεις του θαλάσσιου τείχους της: το εμπορικό στη δυτική πλευρά (περιοχή στα ΝΔ του Ναού του Αγίου Μηνά) και το βασιλικό στην ανατολική (στον άξονα της σημερινής οδού Δημητρίου Γούναρη). Νέες αγορές (όπως τα Λαδάδικα) κατέλαβαν κατά τον 18ο αιώνα το χώρο του βυζαντινού λιμανιού. Μέχρι τα 1873 μπροστά στο παραλιακό μέτωπο υψώνονταν τα Θαλάσσια τείχη. Πίσω από τα θαλάσσια τείχη οι φτωχικές εβραϊκές γειτονιές.Τα τείχη γκρεμίζονται και τα υλικά τους χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία μιας προκυμαίας από την σημερινή οδό Σαλαμίνας μέχρι τον Λευκό Πύργο. Σχηματίσθηκε έτσι η παραλία στενότερη αρχικά κατά 8 μέτρα από ό,τι είναι σήμερα.

Η παραλία εκτείνεται αρχικά πλακόστρωτη και μέχρι το 1893 χωρίς τροχιοδρομικές γραμμές. Το τραμ που κατασκευάζεται μετά είναι αρχικά ιππήλατο και αργότερα ηλεκτροκίνητο (στις αρχές του 1900). Μια δεύτερη έμπληση στη θάλασσα έγινε το 1900 για να δημιουργηθεί τον πρώτο προβλήτα. Τότε περίπου ξεκινούν και οι εργασίες επέκτασης της παραλίας κατά άλλα 8 μέτρα. Τον Φεβρουάριο του 1917 η διαπλατυμένη λεωφόρος ανασκάφτηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις και τοποθετήθηκε σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε το λιμάνι με τη Μίκρα. Πλέον τρένο, τραμ, άλογα και κάρα διεκδικούσαν τον χώρο της παραλίας από τους πεζούς.

1916, φωτογραφία από τον Πρώτο Προβλήτα προς την Βενιζέλου. Διακρίνεται το μέγαρο Στάιν

Το κοσμοπολίτικο παρελθόν της έχει ιστορίες γραμμένες από Οθωμανούς, Νεότουρκους, Εβραίους και Χριστιανούς. Την περπάτησαν στρατιώτες, στρατηγοί και βασιλείς, κατακτητές, απελευθερωτές, διαδηλωτές, έμποροι, μικροπωλητές, αχθοφόροι και καραβοκύρηδες, τανκς, τραμ (μέχρι το 1926 οπότε η γραμμή μεταφέρθηκε στην Τσιμισκή που μόλις είχε ολοκληρωθεί η διάνοιξή της). Η ανάγκη για την ύπαρξη ενός δρόμου που θα συνέδεε ακόμη περισσότερο την πόλη µε τη θάλασσα υπήρχε και στο σχεδιασμό του Ερνέστου Εµπράρ, όταν σχεδίαζε τη Λεωφόρο Νίκης, μετά την μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Στα σχέδια του Εµπραρ εµφανίζεται µια επέκταση προς τη θάλασσα που αρχίζει περίπου μισό μέτρο από την επιφάνεια του δρόμου. Σ’ εκείνη την επέκταση ο Εµπράρ οραµατιζόταν τους Θεσσαλονικείς να κάνουν τη βόλτα τους το καλοκαίρι και ν’ απολαµβάνουν τη θάλασσα.

Η επέκταση της Παλιάς Παραλίας προς την θάλασσα (από το Λευκό Πύργο μέχρι το Λιμάνι) απασχολεί την πόλη με προτάσεις, μελέτες και διαγωνισμούς από την δεκαετία του 70′.

Φτάνοντας στο σήμερα η ιδέα για την οριστική επέκταση του ξύλινου κρηπιδώματος ξεκίνησε πριν από τουλάχιστον δέκα χρόνια και πρόκειται ουσιαστικά για μία επέκταση της παλιάς παραλίας προς τη θάλασσα με μία ελαφριά κατασκευή πλάτους από 5-10 μέτρα, τοποθετημένη πάνω σε πασσάλους, που στόχο έχει να συνεχίζεται απρόσκοπτα η βόλτα κατοίκων και επισκεπτών στο παλιό παραλιακό μέτωπο, εκεί όπου παρατηρείται συνωστισμός, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες.

Η πυρκαγιά του 1917

Η πυρκαγιά του 1917 είναι ένα από τα συγκλονιστικότερα γεγονότα που έζησε η Θεσσαλονίκη και άλλαξε εκ βάθρων την εικόνα της πόλης αλλά κατέστρεψε και πολλά κτίρια της παραλιακής λεωφόρου.

