Οι ήχοι που χάθηκαν από την πόλη
Μια περιπλάνηση στο χαμένο ηχοτοπίο μιας άλλης Θεσσαλονίκης
Η Θεσσαλονίκη δεν είναι μόνο οι εικόνες της – οι προσόψεις των νεοκλασικών, οι κρυμμένες αυλές, το ηλιοβασίλεμα στον Θερμαϊκό – είναι και οι ήχοι της. Ήχοι που άλλοτε αντηχούσαν σε κάθε γωνιά της και της προσέδιδαν μια αυθεντικότητα και ένα αίσθημα ότι κάτι αναπάντεχο μπορεί να συμβεί στο επόμενο στενό. Από το κουδούνι του τραμ του τελευταίου μέχρι τις φωνές των μανάβηδων στο Καπάνι, η πόλη υπήρξε μια ατέλειωτη παρτιτούρα της λαϊκής καθημερινότητας.
Σήμερα, πολλά από αυτά τα «ηχοτοπία» έχουν χαθεί ή σβήσει. Κι αν κάποια από αυτά έχουν γλιτώσει από τον συνεχή θόρυβο των αυτοκινήτων και τη μονότονη βουή των κλιματιστικών ίσως καταφέρεις να τα ακούσεις αυτές τις μέρες του Αυγούστου που οι ρυθμοί της πόλης γίνονται πιο αργοί επιτρέποντάς της να «ανασάνει».
Η ηχητική μνήμη της πόλης
Το ηχοτοπίο δεν είναι απλώς μια συλλογή θορύβων, είναι η ακουστική ταυτότητα ενός τόπου. Στη Θεσσαλονίκη, οι ήχοι υπήρξαν μάρτυρες της καθημερινότητας, συνόδευσαν τις μετακινήσεις, τα παζάρια, τις δουλειές, τις γιορτές.
Σήμερα, αρκετοί απ’ αυτούς χάθηκαν. Άλλοι επειδή έπαψαν να υπάρχουν τα αντικείμενα ή οι άνθρωποι που τους παρήγαν κι άλλοι γιατί η ζωή γύρω τους άλλαξε τόσο που δεν τους αφήνει να ακουστούν.
Αυτοί είναι μερικοί από τους ήχους που οι «μπαγιάτηδες» Θεσσαλονικείς σίγουρα θυμούνται…
Το κουδουνάκι του τραμ
Στα μέσα του 20ου αιώνα, οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης είχαν τον δικό τους ρυθμό: αυτόν του τραμ. Το μεταλλικό κουδούνι του προειδοποιούσε τους πεζούς, ενώ η δόνηση από τις ράγες έφτανε ως τα πεζοδρόμια. Οι παλιοί θυμούνται πως το ντράγκα ντρουγκ ακουγόταν σε όλη την πόλη τις ήσυχες μέρες του χειμώνα, λειτουργώντας σαν ένα άτυπο ρολόι.
Εργάτες επιβιβάζονταν νωρίς το πρωί με προορισμό τα εργοστάσια του Βαρδάρη, παρφουμαρισμένες κυρίες κατέβαιναν στην Αριστοτέλους για τσάι και συμπάθεια και νεαροί λαθρεπιβάτες έτρεχαν να πιαστούν από την ουρά του τραμ σχηματίζοντας τη λεγόμενη «σκαλομαρία».
Στις 26 Νοεμβρίου 1957, το τελευταίο τραμ έκανε το δρομολόγιο «Βαρδάρης – Άνω Τούμπα». Όταν έφτασε στο τέρμα, ο ήχος του σίγησε για πάντα.
Τα καραβάκια του Θερμαϊκού
Πολύ πριν κατακλύσουν το λιμάνι τα πελώρια κρουαζιερόπλοια και τα φορτηγά πλοία, ο μόνος ήχος που ερχόταν από τη θάλασσα ήταν αυτός από τα μικρά καραβάκια που μετέφεραν τους Θεσσαλονίκης «για τα μπάνια».
Πριν από έναν αιώνα, τα καραβάκια του Θερμαϊκού ήταν η «θαλάσσια ραχοκοκαλιά» της Θεσσαλονίκης, συνδέοντας την πόλη με τις απέναντι ακτές της Περαίας, του Μπαξέ Τσιφλίκι και της Αγίας Τριάδας. Το πρώτο δρομολόγιο πραγματοποιήθηκε το 1907 με το καραβάκι «Κασσάνδρα», το οποίο απέπλευσε από την αποβάθρα μπροστά στο Λευκό Πύργο, σηματοδοτώντας την αρχή μιας νέας εποχής για τη θαλάσσια συγκοινωνία της πόλης.
Καραβάκια, όπως τα «Θράκη», «Άρης», «Χελιδόνα» και «Αετός», έγιναν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας των Θεσσαλονικέων, προσφέροντας έναν ήχο που αναμειγνυόταν με τον αέρα του Θερμαϊκού και τις φωνές των επιβατών. Η δεκαετία του 1960 θεωρείται η «χρυσή εποχή» της ακτοπλοΐας του Θερμαϊκού, με τα καραβάκια να εκτελούν καθημερινά δρομολόγια και να αποτελούν το κύριο μέσο μετακίνησης για τους κατοίκους των απέναντι ακτών.