Η πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στα βόρεια της πόλης ακολούθησε δύο κατευθύνσεις: προς το Διοικητήριο μέσω της οδού Αγίου Δημητρίου και προς την αγορά μέσω της Λέοντος Σοφού. Οι φλόγες που έκαιγαν επί 32 ώρες μετέτρεψαν σε ερείπια 9.500 κτίσματα αφήνοντας άστεγους πάνω από 70.000 ανθρώπους (52.000 εβραίους, 10.000 χριστιανούς και 11.000 μουσουλμάνους). Έφτασαν μέχρι τη λεωφόρο Χαμιδιέ ανατολικά (σημερινή Εθνικής Αμύνης) και μέχρι την Παραλία. Η περιοχή που κάηκε ήταν μεταξύ των οδών Αγίου Δημητρίου, Λέοντος Σοφού, Νίκης, Εθνικής Αμύνης, Αλεξάνδρου Σβώλου, Εγνατία (από Αγίας Σοφίας), Αγίου Δημητρίου. Αυτή η περιοχή στα επίσημα έγγραφα αναφέρεται ως «πυρίκαυστος ζώνη» και στις λαϊκές διηγήσεις τα «καμένα». Η πυρκαγιά έπληξε σε μεγάλο μέρος τις φτωχικές συνοικίες με την άναρχη δόμηση και “έδωσε την ευκαιρία” στο κέντρο της πόλης να αναπνεύσει και να εξελιχτεί στην υπέροχη μεγαλούπολη του Μεσοπολέμου. Λίγες μέρες μετά την πυρκαγιά η κυβέρνηση Βενιζέλου ανήγγειλε ότι δεν θα επιτρεπόταν η ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση της πόλης, αλλά μόνο στη βάση ενός νέου πολεοδομικού σχεδίου, που εκπόνησε ο υπουργός συγκοινωνιών Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Με απόφασή του ιδρύθηκε «Διεθνής Επιτροπή Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης» με πρόεδρο τον Ερνέστο Εμπράρ, για την εκπόνηση ρυμοτομικού σχεδίου, το οποίο παραδόθηκε στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας στις 29 Ιουνίου 1918. Το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε πλήρως και εξαιτίας πιέσεων εκ μέρους μεγαλοϊδιοκτητών υπέστη πολλές μεταβολές, αλλά και πάλι αποτέλεσε μεγάλη βελτίωση σε σχέση με την πρωτύτερη κατάσταση της πόλης.

Τα ξενοδοχεία και η κοσμική ζωή

Στα πολυτελή της ξενοδοχεία (Όλυμπος-Παλλάς, Μεντιτερανέ, Ματζέστικ, Σπλέντιτ, Αθηνά, Ήπειρος) έμειναν επώνυμοι και γράφτηκε η μυθική κοσμοπολίτικη ιστορία της πόλης.

Στη θέση που σήμερα συναντάμε το ξενοδοχείο Daios βρισκόταν το παλιό Αμερικανικό Προξενείο, κοντά στον Λευκό Πύργο, στη γωνία της Λεωφόρου Νίκης με την Χρ. Σμύρνης. Ένα μέρος που έγιναν πολλά επεισόδια καθώς εκεί κατέληγαν πολλές πορείες και διαμαρτυρίες της εποχής. Επίσης ο θρύλος του Όλυμπος Νάουσα επέστρεψε. Ένα ορόσημο για τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και την ευρωπαϊκή γαστρονομική σκηνή. Το εμβληματικό εστιατόριο της Θεσσαλονίκης άνοιξε ξανά μετά από τρεις δεκαετίες. Το 1961 τοποθετήθηκε περήφανα στον τοίχο μια πινακίδα βράβευσης της διεθνούς γαστρονομικής εταιρείας Dreicers De Luxe Dining League, ενώ το 1968 η Daily Telegraph την ανέφερε σε άρθρο με τίτλο «Το καλύτερο φαγητό στην Ελλάδα».

Μερικά από τα πιο ιστορικά καφέ, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία είναι το Κρυστάλ, Όλυμπος, Αλάμπρα, Βυζάντιον, Φάρος. Μάλιστα υπάρχουν μερικά τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα όπως το cafe Θερμαικός, το Καστέλλο, το Αιγαίον, το Αχίλλειον.

Επίσης στην γωνία Λεωφόρου Νίκης με Αγίας Σοφίας λειτουργούσε το καφενείο «Αστόρια Β». Σ’ αυτό πάνω από δύο γενιές Σαλονικιών έπαιζαν τάβλι, ξερή, έκαναν καραμπόλες στα μπιλιάρδα και γκρίνιαζαν με τον κυρ Θεμιστοκλή, το γκαρσόνι, για την ώρα για τις στέκες. Τα βραδάκια μία μικρή ορχήστρα συνόδευε τους ντιζέρ και τις ντιζεζ που τραγουδούσαν τα τραγούδια της εποχής. Εκεί το 1933 ντεμπουτάρησε η Σοφία Βέμπο με το «Κόκκινο πουκάμισο» του Νίκου Χατζηαποστόλου.

Από τη δεκαετία του ’20 τα καραβάκια (η Λευκή και ο Ναυτίλος) ξεκινούσαν από το Λευκό Πύργο και έδεναν στην Περαία και την Αγία Τριάδα. Μέχρι και τη δεκαετία του ’70, πριν «ανακαλυφθεί» η Χαλκιδική, η πόλη µεταφερόταν σύσσωµη από την Παλιά Παραλία στα µπιτς πάρτι και τις ακτές του Θερµαϊκού κόλπου. Από τότε µέχρι σήμερα έχουν γραφτεί χιλιάδες γραµµές µε σχέδια, µελέτες και υποσχέσεις για την επιστροφή της θαλάσσιας αστικής συγκοινωνίας. Επίσης παλιά θα συναντούσες πολλούς ψαράδες με καίκια να ρίχνουν μπετονιά για να πιάσουν ψάρια. Υπάρχουν ακόμα και σήμερα αλλά πιο λίγοι καθώς αρκετοί έχουν μετακινηθεί στη Νέα Παραλία. Επίσης υπήρχαν αρκετά καταστήματα που πωλούσαν δολώματα αλλά και σφουγγάρια, τα οποία πλέον δεν υπάρχουν.

Ακόμα στον δρόμο εκεί λειτουργούσε κάποτε σφαιριστήριο όταν η οδός ακόμα ονομαζόταν Βασιλέως Κωνσταντίνου.

Ακίνητα

Σήμερα, η Λεωφόρος Νίκης – ή Παλιά Παραλία – έχει τα ακριβότερα πολυώροφα ακίνητα της Θεσσαλονίκης.

Όπως αναφέρει ο Λευτέρης Μαυρίδης, μεσίτης του Clock Real Estate «οι τιμές των ακινήτων στη Λεωφόρο Νίκης κυμαίνονται γύρω στα 10.000-12.000€/τ.μ. στα ανακαινισμένα διαμερίσματα ενώ διαμορφώνονται στα 5.000-7000 €/τ.μ. για αυτά που χρήζουν ανακαίνισης. Μέχρι το 2017, οι τιμές κατρακύλησαν λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά έκτοτε τα τελευταία χρόνια έχουν ανακτήσει σημαντικό έδαφος, ειδικά το τελευταίο διάστημα που παρατηρείται μεγάλο ενδιαφέρον από ξένους αγοραστές»

Μιλώντας για τους ανθρώπους που δείχνουν ενδιαφέρον για τα συγκεκριμένα ακίνητα επί της Νίκης, τονίζει πως «για αγορά τα προσεγγίζουν κυρίως άνθρωποι από το εξωτερικό ή Έλληνες που κατοικούν εκεί. Όσον αφορά τη μίσθωση υπάρχει ενδιαφέρον και από Έλληνες επιχειρηματίες ή στελέχη της αγοράς όπως και εταιρείες που θέλουν και μπορούν να έχουν την πολυτέλεια να στεγάζουν την επαγγελματική τους έδρα σε ένα μοναδικό ακίνητο»

Η Parallaxi περπάτησε και μέτρησε αναλυτικά τα καταστήματα που βρίσκονται σε λειτουργία.

Πιο συγκεκριμένα στην παραλιακή θα βρεις 28 cafe-bar, 7 εστιατόρια/ταβέρνες/fast food, 4 καταστήματα με σουβενίρ, 3 με ρούχα, 1 ζαχαροπλαστείο και 8 καταστήματα με λουκέτο, τα οποία σκοτεινιάζουν την άλλοτε υπέρλαμπρη Λεωφόρο Νίκης.

Σύμφωνα με πληροφορίες της Parallaxi, πολλοί είναι οι επιχειρηματίες που ζορίζονται. Οι τιμές των ενοικίων συγκριτικά με τα τελευταία 15 χρόνια έχουν πέσει κατά 50%. Καταστήματα που παλαιότερα ενοικιάζονταν 22.000 ευρώ έχουν πέσει μέχρι και 10.000 ευρώ.

Πολλοί επιχειρηματίες, των οποίων τα καταστήματα έκλεισαν, άφησαν στους ιδιοκτήτες των χώρων φέσια και απλήρωτους λογαριασμούς. Γι’ αυτό τον λόγο οι ιδιοκτήτες είναι αρκετά επιφυλακτικοί στο που θα δώσουν τα μαγαζιά τους. Επίσης αρκετοί είναι εκείνοι που θα προτιμούσαν να τα ενοικιάσουν και σε άλλες επιχειρήσεις πέραν της εστίασης.

Ένα από τα ζητήματα της Λεωφόρου Νίκης, όπως και στις περισσότερες οδούς της Θεσσαλονίκης, είναι αυτό με τα τραπεζοκαθίσματα, τα οποία είναι απλωμένα σε όλο το πεζοδρόμιο. Και μπορεί χαλαρές μέρες ή πρωινά να μην δημιουργείται κάποιο πρόβλημα, όμως ώρες αιχμής και ειδικά βράδια δεν μπορείς κυριολεκτικά να περάσεις αν είσαι από εκείνη την πλευρά του δρόμου.

Ένας δρόμος βγαλμένος από σινεμά

Η Λεωφόρος Νίκης είναι ο δρόμος όπου οι Θεσσαλονικείς διασκέδαζαν και διασκεδάζουν. Ήταν ο πιο αγαπητός τόπος συγκέντρωσης και επικοινωνίας. Όμως, τη ζωή και το χρώμα και την ατμόσφαιρα την έδιναν οι πέντε θερινοί κινηματογράφοι.

Πρώτο στην παραλία από την πλευρά του λιμανιού ήταν το “Ελληνίς”, που εκμεταλλεύονταν οι Αδελφοί Ψυχόπουλοι. Δίπλα τα “Ηλύσια” των Αδελφών Χατζηνάκου και στη γωνία της οδού Μητροπόλεως το “Ρεξ” των Αδελφών Ψυλλάκη. Ο Γιάννης Ψυλάκης είχε μισθώσει τον κινηματογράφο το 1940.