Ωστόσο, με την ανάπτυξη του οδικού δικτύου και την αύξηση της χρήσης αυτοκινήτων, η θαλάσσια συγκοινωνία άρχισε να παρακμάζει. Παρά τις προσπάθειες αναβίωσης, τα καραβάκια σταδιακά εξαφανίστηκαν από τον Θερμαϊκό, αφήνοντας πίσω τους μόνο τις μνήμες και τον ήχο των κινητήρων τους που κάποτε αντηχούσαν στις ακτές.
Σήμερα, η μνήμη τους διατηρείται ζωντανή μέσα από φωτογραφίες, αφηγήσεις και την αναβίωση της θαλάσσιας συγκοινωνίας με τα σύγχρονα «καραβάκια» που εκτελούν δρομολόγια στον Θερμαϊκό, προσφέροντας στους επιβάτες μια γεύση από το παρελθόν και την αίσθηση της σύνδεσης με τη θάλασσα.
Κρήνες και συντριβάνια
Ακόμη ένας ήχος που λείπει από την πόλη σήμερα, ιδιαίτερα τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού, είναι ο ήχος του νερού.
Οι βρύσες και τα συντριβάνια της Θεσσαλονίκης παλιότερα αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της ηχητικής ταυτότητας της πόλης, συνδυάζοντας την ιστορία με την καθημερινότητα των κατοίκων. Από την οθωμανική περίοδο έως και τις αρχές του 20ού αιώνα, οι δημόσιες βρύσες ήταν σημεία συνάντησης, κοινωνικής αλληλεπίδρασης και πολιτιστικής ανταλλαγής.

Ιδιαίτερα στα στενά της Άνω Πόλης οι βρύσες αποτελούσαν ζωογόνο στοιχείο κάθε γειτονιάς. Σήμερα, στέκουν ακόμη στις ίδιες θέσεις αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις το νερό λείπει. Πρόσφατες προσπάθειες του Δήμου έχουν αποκαταστήσει τη λειτουργία αρκετών από αυτές και έχουν τοποθετήσει νέες σε στρατηγικά σημεία της πόλης.
Αξίζει κανείς να περιπλανηθεί στα στενά της Άνω Πόλης για να ανακαλύψει κάποιες από αυτές, όπως η Κόκκινη Βρύση που βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Ακροπόλεως και Σταγείρων. Ο χαρακτηρισμός «κόκκινη» προέρχεται από το χρώμα των πλαϊνών της βρύσης, ενώ η κρήνη είναι αφιερωμένη στη Ναμίκα Χανούμ, εγγονή του μουφτή Ιμπραήμ Μπέη. Στην πρόσοψή της αναγράφεται «Από το νερό το παν», φράση που απηχεί την αντίληψη των Οθωμανών για το νερό και τις καθαρτικές του ιδιότητες.
Οι φωνές των μικροπωλητών
Το Καπάνι, η ιστορική αγορά της Θεσσαλονίκης που βρίσκεται σε πρωτοφανή παρακμή, δεν θυμίζει σε τίποτα το Καπάνι των περασμένων δεκαετιών. Παλιότερα το Καπάνι δεν ήταν απλώς ένας χώρος εμπορίου, ήταν ένα ηχητικό τοπίο γεμάτο ζωντάνια, αλληλεπίδραση και καθημερινή ζωή. Οι φωνές των μικροπωλητών, των πλανόδιων και των εργαζομένων δημιουργούσαν ένα πολυφωνικό μωσαϊκό που αποτύπωνε την ταυτότητα της αγοράς και, ευρύτερα, της πόλης.

Κάθε πάγκος και κάθε προϊόν είχε τη δική του φωνή. Οι πωλητές χρησιμοποιούσαν χαρακτηριστικά «καλέσματα» για να προσελκύσουν πελάτες, φωνάζοντας τιμές, προσφορές ή αστεία σχόλια που δημιουργούσαν αίσθηση οικειότητας με τους περαστικούς.
Σήμερα, οι εργαζόμενοι που διατηρούν παραδοσιακές τακτικές πώλησης και προετοιμασίας των προϊόντων, όπως το καθάρισμα των κρεάτων και των ψαριών, είναι ελάχιστοι αλλά επιβιώνουν, αφήνωντας και αυτοί το δικό τους ηχητικό αποτύπωμα. Οι φωνές τους αναμειγνύονται με τα αρώματα των τροφίμων και τον θόρυβο της αγοράς, δημιουργώντας μια εμπειρία που θυμίζει τις αγορές της Θεσσαλονίκης του προηγούμενου αιώνα.
Οι ήχοι μιας πόλης είναι σαν τους χτύπους της καρδιάς της. Δεν τους παρατηρείς όσο υπάρχουν, αλλά όταν σταματήσουν, νιώθεις ένα κενό που δεν γεμίζει εύκολα. Η Θεσσαλονίκη αλλάζει, και μαζί της αλλάζει και η ηχητική της ταυτότητα. Κι όμως, αν περπατήσεις με προσοχή, ίσως κάπου στο Καπάνι ακούσεις έναν μανάβη να διαλαλεί την πραμάτεια του, ή αν σταθείς στο λιμάνι αργά το βράδυ, ίσως φτάσει στ’ αυτιά σου ο απόηχος μιας κόρνας από κάποιο καραβάκι. Οι ήχοι αυτοί έγιναν ψίθυροι στη μνήμη μας, περιμένοντας να τους αφουγκραστούμε ξανά.