Από την απέναντι πλευρά πρώτος στην παραλία ήταν ο “Ζέφυρος” των Νικ. Σεγούρα και Ηλία Τριανταφυλλίδη. Δίπλα ήταν τα Διονύδια” του Τάσου Δερβέρη που αργότερα μετανομάστηκε σε Ρίο. Ήταν ο παλιότερος στην Πλατεία. Λίγο πιο επάνω στο υπό ανέγερσιν κτίριο όπου στεγάστηκε το “Ολύμπιον” – είχε διακοπεί στον πόλεμο- λειτούργησε για ένα διάστημα ο κινηματογράφος “Αιγαίον” που έπαιζε συνήθως ταινίες γούεστερν.

Επίσης το Πατέ, πριν από την πυρκαγιά του 17′ ήταν στην παραλία, δίπλα στο ξενοδοχείο Σπλέντιτ Παλάς. Από παλιές φωτογραφίες, βλέπουμε πως είχε ωραία πρόσοψη και από μαρτυρίες παλιών Σαλονικιών και από περιγραφές στις εφημερίδες της εποχής, πληροφορούμαστε ότι η αίθουσα του ήταν πολυτελέστατη, με βελούδινες πολυθρόνες και επίχρυση γύψινη διακόσμηση. Εκεί παρουσίαζαν όπερες και οπερέτες οι ξένοι θίασοι που περνούσαν από την πόλη.

Αφού ο κινηματογράφος κάηκε στη μεγάλη πυρκαγιά, ο ιδιοκτήτης του αγόρασε μία μεγάλη αποθήκη στη διασταύρωση των οδών Βασιλέως Γεωργίου και Παρασκευοπούλου, εκεί περίπου που βρίσκεται σήμερα το Ράδιο Σίτυ και την μετέτρεψε σε καινούργιο κινηματογράφο με το παλιό όνομα.

Δίπλα στο Αμερικανικό Προξενείο βρισκόταν ο κινηματογράφος Μόντερν. Ήταν ένα μεγάλο παράπηγμα που χρησιμοποιούταν σαν αποθήκη. Όταν το 1915 ήρθαν τα συμμαχικά στρατεύματα ο έξυπνος επιχειρηματίας Σεγούρα έστρωσε το πάτωμα της αποθήκης με καδρόνια, έφτιαξε μια όμορφη πρόσοψη και το ονόμασε ΣΙΝΕ ΜΟΝΤΕΡΝ. Στην αρχή ήταν 3ης κατηγορίας, σύχναζαν εργατόπαιδα, άνθρωποι του λιμανιού, φαντάροι.

Τα έργα που έπαιζε το ΜΟΝΤΕΡΝ ήταν αντίστοιχα με την πελατεία του. Γύρω στο 1920 ευπρεπίστηκε και άρχισε να βάζει έργα με Ιταλίδες ντίβες της εποχής. Στην συνέχεια όταν σε λίγα χρόνια χτίστηκαν τα καινούργια σινεμά ΔΙΟΝΥΣΙΑ, ΑΠΟΛΛΩΝ, ΠΑΤΕ, ΗΛΥΣΙΑ, ο καλός κόσμος απομακρύνθηκε από το ΜΟΝΤΕΡΝ. Μετά τα εγκαίνια του μεγάρου της Εμπορικής Λέσχης, στις 4 Δεκεμβρίου 1926 το ΜΟΝΤΕΡΝ μεταφέρθηκε στο ισόγεια του. Χωρισμένη η αίθουσα του καινούργιου σινεμά σε δύο θέσεις. Ταξικός διαχωρισμός.

Το εισιτήριο για τα μπροστινά καθίσματα, που αποτελούσαν την δεύτερη θέση, ήταν φθηνότερο από το εισιτήριο της πρώτης θέσης. Οι φτωχοί μπροστά (λούστροι και αλήτες) και οι πιο εύποροι πίσω (μαθητές και υπάλληλοι). Μετά την Κατοχή, το ΜΟΝΤΕΡΝ μετονομάστηκε σε ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ, το οποίο κατά τα τελευταία χρόνια πρόβαλε αποκλειστικά ταινίες ερωτικού περιεχομένου.

Ακόμα υπήρχε και ο Κήπος του Λευκού Πύργου  Λειτούργησε για 50 χρόνια από το 1907 μέχρι το 1956 και απλωνόταν στο χώρο μεταξύ του Πύργου και του σωζόμενου Βασιλικού θεάτρου που κατασκευάστηκε το 1939. Ένας χώρος με θέατρο, αίθουσες ψυχαγωγίας και τραπεζάκια για να κάθεται ο κόσμος.

Η Λεωφόρος Νίκης ως πεζόδρομος

Στους πεζούς αποδόθηκε πριν από αρκετά χρόνια η λεωφόρος Νίκης στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας που είχε αναλάβει ο δήμος Θεσσαλονίκης επί Μπουτάτη για την πιλοτική πεζοδρόμηση του παραλιακού δρόμου μία Κυριακή κάθε μήνα.

Η κυκλοφορία των οχημάτων στην παραλιακή λεωφόρο απαγορευόταν από τις 11 το πρωί μέχρι και τις 5 το απόγευμα. Βέβαια η συγκεκριμένη πρωτοβουλία εφαρμόστηκε, όμως στη συνέχεια αφέθηκε στη μοίρα της και πλέον δεν υπάρχει σαν σκέψη.

Λέσχη Θεσσαλονίκης

Στον αριθμό 63 της Λεωφόρου Νίκης στέκει ένα κτίριο που ανάμεσα στους τοίχους του έχει φιλοξενήσει ιστορίες σχεδόν ενός αιώνα. Μέσα του συναντάμε την Λέσχη Θεσσαλονίκης, η ύπαρξή της αλληλένδετη με το κτίριο, γράφοντας το δικό της κομμάτι στην ιστορία της πόλης.

Η Λέσχη Θεσσαλονίκης ξεκίνησε τη δράση της το 1901, όταν πρωτοϊδρύθηκε με την επωνυμία «Νέα Λέσχη» από επιφανείς Έλληνες πολίτες, κυρίως εμπόρους και επιχειρηματίες. Απώτερος σκοπός της ίδρυσης ήταν η σύσφιξη των σχέσεων του ελληνικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης και η οικονομική ενίσχυση του Μακεδονικού Αγώνα που τότε ξεκινούσε. Τα μέλη της «Νέας Λέσχης» συνεργάζονταν στενά με το Ελληνικό Προξενείο στη Θεσσαλονίκη και τον Πρόξενο Λάμπρο Κορομηλά. Μάλιστα, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το Διοικητικό Συμβούλιο της Λέσχης ανακήρυξε επίτιμους Προέδρους της τους Παύλο Μελά, Λάμπρο Κορομηλά και Γερμανό Καραβαγγέλη.

Μανδαλίδειο Μέγαρο

Χτίστηκε το 1931, σύμφωνα με τη Χρύσα Φραγκόυδη, σε σχέδια του Ελί Μοδιάνο, για λογαριασμό του Ιωάννη Μανδαλίδη και της Βάγιας Μανδαλίδη. Γεννήθηκαν στο Διδυμότειχο και ο Ιωάννης σπούδασε Οδοντιατρική στην Κωνσταντινούπολη και την Νέα Υόρκη. Μετά την επιστροφή τους το 1920 (η Βάγια τον συνόδευε), επισκέφθηκαν το Διδυμότειχο και δώρισαν χρήματα για την ανέγερση εργοστασίου ηλεκτρικής ενέργειας.

Στην συνέχεια εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη και ο Ιωάννης άνοιξε το πρώτο του οδοντιατρείο στην Εγνατία 18. Κάποια χρόνια αργότερα, αγόρασε το οικόπεδο στην Λεωφόρο Νίκης και εκεί έχτισε την πολυκατοικία. Μετέφερε το ιατρείο του στο ανώγειο, κράτησαν δυο διαμερίσματα και πούλησαν τα υπόλοιπα. Το 1941 τα διαμερίσματα επιτάχθηκαν από τους Γερμανούς. Ο Ιωάννης Μανδαλίδης πέθανε το 1942, αφήνοντας το οδοντιατρείο του και την μισή πολυκατοικία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης “ίνα χρησιμεύσει ως πυρήν ιδρύσεως και εν Θεσσαλονίκη Οδοντοϊατρικής Σχολής, εν Θεσσαλονίκη αι πρόσοδοι του μεριδίου μου της οικοδομής ταύτης να διατεθώσιν εξ ολοκλήρου και αποκλειστικώς προς τον σκοπόν τούτο. Αι υπάρχουσαι τυχόν παρά τραπέζαις του Εσωτερικού ή του Εξωτερικού καταθέσεις χρημάτων ή άλλων παραστατικών χρηματικής αξίας χρεωγράφων θα περιέλθωσιν εις την ιδρυθησομένην εν Θεσσαλονίκη Οδοντοϊατρικήν Σχολήν, μέχρι της ιδρύσεως της οποίας θα διαχειρίζεται ταύτας το Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης. Η επιθυμία μου είναι να ιδρυθή το ταχύτερον εν Θεσσαλονίκη παρά το Πανεπιστημίω Θεσσαλονίκης και κλάδος Οδοντοϊατρικής Σχολής”.

Η αδερφή του Βάγια, που πέθανε το 1973, κληροδότησε το υπόλοιπο μισό της πολυκατοικίας στο Πανεπιστήμιο, συνεχίζοντας έτσι την επιθυμία του αδελφού της. Ο σεισμός του 1978 προκάλεσε σοβαρές ζημιές στο κτίριο κι έτσι δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για λόγους στατικότητας. Μέχρι και το 1985, όταν και καταλήφθηκε, παρέμενε άδειο. Το 1993, παραχωρήθηκε στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και μέχρι το 2003 στέγαζε την σχολή Δημοσιογραφίας. Στατική μελέτη του 2003 υπέδειξε τα προβλήματα του κτιρίου και η εκπαιδευτική του χρήση διακόπηκε. Το 2005 οι όψεις του κτιρίου κηρύχθηκαν διατηρητέες. Το κτίριο ήταν υπο κατάληψη από το 2004 έως και το 2016.

To 2022 μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες εγκατάλειψης το “Μανδαλίδειο Μέγαρο”, ένα από τα πλέον εμβληματικά κτίρια της παλιάς παραλίας, άλλαξε σελίδα καθώς υπογράφηκε η σύμβαση “μακροχρόνιας μίσθωσης έναντι ανακατασκευής του ακινήτου” το οποίο ανήκει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, έπειτα από δωρεά του Ιωάννη και της Βάγιας Μανδαλίδου προς το πανεπιστήμιο.

Ο Λευκός Πύργος

Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης είναι οχυρωματικό έργο οθωμανικής κατασκευής του 15ου αιώνα (χτίστηκε πιθανόν μεταξύ 1450-70). Σήμερα θεωρείται χαρακτηριστικό μνημείο της Θεσσαλονίκης και είναι ό,τι έχει σωθεί από την κατεδαφισμένη οθωμανική οχύρωση της πόλης. Η σημερινή μορφή του πύργου αντικατέστησε βυζαντινή οχύρωση του 12ου αιώνα, για να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ως κατάλυμα φρουράς Γενιτσάρων και ως φυλακή θανατοποινιτών. Σήμερα λειτουργεί ως μουσείο και είναι ένα από τα πιο γνωστά κτίσματα-σύμβολα πόλεων στην Ελλάδα. Έχει έξι ορόφους, 34 μέτρα ύψος και 70 μέτρα περίμετρο.

Στην αρχή ονομαζόταν Πύργος του Λέοντος, όπως αναφέρει τουρκική επιγραφή του 1535-1536, η οποία υπήρχε στην είσοδο του εξωτερικού περιβόλου (τώρα κατεδαφισμένος) και η οποία μάλλον αναφερόταν στη χρονολογία κατασκευής του περιβόλου. Από τον 17ο αιώνα και μετά ονομαζόταν ανεπίσημα Kelemeriye Kal’asi (Φρούριο της Καλαμαριάς) και Πύργος των Γενιτσάρων. Μετά την διάλυση του τάγματος των Γενιτσάρων το 1826, αποκτά το όνομα Kanli-Kule (Κανλί Κουλέ), δηλαδή Πύργος του Αίματος, λόγω των σφαγών από τους Γενιτσάρους. Το όνομα διατηρείται και μετά το 1826, λόγω της λειτουργίας του ως φυλακή μελλοθάνατων βαρυποινιτών και τόπο βασανιστηρίων, οι οποίοι συχνά εκτελούνταν από τους Γενιτσάρους, γεμίζοντας με αίμα τους τοίχους. Κατά μία εκδοχή, το σύγχρονο όνομά του φαίνεται να το πήρε όταν ένας Εβραίος κατάδικος, ο Nathan Guidili, τον ασβέστωσε με αντάλλαγμα την ελευθερία του, το 1891. Μέχρι το 1912, ο χριστιανικός πληθυσμός συνεχίζει να τον αναφέρει ως Κανλί Κουλέ, ενώ ο εβραϊκός υιοθετεί το Torre Blanca (Τόρε Μπλάνκα), ονομασία που υιοθετούν και οι Τούρκοι ως Beyaz-Kule (Μπεϊάζ Κουλέ), δηλαδή Λευκός Πύργος. Άλλη εκδοχή, στηριγμένη στις έρευνες του Βασίλη Κ. Γούναρη πάνω σε βρετανικά αρχεία, αναφέρει πως η σημερινή ονομασία του κτίσματος δόθηκε μεταξύ των ετών 1883 και 1884, μετά από απαίτηση του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄ ή από πρωτοβουλία του βαλή της πόλης Γκαλίπ, ο οποίος για να πετύχει την αλλαγή του ονόματος επικαλέστηκε το όνομα του σουλτάνου. Σύμφωνα με τον γενικό πρόξενο της Σερβίας στο Λονδίνο, James George Cotton Minchin, που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη το 1884, «όλοι οι ασπριστάδες της Θεσσαλονίκης δεν θα ξεπλύνουν το αθώο αίμα που χύθηκε εκεί».

Μέσω του αρχείου της τοπικής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης, ο Φάρος της Μακεδονίας, ο Βασίλης Γούναρης προσδιορίζει το άσπρισμα αλλά και τη μετονομασία του κτιρίου από Κανλί Κουλέ σε Μπεϊάζ Κουλέ κατά το καλοκαίρι του 1883. Στα 1911 κατεδαφίστηκε, πριν την επίσκεψη του Σουλτάνου Μεχμέτ Ρεσάτ Ε΄, από τις οθωμανικές αρχές της πόλης, το πολυγωνικό περιτείχισμα του Πύργου. Το 1912, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το μνημείο περιήλθε στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου και στην κορυφή του υψώθηκε η ελληνική σημαία με ιστό το κεντρικό κατάρτι, λάφυρο-τρόπαιο από το τουρκικό θωρηκτό «Φετίχ-Μπουλέν», βυθισμένο στον Θερμαϊκό από το τορπιλλοβόλο Τ-11 του Νικολάου Βότση. Το Ναυτικό, λόγω της καίριας θέσης της Θεσσαλονίκης και του Λευκού Πύργου, εγκατέστησε σταθμό ασυρμάτου τύπου σπινθήρα (spark transmitter) με κεραία τον ιστό της σημαίας του Λευκού Πύργου. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λευκός Πύργος στέγαζε το κέντρο διαβιβάσεων των Συμμάχων, ενώ το 1916 χρησιμοποίησαν έναν όροφό του για τη φύλαξη αρχαιοτήτων από αρχαιολογικές εργασίες στη ζώνη ευθύνης του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος. Τα επόμενα χρόνια, μέχρι και το 1983, ο Λευκός Πύργος χρησιμοποιήθηκε ως χώρος εγκατάστασης της αεράμυνας της πόλης, ως εργαστήριο Μετεωρολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ως έδρα των συστημάτων Ναυτοπροσκόπων της πόλης. Στις 25 Μαρτίου του 1927, ο πρωτοπόρος ραδιοφωνικός παραγωγός Χρίστος Τσιγγιρίδης (1877-1947) πραγματοποίησε την πρώτη του ραδιοφωνική εκπομπή με την κεραία του Ναυτικού που ήταν εγκατεστημένη στο κτήριο. Στην αρχή του 20ού αιώνα, στον χώρο γύρω από τον πύργο λειτουργούσε το περίφημο καφενείο και το Θέατρο του Λευκού Πύργου, που κατεδαφίστηκαν το 1954, με σκοπό την επέκταση του πάρκου. Σήμερα, λειτουργεί ως μουσείο της ιστορίας της πόλεως.

Στέργιος Φουρκιώτης

Δίπλα ακριβώς, το Βασιλικό Θέατρο. Χτίστηκε το 1940 από τον αρχιτέκτονα και πολεοδόμο Κωνσταντίνο Δοξιάδη και αρχικά προοριζόταν για τη θερινή σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στη Θεσσαλονίκη, γρήγορα όμως αποφασίστηκε να λειτουργήσει ως χειμερινή σκηνή. Τον Ιούλιο του 1940, έγιναν τα εγκαίνια του θεάτρου με το ανέβασμα του σαιξπηρικού έργου «Ριχάρδος ο Γ’» με πρωταγωνιστή τον Αλέξη Μινωτή. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στέγασε αρχικά διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις των γερμανικών αρχών και από το 1943 αποτέλεσε την έδρα του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης. Το 1961-62, αποτέλεσε για μικρό χρονικό διάστημα την πρώτη έδρα του ΚΘΒΕ, η οποία μεταφέρθηκε στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, καθώς το Βασιλικό Θέατρο κρίθηκε ακατάλληλο εξαιτίας των φθορών που είχε υποστεί. Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν, χρησιμοποιήθηκε ως χώρος για πρόβες, αλλά και για την αποθήκευση υλικών με συνέπεια σταδιακά να εγκαταλειφθεί. Το 1986 έγιναν εργασίες συντήρησης με ευκαιρία τη διεξαγωγή της 2ης Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών Ευρωπαϊκών Χωρών της Μεσογείου και έπειτα το κτίριο αποτέλεσε μια από τις σκηνές του ΚΘΒΕ. Το 1996, ξεκίνησε η ανέγερση νέου κτιρίου, το οποίο εγκαινιάστηκε το 2000.

Απέναντι από το Βασιλικό Θέατρο και τον Λευκό Πύργο, στέκει επιβλητικά το κτίριο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (ΕΜΣ) είναι οργανισμός που ιδρύθηκε από τον έμπορα-εργολάβο Αλέξανδρο Λέτσα, ο οποίος ήταν ο Γενικός Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου. Η σύλληψη της ιδέας δημιουργίας του κτιριακού συγκροτήματος της Εταιρείας είναι δική του, με σκοπό την περισυλλογή και μελέτη παντός γλωσσικού, αρχαιολογικού, ιστορικού ή λαογραφικού υλικού που σχετίζεται με τη Μακεδονία. Συστάθηκε στις 29 Απριλίου 1939, στη Θεσσαλονίκη και αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Η Εταιρεία διοικείται από εννιαμελές Διοικητικό Συμβούλιο. Έχει τύχει διάκρισης για το έργο της, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα, έχει τιμηθεί με το αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το χρυσό μετάλλιο του Δήμου Θεσσαλονίκης. Ο οργανισμός στεγάζεται σε τρία κτίρια. Η Εταιρεία διαθέτει επίσης Βιβλιοθήκη (1951) με 70.000 τόμους βιβλίων, περιοδικών, χειρογράφων, εφημερίδων και χαρτών, καθώς και την Πινακοθήκη της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, η οποία αποτέλεσε τον πρώτο οργανωμένο εικαστικό μουσειακό φορέα της Θεσσαλονίκης. Ως ξεχωριστό παράρτημα της Εταιρείας λειτουργεί το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (Ι.Μ.Χ.Α.). Στις 8 Φεβρουαρίου 1949, ο Βασιλεύς Παύλος έθεσε τον θεμέλιο λίθο του πρώτου μεγάρου της Εταιρείας και δύο χρόνια αργότερα, στις 19 Νοεμβρίου 1951, τον θεμέλιο λίθο του Μεγάρου Β΄.

Οι εργασίες ανέγερσης του μεγάρου Γ΄ – που συνδέει το Μέγαρο Α΄ με το Μέγαρο Β΄ – ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1968. Στα κτίρια στεγάζονται όλες οι υπηρεσίες της Εταιρείας. Στο Μέγαρο Β΄ στεγάζεται το Κινηματοθέατρο «Αριστοτέλειον», το Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, στο οποίο λειτουργεί ως μισθωτής το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, και η Πινακοθήκη. Στο Μέγαρο Α΄ στεγάζεται η Βιβλιοθήκη. Απέναντι ακριβώς βρίσκεται η Λέσχη Αξιωματικών και μερικά μέτρα παρακάτω το πάρκο του Ξαρχάκου, το ιστορικότερο αναψυκτήριο της πόλης. Σήμερα στο σημείο πραγματοποιείται ανάπλαση του πάρκου, που θα είναι έτοιμη σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του δήμου το καλοκαίρι.

Μνημείο Ολοκαυτώματος 

Ένα ακόμα σπουδαίο μνημείο που βρίσκεται επί της Νίκης, στην Πλ. Ελευθερίας.

Το Μνημείο προς τιμή των 50.000 Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης που μαρτύρησαν στα Ναζιστικά στρατόπεδα του θανάτου, βρίσκεται στην Πλατεία Ελευθερίας όπου μεταφέρθηκε το 2006. Σχεδιάστηκε από τους αδελφούς Glid και παριστάνει την επτάφωτο λυχνία και φλόγες με ένα πλέγμα ανθρώπινων σωμάτων.

Το μνημείο τοποθετήθηκε το 1997, επί δημαρχίας Κοσμόπουλου, αρχικά στην περιοχή του Ιπποκράτειου νοσοκομείου, και τα αποκαλυπτήριά του έγιναν στις 23 Νοεμβρίου 1997, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλο. Ωστόσο αργότερα, στο ίδιο σημείο, κατασκευάστηκε υπόγειο πάρκινγκ και το άγαλμα μεταφέρθηκε το 2002-2003, για να τοποθετηθεί στην πλατεία Ελευθερίας, ώστε να είναι κοντά στο πρώτο σημείο συγκέντρωσης και μαρτυρίου των Εβραίων της πόλης.

Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι το ιστορικό αυτό γλυπτό αναγκάζεται να μένει «στρυμωγμένο» στη γωνία ενός τετραγώνου που φιλοξενούσε για πολλά χρόνια χιλιάδες αυτοκίνητα κάθε χρόνο και προορίζεται εκ νέου για τη δημιουργία υπόγειου πάρκινγκ.

Στις 16 Φεβρουαρίου του 2006, με αφορμή την επίσημη επίσκεψή του, ο Ισραηλινός πρόεδρος, Μοσέ Κατσάβ, προσκεκλημένος του Προέδρου της Δημοκρατίας, Κάρολου Παπούλια, θα είναι ο πρώτος πρόεδρος του ισραηλινού κράτους που επισκέπτεται την χώρα και την πόλη της Θεσσαλονίκης και καταθέτει στεφάνι στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος.

Στην τεχνοτροπία του, το μνημείο είναι πολύ κοντά και στα άλλα μνημεία που κατασκεύασε ο Nandor Glid. Απεικονίζει μια φλεγόμενη επτάφωτο λυχνία(*), ή μια φλόγα, ή ακόμα και ένα σύννεφο ή ένα δέντρο, που δημιουργούν οι ανθρώπινες μορφές που μπλέκουν η μία μέσα στην άλλη. Οι φλόγες μας θυμίζουν το Ολοκαύτωμα, τον αφανισμό και την καταστροφή, αλλά αν φανταστούμε τους ανθρώπους ως μια μάζα και τις φλόγες ως φτερά αγγέλων, που κάνουν τις μορφές να πετούν μακριά, ή την όλη σύνθεση ως ένα δέντρο με κλαδιά και καρπούς, μέσα από το θλιβερό γεγονός του Ολοκαυτώματος αναδύεται το θετικό και αισιόδοξο μήνυμα, πως οι άνθρωποι αυτοί μετά το τέλος του πολέμου και παρά την προσπάθεια αφανισμού τους, κατάφεραν και πάλι να ανθοφορήσουν και να φέρουν καρπούς. Στο μνημείο υπάρχουν και δύο επιγραφές δεξιά και αριστερά. Η μια τοποθετήθηκε το 1997, όταν έγιναν τα αποκαλυπτήρια, και η άλλη το 2006, όταν ο πρόεδρος του Ισραήλ επισκέφθηκε την πόλη.

Σημαντικές στιγμές που γράφτηκαν στην Λεωφόρο Νίκης.

1876: Απαγχονισμός των υπευθύνων της σφαγής των Προξένων. 1908: εκδηλώσεις υπέρ του νεοτουρκικού Συντάγματος (κίνημα Νεότουρκων). Ιούνης 1911: Η μεγαλοπρεπής πομπή του σουλτάνου Μεχμέτ Ρεσάτ Ε΄ που επιβαίνει σε χρυσοποίκιλτη άμαξα. 29/10/1912: Υποδοχή των στρατευμάτων με τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ στην απελευθέρωση. 5/3/1913:  Η νεκρική πομπή του Βασιλιά Γεώργιου που δολοφονήθηκε. 1915: Παρελαύνουν οι στρατιώτες της Αντάντ. 1916: Καταφτάνει με πλοιάριο ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά το Κίνημα Εθνικής Αμύνης. 9/4/1941: Γερμανικά τεθωρακισμένα οχήματα φέρνουν στην πόλη τους κατακτητές. 30/10/1944: Παρελαύνουν τα τμήματα του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ μετά την αποχώρηση των Γερμανών με επικεφαλής τον Μάρκο Βαφειάδη και τον Ευριπίδη Μπακιρτζή.

Με πληροφορίες από τα αρχεία της Parallaxi και «Τα καφενεία της παλιάς Θεσσαλονίκης» του Κώστα Τομανά, «Οι κινηματογράφοι της παλιάς Θεσσαλονίκης του Κώστα Τομανά, «Κάποτε στη Θεσσαλονίκη» του Στράτου Σιμιτζή, «Σινέ Θεσσαλονίκη» των Μυλωνάκη, Γκροσδάνη και «Η μάχη της μνήμης» των Αναστασιάδη, Χεκίμογλου

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα